Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΕΡΗΜΟΥ...





Χριστουγεννιάτικο διήγημα αγνώστου συγγραφέως με υπογραφή ''Δ-'' 
και υπό τον τίτλο ''Τα Χριστούγεννα του έρημου...'', 
όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ''Η ΒΡΑΔΥΝΗ'', την Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 1926, σελ. 4. 
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής, ως είχε.



Στου γέρω-Καλαπόδη! Στου γέρω-Καλαπόδη! Ούρλιαξαν τα παλιόπαιδα κ' έτρεξαν προς το σοκάκι με το ντέφι τους, συμμαζεύοντας τα μπαλωμένα παντελόνια τους. 

Ε! γέρω-Καλαπόδη! φώναξε ένα με ξανθά άκουρα μαλλιά, που έπεφταν από τ' άπλυτα αυτιά του. Να τα ειπούμε γέρω-Καλαπόδη! 

Τί να ειπήτε; ακούστηκε μέσα από το χαμόσπιτο μια γεροντική φωνή. 

Τα Χριστούγεννα, γέρω-Καλαπόδη. 

Τα Χριστούγεννα; συλλογίστηκε ο φτωχός ο γέρος συμπλίζοντας τη φωτιά του. Ύστερα αναστέναξε βαθειά - βαθειά. Ναι ξημερώνουν Χριστούγεννα κι' εγώ τώχα ξεχασμένο. 

Σαν σε κινηματογραφική ταινία πέρασαν από το μυαλό του εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια που είχε κι' αυτός οικογένεια, γυναίκα, παιδιά... και γιώρταζαν τα Χριστούγεννα και κάθε γιορτή. Παλάτι ήταν τότε το φτωχικό του καλύβι. Μα πάνε όλα. 

Πρώτα η γυναίκα του, κατόπι τα τρία παιδιά το ένα μετά το άλλο. Τους εσκέπασε όλους το μαύρο χώμα. Βάτα κι' αγκάθια έχουν φυτρώσει τώρα επάνω τους. Κι απομένει χρόνια τώρα  έ ρ η μ ο ς  και σ κ ο τ ε ι ν ό ς  σα κουκουβάγια μέσα σ' αυτό το κλουβί που οι αραχνιασμένοι τοίχοι του τόσες φορές στις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες άκουσαν το βαρύ βογγητό του. 

Όλα τούτα πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του, μα δεν δάκρυσε. Τα μάτια του είχαν στεγνώσει πεια από το κλάμμα.

Ε! γέρω-Καλαπόδη! να τα ειπούμε, επέμενε το παιδί με τ' άκουρα ξανθά μαλλιά. Ο γέρω-Καλαπόδης συλλογίστηκε πως κανά δυο δεκάρες που του περίσσευαν στο σελάχι του, του χρειάζονταν για την εκκλησία. Να πάη κι' αυτός σα χριστιανός, ημέρα, που ήταν ν' ανάψη κανένα κεράκι και να λειτουργηθή. Αν τις έδινε στα παιδιά, δε θα μπορούσε να πάη στην εκκλησία. 

Στο μεταξύ τα παλιόπαιδα συμμαζεύοντας τα παντελόνια τους άρχισαν να ψέλνουν τα κάλλαντα, χτυπώντας ρυθμικά το ντέφι: 


''Χριστός γεννάται σήμερον 

εν Βηθλεέμ τη πόλει 

Οι ουρανοί αγάλλονται, 

χαίρει η κτίσις όλη...'' 


Ο γέρω-Καλαπόδης δεν τα εμπόδισε. Ίσια - ίσια μια κι' άρχισαν τα παρακάλεσε να τα ειπούν ως το τέλος χωρίς ν' αφήσουν ούτε λέξη. Τα παλιόπαιδα έψελναν πεια μ' όλη τους τη δύναμη. Οι φλέβες τους τεντώνονταν γύρω στο λαιμό και ψιχάλες-ψιχάλες τα σάλια τους ράντιζαν το ανοιχτό βιβλιαράκι. Το έρημο, τ' αραχνιασμένο σπίτι αντηχούσε χαρμόσυνα από τις φωνές εκείνες. 

Ο γέρω-Καλαπόδης νόμισε για μια στιγμή πως ζωντάνεψαν εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια. Είδε τη γυναίκα του με προκομμένα μπράτσα να ζυμώνη το ''Χριστόψωμο'' και γύρω από τη σκάφη τα τρία αγόρια του με πρόσωπα που έλαμπαν από χαρά να παρακολουθούν με λιχούδικη έκφραση την ιεροτελεστία αυτή. Το σπίτι πήρεν έξαφνα μια γιορτάσιμη, πανηγυρική όψη. 

Σε λίγο το ''Χριστόψωμο'' θα πήγαινε στο φούρνο κι όταν θα γύριζε μαζύ με την καλοψημένη γαλοπούλα θα γέμιζε το σπίτι από μοσκοβολιές. Σιγά - σιγά ο φτωχός ο γέρως υποβλήθη σε τέτοιο σημείο που νόμιζε κανείς πως όλα τούτα τάβλεπε στην πραγματικότητα. Ετοιμάζονταν μάλιστα να μαλώση και τα παιδιά του που δεν έπεφταν πεια να κοιμηθούν για να ξυπνήσουν πρωί να πάνε στην εκκλησία. 

Στο σημείο αυτό τα παλιόπαιδα ετέλειωσαν τα κάλλαντα και εύχονταν: 

Και του χρόνου. Το ξύπνημα του γέρου από τ' όνειρό του ήταν οδυνηρότατο. Θυμήθη πως τα παιδιά του που θα μάλωνε γιατι δεν έπεφταν να κοιμηθούν, πολλά χρόνια τώρα είχαν κοιμηθεί τον αξύπνητο... 

Σηκώθη σιγά-σιγά πνίγοντας κάποιο λυγμό κ' έδωκε στα παλιόπαιδα τις δυο δεκάρες που βαστούσε για την εκκλησία. 

Τούχαν δώσει κ' εκείνα λίγες στιγμούλες ευτυχίας.

                                                                                                                   Δ-


Α Θ Η Ν Α Ι   1 9 2 6


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου