Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι! Ο Κύριος έδωσε την εντολή στο νεκρό παιδί στο όνομά Του, είπε σοι λέγω, όχι όπως οι προφήτες Ηλίας και Ελισαίος, που προσευχήθηκαν στο Θεό και του ζήτησαν ν’ αναστήσει τους νεκρούς. Εκείνοι ήταν δούλοι του Θεού, ο Ιησούς όμως ήταν ο μονογενής Υιός Του. Με τη θεϊκή εξουσία που είχε ο Κύριος έδωσε εντολή στο παιδί να σηκωθεί και να ξαναγυρίσει στη ζωή. Σοι λέγω! Με τα λόγια αυτά που δεν είχε χρησιμοποιήσει ο Κύριος σε άλλη περίπτωση ανάστασης νεκρού, ήθελε να δείξει και να ξεκαθαρίσει πως έκανε το έργο αυτό μόνο με τη δική Του δύναμη.
Ήθελε να δείξει μ’ αυτό το θαύμα πως έχει εξουσία και στους νεκρούς, όπως στους ζωντανούς. Το θαύμα αυτό δεν έγινε με την πίστη της μητέρας του παιδιού, όπως στην περίπτωση της ανάστασης της κόρης του Ιαείρου. Αλλά και κανένας στην πομπή της κηδείας δεν περίμενε να δει τέτοιο μεγάλο θαύμα, όπως και στην περίπτωση της Ανάστασης του Λαζάρου. Όχι, το θαύμα αυτό δεν έγινε λόγω της δικής της πίστης ούτε κι από την αναμονή κάποιων, αλλ’ αποκλειστικά από το δυναμικό λόγο του Κυρίου Ιησού.
«Και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού» (Λουκ. ζ’ 15). Το πλάσμα άκουσε τη φωνή του Δημιουργού και υπάκουσε την εντολή Του. Η ίδια θεϊκή δύναμη που παλιά έδωσε πνοή ζωής στον πηλό κι από τον πηλό έγινε ο άνθρωπος, τώρα έδινε πνοή και ξανάφερνε στη ζωή στο νεκρό παιδί. Έκανε πάλι το αίμα να κυκλοφορεί, τα μάτια να βλέπουν, τ’ αυτιά ν’ ακούν, τη γλώσσα να μιλάει, τα κόκκαλα και το σώμα να κινούνται. Εκεί που βρισκόταν η ψυχή του νεκρού παιδιού άκουσε τη φωνή του Κυρίου Της και γύρισε αμέσως στο σώμα της, υπακούοντας στην εντολή Του.
Ο υποτελής άκουσε τη φωνή του Βασιλιά κι ανταποκρίθηκε. Το παιδί ανακάθησε στο φέρετρο και ήρξατο λαλείν. Γιατί άρχισε αμέσως να μιλάει; Για να μη νομίσουν οι άνθρωποι πως αυτό ήταν κάποιο μαγικό δράμα ή πως κάποιο φάντασμα μπήκε στο σώμα του νεκρού παιδιού και τον ανασήκωσε στο φέρετρο. Έπρεπε ν’ ακούσουν όλοι τα λόγια του αναστημένου παιδιού, ώστε να μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία πως ήταν πραγματικά το ίδιο το παιδί κι όχι κάποιος άλλος μέσα του.
Για τον ίδιο λόγο ο Κύριος πήρε το παιδί από το φέρετρο και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού, το παρέδωσε στη μητέρα του. Όταν η μητέρα κατάλαβε τι έγινε και πήρε το παιδί στην αγκαλιά της, τότε απαλλάχτηκαν κι εκείνοι που ήταν στην πομπή από το φόβο και την αμφιβολία. Ο Χριστός πήρε από το χέρι το παιδί και το έδωσε στη μητέρα του για να της δείξει πως της το έδινε χάρισμα τώρα, όπως κι όταν το γεννούσε. Η ζωή είναι δώρο του Θεού. Ο Θεός δίνει ζωή σε κάθε άνθρωπο με το δικό Του χέρι.
Δε διστάζει να πάρει κάθε πλασμένο άνθρωπο χωριστά από το χέρι και να τον στείλει σ’ αυτήν την επίγεια, την πρόσκαιρη ζωή. Ο Κύριος λοιπόν πήρε και το παιδί που ανάστησε και το έδωσε στη μητέρα του για να της δείξει πως δεν της είπε μη κλαίε μάταια. Όταν της το είπε αυτό είχε κατά νου να την παρηγορήσει, όχι μόνο με τα λόγια αυτά, που η θλιμμένη μητέρα θα τα είχε ακούσει ίσως κι από πολλούς γνωστούς της, αλλά και με μια πράξη που είχε σαν αποτέλεσμα μια απρόβλεπτη και τέλεια παρηγοριά.
Τελικά ο Κύριος το έκανε αυτό για να διδάξει και μας πως, όταν κάνουμε ένα καλό έργο, πρέπει να το κάνουμε όσο μπορούμε προσωπικά, προσεχτικά και με την καρδιά μας, όχι μέσω άλλων, απρόσεχτα και βαριεστημένα. Προσέξτε πόση αγάπη και στοργή υπάρχει σε κάθε λέξη και κάθε κίνηση του Κυρίου μας! Σ’ αυτήν την περίπτωση, όπως και σ’ όσες ανάλογες προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, δείχνει πως όχι μόνο είναι τέλειο κάθε χάρισμα και δώρο του Θεού, αλλά κι ο τρόπος που τα δίνει είναι επίσης τέλειος.
«Έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού» (Λουκ. ζ’ 16). Με την προσεχτική συμπεριφορά Του προς το παιδί και τη μητέρα του ο Κύριος κατόρθωσε να διώξει το φόβο για τέρατα και μαγείες, ο φόβος όμως εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα τους. Αλλά ο φόβος αυτός ήταν καλός, γιατί ήταν φόβος Θεού και προκαλούσε τη δοξολογία στο Θεό.
Ο λαός ονόμασε το Χριστό μεγάλο προφήτη που ο Θεός είχε υποσχεθεί από παλιά πως θα στείλει στον Ισραήλ (βλ. Δευτ. ιη’ 18). Ο λαός δεν μπορούσε να κατανοήσει ακόμα πως ο Χριστός ήταν Υιός του Θεού. Ήταν καλό όμως που το πνεύμα τους, που ήταν σκοτισμένο και καταπιεσμένο από ξένους κατακτητές, μπορούσε να βλέπει το Χριστό ως μεγάλο προφήτη. Αν οι πρεσβύτεροι του λαού στην Ιερουσαλήμ, που είχαν δει τα πολυάριθμα θαύματα του Χριστού, είχαν φτάσει σ’ αυτό το σημείο κατανόησης που είχαν οι απλοί αυτοί άνθρωποι, θα είχαν γλιτώσει από τα φοβερά εγκλήματα της καταδίκης και του θανάτου του Υιού του Θεού.
Ο καθένας όμως ενεργεί όπως εκείνος θεωρεί φυσικό, ακολουθεί το δικό του πνεύμα και τη δική του καρδιά. Ο Χριστός επανέφερε το νεκρό στη ζωή, ενώ οι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι αφαίρεσαν τη ζωή από τον Ζώντα. Εκείνος αγαπούσε τον άνθρωπο, αυτοί ήταν δολοφόνοι των ανθρώπων – και του Θεού.
Εκείνος ήταν θαυματουργός καλών έργων, αυτοί ήταν εκτελεστές εγκλημάτων. Στο τέλος όμως οι κακούργοι πρεσβύτεροι δεν μπόρεσαν να πάρουν άλλη ζωή, εκτός από τη δική τους. Όλοι οι προφήτες που είχαν θανατωθεί, ζούσαν παντοτινά με το Θεό και με ανθρώπους, ενώ οι φονευτές κρύβονταν σαν φίδια στη σκιά των προφητών αυτών από γενιά σε γενιά και δέχονταν από κάθε γενιά την κατάκριση και το ανάθεμα. Έτσι λοιπόν, με το θάνατο του Χριστού δεν σκότωσαν Εκείνον, αλλά τον εαυτό τους.
Εκείνος που ανάστησε τόσο εύκολα εκ νεκρών άλλους, ανάστησε και τον εαυτό Του. Φανερώθηκε στον ουρανό και στη γη ως μέγιστο Φως, που όσο φαίνεται πως σβήνει, μετά αστράφτει και λάμπει πολύ περισσότερο. Σ’ αυτό το φως ζούμε όλοι, αναπνέουμε και ευφραινόμαστε. Το Φως αυτό θ’ αποκαλυφθεί και πάλι και μάλιστα σύντομα, σε νεκρούς και ζωντανούς. Αυτό θα γίνει όταν ο Κύριος Ιησούς έρθει στη συντέλεια του κόσμου και της ιστορίας για ν’ αναστήσει τους νεκρούς από τους τάφους και να κρίνει όλους τους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, που έζησαν στη γη από τον Αδάμ ως το τέλος του κόσμου.
Τότε θ’ αποδειχτεί για μια ακόμα φορά και μάλιστα στην πληρότητά της, η αλήθεια των λόγων του Σωτήρα μας: «Αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε’ 25). Το θαύμα της ανάστασης του υιού της χήρας στη Ναΐν έγινε τόσο από αγάπη για τη θλιμμένη μάνα, όσο και για να ενισχύσει την πίστη στην έσχατη και καθολική ανάσταση, στο Θαύμα των θαυμάτων, στην κρίση των κρίσεων, στη χαρά κάθε χαράς.
Δόξα και αίνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Απόσπασμα από το βιβλίο ''ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ε’'' Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς»,
Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2013
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου