Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «Η ΠΙΣΤΗ ΝΙΚΑ» (ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Ζ' ΛΟΥΚΑ)



Χωρὶς Θεό, ἀγαπητοί μου, δὲ ζῇ ὁ ἄνθρω­πος. Καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἔθνος καὶ λαὸς ποὺ νὰ μὴ πιστεύῃ στὸ Θεό. Ὑπάρχουν πολλὲς θρησκεῖες. Ἀλλ᾽ ἐὰν μὲ ρωτήσετε, ποιά ἀπ᾽ ὅλες εἶνε ἡ ἀληθινή, ποιά ἀνταποκρίνεται στὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαντῶ· ἡ θρησκεία ποὺ ἔχου­με ἐ­μεῖς, ἡ Ὀρ­θόδοξος Ἐκκλησία. 


Καὶ εἶνε ἡ μόνη ἀληθινή, γιατὶ αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυσε δὲν εἶνε ἕνας ἄν­θρωπος ἁπλῶς, ὅπως ὁ Μωάμεθ ποὺ ἵδρυσε τὴ θρησκεία τῶν Τούρκων ἢ ὅ­πως ὁ Βούδδας ποὺ ἵδρυσε τὴ θρησκεία τῶν Ἰνδῶν, δὲν εἶνε ἕ­νας φιλόσοφος ἢ ἄλλος μεγάλος ἄνδρας τῆς ἱστορίας.


Χριστός, ποὺ ἵ­δρυσε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶνε Θεός. Αὐ­τὴ εἶνε ἡ ῥίζα καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γι᾽ αὐ­τὸ καμμία δύναμι στὸν κόσμο δὲ θὰ μπορέ­σῃ ποτὲ νὰ γκρεμίσῃ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Κι ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦ­με, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).


Θὰ πῇς· Μὰ ἐγὼ σήμε­ρα θέλω ἀποδείξεις. Ὑ­πάρχουν ἀποδείξεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός; Ὑπάρχουν πλῆθος ἀποδείξεις. Καὶ πρὶν ἀπ᾽ ὅλα τὰ θαύματά του, ποὺ ποτέ δὲν σταμάτησαν. Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ φύλλα τῶν δασῶν; Ἄλλο τό­σο μπορεῖ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.


Δύο θαύματα διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ ἕνα εἶνε μεγαλύτερο, τὸ ἄλλο μικρό­τερο. Ποιά εἶνε αὐτά; Ὁ Χριστὸς πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Μόλις τό ᾽μα­θε ὁ κόσμος, αὐθορμήτως σχημάτισε δια­δήλωσι· λαὸς πολὺς βγῆκε νὰ τὸν ὑποδε­χθῇ. Καθὼς περπατοῦσε ὁ Χριστός, ἦρθε ἕ­νας, ἔ­πεσε μπρούμυτα μπροστά του καὶ μὲ δά­κρυα στὰ μάτια τὸν παρακαλοῦσε. Δὲν ἦ­ταν φτω­χὸς ζητιάνος· ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος. 


­ταν πλούσιος, ἀλλὰ δυστυχισμένος. Μὲ τὰ λε­φτά, βλέπετε, ἀ­γοράζεις τὰ πάντα, ἕνα δὲν ἀ­γοράζεις· τὴν εὐ­τυχία. Καὶ αὐτὸς ἦ­ταν δυστυ­χισμένος, διότι μέσ᾽ στὸ σπίτι του συνέβη κακό.Τὸ μονάκριβο κορίτσι του ἀρρώ­στησε, ἔπεσε στὸ κρεβάτι· καί, μολονότι ξώδε­ψε πολλὰ γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσῃ, δὲν κατώρ­θωσε τίποτε. Ἀ­πὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸ κορίτσι πέθαινε. Ἀπελπισμένος βγῆκε στοὺς δρόμους. Πῆγε στὸ Χριστὸ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἔρθῃ στὸ σπίτι του. Ὁ Χριστὸς δέχθηκε. Ἀλλ᾽ ἐν­ῷ προχωροῦσαν γιὰ τὸ σπίτι, ἔρχεται ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνας ὑπηρέτης τοῦ Ἰαείρου καὶ τοῦ λέει· 


Τὸ κορίτσι σου πέθανε, μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν διδάσκαλο. Ὁ Χριστός, ποὺ τ᾽ ἄκουσε, στρέφεται στὸν πατέρα καὶ λέει· Μὴ φοβᾶσαι· μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθῇ. Ἔτσι ἔφθασαν ἔξω ἀπ᾽ τὸ σπίτι. Μέσα τὸ κορίτσι ἦταν πλέον νεκρό. Φίλοι, συγγενεῖς, γείτονες εἶχαν μαζευτῆ καὶ ἔκλαιγαν. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλ­λὰ κοι­μᾶται» (Λουκ. 8,52). Ἄρχισαν νὰ τὸν περιγελοῦν· ὅπως καὶ τώρα κοροϊδεύουν κά­θε παπᾶ – δεσπότη – ἱεροκήρυκα ἅμα λέῃ τὰ σωστά. 


κοινωνία παραμένει ἴδια πάντα. Κορόιδευαν τὸ Χριστό· Ἄκου λέει «κοιμᾶται»! Ἀφοῦ τὸ κορί­τσι εἶνε νεκρό, τί ἦρθε αὐτὸς ἐδῶ νὰ μᾶς πῇ;… Ἤξερε ὅμως ὁ Χριστὸς τί ἔλεγε. Ὅπως εἶπε καὶ κάποιος ἅγιος διδάσκαλος, ὁ ὕπνος, ποὺ κοιμούμεθα κάθε μέρα, εἶνε ἕ­νας μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος ἕνας μεγάλος ὕπνος. Κάθε βράδυ ποὺ κοιμούμεθα πεθαίνουμε. Ἂν τὸ σκεφθοῦμε καλὰ – καλά, κανείς δὲ θὰ κοιμηθῇ. Ἕνα μυστήριο εἶνε κι ὁ ὕπνος· δὲ μποροῦν νὰ τὸ ἐξηγήσουν καὶ μεγάλοι ἐπιστήμονες. 


Κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐν μέρει νεκρώνεται. Δὲ βλέπει, δὲν ἀκούει – ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὄνειρα ποὺ φανερώνουν ὅτι ἔ­χει μεταφυσικὴ προέλευσι, πέραν τοῦ κόσμου τούτου. Κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος, νεκρὸς εἶνε· τὸ πρωὶ γίνεται ἀνάστασις. Ὅπως λοιπὸν αὐ­τὸς ποὺ κοιμᾶται θὰ ξυπνήσῃ, ἔτσι κι αὐτοὺς πού ᾽νε μέσ᾽ στὰ μνήματα ―αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας― θὰ τοὺς σηκώσῃ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ.


Χριστὸς τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι τῆς νεκρᾶς καὶ φώναξε· Παιδί μου, σή­κω. Καὶ ἀμέσως τὸ νεκρὸ κορίτσι σηκώθηκε ὄρθιο. Μὲ ὅση εὐκολία ἡ μάνα ξυπνάει τὸ παιδί, ἔτσι ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ νεκρὸ κορίτσι. Ἦταν ἕνα θαῦμα, ποὺ τὸ εἶδαν καὶ θαύμασαν ὅλοι. Μὲ τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε ὅτι εἶνε Θεός, Κύριος ζώντων καὶ νεκρῶν.


λλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ μεγάλο, ἔκανε κ᾽ ἕνα ἄλλο μικρότερο. Στὴν πόλι ἐκείνη ζοῦσε μιὰ γυναίκα δυστυχισμένη. Ἦταν ἄρ­ρωστη δώδεκα χρόνια. Ἔπασχε ἀπὸ γυναι­κεία πάθησι· εἶχε αἱμορραγία, ποὺ τὴν εἶχε στραγγίσει, τὴν εἶχε ἀφήσει πετσὶ καὶ κόκκαλο. Πῆγε σὲ γιατρούς, ξώδεψε μιὰ περιουσία, πῆ­ρε βότανα καὶ φάρμακα, ὅλα τὰ χρησιμοποίησε, μὰ τίποτα.


πελπισμένη περίμενε τὸ θάνατο. Τώρα ὅμως, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦρθε ὁ Χρι­στός, ξεκίνησε νὰ πάῃ νὰ τὸν συναντήσῃ μὲ τὴν πεποίθησι «Αὐτὸς θὰ μὲ κάνῃ καλά!». Δυσκολεύτηκε νὰ βρεθῇ κοντά του ἀπὸ τὸν πολὺ κόσμο· μῆλο νά ᾽ρριχνες δὲν ἔπεφτε κάτω.


Μὲ μεγάλο ἀγῶνα κατώρθωσε νὰ πλησιάσῃ ἀπὸ πίσω τὸ Χριστὸ καὶ ν᾽ ἀγγίξη τὴν ἄκρη τοῦ φορέματός του! Καὶ πράγματι, μόλις τὸ ἄγγιξε ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε―, ἀμέσως ἔγινε καλά· ἡ αἱμορραγία σταμάτησε.


Τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν τό ᾽ξερε κανένας· μόνο αὐτὴ κι ὁ Χριστός. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ κρυφὰ θαύματα στὴ ζωή μας, κι αὐτὰ ἴσως εἶνε τὰ πιὸ πολλά. Ὁ Χριστὸς ρωτάει· ―Ποιός μὲ ἄγ­γιξε; Ὁ Πέτρος λέει·


Μά, Κύριε, ὁ κόσμος ὅλος σὲ ἀγγίζει καὶ σὲ πιέζει, καὶ ρωτᾷς ποιός σὲ ἄγγιξε; ―Ὄχι, λέει ὁ Χριστός, κάποιος μ᾽ ἄγγιξε· ἕνα ἄλλο ἄγγιγμα ἦταν αὐτό, ἐγὼ ἔ­νιωσα ὅτι βγῆκε δύναμις ἀπὸ μένα. Τότε ἡ γυναίκα, τρέμοντας, ἀναγκάστηκε νὰ παρουσι­αστῇ. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους·


Χριστέ, συχώρεσέ με· ἐγὼ εἶμαι ἡ ἁμαρτωλὴ ποὺ τόλμησα ν᾽ ἀγγίξω μὲ τὰ δάχτυλά μου τὸ χιτῶνα σου· ἔπασχα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀσθένεια, καὶ τώρα ἔγινα καλά. Κι ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε· ― «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην»· ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστι σου σὲ ἔσωσε, βάδιζε ἥσυχη τὸ δρόμο σου (ἔ.ἀ. 8,48).


Αὐτά, ἀγαπητοί μου, διηγεῖται τὸ εὐαγγέλιο σήμερα, ποὺ πιστοποιοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Παρατηροῦμε ὅτι καὶ οἱ δύο, καὶ ὁ Ἰάει­ρος καὶ ἡ αἱμορροοῦσα, πίστευαν. Ἀπαραίτητη δηλαδὴ προϋπόθεσις τοῦ θαύματος εἶνε ἡ πίστις· γιὰ νὰ γίνῃ θαῦμα, χρειάζεται πίστις.


 Χριστὸς εἶνε καὶ σήμερα ὁ ἴδιος ποὺ ἦ­ταν ὅταν ζοῦ­σε ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ὁ ἴδιος θὰ μεί­νῃ «εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Ὅπως τότε ἔ­κανε τὰ θαύματα ποὺ ἀ­κούσαμε, ἔτσι καὶ σήμερα κάνει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν θαύματα πρέπει νὰ πιστεύουμε. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἐμεῖς πιστεύουμε, ἔχουμε αὐτὴ τὴν πίστι;


πίστις δὲν εἶνε κάτι κρυφό. Εἶ­νε ὅπως ὁ ἔ­ρωτας. Ἕνας ποὺ ἀγαπάει ἕνα κο­ρίτσι τὸ δεί­χνει· μὲ βλέμματα, μὲ γράμματα, μὲ αἰσθήματα. Ἔτσι καὶ ἡ πίστις. Πιστεύεις; θὰ τὸ φανερώσῃς. Κάθε δέν­τρο τὸ καταλαβαίνουμε ἀπὸ τὸν καρ­πό (Λουκ. 6,43)· καὶ τὸ δέντρο τῆς πίστεως παράγει καρποὺς στὴν καθημερινὴ ζωή.


Σήμερα ἡ πίστις μένει κρυμμένη, δὲν ἐκδηλώνεται ὅπως ἄλλοτε. Οἱ πρόγονοί μας, π.χ. στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὸν Πόντο, πίστευαν. Ὅ­ποιος πήγαινε τότε ἐκεῖ, ἔβλεπε ζωντανὴ πίστι. Βλαστήμια δὲν ἀκουγόταν. Διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε.


Οἱ οἰκογένειες ἔφερναν παιδιὰ στὸν κόσμο. Νήστευαν Τετάρτη, Παρασκευή, σα­ρακοστές. Ἂν ἔβγαζαν 100 δραχμές, κρατοῦ­σαν 10 καὶ τὶς 90 τὶς ἔδιναν νὰ χτιστοῦν ἐκ­κλησίες καὶ σχολεῖα. Ὅταν χτυποῦσε ἡ καμ­πάνα ― ἢ καὶ χωρὶς καμπάνα, γιατὶ δὲν ἄφηνε ὁ Τοῦρκος ― πήγαιναν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν θυμιάτιζε ὁ παπᾶς ἢ περνοῦσαν τὰ ἅγια καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, δάκρυζαν.


Εἴδατε σήμερα κανένα δάκρυ; Ἄλλος χασμουριέται, ἄλλος ξύνεται, ἄλλος κοιτάζει τὸ ρολόι του. Ἁμαρτά­νουμε ἔξω· νὰ ἁμαρτάνουμε καὶ μέσα στὴν ἐκ­κλησία; Προτιμότερο νὰ κλείσουν οἱ ἐκκλησίες. Ποῦ καταντήσαμε τώρα! Νὰ προχωρήσω, νὰ ἐλέγξω, νὰ παρουσιάσω τὴν ἀθλιότητα ποὺ ἔχουμε σήμερα; Ἂς μὴ γίνω πικρός…


λεύθερος εἶνε ὁ καθένας νὰ μὴν πιστεύῃ. Ἀλλὰ θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα τῆς τιμωρίας. Διότι «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. 6,7). Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας· εἶνε ζωντανή. Ἐὰν εἶνε ψέμα, νὰ πᾶμε μὲ τοὺς ἀθέους καὶ νὰ καταστρέψου­με τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴ ζοῦμε μ᾽ ἕνα ψέμα. Ἐὰν ὅμως εἶνε ἀλήθεια ―καὶ εἶνε ἀλήθεια―, ἀπευθύνομαι σ᾽ ἐσᾶς καὶ λέω· 


Κι ἂν ἄλλοι ἀρ­νηθοῦν τὸ Χριστὸ καὶ χειροκροτήσουν ἀπίστους καὶ ἀθέους, ἐσεῖς μείνετε πιστοὶ καὶ ἀ­φωσιωμένοι σ᾽ αὐτόν· νὰ λατρεύετε πάντα τὸ Χριστό· «ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας»· ἀμήν.





† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου Φιλώτα – Αμύνταιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου