Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ)



Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, περιπατῶν ὁ Ἰησοῦς παρά τήν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τόν λεγόμενον Πέτρον, καί Ἀνδρέαν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τήν θάλασσαν˙ (ἦσαν γάρ ἁλιεῖς˙) καί λέγει αὐτοῖς˙ Δεῦτε ὀπίσω μου, καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα, ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καί προβάς ἐκεῖθεν, εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τόν τοῦ Ζεβεδαίου, καί Ἰωάννην τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετά Ζεβεδαίου τοῦ πατρός αὐτῶν, καταρτίζοντας τά δίκτυα αὑτῶν˙ καί ἐκάλεσεν αὐτούς. Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τό πλοῖον, καί τόν πατέρα αὑτῶν, ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καί περιῆγεν ὅλην τήν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν, καί κηρύσσων τό Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας, καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον, καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. (Ματθ. δ’ 18-23)


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Πρό­σε­ξε ὅ­μως καὶ τὴν πί­στη καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ τῶν μα­θη­τῶν. Ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὸ κά­λε­σμά Του, ἦ­ταν στὴ μέ­ση τῆς ἐρ­γα­σί­ας καὶ ξέ­ρε­τε πό­σο ἀ­παι­τη­τι­κὸ εἶ­ναι τὸ ψά­ρε­μα. Κι ὅ­μως δὲν ἄ­φη­σαν γι’ ἀρ­γό­τε­ρα, δὲν εἶ­παν· «Ἅ­μα γυ­ρί­σου­με στὸ σπί­τι, θὰ μι­λή­σου­με μὲ τοὺς δι­κούς μας».

λ­λὰ τ’ ἄ­φη­σαν ὅ­λα καὶ Τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν, ὅ­πως ἔ­κα­με ὁ Ἐ­λισ­σαῖ­ος στὰ χρό­νι­α τοῦ προ­φή­τη Ἠ­λί­α. Τέ­τοια ὑ­πα­κο­ὴ ζη­τᾶ ἀ­πὸ μᾶς ὁ Χρι­στός, ὥ­στε οὔ­τε ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο ἀ­να­βο­λὴ νὰ μὴν κά­νου­με, ἀ­κό­μα κι ἂν μᾶς βι­ά­ζει κά­τι ἀ­πὸ τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα. Γι’ αὐ­τὸ καὶ κά­ποιον ἄλ­λον, ποὺ τὸν πλη­σί­α­σε καὶ ζή­τη­σε νὰ θά­ψει τὸν πα­τέ­ρα του, οὔ­τε αὐ­τὸ δὲν τὸν ἄ­φη­σε νὰ κά­νει, δεί­χνον­τας ὅ­τι ἀ­πὸ ὅ­λα πρέ­πει νὰ προ­τι­μοῦ­με νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με. 

Καὶ ἂν ἰ­σχυ­ρι­στεῖς ὅ­τι ἦ­ταν με­γά­λη ἡ ὑ­πό­σχε­ση ποὺ τοὺς ἔ­δω­σε, θὰ ἀ­παν­τή­σω ὅ­τι γι’ αὐ­τὸ καὶ τοὺς θαυ­μά­ζω πι­ὸ πο­λύ, ἐ­πει­δὴ παρ’ ὅ­λο ποὺ ἀ­κό­μα δὲν εἶ­χαν δεῖ ἀπ’ Αὐ­τὸν κα­νέ­να θαυ­μα­στὸ ση­μεῖ­ο, πί­στε­ψαν σὲ τό­σο με­γά­λη ὑ­πό­σχε­ση καὶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα τὰ θε­ώ­ρη­σαν δευ­τε­ρεύ­ον­τα μπρο­στὰ στὸ νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σουν.

Για­τί μὲ ὅ­ποια λό­γι­α πεί­στη­καν οἱ ἴ­διοι, πί­στε­ψαν ὅ­τι μὲ αὐ­τὰ θὰ μπο­ροῦ­σαν κι ἄλ­λους νὰ πεί­σουν. Αὐ­τό, λοι­πόν, ὑ­πο­σχέ­θη­κε σ’ αὐ­τούς. Σ’ ἐ­κεί­νους ὅ­μως ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­ά­κω­βο καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη δὲν εἶ­πε τί­πο­τα τέ­τοιο, για­τί ἡ ὑ­πα­κο­ὴ τῶν πρώ­των ἄ­νοι­ξε ἔ­πει­τα τὸ δρό­μο καὶ σ’ αὐ­τούς. Ἐξ ἄλ­λου εἶ­χαν ἀ­κού­σει πολ­λὰ προ­η­γου­μέ­νως γι’ Αὐ­τόν.

Κοί­τα­ξε καὶ πό­σο σα­φῆ ὑ­παι­νιγ­μὸ κά­νει γιὰ τὴ φτώ­χεια τους. Τοὺς βρῆ­κε νὰ ρά­βουν τὰ δί­χτυ­ά τους. Τό­σο με­γά­λη ἦ­ταν ἡ φτώ­χεια τους, ὥ­στε νὰ δι­ορ­θώ­νουν τὰ χα­λα­σμέ­να, ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν ν’ ἀ­γο­ρά­σουν ἄλ­λα.

Δὲν ἦ­ταν κι αὐ­τὸ τό­τε μι­κρὸ δεῖγ­μα ἀ­ρε­τῆς, ἡ ἀ­γόγ­γυ­στη δη­λα­δὴ ὑ­πο­μο­νὴ στὴ φτώ­χεια, ἡ ἀ­πό­κτη­ση τῆς τρο­φῆς ἀ­πὸ τί­μι­ο μό­χθο, ὁ σύν­δε­σμος με­τα­ξύ τους μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης, τὸ νὰ ἔ­χουν μα­ζὶ τὸν πα­τέ­ρα τους καὶ νὰ τὸν πε­ρι­ποι­οῦν­ται. Κι ὅ­ταν τοὺς ἔ­πι­α­σε στὰ δί­χτυ­ά Του, τό­τε ἀρ­χί­ζει, ἐ­νῶ αὐ­τοὶ εἶ­ναι μα­ζί Του, νὰ θαυ­μα­τουρ­γή, βε­βαι­ώ­νον­τας μὲ τὰἔρ­γα Του ὅ,­τι εἶ­χε πεῖ γι’ Αὐ­τὸν ὁἸ­ω­άν­νης ὁ Βα­πτι­στής...

Βρι­σκό­ταν ἀ­δι­ά­κο­πα στὶς συ­να­γω­γὲς κι ἐ­κεῖ τους ἔ­λε­γε ὅ­τι δὲν εἶ­ναι κα­νέ­νας ἀν­τί­θε­ος ἡ πλά­νος, ἀλ­λὰ ὁ ἐρ­χο­μὸς Τοῦ εἶ­ναι σύμ­φω­νος μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα. Κι ἐ­κεῖ δὲν κή­ρυτ­τε μό­νον, ἀλ­λὰ ἔ­κα­νε καὶ θαύ­μα­τα. Για­τί πάν­το­τε ὅ­ταν γί­νε­ται κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὸ καὶ πα­ρά­δο­ξο καὶ εἰ­σά­γε­ται ἕ­νας νέ­ος τρό­πος ζω­ῆς, συ­νη­θί­ζει ὁ Θε­ὸς νὰ κά­νει θαύ­μα­τα, δί­νον­τας ἐ­χέγ­γυ­α γιὰ τὴ δύ­να­μή Του σ’ ἐ­κεί­νους ποὺ εἶ­ναι νὰ δε­χτοῦν τοὺς νό­μους.

­τσι, ὅ­ταν ἦ­ταν νὰ πλά­ση τὸν ἄν­θρω­πο, δη­μι­ούρ­γη­σε ὅ­λον τὸν κό­σμο καὶ τό­τε τοῦ ἔ­δω­σε τὸ νό­μο ἐ­κεῖ­νο μέ­σα στὸν πα­ρά­δει­σο. Καὶ ὅ­ταν ἦ­ταν νὰ δώ­σει τὸ νό­μο τοῦ Νῶ­ε, πά­λι με­γά­λα θαύ­μα­τα ἔ­κα­νε, μὲ τὰ ὁποῖ­α ἀ­να­δη­μι­ούρ­γη­σε ὅ­λη τὴν πλά­ση καὶ κρά­τη­σε ὁ­λό­κλη­ρο χρό­νο τὸ φο­βε­ρὸ ἐ­κεῖ­νο κα­τα­κλυ­σμὸ κι ἔ­κα­νε ὅ­λα ἐ­κεῖ­να, μὲ τὰὁ­ποῖ­α ἔ­σω­σε τὸ δί­και­ο ἐ­κεῖ­νο (τὸ Νῶ­ε) μέ­σα στὸ χα­λα­σμό.

Καὶ στὰ χρό­νι­α τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ πα­ρου­σί­α­σε πολ­λὰ θαύ­μα­τα, τὴ νί­κη στὸν πό­λε­μο, τὴν πλη­γὴ ποὺ ἔ­δω­σε στὸ Φα­ρα­ώ, τὴν ἀ­παλ­λα­γὴ ἀ­πὸ τοὺς κιν­δύ­νους. 

Κι ὅ­ταν νο­μο­θε­τοῦ­σε στοὺς Ἑ­βραί­ους, πα­ρου­σί­α­σε τὰ θαυ­μα­στὰ καὶ μέ­γι­στα ἐ­κεῖ­να ση­μεῖ­α καὶ τό­τε τοὺς ἔ­δω­σε τὸ νό­μο. Ἔ­τσι κι ἐ­δῶ, θέ­λον­τας νὰ δώ­σει ἕ­ναν ἀ­νώ­τε­ρο τρό­πο ζω­ῆς καὶ νὰ τοὺς πεῖὅ­σα πο­τὲ δὲν εἶ­χαν ἀ­κού­σει ἀ­πὸ κα­νέ­ναν, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τοὺς λό­γους Του μὲ τὰ θαύ­μα­τά Του.

­πει­δὴ δη­λα­δὴ δὲ φαι­νό­ταν ἡ βα­σι­λεί­α ποὺ κή­ρυτ­τε, αὐ­τὴ λοι­πὸν τὴν ἀ­ό­ρα­τη βα­σι­λεί­α τὴ φα­νε­ρώ­νει μὲ χει­ρο­πια­στὰ θαύ­μα­τα. Καὶ πρό­σε­ξε τὴ λι­τό­τη­τα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ. Δὲ μᾶς δι­η­γεῖ­ται δη­λα­δὴγιὰ τὸν κα­θέ­να ἀ­πὸὅ­σους θε­ρα­πεύ­ον­ταν, ἀλ­λὰ μὲ δύ­ο λό­γι­α πα­ρα­τρέ­χει ἀ­να­ρίθ­μη­το πλῆ­θος ἀ­πὸ θαύ­μα­τα.

«Τοῦ ἔ­φε­ραν, λέ­ει, ὅ­λους ὅ­σοι τα­λαι­πω­ροῦν­ταν ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρες ἀ­σθέ­νει­ες καὶ βα­σα­νί­ζον­ταν, δαι­μο­νι­σμέ­νους, σε­λη­νι­α­ζο­μέ­νους, πα­ρα­λυ­τι­κοὺς καὶ τοὺς θε­ρά­πευ­σε».Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἀ­ξι­ο­πε­ρί­ερ­γο, για­τί δη­λα­δὴ δὲ ζή­τη­σε ἀ­πὸ κα­νέ­να τοὺς πί­στη οὔ­τε καν εἶ­πε αὐ­τὸ ποῦἔ­πει­τα φα­νε­ρὰἔ­λε­γε· «Πι­στεύ­ε­τε ὅ­τι μπο­ρῶ νὰ τὸ κά­νω αὐ­τό»; 

Αὐ­τὸ ἔ­γι­νε ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χε δώ­σει ἀ­κό­μα ἀ­πό­δει­ξη τῆς δυ­νά­με­ώς Του. Ἐξ ἄλ­λου τὸ ὅ­τι ἔρ­χον­ταν σ’ Αὐ­τὸν εἴ­τε ἀ­πὸ μό­νοι τους εἴ­τε τοὺς ἔ­φερ­ναν ἄλ­λοι, μαρ­τυ­ροῦ­σε πί­στη ἀ­ξι­ό­λο­γη. Τοὺς ἔ­φερ­ναν ἀ­πὸ μα­κρι­ὰ καὶ δὲ θὰ τοὺς εἶ­χαν φέ­ρει, ἂν δὲν εἶ­χαν πεί­σει τὸν ἑ­αυ­τὸ τοὺς γι’ Αὐ­τὸν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά. Ἂς τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς.

Για­τί ἔ­χου­με πολ­λὲς ἀ­σθέ­νει­ες στὴν ψυ­χή μας κι αὐ­τὲς θέ­λει πρῶ­τα νὰ θε­ρα­πεύ­σει. Γι’ αὐ­το­ ­α­πο­κα­θι­στὰ τὶς σω­μα­τι­κὲς ἀ­σθέ­νει­ες, γιὰ νὰ ἐ­ξο­ρί­σει τὶς ψυ­χι­κὲς ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή μας.

ς ἔρ­θου­με λοι­πὸν κον­τά Του καὶ ἂς μὴν Τοῦ ζη­τή­σου­με τί­πο­τα βι­ο­τι­κό, πα­ρὰ μό­νο τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας· μᾶς τὴ δί­νει καὶ τώ­ρα, ἂν τὴν ἐ­πι­δι­ώ­κου­με μὲ ζῆ­λο. Τό­τε εἶ­χε φτά­σει ἡ φή­μη Του ὡς τὴ Συ­ρί­α· τώ­ρα ἔ­χει φτά­σει σ’ ὅ­λη τὴν οἰ­κου­μέ­νη. 

Κι ἐ­κεῖ­νοι ἔ­τρε­χαν κον­τά Του, ὅ­ταν ἄ­κου­γαν μό­νο πὼς θε­ρά­πευ­ε δαι­μο­νι­σμέ­νους· ἐ­σὺ ὅ­μως, ποὺ ἔ­χεις πε­ρισ­σό­τε­ρες καὶ με­γα­λύ­τε­ρες ἀ­πο­δεί­ξεις γιὰ τὴ δύ­να­μή Του, για­τί δὲ ση­κώ­νε­σαι νὰ τρέ­ξεις σ’ Αὐ­τόν; Κι ἐ­κεῖ­νοι μὲν ἄ­φη­σαν καὶ πα­τρί­δα καὶ φί­λους καὶ συγ­γε­νεῖς· ἐ­σὺ ὅ­μως δὲ θέ­λεις οὔ­τε τὸ σπί­τι σου ν’ ἀ­φή­σεις, γιὰ νὰ πᾶς κον­τά Του καὶνὰ λά­βεις πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα;

μᾶλ­λον δὲ ζη­τᾶ­με οὔ­τε καν αὐ­τὸ ἀ­πὸ σέ­να. Ἄ­φη­σε μό­νο τὴν κα­κὴ συ­νή­θει­α καὶ μέ­νον­τας στὸ σπί­τι σου μα­ζὶ μὲ τοὺς δι­κούς σου θὰ μπο­ρέ­σεις εὔ­κο­λα νὰ σω­θεῖς... Ἂς βγά­λου­με ἀ­πὸ τὴ μέ­ση τὴν πη­γὴ τῶν κα­κῶν (τὴν ἁ­μαρ­τί­α) καὶ ὅ­λα τὰ κύ­μα­τα τῶν ἀ­σθε­νει­ῶν θὰ στα­μα­τή­σουν.


Πηγήhttp://hristospanagia3.blogspot.com



(ΜΙGΝΕ Ρ. G. τ. 57, στ. 217-222. ΕΠΕ τ. 9, σελ. 447-453) 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου