Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

ΤΟ ΑΓΓΛΙΚΟ, ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΚΟΜΜΑ



Πορτραίτο οπλαρχηγού του '21, του Νικολάου Γύζη (1842-1901)



''Τότε ἔβγαλαν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κωλέτη ἄλυωτο ἀπὸ τὸν τάφο του.
Ἀφοῦ ἀρρώστησε ὁ γκενερὰλ Κωλέτης καὶ φώναζε νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ βούιξε καὶ γκάριξε καὶ βγῆκε ἡ ψυχή του,
κοντὰ σὲ τρία χρόνια θέλησαν οἱ συγγενεῖς του νὰ τὸν ξεχώσουνε· κι᾿ ὁ φίλος του ὁ στενὸς πρέσβυς Πισκατόρης,
ὁποῦ ἐργάζονταν μαζὶ ἐδῶ καὶ ξόδιαζαν καὶ κατηχοῦσαν τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ τοὺς κάνουν δυτικούς,
στέλνει νὰ φκειάση τάφον μαρμαρένιον του φίλου του τοῦ Κωλέτη.
Καὶ τὸν βγαίνουν καθὼς τὸν θάψαν· μόνον τὰ μάτια του ἦταν βουλιασμένα καὶ ἡ μύτη του ὀλίγον πειραμένη – τὰ μάτια του
ὅτι ἔβλεπαν τῆς πράξες ὁποῦ ῾κάνε διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του καὶ τόσους ἄδικους φόνους τῶν ἀγωνιστῶν,
τοῦ Νούτζου, τοῦ Παλάσκα, τοῦ Δυσσέα κι᾿ ἀλλουνῶν, κι᾿ ἀχώρια πόσους νέους τάφους ἄνοιξε εἰς τῆς ἐκλογές,
πόσοι σκοτωμοὶ ἔγιναν καὶ γίνονται, πόσες μείναν χῆρες κι᾿ ὀρφανά, τί ἔπαθε ἡ πατρίδα γενικῶς, πόσοι ἀγωνισταὶ πῆγαν εἰς τοὺς Τούρκους,
κι᾿ ὅλες οἱ φυλακὲς γιομάτες ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τὴν σήμερον διὰ ν᾿ ἀναστηθῆ ἡ παρανομία κι᾿ ἀδικία, νὰ μὴ μείνη φωνὴ εἰς τὸν λαόν,
οὔτε ψῆφος, ἀλλὰ ἡ δύναμη ἡ στρατιωτικὴ καὶ οἱ ὑπάλληλοι νὰ γιομίζουν τῆς κάλπες καὶ νὰ βγάζουν ὅσους ἤθελαν·
καὶ μᾶς ἔκαμεν ὅπως εἴμαστε διὰ νὰ φανῇ πιστὸς καὶ τίμιος εἰς τοὺς ξένους του φίλους.
Τότε ἡ βρῶμα τοῦ πεθαμένου δὲν ἄφινε νὰ ζυγώσουν οἱ ἄνθρωποι πλησίον του· κ᾿ ἔτρωγε ἀναθέματα πλῆθος ἀπὸ τοὺς μαστόρους
ὦσο νὰ τοῦ χτίσουν τὸν μαρμαρένιο του τὸν τάφο. Κάνουν ἀνάκρισες ὡς τὴν σήμερον.
Λένε ὅτι τὸν σκότωσαν ἀπὸ τοὺς Μαυρομιχαλαίους. Ἀκόμα οἱ ἀνάκρισες δὲν τελείωσαν.
Τέτοιοι Τοῦρκοι νά ῾τρωγαν αὐγά, δὲν ἔβγαινε ἡ κόττα πουλιὰ
– τέτοιοι πολιτικοὶ ὁποῦ εἴσαστε, φέρατε τὴν πατρίδα σ᾿ αὐτείνη τὴν κατάσταση''.

                    
                                                                                         Άπαντα Μακρυγιάννη 
                                                                                         (Βιβλίο Δ' 1843-1851)


Στα διαδραματιζόμενα του αποήχου της εθνικής Επανάστασης του '21 και των αποφασισθέντων των έντεκα Εθνοσυνελεύσεων1μέχρι το 1849, ο Κοσμάς Φλαμιάτος δεν θα μπορούσε να μην κάνει μνεία για τα νεότοκα πολιτικά κόμματα, που δημιούργησαν μεταξύ τους φατρίες, πολεμικές, συγκρούσεις και έφτασαν μέχρι και τον εμφύλιο, ενώ τώρα στηλιτεύει τη δράση του ρωσικού κόμματος με πρόεδρο τον Ανδρέα Μεταξά2 (1790-1860). Θεωρείται βεβαίως αυτονόητο, πως η δημιουργία και πολιτική κατεύθυνση των κομμάτων απηχούσαν τις εξωτερικές πολιτικές, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, που ήθελαν να ελέγχουν και να διαχειρίζονται την κυβερνητική εξουσία της Ελλάδος μέσω των ''δορυφορικών'' κομμάτων τους στη χώρα. Αλλά και οι εκλεγμένες Βουλές των ετών 1844-1862 δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά προϊόντα βίας, νοθείας και παρασκηνιακών εκτροπών. Ο Μιχαήλ Σχινάς3 (1792-1890), εκλεγμένος βουλευτής δις από τις Εθνοσυνελεύσεις του 1843 και του 1862 και υπουργός Εκκλησιαστικών και Παιδείας στην κυβέρνηση (του Ρωσικού κόμματος) του Ανδρέα Μεταξά κατήγγειλε την επομένη της διεξαγωγής των εκλογών του 1847, την γαλλόφιλη κυβέρνηση του Ιωάννη Κωλέττη:

''Μέσα διπλά, τριπλά, τετραπλά, παραπείσεων, απειλών, υποσχέσεων ετίθεντο εν χρήσει ίνα συλλέξωσι την διεσπαρμένην και απολωλώσαν πλειοψηφίαν· συγχρόνως δε και πλοία ξένης σημαίας εστέλλοντο όπως συλλέξωσι τους υπουργικούς βουλευτάς. Ενώ δε τοιαύτη υπήρξεν η διαγωγή της γαλλικής διπλωματίας, τις δεν γινώσκει ότι ο πρέσβυς, οι πράκτορες, ο πρόξενος της Γαλλίας λαμβάνουσι μέρος εις την εσωτερικήν ημών διοίκησιν και συντάσσουσι πολλάκις και αυτά τα δημόσια έγγραφα; Τις δύναται ν’ αρνηθή τον περίπλουν των γαλλικών πλοίων προς συνάθροισιν των υπουργικών βουλευτών; Και η Κυβέρνησις, η έχουσα ξενικής υποστηρίξεως χρείαν, δεν είναι εθνική, ουδέ της θελήσεως του λαού παραγόμενον. Πώς δε ετόλμησεν ο υπουργός των Οικονομικών να ομολογήση, ότι η Γαλλική Κυβέρνηση συμπράττει δια να στερεώση την τάξιν, ενώ εξ' εναντίας απανταχού αντί της τάξεως θεμελιούται η αταξία, η αδικία, η παρανομία; Ελληνικόν δε αίμα χύνεται αδίκως εις Λακωνίαν, εις Μεσσηνίαν, Άμφισσαν''.

Αλλά και οι καταγγελίες του Κοσμά Φλαμιάτου για το Ρωσικό κόμμα δεν ήταν καθόλου κολακευτικές: ''Τούτους οι Αρμοσταί έχουσι προς τοις άλλοις, ως κατασκόπους και ωτακουστάς, ως σπερμολόγους και ως δημαγωγούς του λαού, όθεν κινούσι και εκ τούτων τινάς και γίνονται Κομματάρχαι μιας αντιθέτου και εναντίας κατά το φαινόμενον φατρίας των άλλων, και διαφημίζονται τάχα ως κόμμα Ρωσσικόν. Οι τοιούτοι αντιφέρονται εν υποκρίσει και πλαστώς προς την άλλην φατρίαν και προς αυτήν την Κυβέρνησιν, ελεεινολογούντες δήθεν την κατάστασιν της θρησκείας και της πατρίδος''. Όσο για τους υποστηρικτές του Αγγλικού κόμματος υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο4, αυτοί βρήκαν αποδοχή από τους πλούσιους Φαναριώτες, τους Νησιώτες και εν ολίγοις από την Πελοπόννησο, θεωρώντας πως η αγγλική πολιτική είχε συμφέρον να βοηθήσει την Ελλάδα μπροστά στον επεκτατισμό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος περίμενε την υποστήριξη της Μ. Βρετανίας στις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, ενώ η Βρετανία ήταν γνωστό πως έπαιρνε σαφή θέση υπέρ της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αλλά ο Έλληνας πολιτικός πίστευε, ότι η επερχόμενη διάλυση της πάλαι ποτέ Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα ανάγκαζε την Αγγλία να επιλέξει τελικά την συμμαχία της Ελλάδας. Και για το νεότοκο κράτος πίστευε, πως προέχει πρώτα η οργάνωση και διοίκηση της χώρας και έπειτα η ανάκτηση των εδαφών της υπόλοιπης Ελλάδος.


Το Γαλλικό κόμμα υπό τον Ιωάννη Κωλέττη5 (1773-1847) ήταν κυρίως το κόμμα των διανοούμενων και μαζί του είχαν συμπαραταχθεί πρόκριτοι, στρατιωτικοί, έμποροι και λόγιοι που είχαν σπουδάσει στην Δ. Ευρώπη. Γνωστοί υποστηρικτές του Κωλέττη υπήρξε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ο Γεώργιος Κουντουριώτης και ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Ως Κόμμα, αρχικά είχε ενθουσιάσει ιδιαίτερα τον ελληνικό λαό θέτοντας κύριο στόχο την επέκταση του Βασιλείου, σε αντίθεση με τον Μαυροκορδάτο, αρχηγό του Αγγλικού κόμματος, που έθετε πρώτο στόχο την οργάνωση του κράτους και αργότερα την επέκτασή του. Ο Κωλέττης θεωρείται πατέρας της ''Μεγάλης Ιδέας'' και επηρεασμένος από το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου και τους Σάμιους διαφωτιστές, οραματίστηκε την ανάκτηση των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση μιας χριστιανικής ηγεμονίας6. Έμειναν την ιστορία όμως οι δολοπλοκίες του Κωλέττη και οι ραδιουργίες μελών του Γαλλικού Κόμματος καθιστώντας τους υποτελείς στη Γαλλική Δύναμη.

Ωστόσο στη δίκη του Κολοκοτρώνη7, ο Κωλέτης πήρε το μέρος του πρώτου και παράλληλα σε μια έξαρση ειλικρίνειας κατήγγειλε στη Βουλή των Ελλήνων την αυταρχική πολιτική των Άγγλων στην Ελλάδα, λέγοντας τα εξής: ''Η ξένη επέμβασις, Κύριοι, είναι το μέγιστον των κακών, η φοβερωτέρα πληγή εκ των εις έθνος ελεύθερον επιτεθεισών ποτέ! Αλλά σήμερον ότι το έθνος ως ουδείς άλλος και την αληθή των πραγμάτων του κατάστασιν γνωρίζει και των προς θεραπείαν του κακού αρμοδίων μέσων κύριον είναι, σήμερον, ότε δια των αντιπροσώπων του ο Ελληνικός λαός συμβουλεύεται και νομοθετεί περί των ιδίων αυτού συμφερόντων, πάσα ξένη επέμβασις είναι και επιβλαβής και ολεθρία και ως τοιαύτην πας γνήσιος Έλλην και την αποστρέφεται και την απωθεί … Κατά της ξένης δε επεμβάσεως λαλών και διαμαρτυρόμενος δεν περιορίζομαι εις μόνην την Αγγλικήν, αλλ' εις την αυτήν υπάγω κατηγορίαν και την Γαλλικήν και την Ρωσσικήν και πάσαν· διότι και προς τας συμμάχους και προς τας λοιπάς Δυνάμεις και ιδίως προς μίαν εκάστην αυτών της Ελλάδος τα δίκαια, τα αυτά και ίσα είναι''.

Εν κατακλείδι, ουδείς δύναται -σήμερα τουλάχιστον- να είναι αφοριστικός και καταδικαστικός απέναντι στα τρία αυτά κόμματα και την υποτέλειά τους απέναντι στις ξένες δυνάμεις. Μην ξεχνούμε, πως το νέο Κράτος πάμπτωχο, αμόρφωτο και απαίδευτο, που τα σύνορά του αρχικά έφταναν μέχρι την Λάρισα, αδυνατούσε σε πρώτη φάση να ορθοποδήσει από μόνο του. Χρειαζόταν πρωταρχικά τις ξένες δυνάμεις, ώστε σε δεύτερο πλάνο να απαγκιστρωθεί από αυτές και να συνεχίσει αργότερα, ως ένα δημοκρατικό και ανεξάρτητο κράτος. Το αν το κατόρθωσε, βεβαίως το βλέπουμε σήμερα... Η Ελλάδα στην ''κατηραμένη'' γεωγραφική ιδιαιτερότητα της Μεσογείου και στο τελευταίο άκρο της Ευρώπης ακροβατούσε πάντοτε μεταξύ Αμερικής και Δύσης υπό τον φόβο και την δουλεία των ξένων παραγόντων και ισορροπούσε στο σχοινί, επιλέγοντας συνάμα και τους δύο! Η Ελλάδα ήταν και είναι ο ''αδύναμος κρίκος'' στην βαριά αλυσίδα της Ατλαντικής Συμμαχίας και των λοιπών... ''δημοκρατικών δυνάμεων''... Εύχεσθε!


Παραπομπές:


1. Βλ. ''Πολιτική Ιστορία από το 1821 μέχρι το 1980'' του Αλκιβιάδη Προβατά, Αθήνα 1980.

2. Βλ. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τόμος 17ος.

3. Βλ. Μιχαήλ Γ. Σχινά, ''Περί των Εκκλησιαστικών'', Εν Αθήναις, εκ της Τυπογραφίας των Τεκν. Ανδρέου Κορομηλά, 1863.

4. Βλ. Θάνου Βερέμη, ''Δόξα και Αδιέξοδα'', Ηγέτες της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδόσεις Μεταίχμιο.

5. Βλ. ''Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών'', τόμος στ', Αθήνα 1874.6.

6. Βλ. ''Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας'', Εν Αθήναις 1857.

7. Βλ. ''Άπαντα Κολοκοτρώνη'', εισαγωγή-επιμέλεια Έλλης Αλεξίου, Ιστορικές Εκδόσεις 1821.



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος




''ΦΩΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΑ 
ΕΙΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΙΝ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΠΙΒΟΥΛΗΣ, ΕΙΣ ΟΡΘΟΦΡΟΝΑ ΣΥΜΒΟΥΛΗΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚ ΤΟΥ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑΝ. ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ''


Εκ του προηγούμενου

Το αυτό σύστημα εν μέρει φαίνεται προ πολλού δι' ενεργείας της επιβουλής και εις τα άλλα ορθόδοξα Κράτη, και το αυτό Σύστημα παρασκευάζει προ πολλού ίνα φέρη διά νόμου και συστηματικώς εις όλην την άλλην Ανατολήν καθ' όλον το Οθωμανικόν Κράτος εις τους ορθοδόξους, όπου αναφαίνονται εν Κωνσταντινουπόλει κατά καιρούς τοιαύτα απαισιώτατα φαινόμενα, εκ της Οθωμανικής Πόρτας εις την εκεί Εκκλησίαν. Εις τα εκτός της Επτανήσου ορθόδοξα Κράτη, και προ πάντων εις το Βασίλειον της Ελλάδος και εις την Ρωσσίαν, φαίνεται ότι η επιβουλή ενεργεί προ πολλού την ελάττωσιν της Ιεραρχίας όπου ούτε το δεκατημόριον των Επισκόπων δεν υπάρχει εκ των όσων ήσαν αναγκαίοι, κατά το σύστημα και την τάξιν όλων των παρελθόντων αιώνων.

Τούτο δε ενεργεί ίσως ή διότι υποτρέφει σκοπόν ίνα φέρη την εξ ολοκλήρου κατάργησιν ταύτης και εισάξη εκ τούτου το εκ της Λουθηρο-Καλβινικής πλάνης σύστημα των λεγομένων Πρεσβυτεριανών διά την Εκκλησιαστικήν αναρχίαν, ή διά περισσοτέραν ευκολίαν της διαφθοράς, επειδή όσω ολιγώτεροι τον αριθμόν οι Επίσκοποι, τόσω μάλλον ευκολύνεται ίνα παρασύρη αυτούς εις τον ίδιον προσηλυτισμόν.

Το αυτό συστηματικώς προ πολλού ενεργεί υπό διαφόρους προφάσεις και ως προς την ελάττωσιν και όλου του υπαλλήλου κλήρου των ιερέων, επίσκοπώ προς τοις άλλοις, όπως δι΄ενεργείς της επιβουλής νομοθετηθή μίαν ημέραν και εις αυτούς χρηματικός μισθός εκ του Ταμείου της αρχής και εκ τούτου φέρη πολλά άλλα δεινά, και εκτός των άλλων φέρη και αυτούς εις έμεσον υπαλληλίαν της Κοσμικής αρχής, ως έφερε και τους Επισκόπους.

Τούτο το σύστημα ως προς την συγχώνευσιν της Εκκλησίας εις την πολιτικήν αρχήν, υπάρχει τοσούτον ως ουδέν άλλο απαισιώτατον και φρικτόν, ώστε κατά τας θείας γραφάς επαπειλεί εν εκ των δύο, ή την επί συντελεία των αιώνων παρουσίαν του Αντιχρίστου, ή μεγίστην και ανείκαστον οργήν απ' ουρανού εις όλον τον Κόσμον. Επειδή δε ούτος σώζεται χάριν του θυσιαστηρίου εν ω η επίφοίτησις του Παναγίου Πνεύματος, και η μετάδοσις της χάριτος τούτου εις τους πιστούς ωσαύτως η βεβήλωσις τούτου και η εν αυτώ εμφάνισις του βδελύματος της ερημώσεως οποία η νυν, φέρει παγκόσμια και μεγάλα δεινά και επαπειλεί την συντέλειαν των αιώνων. 

Παραλείποντες τα γενικά και παγκόσμια, τούτο μόνον το σύστημα, ως είπα και ανωτέρω, εάν ως τάχιστα δεν ληφθώσι περί του πράγματος αναγκαία και κατάλληλα μέτρα εις διόρθωσιν κατά τους κανόνας της Εκκλησίας, αρκεί ίνα φέρη γενικά και ανυπόστατα εις ημάς δεινά.

Περί τούτου του ως ουδενός άλλου μεγίστου και σπουδαιοτάτου αντικειμένου, η ύλη αποβαίνει τα μέγιστα ευρύχωρος και εκτεταμένη και δεν έδωκα περί αυτού ειμή μακράν τινά νύξιν καθώς και περί όλων των άλλων, διο και μεταβαίνω εις άλλο είδος ραδιουργίας εκ των όσων η επιβουλή ενεργεί μερικώτερον εις τα ορθόδοξα Κράτη, διά την εν αυτοίς διάδοσιν της Λουθηρο-Καλβινικής πλάνης, το οποίον εστίν΄ 

Γ'. Οι μεταξύ Ορθοδόκων και Λουθηρο-Καλβίνων αμοιβαίοι γάμοι.

Ούτοι γίνονται συστηματικώς δι' ενεργείας της επιβουλής εις την Επτάνησον, λαμβάνοντες Άγγλοι γυναίκας εκ των εκεί ορθοδόξων και, πάλιν δίδοντες εις άνδρας Επτανησίους Αγγλίδας γυναίκας. Επειδή δε και ούτοι γίνονται διά μόνον αυτόν τον σκοπόν της πλάνης παρατηρείται ότι όσοι εκεί ορθόδοξοι συνήλθον εις τοιούτους γάμους ότι ου μόνον έπεσον οι ομόζυγοι, αλλά και πολλοί εκ των περί αυτούς συγγενών.

Άνθρωποι αστήρικτοι και αδύνατοι, και ουδόλως φέροντες κατά νουν ότι ο γάμος διά μόνον αυτόν τον σκοπόν εγένετο, και προσβαλλόμενοι αδιαλείπτως διά ποικίλης ραδιουργίας και τέχνης φαίνεται πολύ παράδοξον ίνα ανθέξωσι μέχρι τέλους. Τινές Άγγλοι διδόντες τας εαυτών θυγατέρας διά γάμου εις νέους Επτανησίους χορηγούσιν αυτοίς εις προίκα μέρος εκ τινων Εκκλησιαστικών κτημάτων, τα οποία εσφετερίσθησαν υπό διαφόρους προφάσεις, ή επροικοδότησαν οι Αρμοσταί εις αυτούς, και έπειτα επινοούσιν άλλους τρόπους και επαναλαμβάνουσιν αυτά.

Αυτοί οι γάμοι γίνονται καθ' όσον το δυνατόν και εις το βασίλειον της Ελλάδος μεταξύ Ελλήνων και Άγγλων και Γερμανών. Εκτός τούτου όσοι ψευδαπόστολοι ήλθον εις την Ελλάδα εκ της Αγγλίας υπό το όνομα των Αμερικανών επί Κυβερνήτου και επί Αντιβασιλείας, όλων η λύσις της Σκηνής εγένετο διά γάμου μετά γυναικών Ελληνίδων.

Αυτοί όμως ενεργούνται και γίνονται όσο το δυνατόν, μετά των μεγάλων και επισήμων εκ του επιβουλευομένου και προ πάντων μετά των βασιλικών οικογενειών. Αλλά και περί τούτου αρκούσιν ταύτα. 

Δ'. Εκτός των γάμων, επενόησε και ενεργεί απ' αρχής δολίως και συστηματικώς η εκ της Αγγλίας επιβουλή πλείστας άλλας σχέσεις γινομένας επί τοιούτω σκοπώ μετά των ορθοδόξων και μάλιστα μετά των Ελλήνων, διά των οποίων φέρει την πτώσιν εις πολλούς άλλους, και έπειτα δι' αυτών ενεργεί και παρασκευάζει ευστόχως τα γενικά ναυάγια.

Παρατηρείται προς τοις άλλοις ότι, όσοι ορθόδοξοι εκ των Ελλήνων έλαβον μετά των Άγγλων τοιαύτας σχέσεις είτε πολιτικάς, είτε εμπορικάς, είτε εν υποκρίσει φιλικάς, ή όσοι νέοι εχρημάτισαν εις αυτούς ως γραμματείς, ως υπογραμματείς, ως δούλοι, ως υπηρέται, ή οπωσδήποτε άλλως, ότι όλοι αυτοί σχεδόν εναυάγησαν εις τον προσηλυτισμόν της Αγγλίας γενόμενοι στρατιώται και πρόθυμα αυτής όργανα εις τας υπ' αυτής ενεργουμένας ραδιουργίας.

Aυτά και άλλας μυρίας τοιαύτας σκευωρίας και τέχνας μετέρχεται δολίως και συστηματικώς, λέγω πάλιν, η εκ της Αγγλίας κατά των ορθοδόξων επιβουλή, ιδιαιτέρως διά την διάδοσιν της Λουθηρο-Καλβινικής πλάνης, δι' ης πρπαρασκευάζει και καταρτίζει κατάλληλα και πιστά εις αυτήν όργανα της κοινής προδοσίας. Απορείς ίσως, ω φίλε πόθεν ούτος ο βαθύς ύπνος εις τα επιβουλευόμενα Κράτη, και διατί όση ευστοχία και πρόοδος εις τα σχέδια της τοιαύτης απορίας. 

Ανάγκη διά τούτο ίνα προσθέσω άλλα ολίγα τινά και συνεπτυγμένως εξ ων και τα εφεξής:

Α'. Πρώτη μεν αιτία, διά την οποίαν ευστοχεί η περί ης ο λόγος επιβουλή, εστίν, επειδή μετέρχεται, ως είπα και άλλοτε και πάλιν λέγω, τοιούτο βάθος υποκρίσεως και ραδιουργίας, τόσον αυτή, όσον και ο προσηλυτισμός αυτής οποία ουδέποτε άλλοτε απ' αιώνος εφάνησαν. Η υπόκρισις, ο δόλος, η ραδιουργία, και η συμμαχία της Κοσμικής αρχής φαίνονται πάντοτε αναπόστατα γνωρίσματα εις όλα τα είδη της πλάνης και των αιρέσεων, αλλ' εις την περί ης ο λόγος επιβουλήν υπάρχουσιν, εις το μη περαιτέρω.

Φέρω περί τούτου μικρόν τι δείγμα εκ των όσων άλλων πολλών Σκηνών ενεργεί διά της υποκρίσεως εις την Επτάνησον, ομοίων κατά πάντα και εις όσας άλλας πολλάς ενεργεί εις το βασιλειον της Ελλάδος΄ Επαναλαμβάνω και λέγω πάλιν ότι όλοι οι αγώνες της επιβουλής τείνουσιν ίνα φέρη τα γενικά, θρησκευτικά και πολιτικά ναυάγια εις τα επιβουλευόμενα Κράτη των Ορθοδόξων, χωρίς όμως να λάβωσι προλαβόντως, ει δυνατόν, ούτε καν την μικρήν υποψίαν, αλλ' επ' ελπίδι της λεγομένης ελευθερίας και της επί το κρείττον μεταβολής.

Εάν δε ποτέ ανακαλυφθή εν μέρει και εις ολίγους ο σκοπός της επιβουλής, και ο επικείμενος κίνδυνος, επενόησε και ενεργεί συγχρόνως άλλας Σκηνάς διά των οποίων διασκεδάζεται το πράγμα, τα δε σχέδια χωρούσιν επί τα πρόσω και λαμβάνουσι περισσοτέραν πρόοδον και ανάπτυξιν. Εις την Επτάνησον διαιρεί συστηματικώς τον ίδιον προσηλυτισμόν, εις δύο τάξεις, εξ'ων η μεν εστί φανερά ανακεκαλυμμένη, κατά την πλάνην του θεισμού, η δε άλλη η υποκεκρυμμένη και ύπουλος έχουσα οδηγόν εις όλα τα πρακτικά και τους λόγους αυτής την υπόκρισιν.

Η μεν φανερά συγκροτείται εξ ολίγων οίτινες βλασφημούσιν αναφανδόν κατά της πίστεως, ως ο Καίρης και ο Σοφιανόπουλος εις την Ελλάδα, ενεργούσι τα σκάνδαλα και τας προδοσίας, όντες αφοσιωμένοι εν τω φανερώ εις την Αγγλίαν και υπεραπολογούμενοι υπέρ αυτής. Οι τοιούτοι έχουσιν ανακεκαλυμμένην την πλάνην και την διαφθοράν, ώστε αποβαίνουσι μίασμα ολέθριον και αποτρόπαιος δυσωδία εις όλον τον υγιή λαόν.

Εκ τούτων οι Αρμοσταί προβιβάζουσιν εις τας υψηλοτέρας θέσεις διά το γενικόν σκάνδαλον και διά την ευστοχωτέραν εξ' αυτών διάδοσιν του κακού, ουδένα επίσημον χαρακτήρα ή παιδείαν έχοντες, αλλά θεωρούμενοι τόσα βδελύματα και τόσα ερίφια τόσον ως προς την ηθικήν όσον και ως προς την γνώσιν. Τινές εξ αυτών διά μυστικής οδηγίας των Αρμοστών κινούνται και γίνονται Κομματάρχαι και Αρχηγοί μιας ιδιαιτέρας φατρίας, διαφημιζομένης ως φιλελευθέρας τάχα και, συγχρόνως οι Αρμοσταί υπό το όνομα τούτων ενεργούσιν όλα τα κατά της πίστεως και πατρίδος δεινά, και προβιβάζουσιν εις θέσεις και επαγγέλματά τους όσους γόνονται σύμμορφοι και όμοιοι τούτοις.

Όλοι εν γένει εις τας θέσεις της Επτανήσου, οι όντες υπό μισθόν, Εκκλησιαστικοί, Πολιτικοί, Διδάσκαλοι και λοιποί, από Μητροπολίτου έως υποδιακόνου και Αναγνώστου, από Βουλευτού και Νομοθέτου έως χωροφύλακος μίαν και την αυτήν εξουσίαν και δύναμιν έχουσιν ενώπιον των εκεί Άγγλων ως και άλλοτε περί τούτου είπα. Όμως και του πράγματος ούτως έχοντος οι Αρμοσταί έχουσι πολλούς μισθωτούς σπερμολόγους διαθρυλλούντες εις τον λαόν, ότι αυτοί οι Κομματάρχαι έχουσι τάχα όλην την επιρροήν και την δύναμιν του ωφελήσαι και του κακοποιήσαι όποιον θέλωσι.

Τούτο δε γίνεται διά δύο δολίους και πονηρούς σκοπούς, πρώτον μεν ίνα γίνωνται πολλοί οπαδοί πειθαρχικοί κατά την πλάνην, και μιμηταί αυτών, και δεύτερον δε επί σκοπώ ίνα προσάπτη ο λαός τας αιτίας του διωγμού της πίστεως και της κοινής δυστυχίας, ουχί εις τους αντιπροσώπους της Αγγλίας, αλλ' εις τούτους τους νομιζομένους ως αντιπροσώπους του λαού τους ιθαγενείς και συμπατριώτας. Και ταύτα μεν περί τούτου του φανερού προσηλυτισμού της επιβουλής, το δε άλλο, το πολύ και το γενικόν μέρος τούτου, υπάρχει, ως είπα συστηματικώς όλον ύπουλον και κεκρυμμένον, συμμορφούμενον ως εδιδάχθη καθ' όλους τους εξαιρετικούς τύπους της Εκκλησίας, και υποκρινόμενον συμπάθειαν και λύπην διά τον διωγμόν της πίστεως και τα δεινά της Πατρίδος.


Τούτους οι Αρμοσταί έχουσι προς τοις άλλοις, ως κατασκόπους και ωτακουστάς, ως σπερμολόγους και ως δημαγωγούς του λαού, όθεν κινούσι και εκ τούτων τινάς και γίνονται Κομματάρχαι μιας αντιθέτου και εναντίας κατά το φαινόμενον φατρίας των άλλων, και διαφημίζονται τάχα ως κόμμα Ρωσσικόν. Οι τοιούτοι αντιφέρονται εν υποκρίσει και πλαστώς προς την άλλην φατρίαν και προς αυτήν την Κυβέρνησιν, ελεεινολογούντες δήθεν την κατάστασιν της θρησκείας και της πατρίδος.


Συνεχίζεται

Εκ του βιβλίου του Μοναχού Κοσμά Φλαμιάτου:
''ΦΩΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΑ
ΕΙΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΙΝ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΠΙΒΟΥΛΗΣ, ΕΙΣ ΟΡΘΟΦΡΟΝΑ ΣΥΜΒΟΥΛΗΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚ ΤΟΥ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑΝ. ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ''
Αθήνα 1849, σελ. 70-75.
Μεταφορά στο διαδίκτυο, στο μονοτονικό σύστημα, με την Γραμματική τάξη της εποχής, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ: ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ




(Ματθαίου στ’ 14-21)
«Το στάδιον των αρετών ηνέωκται»

Ευρισκόμεθα στο τέλος του πρώτου μέρους του Τριωδίου και από αύριο εισερχόμεθα στο δεύτερο μέρος του, την Μ. Τεσσαρακοστή. Μας δίδαξε ήδη η Εκκλησία μας την αρετή της ταπεινοφροσύνης, ως βασική προϋπόθεση της μετανοίας, κατά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου. Μας βεβαίωσε την πραγματικότητα της σωτηρίας, όταν υπάρχει ειλικρινής μετάνοια, κατά την Κυριακή του Ασώτου. Και τέλος μας προέβαλε ανάγλυφο τον λόγο, για τον οποίο έχουμε ανάγκη μετανοίας και επιστροφής, το γεγονός δηλαδή της παγκοσμίου Κρίσεως, κατά την Κυριακή της Απόκρεω.


Επειδή δε η Μ. Τεσσαρακοστή είναι περίοδος πνευματικοσωματικής προετοιμασίας και εισαγωγής στο πάθος του Χριστού μας, μας υπενθυμίζει η Εκκλησία σήμερα ένα σοβαρό και θλιβερό γεγονός, που έγινε αιτία να έλθει ο Χριστός στον κόσμο και να πάθει. Μας υπενθυμίζει την έξωση του ανθρώπου από τον Παράδεισο.


Όταν ο σημερινός άνθρωπος ακούει έξωση από τον Παράδεισο, το θεωρεί αστείο. Του φαίνεται «ωσεί λήρος» ο λόγος αυτός. Εάν μάλιστα είναι κάποιος «φιλελεύθερος» και προοδευτικός θεολόγος, θα δεχθεί το πράγμα με έννοια αλληγορική, μεταφορική. Είναι παρατηρημένο, πως, όσον αφορά στην Aγια Γραφή, όσα μας συμφέρουν τα παίρνουμε κατά γράμμα. Σ’ όσα όμως (νομίζουμε πως) δεν μας συμφέρουν, δίνουμε αλληγορική ερμηνεία. Παρ’ όλ’ αυτά είναι και η έξωση εκ του Παραδείσου ένα από τα γεγονότα εκείνα, που δεν επιδέχονται αλληγορική ερμηνεία, γιατί είναι αλήθειες.


Η έξωση απ’ τον Παράδεισο είναι το γεγονός του πνευματικού θανάτου του ανθρώπου, του χωρισμού του από τον Θεό διά της αμαρτίας. Το τραγικότερο δε σημείο της γνωστής αγιογραφικής διηγήσεως (Γεν. κεφ. γ’) είναι ότι, ενώ εδόθη από τον Θεό στον άνθρωπο η δυνατότητα της μετανοίας μέσα στον Παράδεισο, ακόμη, ο άνθρωπος δεν θέλησε να παραδεχθεί την πτώση του. Απλώς μεταβίβασαν την ευθύνη ο Αδάμ στην γυναίκα και η γυναίκα στο φίδι. Η πτώση του ανθρώπου, λοιπόν, υπήρξε φυσική, γεγονός της φύσεώς του, πτώση καθαρά δική του και όχι αποτέλεσμα δήθεν της θείας αυστηρότητας.


Έπεσε δε ο άνθρωπος όχι μόνο γιατί έσφαλε, αμάρτησε, αλλά κυρίως γιατί δεν μετανόησε. Δεν παραδέχθηκε την αμαρτία του. Ναι, αδελφοί μου! Κραυγάζει απεγνωσμένα η λεγομένη επιστήμη, και ωρύεται, για να μας πείσει ότι ο άνθρωπος προέρχεται από τον πίθηκο, με απώτερο βέβαια σκοπό να αμφισβητηθεί η θεϊκή δημιουργία μας. Δεν χρειαζόμεθα όμως άλλην απόδειξη, για ν’ αποδειχτεί η πτώση μας. Ρωτήστε ένα παιδάκι: γιατί το έκαμες αυτό; Και θα πάρετε την απάντηση: Δεν το έκαμα εγώ, ο (τάδε) το έκαμε… Αυτή η μεταβίβαση της ευθύνης δεν αποδεικνύει την καταγωγή μας από τους Πρωτοπλάστους και την αλήθεια της αγιογραφικής διηγήσεως;


Η πτώση, λοιπόν, του πρώτου ανθρώπου -και μέσω αυτού ολοκλήρου της ανθρωπότητας- υπήρξε η αιτία της ελεύσεως του Χριστού μας στον κόσμο. Για να μας οδηγήσει και πάλι «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Ο Χριστός όμως χειραγωγεί τον άνθρωπο διά της οδού της μετανοίας και της ολοκληρωτικής αφοσιώσεως στον Θεό. Γι’ αυτό είναι τόσον έντονος ο λόγος περί μετανοίας την Μ. Τεσσαρακοστή. Γιατί χωρίς αναγνώριση της πτώσεως και ειλικρινή επιστροφή δεν επιτυγχάνει ο άνθρωπος τον εξαγιασμό του, την ένωσή του με τον Θεό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του αληθινού Υιού Του.


Πόσοι όμως βλέπουν έτσι την Μ. Τεσσαρακοστή σήμερα; Για τους περισσοτέρους μας έχει ισοπεδωθεί κάθε διάθεση πνευματικής ανατάσεως. Και το χειρότερο είναι ότι δεν αρκείται ο κατ’ όνομα χριστιανισμός της εποχής μας στα έργα της ασωτίας του, αλλά έχει το θράσος ν’ απαιτεί να τα αναγνωρίσει και η Εκκλησία, ο Χριστός, να προσαρμοσθεί το Ευαγγέλιο στις διαθέσεις και τα μέτρα του… Γι’ αυτό από τον αποπροσανατολισμένο χριστιανικά κόσμο ποιμένας θεωρείται όποιος θα παραδεχθεί, έστω και «φιλοσοφικά», τον Καρνάβαλο και την ασωτία του, και όχι όποιος ευαγγελικά θα υποδείξει τις ανυπολόγιστες ηθικές συνέπειες των ρωμαϊκών οργίων, που με το ένδυμα της ψυχαγωγίας επιζούν και στην εποχή μας.


Η μετάνοια του ανθρώπου, για την οποία θα είναι από σήμερα βασικά ο λόγος, δεν είναι μια στιγμιαία αλλαγή καταστάσεως. Μια απλή μετάβαση από τα έργα του σκότους στα έργα του φωτός. Μετάνοια είναι μια συνεχής διαδικασία, που παρασταίνεται σχηματικά με μια σειρά αυξομειουμένων καμπυλών. Είναι ένα πεδίο μάχης εναντίον εχθρού, που από την στιγμή της πτώσεως διεκδικεί την ψυχή του ανθρώπου. Είναι αδιάκοπη προσπάθεια για το ξερίζωμα της κακής επιθυμίας, που αποτελεί και την ρίζα της αμαρτίας. Δεν αμαρτάνει το σώμα. Δεν νηστεύουμε, για να το εξουθενώσουμε. Το σώμα επλάσθη καλό και άγιο. Η ψυχή φταίει. Γιατί σ’ αυτήν ριζώθηκε η κακή επιθυμία. Εγκρατευόμεθα, λοιπόν, για να εξουθενωθεί η επιθυμία.


Όπως όμως σε κάθε αγώνα, έτσι και στον πνευματικό, που είναι ο ταχύτερος και αποφασιστικότερος, γιατί έχει διαστάσεις αιώνιες, χρειάζονται τα κατάλληλα όπλα. Αυτά τα όπλα μας υποδεικνύουν σήμερα και η αποστολική (Ρωμ. ιγ’ 13 έ.) και η ευαγγελική περικοπή. «Όπλα του φωτός» τα ονομάζει ό Απ. Παύ­λος. Και τα παρουσιάζει. Τα όπλα που υποδεικνύει ο Απόστολος είναι κυρίως τα αμυντικά. Η εκρίζωση των παθών. Η θανάτωση των σκοτεινών εκείνων αντιπάλων, που συντελούν στην αποξένωσή μας από τον Θεό. Τα επιθετικά μας όπλα τα παρουσιάζει εντονότερα η ευαγγελική περικοπή. Είναι η συγχωρητικότητα προς τους συνανθρώπους μας.


Η αληθινή νηστεία, όχι δηλαδή απλή αποχή από τροφές, αλλά και πνευματική, αποχή από πάθη. Και τέλος η προσκόλλησή μας στον Θεό, ως τον μοναδικό θησαυρό μας. Χωρίς τα όπλα αυτά η διεξαγωγή του πνευματικού μας αγώνος είναι αδύνατη. Είναι ακατόρθωτη και η βίωση του μηνύματος της Μ. Τεσσαρακοστής. Και η Εκκλησία επιμένει να απευθύνει το προσκλητήριο αυτό και σήμερα, όπως κάνει αδιάκοπα δύο χιλιάδες χρόνια. Γιατί τα έργα του σκότους ή του φωτός δεν προσδιορίζονται από τις εποχές, αλλ’ από την ψυχή του ανθρώπου, που μένει σε κάθε εποχή η ίδια. Θέλετε ένα παράδειγμα της αλήθειας αυτής;


Ένας νέος, σοφός και κοσμικός με όλη τη σημασία της λέξεως, ένας «σύγχρονος» νέος, μολονότι μας χωρίζουν 1500 χρόνια από την εποχή του, ήταν ο Αυγουστίνος. Όλα του τα πολύτιμα προσόντα τα δαπανούσε στα έργα του σκότους. Και μια μέρα έντονης εσωτερικής πάλης άκουσε μια παιδική φωνή, που του ‘λεγε. «Πάρε και διάβασε». Γεμάτος απορία μπήκε στο γραφείο του και είδε στο έδαφος μερικά χειρόγραφα. Τα πήρε στα χέρια του και οι πρώτες φράσεις, που διάβασε, ήταν οι λόγοι του Απ. Παύλου, που ακούσαμε σήμερα: «αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα έργα του φωτός… μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω…». Κι’ αυτό ήταν το έναυσμα της επιστροφής του Αυγουστίνου.


Αδελφοί μου! Με τους ίδιους λόγους, που ο Θεός κάλεσε τον ιερό Αυγουστίνο, για να τον μεταβάλει από άνθρωπο του σκότους σε τέκνο φωτός, καλεί και μας η Εκκλησία μας σήμερα σε μετάνοια και επιστροφή, ενώ έξω από τις εκκλησίες στολίζεται η επίφαση της χαράς και το προσωπείο της ευφροσύνης, ο Καρνάβαλος. «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται οι βουλόμενοι αθλήσαι, εισέλθετε…».




Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

«ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ – Κηρυγματικές σκέψεις στα ευαγγελικά αναγνώσματα», 

εκδόσεις ''Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσαλλονίκη.


ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΗΘΕΙΣ




«Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος».

Οι αγωνιζόμενοι στους ιππικούς αγώνες, όταν τους δοθεί το σύνθημα για την εκκίνηση, μόλις περάσουν το τεντωμένο σχοινί της αφετηρίας κτυπώντας τους ίππους συχνά προχωρούν προς την «νύσσαν», δηλ. την στήλη των αλόγων, τρέχοντας με μικρά και γρήγορα άλματα. Δεν είναι λοιπόν ο κόπος τους μέχρι την νύσσαν, αλλά βιάζονται να εκτελέσουν και επτάκυκλο δρόμο, διότι αυτό φανερώνει τον νικητή. Εμάς δε σήμερα, η βαλβίδα της μετανοίας, μας οδήγησε σ’ αυτήν την αφετηρία. Ήταν δε για μας η πρώτη βαθμίδα του δρόμου της μετανοίας η υπόθεση του αρχιτελώνη Ζακχαίου, ο οποίος με πολύ μεγάλη προθυμία ευσεβώς σκόρπισε, εκείνα που ασεβώς μάζεψε.


Ακολούθησε η παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου, που μας υπέδειξε τη δύναμη της χριστομίμητης ταπεινώσεως. Αμέσως μετά ο Άσωτος νέος εκείνος, που κακώς μεν δραπέτευσε προς τη χοιρώδη ζωή, επανήλθε δε καλώς στην πατρική εστία. Και στη συνεχεία η μεγάλη και φρικτή κρίση και απολογία. Αφού προετοιμαστήκαμε κάπως με αυτά και αφού μάθαμε τη δύναμη της αρετής, φθάσαμε προς την «νύσσαν», την πρώτη δηλαδή εβδομάδα των νηστειών. Την εβδόμη εβδομάδα, σαν δρόμο κυκλικό από τώρα βιαζόμαστε να διανύσουμε. Στα ιππικά αγωνίσματα είναι δύσκολο να νικούν όλοι οι αγωνιζόμενοι, διότι παίρνει το στεφάνι μόνον αυτός που τερμάτισε πρώτος. Ο δικός μας όμως αγωνοθέτης σε όλους όσοι επιθυμούν τη νίκη το ίδιο στεφάνι προσφέρει, κατά την εξουσία του.


Και στον καθένα, σαν άρμα τεσσάρων ίππων, τοποθετεί αυτά τα τέσσερα στοιχεία. Τον λογισμό διατάσσει να προσέχει σαν αμαξηλάτης. Τη συνείδηση όρισε σαν μαστίγιο να δέρνει, για τα πλημμελήματα, και ως χαλινάρι την εγκράτεια· και εξομαλύνει εκ των προτέρων το στάδιο, για να πραγματοποιείται εύκολα η εντολή, προετοιμάζοντας ομαλό το δρόμο του αμαξηλάτη. Αλλά ας δούμε ποιά είναι η ευκολία της αρετής. «Είπεν ο Κύριος· εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος». Ποιός άραγε έχει τόσο υψηλή διάνοια, ώστε να αντιληφθεί το μέγεθος αυτού του νοήματος; Διότι αυτό είναι η κορυφή των αρετών, αυτό το κεφάλαιο των αγαθών θα σε θεώσει, ο λόγος αυτός σηκώνει από τα γήινα και κάνει να ομοιωθεί η εικόνα με το πρωτότυπο. «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα, αφήσει και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τα παραπτώματα».


Η μεν άφεση των αμαρτιών ανήκει μόνον στον Θεό, διότι έχει γραφτεί· «Ουδείς δύναται αφιέναι αμαρτίας, ει μη είς, ο Θεός». Τώρα δε με αυτό το λόγο μεταδίδει το χάρισμα και στους ανθρώπους, σαν κατά κάποιο τρόπο, να εννοεί: συ έχεις την εξουσία για την άφεση της αμαρτίας σου. Μπορείς, αν θέλεις, με λίγη προσπάθεια να κερδίσεις τη συγχώρηση των παραπτωμάτων. Δεν ζητώ τα υπερφυσικά, δεν απαιτώ τα πάνω από τις δυνάμεις σου, δεν αναγκάζω να υπερβείς τα χιονισμένα μέρη της Σκυθικής ή να ανέβεις τα Καυκάσια όρη ή να υπερπηδήσεις τη διακεκαυμένη ζώνη, ή να διασχίσεις τους ωκεανούς, που όλα είναι ακατόρθωτα. Μικρή είναι η εντολή. «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα, αφήσει και υμών ο Πατήρ». Συγχώρησε και θα συγχωρηθείς· απάλλαξε τον πλησίον σου από την εναντίον σου κατηγορία και θα απαλλαγείς από το παράπτωμά σου προς τον Θεό.


Και όπως ακριβώς έχουμε εντολή να μιμηθούμε τον Χριστό, προτρεπόμενοι από την ευαγγελική φωνή να Τον ακολουθήσουμε, έτσι με συγκατάβαση μιμείται και Αυτός τα δικά μας όταν συμπεριφέρεται έτσι σε μας όπως εμείς συμπεριφερόμαστε προς τον πλησίον. Και αυτό ο Κύριος με παραβολή υπέδειξε και σε άλλο σημείο παρουσιάζοντας κάποιον φοβερό βασιλιά να κάθεται στο θρόνο του, στον οποίον όταν οδηγήθηκε ένας χρεοφειλέτης που χρωστούσε μύρια τάλαντα, τον ικέτευσε και του χάρισε ολόκληρο το ποσό. Επειδή δε φάνηκε σκληρός προς τον ομόδουλό του, για ελάχιστο χρέος, κίνησε σε οργή τη φιλανθρωπία του βασιλιά, ώστε να παραδώσει στους βασανιστές τον αχάριστο δούλο, για να τιμωρηθεί ανάλογα με το χρέος. Και απ’ αυτό λοιπόν το ίδιο παραγγέλλει·


«Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, μηδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών». Αλλά ας δούμε και τη συνέχεια του λόγου. «Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών, όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες». Εδώ αναφέρεται στους Ιερείς και Φαρισαίους και Γραμματείς· διότι και σε άλλο σημείο τους ονόμασε υποκριτές· «Ουαί, λέγων, υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί». Διότι αυτοί σκέφθηκαν λανθασμένα την κενοδοξία, και την άλλην αρετή εφάρμοζαν με ψεύτικο ήθος, ιδιαίτερα δε έδειχναν πολλή σκυθρωπότητα όταν νήστευαν, εξαπατώντας όσους τους έβλεπαν με την εξωτερική εμφάνιση και τη φαινομενική ωχρότητα των προσώπων.


Τέτοιους πολλούς θα εύρισκε κανείς και ανάμεσα στους χριστιανούς, οι οποίοι καλλιεργούν την υπερηφάνεια και προτιμούν να φαίνονται δίκαιοι αντί να είναι. Και όμως και η έξω του χριστιανισμού φιλοσοφία λέει, ότι είναι ο πλέον άδικος απ’ όλους αυτός που δεν είναι, αλλά φαίνεται τέτοιος. Σωστά έχει λεχθεί, ότι όσοι ζουν υποκριτικά, μεταβάλλουν τα πρόσωπά τους. Πρόσωπο δε της ψυχής είναι οι αρετές που χαρακτηρίζουν τον αληθινό άνθρωπο, τον πράο, τον ανεξίκακο, τον θεοσεβή, τον φιλάνθρωπο, τον ανδρείο, τον δίκαιο και τον άμεμπτο, και τα άλλα, από τα οποία χαρακτηρίζεται η εικόνα του Θεού. Εκείνος λοιπόν που αντί όλων αυτών καλλιεργεί την υποκρισία, μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά ιδιώματα του προσώπου.


Σωστά δε πρόσθεσε και το· «όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες». «Άνθρωπος γαρ εις πρόσωπον, Θεός δε εις καρδίαν ορά», κατά την Αγ. Γραφή. «Αμήν γαρ λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών». Επειδή αυτός που εφαρμόζει την αρετή και ζητά ανθρώπινη δόξα για όσα κάνει, αφού έλαβε τον μισθό που ζητούσε, έχασε τον πραγματικό μισθό. Δοξαζόμενος από τους ανθρώπους στερήθηκε της τιμής από τον Θεό, επειδή δεν επεδίωκε την αρετή, αλλά κυνηγούσε την εξ αυτής δόξα, κάνοντας το καλό περιμένοντας φανταστικές ανταμοιβές και πρόσκαιρη δόξα. Γι’ αυτό και ο Ησαΐας αναφερόμενος σ’ αυτούς είπε· «Ατιμασθήσεται η δόξα Μωάβ εν τρισίν έτεσι μισθωτού». Αυτός που κάνει την αρετή θέλοντας ανταμοιβές, όσον απολαμβάνει την υπόληψη του παρόντος κόσμου, άλλο τόσο θα απολαύσει τον καρπό της ντροπής, όταν θα αποκαλυφθούν τα κρυπτά μας.


«Συ δε νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι». Με αυτά δήλωσε ότι πρέπει να φαίνεται και το χαρωπό και το εύθυμο στον νηστεύοντα, ώστε να μη φαίνεται στους ανθρώπους ότι νηστεύει. Μιλώντας για την κεφαλή και το πρόσωπο μάς οδηγεί να εννοήσουμε και κάτι άλλο. Επειδή δηλαδή ο Χριστός είναι η κεφαλή μας, όπως αναφέρει σε άλλο σημείο το Ευαγγέλιο και είπε ο Απόστολος, λύνει την απορία με το έλαιο της ελεημοσύνης, για να προπαρασκευάζουμε στους εαυτούς μας σπλαχνική την κεφαλή όλων μας. Διότι με τίποτε άλλο, δεν λατρεύεται ο Θεός παρά με την ελεημοσύνη. Ότι δε με το έλαιο φανερώνεται η ελεημοσύνη προς τους φτωχούς, έχουμε μάθει από την παραβολή των δέκα Παρθένων, που είπε ότι οι γεμάτες έλαιο λαμπάδες έγιναν αιτία της εισόδου στο νυμφικό θάλαμο.


Με το νίψιμο δε του προσώπου παραγγέλλει να καθαρίζουμε τις αισθήσεις από τη ψυχική ακαθαρσία, τις οποίες χρησιμοποιεί ο νους για την εκτέλεση των πράξεων και φανερώνει τη διάθεση που υπάρχει στο βάθος της ψυχής, που βρίσκονται τα είδη των αρετών. Αυτό το πρόσωπο πρέπει να το κάνουμε χαρούμενο με την πραγματοποίηση των καλών πλένοντάς το με το νερό της καθαρότητας και με τα δάκρυά μας. «Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσιν». Φανερώνει με αυτά ότι δεν πρέπει να μεριμνούμε για τα παρόντα και να θησαυρίζουμε στη γη, διότι είναι παροδική και εφήμερη η ζωή μας. Για τον καθένα δικό του είναι μόνο το παρόν και η ελπίδα για το μέλλον είναι άγνωστη.


Γιατί λοιπόν θησαυρίζεις εδώ, αφού το τέλος σου είναι άδηλο; Γιατί υποφέρεις για όσα η απόλαυση είναι αμφίβολη; Δεν γνωρίζεις τι θα συμβεί την επόμενη ημέρα! Γιατί προετοιμάζεις τροφές και ενδύματα για πολλά χρόνια και κρύβεις τα χρήματα κάτω από τη γη, και δεν φοβάσαι μήπως κάνοντας όσα ο άφρονας εκείνος πλούσιος, ακούσεις και την ιδία φωνή: «Άφρων, ταύτη τη νυκτί απαιτούσι την ψυχήν σου από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται;». Πράγματι τί ωφελήθηκε εκείνος που μεγάλωσε τις αποθήκες και αποταμίευσε για τον εαυτόν του πολλή απόλαυση, όταν σε μια νύκτα τον άρπαξαν, σαν αιχμάλωτο; Τί δε ωφελήθηκε ο άλλος πλούσιος που ζούσε με απολαύσεις, φορώντας βύσσο και πορφύρα, όταν ανταμείφθηκε με το πυρ της κολάσεως;


Είσαι πάροικος και ξένος· άλλη είναι η πατρίδα σου· προς εκείνην στείλε τον πλούτο σου· οδοιπόρος είσαι· προετοιμάσου για την πόλη που σε περιμένει· όταν κάποιος βαδίζει δρόμο που δεν έχει επιστροφή, δεν κτίζει σπίτια και δεν μαζεύει στη γη χρυσό· ό,τι αποταμιεύεται εδώ, και αυτό καταστρέφεται από τη σκουριά, αλλά και σ’ αυτόν που αποταμιεύει ετοιμάζει τον «ατελεύτητον σκώληκα», δηλ. την αιώνια κόλαση. Ποιός δεν γνωρίζει το θαύμα της παλαιάς ιστορίας που οδηγεί σαφώς προς αυτήν την έννοια, όσους δεν έχουν το διάβασμα ως πάρεργο; Όταν δηλαδή έβρεχε ο Θεός το μάννα στην έρημο για τους Ισραηλίτες, αφού έπαιρνε ο καθένας το απαραίτητο για την ημέρα, δεν αποθήκευε για την επομένη. Κάποιος δε που δολίως φύλαξε για την επομένη, το αποταμιευμένο βρέθηκε άχρηστο για διατροφή γιατί γέμισε σκουλήκια.


Μόνον δε την Παρασκευή, λόγω της αργίας του Σαββάτου, δεν χάλασε το αποταμιευμένο, ώστε να μη φαίνεται καθόλου ότι διαφέρει από το φρέσκο. Φωνάζει λοιπόν με αυτά η ιστορία στους πλεονέκτες, ότι κάθε τι που δεν είναι αναγκαίο και προέρχεται από την πλεονεξία, αχρηστεύεται γι’ αυτόν που το μαζεύει για την επόμενη ημέρα, δηλαδή τη ζωή που αναμένουμε και γίνεται «σκώληκας» γι’ αυτόν. Καταλαβαίνεις δε πάντως ότι με το «σκώληκα» αυτό εννοεί τον «ακοίμητον σκώληκα», που τρέφεται με την πλεονεξία. Το ότι δε διατηρείται μόνον κατά το Σάββατο το αποταμιευόμενο, χωρίς να χαλάει, είναι σαν να σε συμβουλεύει πως τότε μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη διάθεσή σου για πλεονεξία, όταν αυτό που μαζεύεις δεν θα φθαρεί.


Τότε γίνεται χρήσιμο, όταν δηλαδή αφού φύγουμε από την προσπάθεια αυτής της ζωής, βρεθούμε στην απραξία της μέλλουσας ζωής. Διότι η ζωή αυτή είναι προπαρασκευή για την μελλοντική ανάπαυση, κατά την οποία προετοιμάζουμε για τους εαυτούς μας τα εφόδια της ζωής εκείνης . Όταν δηλαδή φθάσουμε εκεί και θα είμαστε σε πλήρη απραξία όλων αυτών που επιδιώκαμε σ’ αυτήν τη ζωή, θα απολαύσουμε τους καρπούς των κόπων που ως τώρα έχουμε καταβάλει. Καρπούς άφθαρτους μεν, εάν με ελεημοσύνη θησαυρίσουμε εκεί, αποστέλλοντας στις αιώνιες κατοικίες μας τον πλούτο με τα χέρια των πτωχών, εκεί που σκουριά και αποσύνθεση δεν υπάρχει, και λωποδύτης ή διαρρήκτης δεν εισέρχεται. Καρπούς φθαρτούς δε, όταν δεν πραγματοποιήσουμε αυτό το αγαθό εμπόριο με τα χέρια των πτωχών.


Έτσι λοιπόν σύμφωνα με την παλαιά ιστορία μιλά και το Ευαγγέλιο, επειδή όχι μόνον τον πλούτο των χρημάτων, αλλά και της αρετής ή κακίας θησαυρίζουμε για τους εαυτούς μας. Μπορούμε να αντιληφθούμε και κατ’ άλλον τρόπο το νόημα. Ας επαναλάβουμε λοιπόν προηγουμένως τους λόγους. «Μη θησαυρίζετε επί τη γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι∙ θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανοίς». Γη μεν είναι η σάρκα του ανθρώπου, όπως είπε ο σοφός Μάξιμος, που υπερβολικά βλαστάνει τα αγκάθια της κατάρας∙ ο δε θησαυριζόμενος πλούτος, τα έργα καθενός, που εάν είναι θεοφιλή και αρεστά στον Θεό, θησαυρίζονται στον ουρανό. Εάν δε είναι στιγματισμένα και βδελυρά, θάπτονται στη γη της σάρκας. «Ο γαρ σπείρων εις το πνεύμα», λέει ο Απόστολος, «εκ του πνεύματος θερίσει ζωήν αιώνιον∙ ο δε σπείρων εις την σάρκα, εκ της σαρκός θερίσει φθοράν».


Σκόρος (σης) δε και σάπισμα (βρώσις) και κλέπτης είναι αυτός που ενεργεί με πολλούς τρόπους την κακία του κατά της ζωής μας για να βλάψει τις ψυχές μας. Αυτός γεννιέται σαν σκόρος στις σκέψεις των ανθρώπων, εξαχρειώνει το μέρος ακριβώς που θα εμφανιστεί, ενεργώντας με τη καταστρεπτική και αφανιστική του δύναμη. Εάν δε η εσωτερική κατάσταση είναι ασφαλής, τότε χρησιμοποιεί την πανουργία της κλοπής χρησιμοποιώντας τις εξωτερικές περιστάσεις. Δηλαδή είτε με την ηδονή τρυπά τον τοίχο και κλέβει τον θησαυρό της καρδιάς, είτε με άλλο πάθος αδειάζει το δοχείο της ψυχής από την αρετή, ξεγελώντας με την οργή ή τη λύπη ή με κάποιο άλλο πάθος τη λογική. Στην αιώνια λοιπόν ζωή, ούτε σκόρος ούτε σήψη, λέει ο Κύριος, παρουσιάζεται και ότι είναι απραγματοποίητα τα σχέδια του κλέφτη.


Γι’ αυτό περισσότερο στον ουρανό να θησαυρίζουμε, που υπάρχει ασφάλεια για τους θησαυρούς και παραμένουν αυτοί πάντοτε σταθεροί και πολλαπλασιάζονται σαν τους σπόρους, πού δεν ανταποδίδουν στους ενδιαφερομένους μόνον όση ποσότητα συγκέντρωσαν εκεί, αλλά ασυγκρίτως μεγαλύτερη. Ας προσφέρουμε λοιπόν, αγαπητοί, καθένας κατά τη δύναμή του, συνεισφέροντας στους ουράνιους θησαυρούς και αναμένοντας σύμφωνα με τη Δεσποτική υπόσχεση να ανταλλάξουμε με μεγάλα τα μικρά, τα ουράνια αντί των γήινων και κερδίζοντας τα αιώνια αντί των προσωρινών. Γι’ αυτά η θεόπνευστη Γραφή διδάσκει, ότι «ούτε οφθαλμός είδεν, ούτε ους ήκουσεν, ούτε επί καρδίαν ανθρώπου ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν». Μακάρι όλοι μας να αξιωθούμε να τα απολαύσουμε με την χάρη του Κυρίου μας ‘Ιησού Χριστού, που σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους ατελεύτητους αιώνες . Αμήν.



Migne P.G. 132, 412-424. Ομιλία ιθ΄
Απόδοση: Α. Χριστοδούλου, Θεολόγου


Θεοφάνους Αρχιεπισκόπου Ταυρομενίου του Κεραμέως


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ




Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΕΞΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ





δελφοὶ καὶ πατέρες. Εἶναι καλὸν πράγμα ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὸ γνωρίζοντας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων, εἶπε: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Θέλετε δὲ νὰ μάθετε ὅτι χωρὶς μετάνοια, καὶ μάλιστα μετάνοιαν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς καὶ τοιαύτην ὅπως ὁ Λόγος τὴν ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε; Ἀκοῦστε τὸν ἴδιον τὸν Ἀπόστολο ποὺ λέγει «… πᾶσα ἁμαρτία ἐκτός τοῦ σώματος ἐστίν… Ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει…».


Καὶ πάλιν. «Παραστῆναι δεῖ ἡμᾶς ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα ἀπολήψεται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς εἰ ἔπραξε, εἴτε ἀγαθὰ εἴτε φαῦλα». Ἠμπορεῖ λοιπὸν πολλὲς φορὲς λαμβάνοντας κάποιος ἀφορμὴν ἀπὸ αὐτὰ νὰ εἰπῆ: «εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, διότι δὲν ἐμόλυνα κανένα μέλος τοῦ σώματός μου μὲ κάποιαν πονηρὰ πράξη», καὶ ἔχει δῆθεν παρηγορία ἀπὸ αὐτό, ἐπειδὴ εἶναι ξένος ἀπὸ σωματικὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἀποκρίνεται ὁ Δεσπότης λέγοντας τὴν παραβολὴν περὶ τῶν δέκα παρθένων, καὶ δεικνύει σὲ ὅλους μας καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι καθόλου δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν σ’ ἐμᾶς καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές.


Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἀδελφοί, σὲ ὅλους, ὄχι μόνον στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς λαϊκούς, τὸ νὰ μετανοοῦν πάντοτε καὶ διαρκῶς, καὶ νὰ κλαίουν καὶ νὰ παρακαλοῦν τὸν Θεόν, καὶ δι’ αὐτῶν τῶν πράξεων νὰ ἀποκτήσουν καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἀρετές. Ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθὲς τὸ ἐπιβεβαιώνει μαζί μου καὶ ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης, ὁ μέγας στύλος καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, στοὺς λόγους του περὶ τοῦ Δαυίδ, ἐξηγώντας ἐκεῖ τὸν πεντηκοστὸν ψαλμό.


Λέγει ὅτι εἶναι δυνατὸν κάποιος ποὺ ἔχει γυναίκα καὶ δούλους καὶ δοῦλες καὶ πλῆθος ὑπηρετῶν καὶ περιουσίαν πολλήν, καὶ διαπρέπει στὰ κοσμικὰ πράγματα, νὰ ἠμπορῆ ὄχι μόνον αὐτό, τὸ νὰ κλαίη δηλαδὴ καθημερινῶς καὶ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μετανοῆ, ἀλλὰ καὶ νὰ φθάση στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς ἐὰν θέλη, καὶ νὰ λάβη Πνεῦμα Ἅγιον καὶ νὰ γίνη φίλος του Θεοῦ καὶ νὰ ἀπολαμβάνη τὴν θέαν του, ὅπως ὑπῆρξαν πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακὼβ καὶ στὰ Σόδομα ὁ Λὼτ καί, γιὰ νὰ ἀφήσω τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ εἶναι πολλοί, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Δαυίδ.


Στὴν δὲ νέαν χάρη καὶ ἐπιφάνειαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας, ὁ ἁλιεὺς καὶ ἀγράμματος Πέτρος, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν πενθερά του καὶ τοὺς ἄλλους ἐκήρυττε τὸν Θεὸν ποὺ τότε ἐφανερώθη. Τοὺς δὲ ἄλλους ποῖος θὰ τοὺς ἀπαριθμήση, ποὺ εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ; Βασιλεῖς, ἀρχιερεῖς, ἐξουσιαστάς, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ὅσους ἔζησαν μόνο μὲ τὰ ἀπαραίτητα, τῶν ὁποίων οἱ πόλεις καὶ οἱ οἰκίες καὶ οἱ ναοὶ ποὺ ἐκεῖνοι φιλοτίμως ἀνήγειραν, τὰ γηροκομεῖα καὶ τὰ ξενοδοχεῖα, σώζονται καὶ ὑπάρχουν μέχρι τώρα;


λα αὐτὰ καὶ ὅταν ἦσαν ἀκόμη ἐκεῖνοι στὴν ζωὴ τὰ κατεῖχαν καὶ τὰ χρησιμοποιοῦσαν εὐσεβῶς, ὄχι ὡς κύριοι των, ἀλλὰ ὡς δοῦλοι τοῦ Δεσπότου μετεχειρίζοντο αὐτὰ τὰ ὁποῖα τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος, ὅπως ἦταν ἀρεστὸν σ’ Ἐκεῖνον, «χρησιμοποιώντας μὲν τῷ κόσμω, οὐ καταχρώμενοι δέ», σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλον. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα, στὴν παροῦσα ζωή, ἔγιναν ἔνδοξοι καὶ λαμπροί, καὶ στοὺς ἀτελευτήτους αἰώνας, στὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνουν ἐνδοξότεροι καὶ λαμπρότεροι. Καὶ μάλιστα ἐὰν δὲν ἤμασταν ὀκνηροὶ καὶ ράθυμοι καὶ καταφρονηταὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πρόθυμοι καὶ ἄγρυπνοι καὶ προσέχαμε τὸν ἑαυτόν μας, οὐδεμίαν ἀνάγκη θὰ εἴχαμε ἀποταγῆς ἢ κουρᾶς ἢ τῆς φυγῆς ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ γιὰ νὰ σὲ βεβαιώσω γι’ αὐτὸ ἄκουσε!



Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἔκαμε τὸν ἄνθρωπο βασιλέα ὅλων ὅσων ὑπάρχουν ἐπάνω στὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν ποὺ εὑρίσκονται κάτω ἀπὸ τόν θόλον τοῦ οὐρανοῦ. Διότι βέβαια ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, γιὰ τόν ἄνθρωπον ἐδημιουργήθησαν. Τί λοιπόν; Ἄραγε ἐπειδὴ ἦταν βασιλεὺς ὅλων αὐτῶν τῶν ὁρατῶν, ἐβλάπτετο ἀπὸ αὐτὰ στὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς; Ὄχι, καθόλου, ἀλλὰ ἐὰν ἐζοῦσε εὐχαριστώντας τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τὰ ἐδημιούργησε καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε ὅλα, ἀκόμη περισσότερο θὰ εὐδοκιμοῦσε. Διότι ἐὰν δὲν παρέβαινε τὴν ἐντολὴν τοῦ Δεσπότου, δὲν θὰ ἔχανε αὐτὴν τὴν Βασιλεία, δὲν θὰ στεροῦσε τoν ἑαυτόν του ἀπὸ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.


πειδὴ ὅμως τὸ ἔκαμε αὐτό, δικαίως ἐξεδιώχθη, ἐξωρίσθη, ἔζησε καὶ ἀπέθανε. Καὶ θὰ σᾶς εἰπῶ ἕνα πράγμα τὸ ὁποῖον, νομίζω, κανεὶς δὲν τὸ ἀπεκάλυψε σαφῶς, ἀλλὰ ἔχει λεχθεῖ σκιωδῶς. Ποῖον; Ἄκου τὴν Θείαν Γραφὴ ποὺ λέγει: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ (μετὰ τὴν παράβασιν ἐννοῶ). Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Γιατί τὸ εἶπεν αὐτὸ ὁ ποιητὴς τοῦ παντός; Ὁπωσδήποτε θέλοντας νὰ τὸν φέρη σὲ συναίσθηση, καὶ καλώντας τὸν σὲ μετάνοια, λέγει «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Ἐξέτασε τὸν ἑαυτόν σου, διαπίστωσε τὴν γύμνωσή σου! Κοίτα ποῖον ἔνδυμα, ποίαν δόξαν ἐστερήθης. «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Σὰν νὰ τὸν παρακαλῆ καὶ νὰ τοῦ λέγη: «Ναί, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, ἄφησε τὸν τόπον ὅπου εἶσαι κρυμμένος. Ἀπὸ ἐμένα νομίζεις ὅτι κρύβεσαι; Εἰπὲ «Ἥμαρτον!».


λλὰ δὲν τὸ λέγει αὐτό, ἢ μᾶλλον ἐγὼ ὁ ἄθλιος δὲν τὸ λέγω, διότι ἰδικό μου εἶναι τὸ πάθος! Ἀλλὰ τί λέγει; «Τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσω, καὶ ἔγνων ὅτι γυμνὸς εἰμὶ καὶ ἐκρύβην». Καὶ τί τοῦ ἀπήντησε ὁ Θεός; «Καὶ τὶς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἐκ τοῦ ξύλου, οὐ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Βλέπεις, ἀγαπητέ, μακροθυμίαν Θεοῦ; Διότι ὅταν εἶπε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ:», καὶ ἐκεῖνος δὲν ὡμολόγησε εὐθὺς τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ εἶπε «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα, Κύριε καὶ ἔγνων ὅτι γυμνὸς εἰμὶ καὶ ἐκρύβην», ὁ Θεὸς δὲν ὠργίσθη, δὲν τὸν ἀπεστράφη ἀμέσως καὶ ὁριστικῶς, ἀλλὰ τοῦ δίδει εὐκαιρίαν νὰ ἀποκριθῆ καὶ δευτέραν φορά, καὶ λέγει: «τὶς ἀνήγγειλέ σοὶι ὅτι γυμνὸς εἶ;


Εἰ μὴ ἐκ τοῦ ξύλου οὐ ἐνετειλάμην σοὶ τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ: «Τί λέγεις, ὅτι εἶσαι γυμνός, τοῦ λέγει, κρύβεις ὅμως τὴν ἁμαρτίαν σου; Μήπως νομίζεις ὅτι μόνον τὸ σῶμα σου βλέπω καὶ δὲν βλέπω τὴν καρδίαν καὶ τοὺς λογισμούς σου;». Διότι ὁ Ἀδάμ, ἐπειδὴ ἀπατήθη, ἤλπιζεν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐγνώριζε τὴν ἁμαρτίαν του, καὶ ἔλεγε μέσα του κάπως ἔτσι: «ἐὰν εἰπῶ ὅτι εἶμαι γυμνός, τότε ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν γνωρίζει, θὰ μοῦ εἰπῆ: καὶ γιατί εἶσαι γυμνός; Τότε ἐγὼ θὰ τοῦ ἀπαντήσω ἀρνητικὰ καὶ θὰ τοῦ εἰπῶ: δὲν γνωρίζω, καὶ ἔτσι θὰ τοῦ διαφύγω, καὶ θὰ ἀπολαύσω πάλι τὴν πρώτην μου στολή. Τουλάχιστον δὲν θὰ μὲ ἐκδιώξη, τουλάχιστον δὲν θὰ μὲ ἐξορίση!».


νῶ συλλογίζετο αὐτά, ὅπως καὶ τώρα κάμουν πολλοὶ καὶ πρῶτος ἐγὼ ὁ ἴδιος, καὶ κρύπτουν τὰ ἁμαρτήματά τους, ὁ Θεός, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ πολλαπλασιάση τὸ κρίμα του, λέγει: «Καὶ πόθεν ἔγνως ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου οὐ ἐνετειλάμην σοι μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Σὰν νὰ λέγη. «Πράγματι, νομίζεις ὅτι κρύπτεσαι ἀπὸ ἐμέ; Δὲν γνωρίζω ἐγὼ τί ἔπραξες; Δὲν λέγεις τὸ «Ἥμαρτον»; Εἰπέ, πτωχέ: Ναί, ἀλήθεια, Κύριε, παρέβην τὴν ἐντολήν σου, ἔπταισα ἀκούοντας τὴν συμβουλὴ τῆς γυναικός, ἔσφαλα πολὺ ἀκολουθώντας τὸν λόγο της καὶ παρακούοντας τὸν ἰδικόν σου, ἐλέησόν με!


λλὰ δὲν λέγει τοῦτο, δὲν ταπεινώνεται. Νεῦρον ἀπὸ σίδερον ὁ αὐχένας τῆς καρδίας του, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ ἰδικός μου. Διότι ἐὰν ἔλεγε αὐτό, θὰ ἔμενε στὸν Παράδεισο, καὶ ὅλον ἐκεῖνον τὸν κύκλο τῶν μυρίων κακῶν, τὸν ὁποῖον ὑπέστη ὅταν ἐξωρίσθη καὶ ἔμεινε κάτω στὸν Ἅδη τόσους πολλοὺς αἰῶνες, θὰ τὸν εἶχε ἀποφύγει τότε μὲ ἕναν μόνον λόγο. Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχω ὑποσχεθῆ νὰ ὁμιλήσω. Καὶ ἄκου τὴν συνέχεια, γιὰ νὰ γνωρίσης ὅτι τὰ λόγιά μου εἶναι ἀληθινά, καὶ τίποτε δὲν εἶναι ψεῦδος ἀπὸ ὅλα αὐτά. Εἶπεν ὁ Θεὸς στὸν Ἀδάμ.


«ν ὥραν φάγεσθε ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὐ ἐνετειλάμην ὑμῖν τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, θανάτω ἀποθανεῖσθε», δηλαδὴ τὸν ψυχικὸν θάνατο, πράγμα ποὺ καὶ ἔγινε τὴν ἰδίαν ὥρα, γι’ αὐτὸ καὶ ἐγυμνώθη ἀπὸ τὴν ἀθάνατον στολήν του. Τίποτε περισσότερον δὲν εἶπεν ὁ Θεὸς καὶ τίποτε περισσότερον δὲν ἔγινε. Διότι προγνωρίζοντας ὁ Θεὸς ὅτι ὁ Ἀδὰμ πρόκειται νὰ ἁμαρτήση, καὶ θέλοντας νὰ τὸν συγχωρήση, ὅταν αὐτὸς μετανοοῦσε, μὲ τίποτε περισσότερον, ὅπως εἴπαμε, δὲν τὸν ἀπείλησε. Ἐπειδὴ ὅμως ἠρνήθη τὴν ἁμαρτίαν του, καὶ δὲν μετενόησε οὔτε ὅταν ἠλέγχθη ἀπὸ τὸν Θεὸν (διότι εἶπε: «Ἡ γυνή, ἥν δέδωκάς μοι, αὔτη μὲ ἠπάτησεν», σὰν δηλαδὴ νὰ λέγη στὸν Θεόν. «Σὺ ἔπταισες.


γυναίκα, τὴν ὁποία σύ μοῦ ἔδωσες, αὐτή μὲ ἐξηπάτησε»), γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέγει: «Ἐν κόπῳ καὶ ἰδρῶτι φαγῆ τὸν ἄρτον σου, καὶ ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι ἡ γῆ» καὶ τελευταῖα ὅτι, «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύση». Ἤθελα νὰ μετανοήσης, λέγει, καὶ νὰ ἐπανέλθης στὴν προηγουμένην σου διαγωγή. Ἐπειδὴ ὅμως εἶσαι τόσο σκληρός, φύγε λοιπὸν ἀπὸ κοντά μου, καὶ ἡ ἀπομακρυνσή σου θὰ σοῦ εἶναι ἀρκετὴ γιὰ παιδαγωγία, ἐπειδὴ εἶσαι χῶμα, καὶ στὸ χῶμα θὰ ἐπιστρέψης.


Γνωρίζεις λοιπὸν τώρα ὅτι, ἐπειδὴ μετὰ τὴν παράβαση δὲν μετενόησε νὰ εἰπῆ «Ἥμαρτον», ἐξορίζεται καὶ προστάσσεται νὰ ζῆ μὲ κόπο καὶ ἱδρώτα. Γι’ αὐτὸ καὶ κατεδικάσθη νὰ ἐπιστρέψη στὴν γῆν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐλήφθη. Καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸν ἀπὸ τὴν συνέχεια. Ἀφήνοντας λοιπὸν αὐτόν, ἔρχεται στὴν Εὔα, θέλοντας νὰ δείξη ὅτι δικαίως καὶ αὐτὴ θὰ ἐξορισθῆ, ἀφοῦ δὲν θέλει νὰ μετανοήση, καὶ τῆς λέγει: «Τί τοῦτο ἐποίησας;» γιὰ νὰ εἰπῆ τουλάχιστον αὐτὴ τὸ «Ἥμαρτον». Διότι ποία ἄλλη ἀνάγκη ἔκαμε τὸν Θεὸν νὰ τῆς ἀπευθύνη αὐτὰ τὰ λόγια, παρὰ μόνον γιὰ νὰ εἰπῆ: «Ἀπὸ τὴν ἀφροσύνη μου, Δέσποτα, τὸ ἔπραξα αὐτό, ἡ ταπεινὴ καὶ ἀθλία, καὶ παρήκουσα ἐσὲ τὸν Κυριόν μου. Ἐλέησόν με!». Ἀλλὰ δὲν εἶπε αὐτό. Καὶ τί εἶπε; «Ὁ ὄφις ἐξηπάτησέ με».


τί ἀναισθησία! Καὶ συνωμίλησες μὲ τὸν ὄφιν, ὁ ὁποῖος σοῦ ὡμιλοῦσε κατὰ τοῦ Δεσπότου, καὶ προτίμησες αὐτὸν ἀντὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ σὲ ἔπλασε, καὶ ἐθεώρησες προτιμοτέραν καὶ ἀληθεστέραν τὴν συμβουλὴν ἐκείνου ἀπὸ τὴν ἐντολὴν τοῦ Δεσπότου; Καὶ ἐπειδὴ οὔτε αὐτὴ ἠμπόρεσε νὰ εἰπῆ τὸ «Ἥμαρτον», ἐκβάλλονται ἀπὸ τὴν τρυφήν, ἐξορίζονται ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἀλλὰ πρόσεχε, παρακαλῶ, τὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, καὶ μάθε καὶ διδάξου ἀπὸ αὐτὰ ὅτι, ἐὰν μετανοοῦσαν, δὲν θὰ εἶχαν ἐκδιωχθῆ, δὲν θὰ εἶχαν κατακριθῆ, δὲν θὰ εἶχαν καταδικασθῆ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν γῆν ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθαν. Καὶ τί ἔγινε ἔπειτα; Ἄκουσε!


ταν ἐξεδιώχθησαν καὶ ἔπεσαν ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέσα στοὺς ἱδρῶτες καὶ τοὺς σωματικοὺς κόπους, ἤρχισαν δὲ νὰ πεινοῦν καὶ νὰ διψοῦν, καὶ συγχρόνως νὰ ριγοῦν καὶ νὰ τρέμουν καὶ νὰ πάσχουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα καὶ ἐμεῖς πάσχουμε σήμερα, αἰσθάνθησαν περισσότερο τὴν δυστυχία καὶ τὸ κατάντημά τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδίαν τὴν κακοφροσύνη τους, καὶ τὴν ἀνέκφραστον φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Περιπατώντας λοιπὸν καὶ καθήμενοι ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο, μετανοοῦσαν, ἔκλαιαν, ἐθρηνοῦσαν, ἐκτυποῦσαν τὸ πρόσωπο, ἐξερρίζωναν τὰ μαλλιά τους, καταδικάζοντας μὲ ὀδυρμοὺς τὴν σκληροκαρδία τους, καὶ αὐτὸ ὄχι μόνον μίαν ἡμέραν οὔτε δύο ἢ δέκα, ἀλλά, πιστέψετε το, σὲ ὅλην τους τὴν ζωή.


Καὶ πῶς δὲν θὰ ἔκλαιαν πάντοτε καὶ διαρκῶς, ἐνθυμούμενοι ἐκεῖνον τὸν πρᾶον καὶ ἤρεμον Δεσπότην, ἐκείνην τὴν τρυφὴν τὴν ἀνέκφραστο, τὰ ἀπερίγραπτα κάλλη τῶν ἀνθέων ἐκείνων, τὴν ἀμέριμνον ἐκείνην καὶ ἀκοπίαστον ζωή, τὶς ἀνόδους καὶ τὶς καθόδους τῶν ἀγγέλων πρὸς αὐτούς; Διότι ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἐκλεγῆ ἀπὸ κάποιον ἄρχοντα τοῦ παρόντος κόσμου ὡς προσωπικοί του ὑπηρέτες, ὅσον μὲν διατηροῦν ἀνόθευτον τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν τιμὴ καὶ τὴν δουλεία πρὸς τὸν κύριόν τους καὶ ἀγαποῦν αὐτὸν καὶ τοὺς ὁμοδούλους των, ἀπολαμβάνουν καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν παρρησία καὶ τὴν εὔνοια καὶ τὴν ἀγάπη του, ζώντας μέσα σὲ πολλὴν ἄνεση καὶ τρυφὴ καὶ σπατάλη.


ὰν ὅμως ἀλαζονευθοῦν κατὰ τοῦ κυρίου τους, καὶ ἀποθρασυνθοῦν καὶ αὐθαδιάσουν ἐναντίον τῶν συνδούλων τους, τότε ἐκπίπτουν ἀπὸ τὴν πρὸς αὐτὸν παρρησία καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὔνοιάν του, ἐξορίζονται σὲ χώρα μακρινήν, καὶ ὑποβάλλονται κατόπιν διαταγῆς του σὲ μυρίους πειρασμούς, μέσα σὲ κόπους καὶ σὲ μεγάλες ταλαιπωρίες. Ἔτσι ὅλο καὶ περισσότερον συνειδητοποιοῦν τὴν ἄνεση τὴν ὁποίαν ἀπελάμβαναν, καὶ πόσον ἐζημιώθησαν ἀπὸ τὴν στέρησιν τόσων ἀγαθῶν. Τὸ ἴδιο ἔπαθαν καὶ οἱ πρωτόπλαστοι, οἱ ὁποῖοι ὅσον ἦσαν στὸν Παράδεισον, ἀπελάμβαναν ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ἔπειτα ὅμως ἐξέπεσαν ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐξωρίσθησαν. Ὅταν αἰσθάνθησαν ἀπὸ ποῦ ἔπεσαν, πάντοτε θρηνοῦσαν, πάντοτε ἔκλαιαν, ἐπικαλούμενοι τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Κυρίου τους.


λλὰ Αὐτὸς τί κάνει, ὁ πλούσιος σὲ ἔλεος καὶ βραδὺς σὲ τιμωρίες; Ἐπειδὴ εἶδε ὅτι ἐταπεινώθησαν, τὴν μὲν ἀπόφαση ποὺ εἶχε λάβει δὲν τὴν ματαιώνει ἐντελῶς −αὐτὸ τὸ ἔκαμε πρὸς σωφρονισμὸν ἰδικόν μας, καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται κανεὶς κατὰ τοῦ ποιητοῦ τῶν ὄλων− προγνωρίζοντας δὲ ὡς Θεὸς καὶ τὴν πτώση τους καὶ τὴν μετάνοιαν, εἶχε ὁρίσει ἀπὸ τὴν ἀρχήν, ὁπωσδήποτε πρὶν νὰ δημιουργήση τὰ πάντα, καὶ τὸν καιρὸν καὶ τὸν χρόνον καὶ πῶς καὶ πότε θὰ τοὺς ἀνακαλέση ἀπὸ τὴν ἐξορία, μὲ τρόπο μυστικὸν καὶ ἀπὸ κάθε κτίσμα ἀνεξιχνίαστο. Πράγματι, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλα τὰ μυστήρια τῆς Θείας αὐτῆς οἰκονομίας ἀποκαλυφθοῦν σὲ κάποιους, καὶ θελήσουν νὰ τὰ γράψουν, δὲν θὰ φθάση οὔτε ὁ χρόνος οὔτε τὸ χαρτὶ οὔτε τὸ μελάνι, οὔτε ὁ κόσμος ὅλος θὰ χωρέση τὰ βιβλία αὐτὰ ποὺ θὰ γραφοῦν.


πως λοιπὸν ἀπὸ εὐσπλαγχνίαν εἶχεν εἰπεῖ καὶ προορίσει ἀπὸ πρίν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἔπραξε. Καὶ αὐτοὺς τοὺς ὁποίους γιὰ τὴν ἀναίδειάν τους καὶ γιὰ τὴν ἀμετανόητο καρδία καὶ γνώμην ἐξεδίωξε ἀπὸ τὸν Παράδεισον, ὅταν μετενόησαν ὅπως ἔπρεπε, καὶ ἐταπεινώθησαν ἀξίως, καὶ ἔκλαυσαν, καὶ ἐθρήνησαν, Αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁ μόνος Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος, ἀπὸ μόνον τὸν προάναρχον Πατέρα, κατῆλθεν, ὅπως ὅλοι γνωρίζετε, καὶ ὄχι μόνον ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μὲ ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποθάνη ὅπως αὐτοὶ κατεδέχθη, προτιμώντας βίαιον καὶ ἐπονείδιστον θάνατο. Κατῆλθε δὲ καὶ στὸν Ἅδη, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τούς ἀνέστησε. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ὁποῖος τόσα ἔπαθε γι’ αὐτούς, γιὰ νὰ τοὺς ἀνακαλέση ἀπὸ τὴν μακρὰν ἐκείνην ἐξορίαν, ἐὰν μετανοοῦσαν στὸν Παράδεισο, δὲν θὰ τοὺς συμπαθοῦσε;


Καὶ πῶς ὄχι, ἀφοῦ εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του φιλάνθρωπος, καὶ τοὺς ἐδημιούργησε ἀκριβῶς γι’ αὐτό, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν δηλαδή τὰ ἀγαθὰ του μέσα στόν Παράδεισο καὶ νὰ δοξάζουν τόν εὐεργέτην τους; Ναί, πράγματι ἀδελφοί, αὐτό, ὅπως φρονῶ, θὰ ἐγίνετο. Γιὰ νὰ μάθης δὲ καὶ τὰ ὑπόλοιπα, καὶ νὰ πιστεύσης περισσότερο στόν λόγον, ἄκου καὶ τὰ ἑξῆς: Ἐὰν εἶχαν μετανοήσει ὅταν ἀκόμη ἦσαν μέσα στόν Παράδεισον, ἐκεῖνον τὸν ἴδιον Παράδεισο θὰ ἀπελάμβαναν καὶ τίποτε περισσότερο. Ἐπειδὴ δὲ γιὰ τὴν ἀμετανοησία τους ἐξεβλήθησαν, μετὰ ταῦτα ζώντας μέσα στὶς θλίψεις, μετενόησαν καὶ ἔκλαυσαν πολύ. Αὐτά, ὅπως εἶπα, δὲν θὰ τὰ ἐπάθαιναν, ἐὰν εἶχαν μετανοήσει μέσα στόν Παράδεισον.


Γιὰ τοὺς πόνους λοιπὸν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἱδρῶτες καὶ τοὺς κόπους, καὶ γιὰ τὴν καλήν τους μετάνοια, θέλοντας ὁ Δεσπότης Θεὸς νὰ τοὺς τιμήση καὶ νὰ τοὺς δοξάση, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς κάνη νὰ λησμονήσουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ δεινά, τί κάνει; Πρόσεξε, παρακαλῶ, τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας! Ὅταν κατῆλθε στὸν Ἅδη καὶ τοὺς ἀνέστησε, δὲν τοὺς ἀποκατέστησε πάλι στὸν Παράδεισον ἀπὸ ὅπου ἐξέπεσαν, ἀλλὰ τοὺς ἀνέβασε σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιον τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐκάθισε ἐκ δεξιῶν τοῦ προανάρχου Πατρός του καὶ Θεοῦ, τί λέγεις ὅτι τὸν ἔκαμε αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἦταν κατὰ φύσιν δοῦλος του; Τὸν ἔκαμε κατὰ χάριν πατέρα του! (ἀφοῦ ὁ ἴδιος αὐτοαποκαλεῖται Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου). Εἶδες σὲ ποῖον ὕψος τὸν ἀνέβασε ὁ Δεσπότης, γιὰ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ταπείνωση καὶ τοὺς θρήνους καὶ τὰ δάκρυά του;


δύναμις τῆς μετανοίας καὶ τῶν δακρύων! Ὢ πέλαγος ἀνεκφράστου φιλανθρωπίας καὶ ἀνεξιχνιάστου ἐλέους, ἀδελφοί! Διότι ὄχι μόνον ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ ὅλους τούς ἀπογόνους του, ἐμᾶς δηλαδὴ τὰ τέκνα του, οἱ ὁποῖοι μιμούμεθα τὴν ἐξομολόγησιν ἐκείνου, τὴν μετάνοια, τὸν θρῆνο, τὰ δάκρυα καὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁποῖα προείπαμε, τοὺς ἐτίμησε καὶ τοὺς ἐδόξασε, τόσον ὅσον καὶ ἐκεῖνον, ὅσους μέχρι σήμερα κάνουν ὅπως ἔκανε ἐκεῖνος, καὶ ὅσους θὰ τὸν μιμηθοῦν ἀπὸ σήμερα, εἴτε κοσμικοὶ εἶναι εἴτε μοναχοί. «Ἀμήν», εἶπεν ὁ ἀψευδὴς Θεός, «οὐκ ἐγκαταλείψω αὐτοὺς ποτέ, ἀλλ’ ὡς ἀδελφούς μου καὶ φίλους καὶ πατέρας καὶ μητέρας καὶ συγγενεῖς καὶ συγκληρονόμους μου ἀναδείξω αὐτούς, καὶ ἐδόξασα καὶ δοξάσω. Καὶ ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, καὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ εὐφροσύνης καὶ δόξης οὐκ ἔσται τέλος ποτέ».


Τί ὠφέλησε, εἰπέ μου ἀδελφέ, τοὺς πρωτοπλάστους ἡ ἀκοπίαστος καὶ ἀμέριμνος ζωὴ μέσα στὸν Παράδεισον, ἀφοῦ ἐραθύμησαν, καὶ ἀπὸ ἀπιστίαν πρὸς τὸν Θεὸν κατεφρόνησαν καὶ παρέβησαν τὴν ἐντολή του; Διότι ἐὰν τὸν εἶχαν πιστεύσει, δὲν θὰ ἐθεωροῦσε ἡ Εὔα τὸν ὄφι πλέον ἀξιόπιστον, ὁ δὲ Ἀδὰμ τὴν Εὔα πλέον ἀξιόπιστον ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ θὰ εἶχαν φυλαχθῆ νὰ μὴ φάγουν ἀπὸ τὸ φυτόν. Ἐπειδὴ ὅμως ἔφαγαν καὶ δὲν μετενόησαν, ἐξεβλήθησαν. Ἀπὸ τὴν ἐξορίαν πάλι καθόλου δὲν ἐβλάβησαν, ἀλλὰ καὶ πάρα πολὺ ὠφελήθησαν, καὶ αὐτὸ συνετέλεσε στὴν σωτηρίαν ὅλων μας. Διότι ἀφοῦ κατῆλθεν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Κύριός μας, κατετρόπωσε τὸν ἐχθρό μας, τὸν θάνατον, παραδίδοντας ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν Του, καὶ ἔτσι ἐματαίωσεν ἐντελῶς τὴν καταδίκην ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ προπάτορος.


Καὶ ἀναγεννώντας καὶ ἀναπλάττοντας καὶ ἀπαλλάσσοντάς μας τελείως ἀπὸ αὐτὴν μὲ τὸ ἅγιον βάπτισμα, μᾶς καθιστᾶ ἐντελῶς ἐλευθέρους στὸν κόσμον αὐτόν, καὶ μὴ ἐνεργουμένους τυραννικῶς ἀπὸ τὸν ἐχθρόν. Ἀλλὰ τιμώντας μας μὲ τὸ αὐτεξούσιον μὲ τὸ ὁποῖον μᾶς εἶχε προικίσει ἀπ’ ἀρχῆς, μᾶς δίδει περισσοτέραν δύναμιν ἐναντίον του, ὥστε ὅποιοι θέλουν νὰ τὸν νικοῦν μὲ εὐχέρειαν μεγαλυτέραν ἀπὸ ὅλους τούς πρὸ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἁγίους. Καὶ μετὰ τὸν θάνατόν τους νὰ μὴν ὁδηγοῦνται καὶ αὐτοὶ ὅπως ἐκεῖνοι κάτω στὸν Ἅδη, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν τρυφὴ καὶ τὴν ἀπόλαυση ποὺ ἐπικρατεῖ ἐκεῖ, καὶ νὰ ἀξιώνωνται: νὰ ἀπολαμβάνουν τώρα μὲν σὲ μέτριον βαθμό, μετὰ δὲ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση, πλήρως ὅλην τὴν αἰωνίαν χαρά.


Νὰ μὴ προφασίζωνται λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ ἐπιζητοῦν προφάσεις, οὔτε νὰ λέγουν ὅτι εἶναι πλήρης ἡ ἐπιρροὴ τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδὰμ ἐπάνω μας, καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς ἑλκύει πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὴν ἁμαρτία. Διότι ὅποιοι τὸ σκέπτονται καὶ τὸ λέγουν αὐτό, νομίζουν ὅτι ἀνωφελῶς καὶ ματαίως ἔγινε ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, πράγμα ποὺ μόνον οἱ αἱρετικοὶ λέγουν, ὄχι οἱ πιστοί. Πράγματι, γιὰ ποῖον ἄλλον λόγο κατῆλθε καὶ ἐγεύθη τὸν θάνατο, παρὰ μόνον βεβαίως γιὰ νὰ καταργήση τὴν καταδίκη ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ νὰ ἐλευθερώση τὸ γένος μας ἀπὸ τὴν δουλεία καὶ ἐνέργειαν τοῦ ἐχθροῦ πού τὸ πολεμεῖ; Διότι αὐτὸ εἶναι ἡ πραγματικὴ αὐτεξουσιότης, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴν ἐξουσιαζώμεθα μὲ ὁποιονδήποτε τρόπον ἀπὸ κάποιον ἄλλον.


πειδὴ ἐμεῖς μὲν ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ ἡμάρτησε εἴμεθα μέχρι τότε ἁμαρτωλοί, ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ παρέβη τὴν ἐντολὴν παραβάτες, ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ ἔγινε δοῦλος τῆς ἁμαρτίας δοῦλοι κι ἐμεῖς τῆς ἁμαρτίας, ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ ἐδέχθη τὴν κατάραν καὶ ἐνεκρώθη ἐπικατάρατοι καὶ ἐμεῖς καὶ νεκροί, ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ ἐπηρεάσθη ἀπὸ τὴν συμβουλὴν τοῦ πονηροῦ καὶ ὑπεδουλώθη σ’ αὐτόν, καὶ ἔχασε τὸ αὐτεξούσιον, εἴχαμε κι ἐμεῖς δεχθεῖ τὴν ἐπήρειαν αὐτοῦ, καὶ εἴχαμε καταδυναστευθῆ ἀπὸ τὴν τυραννικήν του ἐξουσίαν. Ὁ Θεὸς ὅμως κατῆλθε καὶ ἐσαρκώθη, ἔγινε ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς χωρὶς ὅμως τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔλυσε τὴν ἁμαρτίαν, ἡγίασε δὲ τὴν σύλληψη καὶ τὴν γέννηση, καὶ ἐπειδὴ ἀνετράφη ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, εὐλόγησε κάθε ἡλικίαν.


Καὶ ὅταν ἔγινε τέλειος ἄνδρας, τότε ἤρχισε τὸ κήρυγμα, διδάσκοντάς μας νὰ μὴ προτρέχωμε σὲ ὀ,τιδήποτε, καὶ νὰ μὴ προλαμβάνωμε ἐκείνους ποὺ ἐλευκάνθησαν στὴν σύνεση καὶ στὴν ἀρετήν, ὅσοι μάλιστα εἴμεθα νέοι στὴν φρόνηση καὶ δὲν ἔχουμε ἀνδρωθῆ. Ἐδέχθη ἐπάνω του ὅσα ἦσαν πρὸς τὸ συμφέρον μας, καὶ ἀφοῦ ἐφύλαξε ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς αὐτοῦ, ἔλυσε τὴν παράβαση, καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς παραβάτες ἀπὸ τὴν καταδίκην. Ἔγινε δοῦλος ἀναλαμβάνοντας μορφὴν δούλου, καὶ ἐπανέφερε ἐμᾶς τοὺς δούλους στὸ δεσποτικὸν ἀξίωμα, ἀναδεικνύοντάς μας δεσπότες τοῦ πρώην τυράννου.

Καὶ τὸ μαρτυροῦν αὐτὸ οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι καὶ μετὰ θάνατον ἀποδιώκουν ὡς ἀδυνάμους καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς ὑπασπιστάς του. Μὲ τὴν σταύρωσίν του ὁ ἴδιος ἔγινε κατάρα, καὶ ἔλυσε ὅλην τὴν κατάρα τοῦ Ἀδάμ. Ἀπέθανε, καὶ μὲ τὸν θάνατόν του κατετρόπωσε τὸν θάνατον. Ἀνέστη, καὶ ἐξηφάνισε τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἐχθροῦ, ὁ ὁποῖος διὰ μέσου τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας ἔχει τὴν ἐξουσίαν ἐναντίον μας. Διότι βάζοντας μέσα στὸ θανατηφόρο δηλητήριο καὶ στὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας τὴν ἀνέκφραστον ἐνέργειαν τῆς Θεότητος καὶ τὴν ζωοποιὸν ἐνέργεια τοῦ σώματός του, ἐλύτρωσε τελείως ὅλον τὸ γένος μας ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἐχθροῦ.


Καθαίροντας δὲ καὶ ζωοποιώντας μας μὲ τὸ ἅγιον βάπτισμα καὶ μὲ τὴν κοινωνίαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, τοῦ τιμίου σώματος καὶ τοῦ αἵματός του, μᾶς ἀποκαθιστᾶ ἁγίους καὶ ἀναμαρτήτους. Ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀφήνει τὴν τιμὴν τοῦ αὐτεξουσίου, γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε ὅτι ὑπηρετοῦμε τὸν Δεσπότην μὲ τὴν βία, ἀλλὰ μὲ τὴν προαίρεση. Καὶ ὅπως ὁ Ἀδὰμ ἦταν στὸν Παράδεισον ἐξ ἀρχῆς ἐλεύθερος, ξένος πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν βία, ὑπήκουσε δὲ στόν ἐχθρὸν μὲ τὸ αὐτεξούσιον θέλημά του, ἐξηπατήθη καὶ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἀναγεννώμενοι μὲ τὸ ἅγιον βάπτισμα, ἁπαλλασσόμεθα ἀπὸ τὴν δουλεία καὶ γινόμεθα αὐτεξούσιοι, καὶ ἐὰν δὲν ὑπακούσωμε στόν ἐχθρὸν μὲ τὴν ἰδικὴν μας θέληση, δὲν ἠμπορεῖ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ ἐνεργήση κάτι ἐναντίον μας.


Πράγματι, ἐὰν πρὶν ἀπὸ τὸν νόμο καὶ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς ὅλα αὐτὰ τὰ βοηθήματα, πολλοὶ καὶ ἀναρίθμητοι εὐηρέστησαν τὸν Θεὸν καὶ ἀνεδείχθησαν ἄμεμπτοι, ὅπως ὁ δίκαιος Ἐνώχ, τὸν ὁποῖον μετέθεσε τιμώντας τὸν μὲ τὸν τρόπον αὐτό, καὶ ὁ Ἠλίας τὸν ὁποῖον παρέλαβε στόν οὐρανὸν μὲ ἅρμα πύρινον, τί θὰ ἀπολογηθοῦμε ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν χάρη καὶ τὴν τοιαύτη καὶ τόσο μεγάλην εὐεργεσίαν, οὔτε ἴσοι μὲ τοὺς πρὸ τῆς χάριτος εὑρισκόμεθα, ἀλλὰ ζοῦμε μέσα στὴν ραθυμία, καὶ καταφρονοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς παραβαίνουμε; Καὶ αὐτὸ μετὰ τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας, μετὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ βαπτίσματος καὶ τὴν προστασία τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ τὴν ἐπισκίαση καὶ ἐπέλευση τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


τι θὰ τιμωρηθοῦμε, ἐὰν ἐπιμένωμε στὸ κακόν, περισσότερον ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἡμάρτησαν ὅταν ἐπικρατοῦσε ὁ νόμος, τὸ ἐδήλωσε ὁ Παῦλος λέγοντας. «Εἰ γὰρ ὁ δι’ ἀγγέλων λαληθείς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;». Ἂς μὴ ἀποδίδη λοιπὸν τὴν εὐθύνην καὶ ἂς μὴ κατηγορῆ τὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ τόν ἑαυτὸν του καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ ὁποῖος περιπίπτει σὲ ὁποιαδήποτε ἁμαρτίαν, καὶ ἂς ἐπιδεικνύη ἀξίαν μετάνοια ὅπως ἐκεῖνος, ἐὰν βεβαίως θέλη νὰ ἐπιτύχη τὴν αἰωνίαν ἐν Χριστῷ ζωήν…


κεῖνος ποὺ συλλογίζεται πάντοτε τὶς ἁμαρτίες του, καὶ συνεχῶς βλέπει ἐμπρός του τὴν μέλλουσαν κρίσιν, καὶ μετανοεῖ, καὶ κλαίει θερμῶς, αὐτὸς ὑπερβαίνει ὅλα μαζὶ τὰ πάθη καὶ τὰ ἁμαρτήματα, καὶ τὰ ὑπερνικᾶ ἀνυψούμενος ἀπὸ τὴν μετάνοιαν, ὥστε νὰ μὴν ἠμπορῆ οὔτε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ νὰ φθάση καὶ νὰ προσεγγίση τὴν ψυχή του στὸ ὕψος ἐκεῖνο ποὺ πετᾶ. Ἐὰν δὲ ὁ νοῦς μας, πτερωμένος ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴν ταπείνωση ποὺ γεννᾶται ἀπὸ αὐτά, δὲν ἀνυψωθῆ στὸ ὕψος τῆς ἀπαθείας, δὲν θὰ ἠμπορέσωμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε, δὲν θὰ παύσουν νὰ μᾶς κεντοῦν πότε τὸ ἕνα, πότε τὸ ἄλλο πάθος, καὶ νὰ μᾶς κατασπαράσσουν σὰν ἄγρια θηρία.


Μετὰ δὲ τόν θάνατον, ἐξ αἰτίας αὐτῶν, θὰ χάσωμε τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, καὶ ἀπὸ αὐτὰ πάλι θὰ τιμωρηθοῦμε αἰωνίως. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ ὅλους, πνευματικοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, καὶ ποτὲ δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ τὴν ἀγάπη σας, νὰ μὴν ἀμελήσετε τὴν σωτηρία σας, ἀλλὰ μὲ κάθε τρόπο νὰ προσπαθήσετε νὰ ἀνυψωθῆτε ὀλίγον ἀπὸ τὴν γῆ. Καὶ ὅταν γίνη αὐτὸ τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖο θὰ σᾶς καταπλήξη, τὸ νὰ ἀνυψωθῆτε δηλαδὴ ἀπὸ τὴν γῆ καὶ νὰ ὑπερίπτασθε στὸν ἀέρα, δὲν θὰ θελήσετε πλέον νὰ κατέλθετε οὔτε κἄν γιὰ λίγο καὶ νὰ σταθῆτε στὴν γῆν. Λέγοντας δὲ «γῆν» ἐννοῶ τὸ σαρκικόν, καὶ «ἀέρα» τὸ πνευματικὸν φρόνημα.


Διότι ἐὰν ὁ νοῦς ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη, καὶ δι’ αὐτοῦ ἀντικρύσωμε τὴν ἐλευθερίαν τὴν ὁποία μᾶς ἐχάρισεν ὁ Χριστός, δὲν θὰ καταδεχθοῦμε πλέον νὰ κατέλθωμε στὴν προηγουμένην δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, ἀλλὰ συμφώνως μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ παύσωμε νὰ γρηγοροῦμε καὶ νὰ προσευχώμεθα, ἕως ὅτου μεταβοῦμε πρὸς τὴν ἐκεῖθεν μακαριότητα καὶ τύχωμε τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, «χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».




Άγιος Συμεὼν ο Νέος Θεολόγος