Οἱ δύο Μαθητές πρός Ἐμμαούς
Ποιός εἶναι αὐτὸς πού δὲν κατονομάζεται;» (Λουκ. κδ’, 12-13)
«Ὁ Πέτρος σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὸ μνῆμα· καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε εἶδε τά σάβανα μόνα τους (χωρὶς τὸ σῶμα) καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του θαυμάζοντας τὸ γεγονός. Τὴν ἴδια ἡμέρα, δύο ἀπὸ αὐτοὺς (τοὺς μαθητὲς) πήγαιναν σὲ κάποιο χωριό, πού ἀπεῖχε ἕνδεκα περίπου χιλιόμετρα ἀπό τήν Ἱερουσαλὴμ καὶ λεγόταν Ἐμμαούς».
Ἡ ζωηφόρος ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, δὲν ἀποδεικνύεται στοὺς ἐκλεκτοὺς μαθητές του ἀπὸ τὸ παραπάνω σημεῖο, ἀλλὰ πρῶτα ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν αὐτὴν οἱ μαθήτριες πού μετέφεραν τὰ ἀρώματα. Ὕστερα δὲ ἀπὸ αὐτὲς οἱ μαθητὲς τῶν μαθητῶν, δύο ἀπό τούς ὁποίους ἦταν αὐτοὶ πού βάδιζαν πρὸς τὸ χωριὸ Ἐμμαούς τὴν ἴδια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐνεργήθηκε τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἀναστάσεως.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς ἀνέφερε τὸ ὄνομα τοῦ ἑνός, ἐνῶ ἀπέκρυψε τὸ ὄνομα τοῦ ἄλλου, ἔκανε πολλοὺς νὰ κάνουν διαφόρους συλλογισμοὺς γιὰ τὸ ὄνομα. Ἄλλοι ὑποστήριξαν μὲ βεβαιότητα ὅτι εἶναι ὁ Ναθαναὴλ ὁ Κανανίτης, ἄλλοι ὁ Σίμωνας καὶ ἄλλοι ἄλλος. Φαίνεται ὅμως ὡς πιὸ πιθανό, ὅτι εἶναι ὁ Λουκᾶς (τὸ πρόσωπο πού ἀποκρύβεται), ὁ συγγραφέας αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ συστολὴ ἀπέκρυψε τὸ ὄνομα.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε ὅτι μαντεύουμε κάτι παράλογο, ἂς φέρουμε ἐδῶ ὡς ἀξιόπιστο μάρτυρα τὸν Συμεών, ὁ ὁποῖος συνέθεσε τὶς μεταφράσεις μὲ μεγάλη ἐπιτυχία. Αὐτὸς λοιπὸν ἀναφέρει αὐτὸ στὸ ὑπόμνημά του στὸν ἱερὸ Λουκᾶ.
«Οἱ δύο Μαθητές συζητοῦν λυπημένοι». (Λουκ. κδ’, 14) Αὐτοὶ λοιπὸν βάδιζαν τὸ δρόμο πρὸς τὴν Ἐμμαούς. Ἦταν θορυβημένοι γι’ αὐτὸ πού εἶχε συμβεῖ στὸν Κύριο, γεμάτοι ἀνήσυχες σκέψεις καὶ βυθισμένοι στὴ λύπη. Συνηθίζει δέ, σὲ παρόμοιες περιστάσεις, ἡ διήγηση ὅσων ἔχουν συμβεῖ νὰ καταπραύνει τὴ σφοδρότητα τῆς λύπης,
μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φυγαδεύεται (ἡ λύπη) κάπως, ὅταν φέρνουμε στὴ μνήμη καὶ διηγούμαστε αὐτὰ πού ἔχουν συμβεῖ, πράγμα πού καὶ αὐτοὶ ἔκαναν καθὼς βάδιζαν, ζωντανεύοντας τὰ γεγονότα στὴ μνήμη τους καὶ μετριάζοντας τὸ βάρος τῆς λύπης συζητώντας γι’ αὐτά. «Καί αὐτοί», λέει, «μιλοῦσαν μεταξύ τους, γιὰ ὅλα αὐτὰ πού εἶχαν συμβεῖ».
«Ὁ Ἰησοῦς πλησιάζει τους δύο Μαθητὲς καὶ συνομιλεῖ μαζί τους» (Λουκ.κδ’, 15· 16· 17· 18) Ἀλλ’ αὐτὸς πού βρίσκεται παντοῦ πορευόταν συγχρόνως μαζὶ μὲ αὐτοὺς χωρὶς νὰ φαίνεται, ἀκούγοντας προσεκτικὰ τὰ λόγια πού προέρχονταν ἀπὸ ὀλιγοψυχία. Ἔπειτα ἀποκαλύπτει σ’ αὐτοὺς τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ νὰ γίνει θεατός.
Δὲν ἀποκαλύφθηκε, βέβαια, ὥστε νὰ τὸν γνωρίζουν ποιὸς ἀκριβῶς ἦταν, ἀλλ’ ἀφοῦ πλησίασε σὰν κάποιος ξένος ὁδοιπόρος βάδιζε μαζί τους ἀπὸ κοντά. «Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τοὺς πλησίασε καὶ βάδιζε μαζί τους», καὶ, σὰν νὰ ἀγνοοῦσε, ζητοῦσε νὰ μάθει τὴν αἰτία τῆς λύπης.
«Τί εἶναι αὐτὰ τά λόγια πού συζητᾶτε μεταξύ σας περπατώντας καί γιατί εἶστε περίλυποι»;Ἐκεῖνοι, ὅμως, νομίζοντας ἀπὸ τὴ φωνὴ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ὅτι βλέπουν κάποιον ἄνδρα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὸν ἐπιτιμοῦν, γιατί εἶναι τόσο ἀνόητος, ἐπειδὴ ἀγνοοῦσε αὐτὰ πού ἦταν σὲ ὅλους προφανῆ καὶ γνωστά. Ὁ ἄλλος, ὅμως, ἀπὸ αὐτούς, ὁ Κλεόπας, τὸν ὁποῖο τὰ Πανάρια τοῦ Ἐπιφανίου ἀναφέρουν ὡς ἀνηψιὸ τοῦ Κυρίου, τὸν ἐπιτίμησε.
Αὐτός, λοιπόν, ρίχνοντάς του ἕνα βλοσυρὸ βλέμμα (τοῦ εἶπε)· «Ἐσύ εἶσαι ὁ μόνος πού κατοικεῖ στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες αὐτά πού ἔγιναν σ’ αὐτήν αὐτές τίς ἡμέρες;». Δὲν λέει αὐτό, ὅτι εἶσαι προσωρινὸς κάτοικος πού ἦλθες ἀπὸ ξένα μέρη καὶ διαμένεις στὴν πόλη. Διότι ὑποψιαζόταν ὅτι δὲν εἶναι προσωρινός, ἀλλά μόνιμος πολίτης.
Ἡ λέξη ἔχει τὴν ἑξῆς ἔννοια· «Σύ εἶσαι ὁ μόνος πού κατοικεῖς στὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δὲν ἔμαθες αὐτὰ πού ἔγιναν σ’ αὐτήν;». Βέβαια, ἦταν προσωρινὸς κάτοικος, πού ἀντάλλαξε τὴν γήινη προσωρινὴ κατοικία του μὲ τὴν οὐράνια κατοικία, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει στὴν οὐράνια πατρίδα τὴν ἀνθρώπινη φύση, πού ἀπέλαβε τὴν γήϊνη πατρίδα μετὰ τὴν πτώση, καὶ πού γι’ αὐτὸ θρηνεῖ μαζὶ μὲ τὸν Δαυίδ, λέγοντας: «Ἀλλοίμονο. Γιατί ἡ παραμονή μου στὴν ξένη γῆ παρατάθηκε γιὰ πολύ».
«Διαψεύδονται οἱ ἀντιλήψεις τῶν Μαθητῶν περὶ κοσμικοῦ Μεσσία-ἐλευθερωτῆ» (Λουκ.κδ’, 19, 20, 21). Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε• «Ποῖα;» Καί ἐκεῖνοι Τοῦ ἀπάντησαν· «Τά σχετικά μέ τὸν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, ὁ ὁποῖος ἦταν προφήτης». Αὐτὸς ὅμως προσποιούμενος ἀκόμα ἄγνοια ἀντέταξε· «Ποιά;» Τότε ὁ Κλεόπας ἀρχίζει νὰ διηγεῖται καὶ νὰ ἀπαριθμεῖ ὅλα, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη πού εἶχαν (γι’ αὐτά). «Προφήτης», γιατί αὐτὸ νόμιζαν, ἐπειδὴ δὲν ἔφταναν σὲ ὑψηλότερη γνώμη (γιὰ τὸν Χριστὸ).
«Δυνατὸς στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια». Ἐδῶ ἀναφέρεται στὴν παρρησία τῆς διδασκαλίας καὶ στὴ δύναμη τῶν θαυμάτων. Γιατί τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ τὰ χαρακτήριζε μιὰ γλυκειά πειστικότητα, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἔλεγχε τοὺς Γραμματεῖς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σαγήνευε τοὺς ὄχλους, ὥστε καὶ οἱ ἀντίθετοι νὰ φτάνουν στὸ συμπέρασμα· «Ποτὲ στὸ παρελθὸν δὲν μίλησε ἔτσι ἄνθρωπος».
Τὰ ἔργα, ἐπίσης, τὰ ἀκολουθοῦσε κάποια θεϊκὴ δύναμη, ἡ ὁποία θεράπευε τὶς ἀσθένειες μόνο μὲ ἕνα νεῦμα καὶ μὲ τὴ σφοδρότητα τῆς θελήσεως, ὥστε πάλι νὰ ἀναβοοῦν οἱ ὄχλοι· «Ποτὲ δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα». Καὶ τὸ «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ», σημαίνει ὅτι ἀγαθοὶ θεωροῦνται πολλὲς φορὲς αὐτοὶ πού δείχνουν ὑποκριτικὰ μιὰ ἐξαιρετικὴ διαγωγή, εἶναι ὅμως μισητοὶ ἀπέναντι στὸν Θεό. Τὸ νὰ ἔχει ὅμως κάποιος καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ λαοῦ, εἶναι χαρακτηριστικὸ μόνο τῶν τελείων.
Ἔπειτα, διηγεῖται τὴν παράδοση (τοῦ Χριστοῦ) στὸν ἡγεμόνα καὶ τέλος τὸ σταυρικὸ θάνατο καὶ ὅτι διαψεύσθηκαν οἱ πολὺ μεγάλες ἐλπίδες πού εἶχαν. «Ἔμεῖς, ὅμως», λέει, «ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς εἶναι (ὁ Μεσσίας) πού πρόκειται νά ἐλευθερώσει τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ». Γιατί πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος διαφορετικὲς ἀντιλήψεις εἶχαν σχετικὰ μὲ τὸν Χριστὸ· νόμιζαν, δηλαδή, ὅτι θὰ βασίλευε σὲ μιὰ ἐπίγεια βασιλεία καὶ ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ἀνέτρεπε τὴν ἐπικράτεια τῶν Ρωμαίων.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν ὅτι, «Ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ (ὁ Μεσσίας) πού πρόκειται νὰ ἐλευθερώσει τό λαό τοῦ Ισραήλ». Ὅταν ὅμως, εἶδαν αὐτὸν νὰ ἒχει καταδικαστεῖ κατὰ ἀτιμωτικὸ τρόπο καὶ νὰ δέχεται ἕναν ἐπονείδιστο θάνατο, ἔφταναν σὲ διαφορετικὰ συμπεράσματα καὶ αὐτὸ εἶχε σὰν συνέπεια νὰ κατηγοροῦν τοὺς ἑαυτούς τους ὅτι στὸ παρελθὸν εἶχαν ξεγελαστεῖ ἀπὸ μάταιες ἐλπίδες.
Οἱ δύο Μαθητές δυσπιστοῦν στὴ μαρτυρία τῶν γυναικῶν γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ» (Λουκ. κδ’, 21• 22• 23• 24). «Ὅμως σήμερα εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τότε πού ἔγιναν αὐτά». Σχεδὸν ἰσχυρίζεται αὐτό, ὅτι χάθηκε γιὰ μᾶς κάθε ἐλπίδα· γιατί ἡ αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τότε πού σταυρώθηκε καὶ θὰ πρέπει νὰ ἔχει ἀρχίσει κιόλας ἡ σήψη τοῦ σώματος. Ἔπειτα, ἀναφέρει καὶ τὶς ὀπτασίες τῶν γυναικῶν, διηγώντας τες χωρὶς λεπτομέρειες.
«Ἀλλά καί μερικές γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας μᾶς ξάφνιασαν, γιατί, ὅταν πῆγαν πολὺ νωρὶς τὸ πρωὶ στὸν τάφο καὶ δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα του, ἦρθαν καὶ εἶπαν ὅτι εἶδαν καὶ μιὰ ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς ζεῖ». Ὀνομάζει «ἔκσταση» τὸ εὐχάριστο ἄγγελμα, σὰν κάποιο θέαμα φανταστικὸ πού προξενεῖ ταραχή. «Μερικοὶ ἀπό τούς δικοὺς μας πῆγαν (στό μνημεῖο) καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι». Ἐδῶ ὑποδηλώνει τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι εἶδαν βέβαια τὰ σάβανα, αὐτὸν ὅμως δὲν τὸν εἶδαν.
«Ὁ Κύριος ἐπιτιμᾶ τοὺς δύο Μαθητές». (Λουκ.κδ’ 25, 26·27·28). Ἀπαλλάσσοντας αὐτοὺς ὁ Σωτήρας ἀπὸ τέτοιου εἴδους σκέψεις, τοὺς ἐπιτιμᾶ ἔντονα καὶ τοὺς ψέγει μὲ δριμύτητα ὡς βραδύνοες καὶ ἀνόητους ἀνθρώπους πού τοὺς εἶχε νικήσει ἡ νωθρότητα καὶ ἀγνοοῦσαν καὶ τοὺς νόμους καὶ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς λέει· «Ὢ ἀνόητοι (ἀστόχαστοι), πού ἡ καρδιὰ σας εἶναι βραδυκίνητη (νωθρὴ) καί άργεῖ νὰ πιστέψει ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες».
Ἔπειτα ἀποσαφηνίζει ὅσα ἔχουν προφητεύσει οἱ θεολόγοι σχετικὰ μὲ αὐτὸν καὶ ἀποδεικνύει, ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει σταυρικὸ θάνατο μὲ σκοπὸ νὰ εὐεργετηθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἀφοῦ καθάρισε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ κάλυμμα τῶν νοητῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἀφοῦ διέλυσε τὶς ἀνόητες σκέψεις πού τοὺς κυρίευαν καὶ ἐνῶ ἡ μέρα τελείωνε, ὅταν πλησίασε στὸ χωριό, προσποιήθηκε ὅτι πηγαίνει πιὸ μακριά.
«Ὁ Κύριος δειπνεῖ μὲ τοὺς δύο μαθητές». (Λουκ.κδ’, 29, 30· 31·32) Ἀλλ’ ὁ Κλεόπας ὅμως καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς πού ἦταν μαζί του, ἐπειδὴ εἶχαν ζεσταθεῖ οἱ ψυχές τους ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς διδασκαλίας καὶ εἶχαν ἐνισχύσει τὸ νοῦ τους ἀπὸ τὴν ἱερή πειστικότητα, ἔφερναν ἐμπόδια στὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Κυρίου, καὶ τὸν πίεζαν νὰ διανυκτερεύσει μαζί τους, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τὴν περασμένη ὥρα.
«Μεῖνε μαζί μας, γιατί πλησιάζει τὸ βράδυ καὶ ἡ μέρα ἤδη τελειώνει». Κι ἐκεῖνος δεχόταν μὲ τὴ θέληση του τὴν ἧττα, ἔχοντας ὡς σκοπὸ νὰ τοὺς εἰσάγει σὲ πιὸ ὁλοκληρωμένη γνώση. Ἐκεῖ τοῦ παραθέτουν τρὰπεζα μαζὶ μὲ ἄζυμο ψωμί. Διότι ἦταν ἡ Τρίτη μέρα ἀπὸ τὸ ἰουδαϊκὸ Πάσχα, περίοδος πού ἀπαγορευόταν ἡ χρήση ἔνζυμου ἄρτου.
Καὶ τότε, ἐπειδὴ ἀναγνωρίστηκε κατὰ τὸν τεμαχισμὸ τοῦ ἄρτου φανερώνει τὸν ἑαυτό Του, καὶ ἀφοῦ φανερώθηκε πάλι κρυβόταν. Καὶ ἕνα παράδοξο πάθος εἶχε καταλάβει τοὺς μαθητές, πού μοιραζόταν ἀνάμεσα στὴ χαρὰ καὶ στὰ δάκρυα. Διότι αὐτὸν πού ζητοῦσαν, τὸν εἶχαν καὶ ταυτόχρονα αὐτὸν πού εἶχαν, τὸν ἀγνοοῦσαν, καὶ αὐτὸν πού βρῆκαν τὸν ἔχασαν. Χαίρονταν γιατί τὸν εἶδαν, καὶ ἔκλαιγαν ἔπειδὴ τὸν στερήθηκαν.
Στενοχωροῦνταν ἐπειδὴ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν, μετάνιωναν γιὰ ὅσα ἀσυλλόγιστα τοῦ ἒλεγαν. Ὅπως ἦταν φύσικό, κατηγοροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους γιὰ τὴ νωθρότητα πού ἐπέδειξαν, γιατί οὔτε ἡ χάρη ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου τοὺς ὁδήγησε στὴν ἀναγνώρισή Του. «Ἡ καρδιά μας δὲν ἔκαιγε μέσα μας, καθὼς μᾶς μιλοῦσε στὸ δρὸμο καὶ μᾶς ἑρμήνευε τίς Γραφές;»
Πῶς ἑρμηνεύεται αὐτό; Τὰ λόγια τοῦ Σωτήρα τὰ συνὸδευε κάποια ἀνέκφραστη καὶ φλογερὴ δύναμη, πού ζέσταινε τὸ νοῦ τῶν ἀκροατῶν καὶ ἐναπέθετε κάποια ἐρωτικὴ σπίθα πειστικότητας. Ἀπὸ αὐτὸ βέβαια καὶ τότε, καθὼς Ἐκεῖνος τοὺς ἑρμήνευε τὶς Γραφές, συνήθως ἔνιωθαν μιὰν ἐσωτερικὴ θερμότητα, γοητευμένοι ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἕλξη πού ἐξασκοῦσε. Ἦταν, λοιπόν, μετανιωμένοι, ἐπειδὴ δὲν κατόρθωσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ἀπὸ αὐτὸ τὸ συνηθισμένο σῆμεῖο. Οἱ Μαθητές διασταυρώνουν τίς πληροφορίες γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου» (Λουκ.κδ’, 33·34).
«Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκαν τὴν ἴδια ὥρα γύρισαν στὴν Ἱερουσαλήμ καί βρῆκαν συγκεντρωμένους τοὺς ἕνδεκα (μαθητὲς) καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους, πού τούς ἔλεγαν ὅτι, πραγματικά, ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ὅτι φανερώθηκε στό Σίμωνα». Ἡ φωτιὰ τοῦ πόθου δὲν τοὺς ἄφησε νὰ ἠρεμήσουν, οὔτε νὰ περιμένουν τὴν ἑπόμενη μέρα· ἀλλά ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια ὥρα, καὶ ἐνῶ τὸ λαμπρὸ φῶς τῆς σελήνης φώτιζε τὰ πάντα (διότι ἦταν τρίτη μέρα μετὰ τὴν πανσέληνο), ἔτρεχαν μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, ἐπειδὴ μετέφεραν μηνύματα χαρᾶς.
Ἀλλά τούς προφθάνει στὴν ταχύτητα ὁ Χριστός, καὶ ἐμφανίζεται στὸν Σίμωνα, ἐπειδὴ θέλει νὰ πιστέψουν οἱ ἄλλοι ἐξ αἰτίας τοῦ μεγαλύτερου ἀξιώματος πού εἶχε μεταξὺ τῶν μαθητῶν. Ἐπειδὴ δηλαδὴ θεώρησαν ὅτι ἡ μαρτυρία τῶν γυναικῶν ἦταν ἀνόητο πράγμα, φανερώνεται στὸν Πέτρο.
Ἂν καὶ βέβαια οἱ εὐαγγελιστὲς ἀποσιωποῦν καὶ τὸ γεγονὸς καὶ τὸν τόπο καὶ τὸν τρόπο πού φανερώθηκε στὸν Σίμωνα ὁ Κύριος, ὅμως ἒχουμε τὴν ἀξιόπιστη μαρτυρία τοῦ μεγάλου Παύλου σχετικὰ μὲ τὴ φανέρωση αὐτή, ἡ φωνὴ τοῦ ὁποίου μᾶς λέγει· «Ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, καί ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη μέρα καὶ ὅτι ἐμφανίσθηκε στὸν Κηφᾶ (Πέτρο)».
Ἐπίλογος: «Ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς καὶ ἡ συμπαράσταση τοῦ Λόγου». Ἑπομένως καὶ ἐμεῖς, φιλόθεη σύναξη, ἂς μιμηθοῦμε τὴ δυάδα αὐτὴ τῶν μαθητῶν καὶ ἐγκαταλείποντας τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐκείνη πού φόνευσε πρῶτα τούς προφῆτες καὶ ὕστερα τὸν Χριστό, τὴν ὁποίαν ἐλεεινολογεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς φόνισσα τῶν προφητῶν, καὶ ὡς ἐκείνην πού λιθοβολοῦσε τοὺς ἀποστόλους.
Ἂς εἶναι, λοιπόν, αὐτὴ ἡ κακία ἡ ἀντίθετη τῆς ἀρετῆς, αὐτὴ πού σταύρωσε τὸν Κύριο τῆς ἀληθείας, αὐτὴ πού ἀπωθεῖ τὰ προφητικὰ καὶ ἀποστολικὰ λόγια. Αὐτήν, λοιπόν, τὴν κακία ἀποφεύγοντας, ἂς προσπαθήσουμε μὲ προθυμία νὰ φτάσουμε στὸ χωριὸ Ἐμμαούς, δηλαδὴ στὴν πρακτικὴ ἀρετή, πού ἀπέχει ἑξήντα στάδια.
Ὁ ἀριθμὸς ἑξήντα δηλώνει τὴν δεκαπλάσια ἑξάδα τῶν ἐντολῶν, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ δίκαιοι κληρονομοῦν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ πρακτικὴ ἀρετή, ὅταν πολλαπλασιαστεῖ μὲ τὴν ἐργασία, αὐξάνεται σὲ ἑξήντα, ὅπως μάθαμε καὶ στὴν παραβολὴ τοῦ σπόρου. Αὐτήν, λοιπόν, ἀφοῦ διανύσουμε σὰν τὴν πορεία τῶν ἑξήντα σταδίων, θὰ δοῦμε τὸν Κύριο σὰν νὰ πορεύεται μαζί μας νοερὰ καὶ νὰ διαλέγεται μαζί μας.
Διότι στὸν ἄνθρωπο, πού ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ἔρχεται ὁ Λόγος ὡς συναγωνιστής, διώχνοντας τὴν ὀκνηρία καὶ παρέχοντας τὴ δική του δύναμη, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ κανένα θεάρεστο ἔργο.
Στὴν ἀρχή ὁ Λόγος πλησιάζει καὶ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία του ἀμυδρά, ἀργότερα ὅμως φανερώνεται πιὸ καθαρά. Διότι οἱ ψυχὲς τῶν ἐνάρετων, ὅσο περισσότερο καθαρίζονται, τόσο περισσότερο γνωρίζουν καὶ τὸν Θεό. Περισσότερο μάλιστα ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτοὺς κατὰ τὸν τεμαχισμὸ τοῦ ἄρτου, στὴ μετάληψη δηλαδὴ τῶν φρικτῶν Μυστηρίων.
Καὶ μὴν ἀπορήσεις, ἐάν, ἐνῶ φανερώνεται στοὺς μαθητές, ἀμέσως γίνεται ἄφαντος. Γιατί τέτοιο εἶναι τὸ Θεῖο κάλλος. Ἀπὸ τὴ μιὰ φωτίζει τὸ νοῦ αὐτῶν πού ἒχουν καθαριστεῖ, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὑποχωρεῖ ἀμέσως σὰν ἀστραπὴ καὶ γὶνεται ἄπιαστο. Αὐτὸ (τὸ Θεῖο κάλλος) ὅταν καταλαμβάνει τὴν ψυχὴ πού ἀγαπᾶ, τῆς δημιουργεῖ ἕνα πόθο καὶ τὴν προσελκύει σὲ κὰτι ἀνώτερο.
Εὔχομαι νὰ ἀνυψωθεῖτε πρὸς τὶς θεῖες ἀναβάσεις, καὶ νὰ ποθήσετε μὲ ἐσωτερικὴ θέρμη τὸν κατ’ ἐξοχὴν ἥμερο, τὴν αἰώνια ἐπιθυμία, τὴν μία φύση, τὴν μακαρία θεὸτητα· στὴν Ὁποία ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ κάθε εἴδους δόξα καὶ ὕμνος καὶ μεγαλοπρέπεια, τώρα καὶ πάντοτε, καὶ σὲ ὅλους τούς αἰῶνες. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: ''ΤΑ ΕΝΔΕΚΑ ΕΩΘΙΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ''
π. Σ.Τρικαλιώτη. Ἐκδόσεις, ΤΗΝΟΣ.
Θεοφάνης Κεραμεύς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου