Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ



Την Κυριακή των Αγίων Πάντων η Εκκλησία ενθυμείται και τιμά όλους τους (γνωστούς και άγνωστους) μαθητές και φίλους του Χριστού -άντρες και γυναίκες, νέους και γέρους, μορφωμένους και αμόρφωτους, λαϊκούς και ιερωμένους, εν τω κόσμω ή εν τη ερήμω- που στα πέρατα του κόσμου και διαχρονικά αγάπησαν, δίδαξαν στο όνομά Του ή έδωκαν μαρτυρία για τον μοναδικό Νυμφίο της Εκκλησίας, τον Κύριο Ιησού Χριστό, μη φειδόμενοι να θυσιάσουν, σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και τη ζωή τους γι’ αυτόν.


Η διαφορά αγίου και καλού ανθρώπου

Η Εκκλησία δεν ονομάζει αγίους τους καλούς ανθρώπους που βοηθάνε τους συνανθρώπους τους και συμμετέχουν στην θεραπεία του πανανθρώπινου πόνου. Μια τέτοια ζωή προσφοράς δεν είναι χριστιανικό μόνο προνόμιο. Για την Εκκλησία άγιος είναι εκείνος ο άνθρωπος που επειδή έζησε με σοβαρότητα την πίστη του στον Χριστό ως Θεό, όχι μόνο μετανοούσε, εξομολογείτο, κοινωνούσε συχνά και συμμετείχε στη λατρεία της Εκκλησίας, αλλά και υπέστη βαθμηδόν μια οντολογική αλλοίωση από την άκτιστο χάρη του Θεού και δεν παρέμεινε στο στάδιο της ηθικής ζωής, αλλά οδηγήθηκε στη μέθεξη του Θεού και στη θέωση.


Από το ξεχείλισμα της αγάπης του για τον Χριστό βέβαια προσέφερε και στους αδελφούς του, που αγαπούσε ως εαυτόν. Επομένως τους αγίους ξεχωρίζει η αγάπη προς τον Τριαδικό Θεό και η συνεχής εσωτερική προσευχή προς τον Ιησού Χριστό και όχι μόνο οι ηθικές και καλές σχέσεις προς τους άλλους, που δεν προέρχονται πάντα, και σε όλες τις περιπτώσεις, από αγαθή συνείδηση.


Κανείς δεν γίνεται άγιος από μόνος του, παρά μόνο συμμετέχοντας στην αγιότητα του Χριστού.

Ουσιαστικά άγιος είναι μόνο ο Θεός. «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός», ψάλλουμε σε κάθε Κυριακάτικη λειτουργία. Οι πιστοί αγιάζουν όταν ενώνονται με την χάρη του Χριστού και λάμπουν ως εικόνες Του. Μην ξεχνάμε τι παραγγέλνει ο Θεός ήδη από την Π.Δ.: «Να γίνεστε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος».


Ο Χριστός δηλώνει καθαρά ότι είναι το φως του κόσμου και μετέχοντας στο άκτιστο αυτό φως Του αγιαζόμαστε και εμείς κατά χάρη, όπως λέμε, και όχι κατ’ ουσίαν. Δεν μετέχουμε της ουσίας του Θεού, αλλά των ενεργειών του Θεού, και ξεκινώντας από τη παρούσα ζωή συνεχώς θα αγιαζόμαστε μεταβαίνοντες από δόξα σε δόξα.


Αυτό ζητάει ο Θεός από μας, να γίνουμε δηλαδή κατοικητήριο της Θεότητας, δια του Πνεύματος του Αγίου, που κατοικεί μέσα μας, και δια του αγίου βαπτίσματος. Ο σκοπός της ζωής μας είναι να αυξηθούμε «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσίους 4,13). 


Όσοι λοιπόν μιμήθηκαν την ζωή του Χριστού και όσοι τηρούν τις εντολές του, εκείνοι λαμβάνουν την κλήση και την πολλαπλασιάζουν σαν τα τάλαντα του Ευαγγελίου και μπορούμε να πούμε ότι έτσι οι άγιοι όλων των εποχών είναι όχι οι κλητοί μόνο, αλλά και οι εκλεκτοί. Διότι πολλοί είναι όσοι εκλήθησαν, αλλά λίγοι ανταποκρίνονται σ’ αυτό το κάλεσμα, ποιούντες έργα άξια μετανοίας.


Μέσω λοιπόν των αγίων βλέπουμε τι θέλει ο Θεός από εμάς, αφού άγιασαν γιατί ακριβώς τήρησαν το θέλημά Του. Ανάλογα βέβαια με τη δύναμη και την ενίσχυση της χάριτος του Θεού στον καθένα, διότι όλοι δεν έχουν την δύναμη εκ Θεού να τρώνε π.χ. έλάχιστα όπως οι ασκητές ή να μην βγαίνουν ποτέ έξω από το κελί τους, όπως βλέπαμε σε παλιούς ασκητές. Όλοι όμως οι πιστοί έχουν την δυνατότητα να προσεύχονται και να ταπεινώνονται και αυτό είναι βασικό ως αρχή της αγιότητας.


Οι άγιοι λοιπόν δεν έχουν δική τους αγιότητα, αλλά συμμετέχουν στην αγιότητα του Χριστού και προς τον Χριστό συνεχώς προσανατολίζουν, αφού ο Παράκλητος ενοικεί στην ψυχοσωματική τους υπόσταση. Είναι ζωντανές και έμψυχες πινακίδες προσανατολισμού προς την πηγή της ζωής, τον Τριαδικό Θεό.


Αυτό αναφέρεται και στον ευαγγελιστή Ιωάννη, διότι λέγει ότι «όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (α,12), που σημαίνει ότι άγιος είναι κανείς ως υιοθετημένος υιός του Θεού και όχι από κάποια υποτιθέμενη παραψυχολογική δύναμη δική του.


Οι χριστιανοί, ακόμη, αγιάζουν και καθίστανται δοχεία της θείας χάριτος, ανάλογα με την κατά δύναμη άξια προσέλευσή τους στα μυστήρια της Εκκλησίας και την συμμετοχή τους στους εορταστικούς εκκλησιαστικούς κύκλους, που είναι κυρίως δεσποτικοί και θεομητορικοί. Η πνευματικότητά μας είναι και παραμένει λειτουργική και Χριστοκεντρική.


Και κορυφαία θέση στην ορθόδοξη πνευματικότητα και ζωή, τη δεύτερη αμέσως μετά την Αγία Τριάδα, έχει φυσικά η Υπεραγία Θεοτόκος, η μητέρα της Ζωής, που είναι ο Χριστός. Η Παναγία και οι άγιοι είναι μέρος της ανθρωπότητας. Τους αισθανόμαστε και προσευχόμαστε σ’ αυτούς ως φίλους και συνοδοιπόρους προς το ποθητό Τέρμα του παραδείσου.


Και η Εκκλησία προβάλλει την ζωή τους, τη διδασκαλία τους, τα μαρτύριά τους ως κάλεσμα μιμήσεως της θεάρεστης ζωής τους, μέσα από τις καθημερινές λαϊκές εορταστικές συνάξεις, τα πανηγύρια, τις Κυριακάτικες λειτουργίες, τις προσευχές και τα συναξάρια των αγίων.



Οι άγιοι οδηγούν με το παράδειγμά τους και άλλους ανθρώπους στην σωτηρία.

Αυτή είναι η δουλειά των αγίων, θα λέγαμε. Πρώτα-πρώτα ο Θεός λέει γι’ αυτούς ότι «τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α’ Βασιλ. Β’30). Δηλαδή αυτούς που με δόξασαν στην γη, θα τους δοξάσω όχι μόνο στην γη, αλλά και στον παράδεισο. Πώς δοξάζουμε τον Θεό;


Με την πίστη μας, την ελπίδα μας, την υπακοή μας στις εντολές του, τηρώντας τον Δεκάλογο εσωτερικά και όχι βαρυγκωμώντας, δείχνοντας έμπρακτη αγάπη προς τους άλλους, θυσιάζοντας πολλές ανέσεις μας χάριν των αναγκεμένων και προσπαθώντας να μην απομακρυνθούμε από το θέλημά Του. Αυτά θέλει ο Θεός από εμάς και μας τα δείχνει η ζωή των αγίων. Πολλοί από τους αγίους μάλιστα βασανίστηκαν και σφαγιάστηκαν για να μην αρνηθούν τον Χριστό και μας προτρέπουν αν χρειαστεί να προτιμήσουμε το μαρτύριο παρά να αρνηθούμε το όνομά Του.


Οι φίλοι του Χριστού ομολογούσαν συνεχώς ότι ήσαν και είναι χριστιανοί –αφού και σήμερα υπάρχουν άγιοι- και αυτό καλούμαστε να κάνουμε και εμείς χωρίς να ντρεπόμαστε, σε μια κοινωνία που υποχωρεί στα της πίστεως. Αν λοιπόν ζήσουμε έτσι, όπως εκείνοι, «ο μισθός μας θα είναι πολύς στον ουρανό», επισημαίνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος με τα λόγια αυτά του Χριστού (5,12).


Μάλιστα όσοι αφήσουν όλα τα εγκόσμια και αφιερωθούν στον Χριστό, όπως οι ασκητές, οι ιεραπόστολοι, οι μοναχοί κ.λπ., από έρωτα προς τον Θεό και όχι φυσικά για λόγους δόξας, συμφέροντος, χρημάτων κ.λπ., αυτοί θα έχουν εκατονταπλάσιο μισθό και δόξα στους Ουρανούς σε σχέση με μας τους υπόλοιπους, που ζούμε «ησύχιον βίον» και πολύ πιο εύκολο (Ματθ. 19,27 κ.ε.). Αυτοί είναι οι «ευνουχίζοντες (πνευματικά) εαυτούς» χάριν της Βασιλείας του Θεού, όπως εξηγεί ο ίδιος ο Κύριος.


Οι άγιοι όχι μόνο οδηγούν προς τον Χριστό, αλλά πρεσβεύουν και μεσιτεύουν για μας στον Χριστό. Κάποιοι ετερόδοξοι αρνούνται βέβαια την μεσιτεία των αγίων, αλλά έχουν παρερμηνεύσει τις Γραφές. Είναι δυνατόν να παρακαλούσαν το Θεό οι άγιοι, όσο ζούσαν στην γη, υπέρ της σωτηρίας των συνανθρώπων τους, και όταν η ψυχή τους, μετά τον θάνατό τους, βρέθηκε και βρίσκεται κοντά στον Θεό, να μη ενδιαφέρονται και να μην παρακαλάνε για μας; Αυτό δεν είναι φυσικά λογικό.


Έπειτα, μεσίτες όταν λέμε εννοούμε ότι συμμετέχουν στην μεσιτεία του μόνου μεσίτου, που είναι φυσικά ο Χριστός. Ότι δεν είναι αυτόνομα και ανεξάρτητα από Εκείνον μεσίτες. Διότι πόλεις σώζονται μέσω δεήσεων των αγίων (Ιερ. 5,1/Ιεζ. 22,30) -όπως έπραξε και ο Αβραάμ για την σωτηρία των Σοδόμων και Γομόρρων (Γεν. 18,23-33) και ο Μωϋσής για τον ισραηλιτικό λαό (Έξοδ. 32, 9-14)- οι προσευχές τους ανεβαίνουν ως θυμίαμα στον θρόνο του Θεού (Αποκ. 5,8/6,9-11) και χαίρονται για κάθε επιστροφή πλανεμένου προβάτου (Λουκ. 15, 7-10). 


Ο προφήτης Ηλίας, αν και βρισκόταν στον ουρανό, απάντησε θα λέγαμε στην αίτηση του μαθητή του, Ελισαίου, και δια του Θεού ανοίχθηκαν στα δύο τα νερά του Ιορδάνη (Δ’ Βασιλ. 2,14). Ο ίδιος προφήτης προσευχήθηκε στον Θεό και δεν έβρεξε για τρία χρόνια και πάλι προσευχήθηκε και έπεσε η βροχή και η γη ξαναβλάστησε (Ιακ. 5,17-18).


Αλλά και ο αρχιερέας Ονίας και ο Ιερεμίας, όπως διασώζει το όραμα του Ιούδα του Μακκαβαίου, αν και κοιμηθέντες εν Κυρίω, προσευχόντουσαν για όλους τους Ιουδαίους και για την αγία πόλη Ιερουσαλήμ (Β’ Μακκ. 15,12-14). Άλλωστε «η παράκληση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη και αποτελεσματικότητα» (Ιακ. 5,16).


Και οι άγιοι θεωρούνται οι καλύτεροι φίλοι μας στον ουρανό, όπως ακριβώς ήσαν και στη γη. Και με αυτήν την έννοια ονομάζονται πρεσβευτές και μεσίτες. Διότι εισακούουν τις προσευχές μας και εύχονται για μας και παρακαλούν να εκδηλώσει το έλεός Του ο Θεός στον κόσμο του, αφού μετά την εκδημία τους άλλωστε από την εδώ ζωή βρίσκονται σε καλύτερη θέση και έχουν πληρέστερη παρουσία και παρρησία κοντά στον Χριστό.


Βλέπουμε σε εικόνες αγίων κάποιο φωτοστέφανο να περικυκλώνει την κεφαλή τους. 
Τι συμβολίζει αυτό το φως των αγίων.

Οι άγιοι όπως είπαμε απολαμβάνουν την δόξα και το φως του Θεού. Το φως αυτό είναι άκτιστο, δεν είναι εκ του κόσμου αυτού, είναι αδημιούργητο και αιώνιο, όπως και ο Θεός. Οι άγιοι λοιπόν, ως συμμετέχοντες στην χάρη του Θεού, είναι κατά διαστήματα λουσμένοι με το άκτιστο αυτό φως, που είναι ενέργεια του Θεού και όχι η ουσία Του, αν και προέρχεται από την ουσία Του και αυτήν ενεργοειδώς φανερώνει. Την δόξα αυτή του Τριαδικού Θεού συμβολίζει και ο φωτοστέφανος των αγίων στις εικονικές αναπαραστάσεις τους.


Την δόξα αυτή αποκαλύπτει ο προφήτης Δανιήλ να διοχετεύεται από τον θρόνο του Θεού (7,9), το φως αυτό βλέπουμε να περιβάλλει τον Μωϋσή στην φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτο (Έξοδ. 3,2), αλλά και να καταυγάζει το πρόσωπό του κατεβαίνοντας από το όρος Σινά (Έξοδ. 34,29-30). Μέσω του ιδίου αυτού φωτός ο προφήτης Ηλίας ανυψώνεται στον ουρανό δια πυρίνων αλόγων (Σοφ. Σειράχ 48,9), αλλά και την ουράνια αυτή δόξα Του αφήνει ο Χριστός να φανεί στους μαθητές Του κατά την Μεταμόρφωσή Του (Λουκ. 9,29/Ματθ. 17,2), για να γνωρίσουν όλοι ότι σταυρώθηκε στη συνέχεια, αν και παντοδύναμος Θεός, επειδή και μόνο το θέλησε εκείνος.


Με παρόμοια περιστατικά της φανερώσεως της φωτοειδούς δόξας του Θεού είναι φυσικά γεμάτη η Παράδοση της Εκκλησίας, όπως δεικνύει το παράδειγμα του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ και του μαθητή του Μοτοβίλωφ, που από παραχώρηση Θεού ταυτόχρονα βίωσαν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές τους και έλαμψαν ως μικροί ήλιοι, βιώνοντες άρρητες εμπειρίες εκστάσεων ουρανίων. Πολλοί κύκλοι ετεροδόξων κατηγορούν τους Ορθοδόξους πως θεοποιούν τους αγίους.


Ότι τους λατρεύουν σαν Θεούς. Τι απαντά η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ορισμένοι που διαδίδουν παρόμοιες απόψεις είναι εντελώς ανίδεοι τού τι σημαίνει Ορθόδοξη πίστη. Κανείς Ορθόδοξος δεν προσεύχεται σε αγίους και δεν επιζητεί τις μεσιτείες τους θεοποιώντας τους. Ούτε φιλώντας τις εικόνες έχουμε την αίσθηση πως ασπαζόμαστε φυσικά τον ίδιο τον άγιο ή τον Θεό. Εμείς λέμε ότι τιμητικά προσκυνούμε και σεβόμαστε τους αγίους και λατρευτικά μόνο τον Θεό. 


Άλλωστε βαπτιζόμαστε εις το όνομα του Tριαδικού Θεού (όχι στο όνομα κάποιου αγίου) και ολόκληρη η λατρεία μας (προσευχές, ύμνοι, θεία κοινωνία, ακολουθίες, ευχές, απολυτίκια αγίων κ.λπ.) είναι αφιερωμένη στον Θεό, άσχετα αν ο κάθε ναός είναι αφιερωμένος σε κάποιον άγιο ή αγία. Ακόμη, οι ίδιοι οι άγιοι, μάρτυρες, ασκητές, ομολογητές κ.λπ. τον Θεό ελάτρευσαν, σ’ αυτόν προσευχόντουσαν και γι’ αυτόν θυσίασαν τις ζωές τους. Με ποια λογική λοιπόν ισχυρίζονται κάποιοι ότι οι Ορθόδοξοι λατρεύουν μόνο τους αγίους, αντί του Τριαδικού Θεού;


Το ίδιο ισχύει όπως είπαμε και για τις εικόνες. Η τιμή που εκφράζουν οι πιστοί κατευθύνεται στα πρωτότυπα πρόσωπα που εικονίζουν, στον ουράνιο κόσμο των αγίων και των πνευμάτων, και όχι εννοείται στα υλικά κατασκευής της εικόνας (βλ. «Η λατρεία του Θεού και η τιμητική προσκύνηση των αγίων», Γεωργίου Π. Σωτηρίου, έκδ. Ι.Μ. Αγίας Παρασκευής Δομήρου Σερρών, σελ. 67-73).


Τιμώντας δηλαδή τους αγίους, ή τις αγίες γυναίκες ή τα λείψανά τους, εξαίρουμε την αυταπάρνηση, τον ηρωισμό, την αφοσίωσή τους στο Θεό, τον ενάρετο βίο τους, την αγάπη τους προς τους συνανθρώπους τους. 


Γίνονται έτσι οι άγιοι ένα παράδειγμα για όλους μας, αφού και ο απόστολος των εθνών μάς προτρέπει: «Να επιδιώκετε την ειρήνη με όλους. επιδιώκετε και την αγιότητα, χωρίς την οποία κανείς δεν θα αντικρίσει τον Κύριο» (Εβρ. 12,14). Και πώς είναι δυνατόν στην Παλαιά Διαθήκη να τιμάται και να δοξάζεται λ.χ. ο ευσεβής βασιλιάς Εζεκίας μετά τον θάνατόν του από όλους τους Ιουδαίους και Ιεροσολυμίτες (Β’ Παρ. 32,33) και να μην δοξάζονται και τιμώνται μετά θάνατον οι άγιοι της Εκκλησίας;


Άλλωστε ο Θεός αρνείται στην Παλαιά Διαθήκη την τιμή και λατρεία των ειδώλων, δηλαδή θεοποιημένων αντικειμένων, ζώων ή ανθρώπων και όχι την καθημερινή, θρησκευτική και λατρευτική χρήση διαφόρων πραγμάτων και εικόνων προς δόξαν του ονόματός Του. 


Διότι και ο Μωυσής διετάχθη από τον Θεό να κατασκευάσει δύο Χερουβείμ στα δύο άκρα του ιλαστηρίου της Διαθήκης (Έξοδ. 25,18-20), και ο βασιλιάς Σολομώντας σκάλισε αγγέλους Χερουβίμ, φοίνικες, βόδια, λέοντες και άνθη στο Ναό που οικοδόμησε. με τα οποία ανάγλυφα σχήματα όμως και σχέδια ο Θεός ευαρεστήθηκε (Α’ Βασιλ. 9,3), διότι δεν τοποθετήθηκαν στους τοίχους για να λατρεύονται αλλά για τον καλλωπισμό του ναού του Θεού και την ένδειξη σεβασμού και αγάπης προς Αυτόν.


Η θεολογία της Εκκλησίας για το πως αγιάζουν οι χριστιανοί και για τα άγια λείψανα.

Τα άγια λείψανα είναι η απόδειξη ότι υπάρχει Θεός και αφθαρτοποιεί την κτίση προς δόξαν Του και για την σωτηρία όλων. Τα λείψανα πολλών αγίων (και όχι όλων) μένουν άφθαρτα γιατί η χάρη του Θεού τούς είχε ιδιαίτερα επισκεφθεί όσο ζούσαν εν τω κόσμω, έχουν καταστεί σκεύη εκλογής του και η ενέργεια του Θεού έχει κατασκηνώσει στην καρδιά τους.


Είναι μια απόδειξη ακόμη ότι θα αναστηθεί και το σώμα μας στην Δευτέρα Παρουσία, διότι όπως λέμε και στο Σύμβολο της Πίστεως: «Προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Άνθρωπος για την ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη δεν είναι μόνο η ψυχή, αλλά ψυχή και σώμα ενωμένα σε ένα αδιάσπαστο σύνολο, αφού και αυτός ο θάνατος είναι προσωρινός και δεν θα κρατήσει διαζευγμένα τα σώματα από τις ψυχές τους εσαεί.


Ο άγιος του οποίου το σκήνωμα διατηρείται ακέραιο έχει φτάσει στην φιλόθεη κατάσταση εκείνη που ονομάζουμε θέωση. Τα στάδια της κατά Χριστόν ζωής είναι τρία, χωρίς φυσικά να υπάρχουν μεταξύ τους στεγανά. Είναι το στάδιο της καθάρσεως, του φωτισμού του νοός και της θέωσης.


Στο στάδιο της καθάρσεως ο χριστιανός παλεύει με την αμαρτία και με την χάρη του Θεού και με τη δική του άσκηση φτάνει στο σημείο να μην ενδίδει στις ορέξεις της σαρκός, στη σειρήνα της ηδονής και στο κοσμικό φρόνημα, ενώ μένει ταπεινός και επιδίδεται στην προσευχή και την έμπρακτον αγάπη.


Στο στάδιο του φωτισμού του νοός, ο νους του πιστού, δηλαδή ο οφθαλμός της ψυχής του, ανοίγει στην παντοδύναμη χάρη του Θεού και ο χριστιανός αποκτά θείες εμπειρίες του Χριστού, όπως την διόραση, την προόραση, την μακρινή ακοή κ.α. 


Δυνάμεις, που όμως δεν είναι δικές του, αλλά του Αγίου Πνεύματος που έχει κατασκηνώσει μέσα του. Στην κατάσταση αυτή ο άγιος δεν βιώνει πλέον λύπη, οδύνη και στεναγμούς, αλλά την αναφαίρετη και μοναδική χαρά του ουρανίου πολιτεύματος που ζει από αυτή τη ζωή.


Λιώνει μάλιστα από αγάπη ο μεταμορφωμένος πια άνθρωπος για όλη την κτίση και για τα άλογα ζώα, αλλά περισσότερο για τον συνάνθρωπό του και με τις θερμές προσευχές του απευθύνεται στον μόνο δυνάμενο να βοηθήσει ουσιαστικά παντεπόπτη Κύριο.


Στο ανώτατο στάδιο της θεώσεως ο χριστιανός λούζεται από τις ακτίνες του θείου και ακτίστου φωτός και για όσο διάστημα διαρκούν αυτές οι εμπειρίες κοινωνίας με τον Θεό, ο πιστός δεν νοιώθει πόνο, πείνα, δίψα ή άλλη βιολογική ανάγκη, αφού δεν τρέφεται πλέον από την βιολογία του, αλλά από την χάρη του Θεού. 


Αυτό το τελευταίο και μεγαλύτερο στάδιο πίστεως και έμπρακτης χριστιανικής ζωής, από αυτήν ήδη την ζωή, «δημιουργεί» τα άφθαρτα λείψανα των αγίων -αν και η αφθαρσία των λειψάνων δεν παύει να είναι ένα δώρο του Θεού σε ορισμένους αγίους (και η σωτηρία άλλωστε) και δεν είναι κατάσταση που φτάνει κανείς με τις δικές τους δυνάμεις.


Δίδεται βέβαια σε εκείνους που έζησαν με πάθος την ελπίδα και πίστη τους στον Θεό και δεν συνθηκολόγησαν με το κοσμικό πνεύμα ή δεν ενέδωσαν έως τέλους στις παγίδες του εχθρού. Ο σκοπός επομένως της ζωής όλων μας είναι να γίνουμε άγια λείψανα, δεδομένου ότι ο θάνατος θα μας εύρει όλους και κανείς δεν θα ξεφύγει από την ανθρώπινη αυτή, παρεκκλίνουσα από το αρχικό σχέδιο του Θεού, μοίρα.


Τα άγια λείψανα λοιπόν σηματοδοτούν την «αιώνιο ζωή και το μέγα έλεος» και προσανατολίζουν προς την ακοίμητο δόξα που περιμένει όλους μας, αφού καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας και βαδίσουμε πραγματικά στα χνάρια του Χριστού. 


Είναι πνευματικοί φάροι, που κρατούν σε εγρήγορση διαχρονική τις προς τάσιν εκκοσμικεύσεως γενεές των χριστιανών, ώστε να μην ξεφύγουν από τον μόνο άξιο δρόμο της ζωής και παρασυρθούν από τα κύματα που σηκώνει το παμφάγο στόμα του άδη. Είναι οδοδείκτες που διαλαλούν ότι ο σκοπός της ζωής είναι η προσωπική μας Πεντηκοστή και η εμπειρία της Φλεγόμενης Βάτου του Μωυσή, που αποκτάται δωρεάν δια του φαρμάκου της αθανασίας, της Θείας δηλαδή Κοινωνίας και της διαρκούς μετανοίας.



Οι μαρτυρίες από την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση ότι ο σκοπός των ανθρωπίνων σωμάτων

 είναι να αγιάσουν και αφθαρτοποιηθούν, καθώς και οι ψυχές τους.


Ο απόστολος Παύλος μας λέγει ότι τα σώματά μας είναι ναός του αγίου Πνεύματος που κατοικεί μέσα μας και ότι πρέπει να δοξάζουμε τον Θεό καί με τα σώματά μας καί με τις ψυχές μας, που και τα δύο ανήκουν στον Θεό (Α’ Κορ. 6,15-20). Συνεχίζει μάλιστα σε άλλο σημείο για να πει ότι το ευτελές σώμα μας θα μετασχηματίσει ο Θεός και θα το μεταποιήσει σε σώμα σύμμορφο με το σώμα της δόξας Του (Φιλιππ. 3,21).


Ευωδία των λειψάνων, θαυματουργία αυτών, καθώς και αντικειμένων των αγίων και τιμή προς αυτά αναφέρονται σε πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης (Β’ Κορ. 2,15/Ματθ. 9,20/Μαρκ. 6,13/Πράξ. 29,12), αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης. Στο Β’ Βασιλειών 13,20-21 περιγράφεται η περίπτωση πεθαμένου που τον έριξαν στον τάφο του προφήτη Ελισαίου και μόλις ήρθε σε επαφή με τα οστά του προφήτη, θαυματουργικά ο νεκρός ζωντάνεψε και έζησε. 


Παρόμοια πίστη αναφέρεται και στο Γ’ Βασιλ., όπου γέροντας προφήτης παρεκάλεσε τα παιδιά του να τον θάψουν όταν πεθάνει στον ίδιο τάφο που είχε θαφτεί κάποιος άνθρωπος του Θεού, ώστε τα οστά του αγίου ανθρώπου να οδηγήσουν με την δύναμη του Θεού και τον προφήτη στην σωτηρία (13,25-31) (βλ. π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, «Η Ορθοδοξία μας», Αθήνα 1994, σελ. 463-465).


Η τιμή προς τα άγια λείψανα επικρατούσε σε όλη την Εκκλησία, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Από το Μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου μαθαίνουμε ότι οι πρώτοι χριστιανοί συναθροίζονταν στους τάφους των μαρτύρων, τελούσαν πάνω στα λείψανά τους τη θεία λειτουργία και τιμούσαν ιδιαίτερα τη μνήμη τους.


Με το λείψανο του αγίου Κυπριανού γινόντουσαν πολλά θαύματα, όπως διασώζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενώ το τίμιο και χαριτόβρυτο λείψανο της αγίας Ιουλίττας, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, αγιάζει την πόλη, τους επισκέπτες και τους αρρώστους. 


Τέλος, και ο μελίρρυτος ποταμός της σοφίας, ιερός Χρυσόστομος, κηρύττει ότι οι ναοί, οι λειψανοθήκες των αγίων και πολύ περισσότερο τα ίδια τα οστά τους, οδηγούν στην ψυχοσωματική υγεία, στην απομάκρυνση των δαιμονίων και την ελευθερία από την καταδυνάστευσή τους (βλ. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, «Εγχειρίδιο αιρέσεων…», έκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης, σελ. 63-66).


Τα λείψανα επομένως των αγίων που διατηρούνται ανέπαφα είναι ένα συνεχές θαύμα. Διότι είναι απολύτως λογικό να πιστεύει κανείς ότι όπως η μηλωτή του προφήτη Ηλία που διαχώρισε τα νερά του Ιορδάνη, τα μαντήλια της κεφαλής ή του λαιμού του αποστόλου Παύλου (Πράξ 19,12) και η σκιά του αποστόλου Πέτρου (Πράξ. 5,15) έκαναν «σημεία και τέρατα» όσο εκείνοι ζούσαν, έτσι και τα ίδια τα άφθαρτα σώματα των αγίων, που παραμένουν στην υπηρεσία των ανθρώπων, επιτελούν ουκ ολίγα θαύματα. 


Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αφού επισημαίνει ότι στην εποχή του τα θαύματα ιάσεων έχουν λιγοστέψει ανάμεσα στους πιστούς, διότι έχει απλωθεί πλέον ο Χριστιανισμός στον κόσμο και το ανώτερο θαύμα είναι η απαλλαγή από την αμαρτία, μας λέγει ακόμη ότι στα λείψανα των αγίων παρευρίσκεται όχι κάποια ψυχική δύναμη, αλλά εκείνη η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που προσανατολίζει συνεχώς προς την ανάσταση των σωμάτων με τα θαύματα που επιτελούν (εις τον ιερομάρτυρα Βαβύλα, ΕΠΕ 37). 


Επομένως τα σώματα των αγίων θαυματουργούν λόγω της σύνδεσης των χριστιανών -όσο ζούσαν πάνω στη γη- με το σώμα του Χριστού, του οποίου η χάρη είναι αποταμιευμένη στην Εκκλησία και στην οποία αυτή χάρη εμποτίζεται και το σώμα του πιστού, εφόσον ζει έμπρακτα την ορθόδοξη χριστιανική πίστη του, ασκείται, κοινωνεί, ταπεινώνεται και αγαθοεργεί.


Τέλος, ο Θεός είναι πάντα νέος, είναι ό,τι πιο όμορφο υπάρχει και η αγάπη του δεν έχει όρια. Και μας καλεί στον δρόμο της αγιότητας, γιατί Εκείνος είναι όντως άγιος και μόνο αυτός ο τρόπος ζωής θα επικρατήσει στους αιώνες των αιώνων. Ο Θεός δεν είναι φόβητρο ή αστυνόμος του ουρανού, που αναζητάει παντού τον ένοχο για να τον καταδικάσει, όπως σκεφτόντουσαν κάποτε στη Δύση.


Ο άνθρωπος είναι αντίθετα εκείνος που από μόνος του, και με σκέψεις, λόγια ή έργα, απομονώνεται και χάνει την Χάρη του Θεού. Δηλαδή με τον τρόπο της ζωής του αποτυχαίνει, αστοχεί να βαδίσει την οδό της αλήθειας και αποξενώνεται απ’ το πρόσωπο του Κυρίου και από την κοινωνία με τους συνανθρώπους του. 


Ο Καρλ Ράινερ, ένας σπουδαίος γερμανός θεολόγος, περίπου έλεγε: ''Δόξα τω Θεώ, που ένα 60% των απόψεων περί Θεού, στις οποίες ορισμένοι πιστεύουν σήμερα, δεν ισχύουν πραγματικά για τον Θεό''. Πώς θα βρούμε επομένως πραγματικά τον Θεό και την γνήσια εικόνα του;


Είναι αλήθεια πως ο ίδιος Θεός αποκαλύπτεται προσωπικά μέσα στην Εκκλησία Του, δια της πίστεως, της μυστηριακής ζωής και της άδολης αγάπης. Αποκαλύπτεται στις καθαρές καρδιές, που με την προσευχή και την άσκηση έχουν γίνει χώρος διαμονής Του.



Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/root.el.aspx




Μιχαήλ Χούλης, θεολόγος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου