Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες. Εἶναι καλὸν πράγμα ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὸ γνωρίζοντας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων, εἶπε: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Θέλετε δὲ νὰ μάθετε ὅτι χωρὶς μετάνοια, καὶ μάλιστα μετάνοιαν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς καὶ τοιαύτην ὅπως ὁ Λόγος τὴν ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε; Ἀκοῦστε τὸν ἴδιον τὸν Ἀπόστολο ποὺ λέγει «… πᾶσα ἁμαρτία ἐκτός τοῦ σώματος ἐστίν… Ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει…».
Καὶ πάλιν. «Παραστῆναι δεῖ ἡμᾶς ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα ἀπολήψεται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς εἰ ἔπραξε, εἴτε ἀγαθὰ εἴτε φαῦλα». Ἠμπορεῖ λοιπὸν πολλὲς φορὲς λαμβάνοντας κάποιος ἀφορμὴν ἀπὸ αὐτὰ νὰ εἰπῆ: «εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, διότι δὲν ἐμόλυνα κανένα μέλος τοῦ σώματός μου μὲ κάποιαν πονηρὰ πράξη», καὶ ἔχει δῆθεν παρηγορία ἀπὸ αὐτό, ἐπειδὴ εἶναι ξένος ἀπὸ σωματικὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἀποκρίνεται ὁ Δεσπότης λέγοντας τὴν παραβολὴν περὶ τῶν δέκα παρθένων, καὶ δεικνύει σὲ ὅλους μας καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι καθόλου δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν σ’ ἐμᾶς καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές.
Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἀδελφοί, σὲ ὅλους, ὄχι μόνον στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς λαϊκούς, τὸ νὰ μετανοοῦν πάντοτε καὶ διαρκῶς, καὶ νὰ κλαίουν καὶ νὰ παρακαλοῦν τὸν Θεόν, καὶ δι’ αὐτῶν τῶν πράξεων νὰ ἀποκτήσουν καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἀρετές. Ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθὲς τὸ ἐπιβεβαιώνει μαζί μου καὶ ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης, ὁ μέγας στύλος καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, στοὺς λόγους του περὶ τοῦ Δαυίδ, ἐξηγώντας ἐκεῖ τὸν πεντηκοστὸν ψαλμό.
Λέγει ὅτι εἶναι δυνατὸν κάποιος ποὺ ἔχει γυναίκα καὶ δούλους καὶ δοῦλες καὶ πλῆθος ὑπηρετῶν καὶ περιουσίαν πολλήν, καὶ διαπρέπει στὰ κοσμικὰ πράγματα, νὰ ἠμπορῆ ὄχι μόνον αὐτό, τὸ νὰ κλαίη δηλαδὴ καθημερινῶς καὶ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μετανοῆ, ἀλλὰ καὶ νὰ φθάση στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς ἐὰν θέλη, καὶ νὰ λάβη Πνεῦμα Ἅγιον καὶ νὰ γίνη φίλος του Θεοῦ καὶ νὰ ἀπολαμβάνη τὴν θέαν του, ὅπως ὑπῆρξαν πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακὼβ καὶ στὰ Σόδομα ὁ Λὼτ καί, γιὰ νὰ ἀφήσω τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ εἶναι πολλοί, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Δαυίδ.
Στὴν δὲ νέαν χάρη καὶ ἐπιφάνειαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας, ὁ ἁλιεὺς καὶ ἀγράμματος Πέτρος, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν πενθερά του καὶ τοὺς ἄλλους ἐκήρυττε τὸν Θεὸν ποὺ τότε ἐφανερώθη. Τοὺς δὲ ἄλλους ποῖος θὰ τοὺς ἀπαριθμήση, ποὺ εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ; Βασιλεῖς, ἀρχιερεῖς, ἐξουσιαστάς, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ὅσους ἔζησαν μόνο μὲ τὰ ἀπαραίτητα, τῶν ὁποίων οἱ πόλεις καὶ οἱ οἰκίες καὶ οἱ ναοὶ ποὺ ἐκεῖνοι φιλοτίμως ἀνήγειραν, τὰ γηροκομεῖα καὶ τὰ ξενοδοχεῖα, σώζονται καὶ ὑπάρχουν μέχρι τώρα;
Ὅλα αὐτὰ καὶ ὅταν ἦσαν ἀκόμη ἐκεῖνοι στὴν ζωὴ τὰ κατεῖχαν καὶ τὰ χρησιμοποιοῦσαν εὐσεβῶς, ὄχι ὡς κύριοι των, ἀλλὰ ὡς δοῦλοι τοῦ Δεσπότου μετεχειρίζοντο αὐτὰ τὰ ὁποῖα τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος, ὅπως ἦταν ἀρεστὸν σ’ Ἐκεῖνον, «χρησιμοποιώντας μὲν τῷ κόσμω, οὐ καταχρώμενοι δέ», σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλον. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα, στὴν παροῦσα ζωή, ἔγιναν ἔνδοξοι καὶ λαμπροί, καὶ στοὺς ἀτελευτήτους αἰώνας, στὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνουν ἐνδοξότεροι καὶ λαμπρότεροι. Καὶ μάλιστα ἐὰν δὲν ἤμασταν ὀκνηροὶ καὶ ράθυμοι καὶ καταφρονηταὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πρόθυμοι καὶ ἄγρυπνοι καὶ προσέχαμε τὸν ἑαυτόν μας, οὐδεμίαν ἀνάγκη θὰ εἴχαμε ἀποταγῆς ἢ κουρᾶς ἢ τῆς φυγῆς ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ γιὰ νὰ σὲ βεβαιώσω γι’ αὐτὸ ἄκουσε!
Ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἔκαμε τὸν ἄνθρωπο βασιλέα ὅλων ὅσων ὑπάρχουν ἐπάνω στὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν ποὺ εὑρίσκονται κάτω ἀπὸ τόν θόλον τοῦ οὐρανοῦ. Διότι βέβαια ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, γιὰ τόν ἄνθρωπον ἐδημιουργήθησαν. Τί λοιπόν; Ἄραγε ἐπειδὴ ἦταν βασιλεὺς ὅλων αὐτῶν τῶν ὁρατῶν, ἐβλάπτετο ἀπὸ αὐτὰ στὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς; Ὄχι, καθόλου, ἀλλὰ ἐὰν ἐζοῦσε εὐχαριστώντας τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τὰ ἐδημιούργησε καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε ὅλα, ἀκόμη περισσότερο θὰ εὐδοκιμοῦσε. Διότι ἐὰν δὲν παρέβαινε τὴν ἐντολὴν τοῦ Δεσπότου, δὲν θὰ ἔχανε αὐτὴν τὴν Βασιλεία, δὲν θὰ στεροῦσε τoν ἑαυτόν του ἀπὸ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἔκαμε αὐτό, δικαίως ἐξεδιώχθη, ἐξωρίσθη, ἔζησε καὶ ἀπέθανε. Καὶ θὰ σᾶς εἰπῶ ἕνα πράγμα τὸ ὁποῖον, νομίζω, κανεὶς δὲν τὸ ἀπεκάλυψε σαφῶς, ἀλλὰ ἔχει λεχθεῖ σκιωδῶς. Ποῖον; Ἄκου τὴν Θείαν Γραφὴ ποὺ λέγει: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ (μετὰ τὴν παράβασιν ἐννοῶ). Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Γιατί τὸ εἶπεν αὐτὸ ὁ ποιητὴς τοῦ παντός; Ὁπωσδήποτε θέλοντας νὰ τὸν φέρη σὲ συναίσθηση, καὶ καλώντας τὸν σὲ μετάνοια, λέγει «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Ἐξέτασε τὸν ἑαυτόν σου, διαπίστωσε τὴν γύμνωσή σου! Κοίτα ποῖον ἔνδυμα, ποίαν δόξαν ἐστερήθης. «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Σὰν νὰ τὸν παρακαλῆ καὶ νὰ τοῦ λέγη: «Ναί, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, ἄφησε τὸν τόπον ὅπου εἶσαι κρυμμένος. Ἀπὸ ἐμένα νομίζεις ὅτι κρύβεσαι; Εἰπὲ «Ἥμαρτον!».
Ἀλλὰ δὲν τὸ λέγει αὐτό, ἢ μᾶλλον ἐγὼ ὁ ἄθλιος δὲν τὸ λέγω, διότι ἰδικό μου εἶναι τὸ πάθος! Ἀλλὰ τί λέγει; «Τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσω, καὶ ἔγνων ὅτι γυμνὸς εἰμὶ καὶ ἐκρύβην». Καὶ τί τοῦ ἀπήντησε ὁ Θεός; «Καὶ τὶς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἐκ τοῦ ξύλου, οὐ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Βλέπεις, ἀγαπητέ, μακροθυμίαν Θεοῦ; Διότι ὅταν εἶπε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ:», καὶ ἐκεῖνος δὲν ὡμολόγησε εὐθὺς τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ εἶπε «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα, Κύριε καὶ ἔγνων ὅτι γυμνὸς εἰμὶ καὶ ἐκρύβην», ὁ Θεὸς δὲν ὠργίσθη, δὲν τὸν ἀπεστράφη ἀμέσως καὶ ὁριστικῶς, ἀλλὰ τοῦ δίδει εὐκαιρίαν νὰ ἀποκριθῆ καὶ δευτέραν φορά, καὶ λέγει: «τὶς ἀνήγγειλέ σοὶι ὅτι γυμνὸς εἶ;
Εἰ μὴ ἐκ τοῦ ξύλου οὐ ἐνετειλάμην σοὶ τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ: «Τί λέγεις, ὅτι εἶσαι γυμνός, τοῦ λέγει, κρύβεις ὅμως τὴν ἁμαρτίαν σου; Μήπως νομίζεις ὅτι μόνον τὸ σῶμα σου βλέπω καὶ δὲν βλέπω τὴν καρδίαν καὶ τοὺς λογισμούς σου;». Διότι ὁ Ἀδάμ, ἐπειδὴ ἀπατήθη, ἤλπιζεν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐγνώριζε τὴν ἁμαρτίαν του, καὶ ἔλεγε μέσα του κάπως ἔτσι: «ἐὰν εἰπῶ ὅτι εἶμαι γυμνός, τότε ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν γνωρίζει, θὰ μοῦ εἰπῆ: καὶ γιατί εἶσαι γυμνός; Τότε ἐγὼ θὰ τοῦ ἀπαντήσω ἀρνητικὰ καὶ θὰ τοῦ εἰπῶ: δὲν γνωρίζω, καὶ ἔτσι θὰ τοῦ διαφύγω, καὶ θὰ ἀπολαύσω πάλι τὴν πρώτην μου στολή. Τουλάχιστον δὲν θὰ μὲ ἐκδιώξη, τουλάχιστον δὲν θὰ μὲ ἐξορίση!».
Ἐνῶ συλλογίζετο αὐτά, ὅπως καὶ τώρα κάμουν πολλοὶ καὶ πρῶτος ἐγὼ ὁ ἴδιος, καὶ κρύπτουν τὰ ἁμαρτήματά τους, ὁ Θεός, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ πολλαπλασιάση τὸ κρίμα του, λέγει: «Καὶ πόθεν ἔγνως ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου οὐ ἐνετειλάμην σοι μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Σὰν νὰ λέγη. «Πράγματι, νομίζεις ὅτι κρύπτεσαι ἀπὸ ἐμέ; Δὲν γνωρίζω ἐγὼ τί ἔπραξες; Δὲν λέγεις τὸ «Ἥμαρτον»; Εἰπέ, πτωχέ: Ναί, ἀλήθεια, Κύριε, παρέβην τὴν ἐντολήν σου, ἔπταισα ἀκούοντας τὴν συμβουλὴ τῆς γυναικός, ἔσφαλα πολὺ ἀκολουθώντας τὸν λόγο της καὶ παρακούοντας τὸν ἰδικόν σου, ἐλέησόν με!
Ἀλλὰ δὲν λέγει τοῦτο, δὲν ταπεινώνεται. Νεῦρον ἀπὸ σίδερον ὁ αὐχένας τῆς καρδίας του, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ ἰδικός μου. Διότι ἐὰν ἔλεγε αὐτό, θὰ ἔμενε στὸν Παράδεισο, καὶ ὅλον ἐκεῖνον τὸν κύκλο τῶν μυρίων κακῶν, τὸν ὁποῖον ὑπέστη ὅταν ἐξωρίσθη καὶ ἔμεινε κάτω στὸν Ἅδη τόσους πολλοὺς αἰῶνες, θὰ τὸν εἶχε ἀποφύγει τότε μὲ ἕναν μόνον λόγο. Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχω ὑποσχεθῆ νὰ ὁμιλήσω. Καὶ ἄκου τὴν συνέχεια, γιὰ νὰ γνωρίσης ὅτι τὰ λόγιά μου εἶναι ἀληθινά, καὶ τίποτε δὲν εἶναι ψεῦδος ἀπὸ ὅλα αὐτά. Εἶπεν ὁ Θεὸς στὸν Ἀδάμ.
«Ἥν ὥραν φάγεσθε ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὐ ἐνετειλάμην ὑμῖν τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, θανάτω ἀποθανεῖσθε», δηλαδὴ τὸν ψυχικὸν θάνατο, πράγμα ποὺ καὶ ἔγινε τὴν ἰδίαν ὥρα, γι’ αὐτὸ καὶ ἐγυμνώθη ἀπὸ τὴν ἀθάνατον στολήν του. Τίποτε περισσότερον δὲν εἶπεν ὁ Θεὸς καὶ τίποτε περισσότερον δὲν ἔγινε. Διότι προγνωρίζοντας ὁ Θεὸς ὅτι ὁ Ἀδὰμ πρόκειται νὰ ἁμαρτήση, καὶ θέλοντας νὰ τὸν συγχωρήση, ὅταν αὐτὸς μετανοοῦσε, μὲ τίποτε περισσότερον, ὅπως εἴπαμε, δὲν τὸν ἀπείλησε. Ἐπειδὴ ὅμως ἠρνήθη τὴν ἁμαρτίαν του, καὶ δὲν μετενόησε οὔτε ὅταν ἠλέγχθη ἀπὸ τὸν Θεὸν (διότι εἶπε: «Ἡ γυνή, ἥν δέδωκάς μοι, αὔτη μὲ ἠπάτησεν», σὰν δηλαδὴ νὰ λέγη στὸν Θεόν. «Σὺ ἔπταισες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου