Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

ΕΛΕΝΑΜΠΑ Η ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΗ




Στό χω­ριό Κε­φα­λο­χώ­ρι πού βρί­σκε­ται στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Νί­και­ας τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας, πρίν ἀ­πό τήν Ἀνταλ­λα­γή, ζοῦ­σε μί­α εὐ­λα­βής καί χα­ρι­τω­μέ­νη νέ­α, ἡ Ἑ­λέ­νη. Τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν Ἑ­λέ­ναμ­πα, δη­λα­δή Ἑ­λέ­νη πού εἶ­χε γε­ροντι­κή σύ­νε­ση, δι­ά­κρι­ση καί μι­λοῦ­σε σάν Ἀβ­βᾶς (Γέ­ρο­ντας).


Ἦ­ταν ὀρ­φα­νή ἀ­πό γο­νεῖς καί ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς ὑ­πη­ρέ­τρια σ᾽ ἕ­ναν πο­νό­ψυ­χο Τοῦρ­κο. Τή νύ­χτα ἡ «Ἑλέ­ναμ­πα» προ­σευ­χό­ταν πολ­λές ὧ­ρες. Ὁ Τοῦρ­κος­ τήν ἄ­κου­γε πού ἔ­λε­γε στήν προ­σευ­χή της: «Νά πά­ρω καί αὐ­του­νοῦ τίς ἁ­μαρ­τί­ες». Προ­σευ­χό­ταν δη­λα­δή γιά ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους. Ὁ Τοῦρ­κος ἔ­βλε­πε νά ἔρ­χωνται πολ­λοί ἄν­θρω­ποι νά τήν συμ­βου­λευ­θοῦν καί κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη χά­ρη. Τήν εἶ­χε σέ με­γά­λη ἐ­κτί­μη­ση καί αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι τόν βο­η­θᾶ ὁ Θε­ός γιά χά­ρη τῆς «Ἑ­λέ­ναμ­πα». Ση­μεί­ω­νε ὁ ἴδιος τά γε­γο­νό­τα καί τίς προ­φη­τεῖ­ες της, για­τί ἦταν πε­πει­σμέ­νος ὅτι ἡ «Ἑ­λέ­ναμ­πα» εἶ­χε χά­ρι­σμα προ­ο­ρα­τι­κό.



Τό­τε πολ­λούς Ἕλ­λη­νες τούς ἐ­πι­στρά­τευ­αν στόν τούρ­κι­κο στρα­τό στά Τάγ­μα­τα Ἐρ­γα­σί­ας (Ἀ­με­λέ Ταμ­που­ροῦ) γι­ά πέντε μέ δέ­κα χρό­νια μέ σκο­πό τήν ἐ­ξόντω­σή τους. Δέν ἔ­δι­ναν ση­μεῖ­α ζω­ῆς καί οἱ οἰ­κο­γέ­νει­ές τους ἀ­νη­συ­χοῦ­σαν. Οἱ γυ­ναῖ­κες πή­γαι­ναν καί ρω­τοῦ­σαν τήν «Ἑ­λέ­ναμ­πα» ἂν ζοῦν ἤ ἄν ἔ­χουν σκο­τω­θῆ. Ἐ­κεί­νη γι­ά νά μήν ἀμ­φι­σβη­τή­σουν ὅ,τι θά τούς ἔ­λε­γε, πρῶ­τα πε­ρι­έ­γρα­φε τόν ἄν­δρα. Ἔ­λε­γε π.χ.: «Ὁ ἄν­δρας σου εἶ­ναι ψη­λός, ξαν­θός μέ μου­στά­κι». Πρό­σθε­τε καί ἄλ­λα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί ὕ­στε­ρα ἔ­λε­γε ἄν πέ­θα­νε ἤ ἄν ζῆ ἤ πό­τε θά γυ­ρί­σει.


­πί­σης ἔ­λε­γε: «Θά ᾿ρθεῖ και­ρός πού οἱ ἄν­θρω­ποι θά μπερ­δευ­τοῦν». (Ἐν­νο­οῦ­σε πνευ­μα­τι­κό ἤ φυλετικό μπέρ­δε­μα. Σή­με­ρα καί τά δυ­ό ὑ­φί­στανται). Κά­ποια ἡ­μέ­ρα εἶ­πε στούς συγ­γε­νεῖς της: «Ἐ­σεῖς θά φύ­γε­τε καί μέ­να θά μ᾿ ἀ­φή­σε­τε ἐ­δῶ. Πά­λι θά ξα­ναρ­θῆ­τε, ἀλ­λά αὐ­τά τά μέ­ρη θά ἀλ­λά­ξουν». Πρίν πεθάνη ζή­τη­σε νά τή ντύ­σουν μέ μαῦ­ρα ροῦ­χα σάν μο­να­χή.


­λοι στό χω­ριό τήν «Ἑ­λέ­ναμ­πα» τήν εἶ­χαν σέ εὐ­λά­βεια γι­ά τίς ἀ­ρε­τές καί τά χα­ρί­σμα­τά της. Πί­στευ­αν ὅ­τι εἶ­ναι ἁ­γί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρες λε­πτο­μέ­ρει­ες ἀ­πό τήν ζω­ή της δέν δι­α­σώ­θη­καν. Μό­νον ὅ­τι ἐ­κοι­μή­θη σέ ἡ­λι­κί­α μι­κρό­τε­ρη τῶν δε­κα­τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν, γύ­ρω στό 1920, πρίν ἀ­πό τήν Ἀνταλ­λα­γή, ὅ­πως δη­λα­δή εἶ­χε προ­φη­τεύ­σει. Ἐκεῖ πού ἐ­τά­φη ἀ­νέ­βλυ­σε ἁ­γί­α­σμα καί ὅ­σοι ἄρ­ρω­στοι ἔ­πι­ναν θε­ρα­πεύ­ονταν. Μέ τήν Ἀνταλ­λα­γή οἱ συγ­γε­νεῖς της καί οἱ συγ­χω­ρια­νοί της ἦρ­θαν στήν Ἑλ­λά­δα καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στό νο­μό Σερ­ρῶν, δη­μι­ουργώντας ἔτσι τό Νέο Κε­φα­λο­χώ­ρι. 


Οἱ συγ­γε­νεῖς τῆς «Ἑ­λέ­ναμ­πα» ἔχουν φέ­ρει ὡς εὐ­λο­γί­α καί φυ­λα­χτό στό νέ­ο χω­ριό τά ροῦ­χα της καί κά­ποι­α προ­σω­πι­κά της ἀντι­κεί­με­να. Μέ­χρι σή­με­ρα ἀ­νά­βουν καντή­λι ἀ­κοί­μη­το καί κε­ριά στό σπί­τι πού φυ­λάσ­σονται τά προ­σω­πι­κά της ἀντι­κεί­με­να. Τήν ἐ­πι­κα­λοῦνται στίς ἀ­νάγ­κες καί στίς δυ­σκο­λί­ες τους καί αὐ­τή ἔχο­ντας στόν Θε­ό παρ­ρη­σί­α τούς βο­η­θᾶ.


Κα­τά τήν ἐ­πο­χή τοῦ συμ­μο­ρι­το­πο­λέ­μου οἱ ἀντάρ­τες (Κομ­μου­νι­στές) ἦρ­θαν κατ᾿ ἐ­πα­νά­λη­ψη νά κά­ψουν τό χω­ριό, ἀλ­λά μό­λις ἔμ­παι­ναν στό χω­ριό ἄλ­λα­ζαν δι­ά­θε­ση, ἔ­παιρ­ναν τρό­φι­μα καί φεύ­γοντας ἔ­λε­γαν: «Κά­ποι­ος ἅ­γιος σᾶς φυ­λά­ει, δι­ό­τι ἤρ­θα­με νά κά­ψου­με τό χω­ριό καί μό­λις μπή­κα­με, ἄλ­λα­ξε ἡ δι­ά­θε­σή μας».



Εκ του βιβλίου ''Ασκητές μέσα στον κόσμο'' του Ιερού Ησυχαστηρίου ''Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος'',
Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής.
Επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου