Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: Ο ΕΥΕΓΕΡΤΗΣ ΜΑΣ ''Ο ΘΕΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΟΙ''



Ομιλία την Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου

Έγινε πρωί. Ο ήλιος δεν βγήκε ακόμη. Δύο άνθρωποι ξύπνησαν, πλύθηκαν, ντύθηκαν στα γιορτινά τους καί χαρούμενοι βγαίνουν από το σπίτι τους. Πού πηγαίνουν; Σε γάμο, σε χορό, σε διασκεδάσεις; Όχι. Πηγαίνουν να συναντήσουν το Βασιλιά. Πηγαίνουν στο ανάκτορο. Κάτι ανώτερο· πηγαίνουν στην εκκλησία. Αυτή είνε το παλάτι τού Θεού. Ώ η εκκλησία! Υπάρχει άλλο σπίτι ανώτερο; Εκεί πηγαίνουν. Και όμως υπάρχουν άνθρωποι, που δεν πάνε στην εκκλησία. Κάποτε βέβαια θα πάνε.

Θα τους πάνε μιά μέρα, όταν πεθάνουν. Μα τότε τι το όφελος; Τώρα που είμαστε ζωντανοί πρέπει να πηγαίνουμε στην εκκλησία. Και αλλοίμονο αν δεν πηγαίνουμε. Δεν πρέπει να λεγώμαστε άνθρωποι. Γιατί άνθρωπος λέγεται εκείνος, πού δεν έχει σκυμμένο το κεφάλι στη γη σαν τα κτήνη, αλλά σηκώνει τα μάτια του και βλέπει τον ουρανό, κάνει την προσευχή του και δοξάζει το Θεό. Άνθρωποι, «άνω σχώμεν τας καρδίας», φωνάζει η Εκκλησία μας.


Αλλ’ ας επανέλθουμε στους δυό ανθρώπους, που ξεκίνησαν πρωϊ να πάνε στο ναό. Ποιοί είνε; Μας το λέει το Ευαγγέλιο. Ο ένας είνε ο φαρισαίος, ο άλλος είνε ο τελώνης. Άνθρωποι και οι δυό. Άνθρωποι όμοιοι στη μορφή, αλλά διαφορετικοί στην ψυχή. Πόσο διαφέρει ο ένας από τόν άλλο, αυτό θα φανή από τον τρόπο που θα σταθούν μέσα στο ναό. Θα φανή από την προσευχή πού θα κάνουν.

Το Ευαγγέλιο λέει, ότι οι δυό άνθρωποι «ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι» (Λουκ.18, 10). Ακούς; Πήγαν στην εκκλησία για να προσευχηθούν. Ο ναός είνε οίκος προσευχής. Μαζεύονται εκεί οι άνθρωποι για να προσευχηθούν όλοι μαζί σαν μια αγαπημένη οικογένεια. Άνθρωπε, πηγαίνεις στην εκκλησία; Δεν θα στέκεσαι επιδεικτικά, δεν θα κοιτάζης δεξιά κι αριστερά, δεν θα κουβεντιάζης, δεν θα γελάς, δεν θα χασμουριέσαι, δεν θα κριτικάρης τον παπά και τον ψάλτη, δεν θ’ αφήνης το μυαλό σου να σκέπτεται άλλα πράγματα εκτός από το Θεό. Αν κάνης αυτά, τότε αμαρτάνεις.

Γιατί ο ναός δεν είνε καφενείο και θέατρο. Ο ναός είνε τόπος ιερός, είνε τόπος φοβερός, που και οι άγγελοι ακόμα τρέμουν. Λέγε κ’ εσύ τα λόγια που είπε ο Ιακώβ, όταν είδε μιά σκάλα να ενώνη τη γη με τον ουρανό, και άγγελοι να κατεβαίνουν και ν’ ανεβαίνουν· «Ως φοβερός ο τόπος ούτος· ούκ έστι τούτο αλλ’ ή οίκος Θεού, και αύτη η πύλη τού ουρανού» (Γεν. 28,17). Ας δούμε τώρα τί προσευχή έκαναν αυτοί οι δυό άνθρωποι, που πήγαν στο ναό.

Ας δούμε πρώτα την προσευχή πού έκανε ο φαρισαίος. «Ο Θεός, ευχαριστώ σοι» (Λουκ. 18,11). Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις, πού είπε ο φαρισαίος στην προσευχή του. Καλά άρχισε. Και αν έλεγε μόνο αυτές τις τρείς λέξεις, ποιός μπορούσε να τον κατηγορήση; Ο Θεός είνε ο πιό μεγάλος ευεργέτης, και ο άνθρωπος, πού απολαμβάνει τις μύριες ευεργεσίες του, πρέπει να λέη πάντοτε· Θ ε έ μου, σ’ ε υ χ α ρ ι σ τ ώ. Αλλ’ ίσως ρωτήση κανείς·

Ποιές είνε οι ευεργεσίες τού Θεού; Άνθρωπε, τυφλός είσαι και δεν βλέπεις τα μύρια αγαθά που δίνει ο Θεός; «Εν τω Θεώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πραξ. 17,18). Το ψάρι ζη μέσα στη θάλασσα. Και ο άνθρωπος ζή μέσα στη θάλασσα των ευεργεσιών τού Θεού. Όπου να κινηθή το ψάρι, θάλασσα έχει, Και ο άνθρωπος όπου να κινηθή, τα αγαθά τού Θεού έχει. Να μετρήσουμε τις ευεργεσίες τού Θεού; Από πού ν’ αρχίσουμε και πού να τελειώσουμε. Σκέψου τι ήσουν πρίν γεννηθής. Ένα μηδέν.

Ποιός από την ανυπαρξία σε έφερε στην ύπαρξι; Και δεν σε έκανε πέτρα, δέντρο, τετράποδο. Σε έκανε άνθρωπο. Δεν σε έρριξε στο φεγγάρι ή σε κανένα άλλο αστέρι, όπου δεν υπάρχει ούτε αέρας ούτε νερό ούτε φωτιά ούτε ζώα. Σ’ αυτά τα άλλα άστρα ήταν αδύνατο να ζήσης. Εδώ στη γη σε έβαλε, που είνε ένας μικρός παράδεισος. Σε έκανε λοιπόν άνθρωπο. Σε τίμησε. Σε προίκισε με όργανα και εργαλεία, που καμμιά επιστήμη δεν μπορεί να κάνη.

Σου έδωσε μάτια για να βλέπης και ν’ απολάμβάνης αυτό το πανόραμα που λέγεται φύσις. Σου έδωσε αυτιά για ν’ ακούς το κελάϊδημα των πουλιών, για ν’ ακούς τη φωνή των αγαπητών σου προσώπων, για ν’ ακούς τη γλυκειά φωνή της θείας διδασκαλίας. Σου έδωσε χέρια και πόδια, για να εργάζεσαι. Σου έδωσε μιά καρδιά, πού χτυπάει κάθε δευτερόλεπτο.

Σου έδωσε μυαλό, που δεν είνε σαν μυαλό ζώων, αλλ’ είνε ένα μυαλό θαύμα, που μπορεί να σκέπτεται, ν’ ανακαλύπτη και να εφευρίσκη χίλια δυό πράγματα. Σού έδωσε μια συνείδησι, για να μπορής να ξεχωρίζης το καλό απ’ το κακό. Σού έδωσε ψυχή αθάνατη. Με λίγες λέξεις, σε έπλασε « κατ’ εικόνα και ομοίωσιν αυτού» (Γεν. 1,26).

Σαν πατέρας στοργικός, κάθε μέρα εδώ στη γη σου στρώνει τραπέζι. Ο αέρας που αναπνέεις, το νερό πού πίνεις, το σιτάρι που κάνεις ψωμί, το γάλα, το κρέας, τα λαχανικά, τα φρούτα που τρως, το μαλλί πού κάνεις ρούχα και ντύνεσαι, τα ξύλα που κάνεις κάρβουνο για να ζεσταίνεσαι, το σίδερο που κάνεις αλέτρι, ο ήλιος που σε φωτίζει και σε θερμαίνει, το χρυσάφι που κάνεις νομίσματα, οι πρώτες ύλες που κάνεις τα μηχανικά σου προϊόντα, τα βότανα που κάνεις τα φάρμακα, όλα αυτά και τόσα άλλα αγαθά τίνος είνε, δικά σου;

Όχι. Του Θεού είνε. Ο Θεός τα έδωσε, για να ζης, και ν’ απολαμβάνης. Λοιπόν άνθρωπε, που κολυμπάς μέσα στον ωκεανό των ευεργεσιών τού Θεού, πες· Θ ε έ μ ο υ, σ’ ε υ χ α ρ ι σ τ ώ. Αλλά δεν είνε μόνο τα υλικά που σου δίνει ο Θεός. Είνε και τα πνευματικά αγαθά, που είνε ασυγκρίτως ανώτερα από τα υλικά. Δυστυχώς λίγοι τα αισθάνονται και ευγνωμονούν τον Ευεργέτη.

Ποιά είνε αυτά; Άνοιξε το Ευαγγέλιο και θα δης το πνευματικό πανόραμα. Θα μείνης κατάπληκτος. Θα δης τι έκανε ο Θεός για σένα, για την ψυχική σου σωτηρία. Η αμαρτία σε έκανε ένα σκουλήκι βρωμερό, που ζη και κυλιέται μέσα στη λάσπη. Μια αηδία είνε ο αμαρτωλός άνθρωπος. Αλλά ήρθε ο Χριστός, πήρε το σκουλήκι, πήρε τον αμαρτωλό, τον ακάθαρτο άνθρωπο, τον έπλυνε, τον καθάρισε με το τίμιο του αίμα και του έδωσε τη δύναμι να φθάση στα ουράνια.

Από σκουλήκι να γίνη αετός, από κτήνος άγγελος. Από παλαιός άνθρωπος νέος άνθρωπος, νέα ύπαρξις που την προορίζει να ζήση σ ’έναν άλλο κόσμο, που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να περιγράψη. Να ζήση μέσα στη βασιλεία του. «Τί ανταποδώσωμεν τω Κυρίω, περί πάντων ων ανταπέδωκεν ημίν;»

Για όλες λοιπόν αυτές τις ευεργεσίες θα έπρεπε διαρκώς να ευχαριστούμε το Θεό. Θα έπρεπε να πηγαίνουμε στην εκκλησία και να λέμε κ’ εμείς· «ο Θεός, ευχαριστώ σοι» (Λουκ. 18,11). Να το λέμε όμως όχι όπως το έλεγε ο φαρισαίος, με μιά καρδιά ακάθαρτη από την υπερηφάνεια και την κατάκρισι των άλλων, αλλά να το λέμε με μια καρδιά γεμάτη ταπείνωσι και ευγνωμοσύνη, με μιά βαθειά συναίσθησι, ότι τέτοιοι που είμαστε, δεν είμαστε άξιοι ν’ απολαμβάνουμε κανένα από τα αγαθά τού Θεού.

Αντιθέτως είμαστε άξιοι τιμωρίας μεγάλης. Είμαστε άξιοι της αιωνίου κολάσεως. Αλλ’ ώ Θεέ, δος μας το έλεός σου και σώσε μας! Το αναγνωρίζουμε, είμαστε αμαρτωλά παιδιά σου, ανάξια της αγάπης σου. Σαν τον τελώνη του σημερινού Ευαγγελίου στεκόμαστε εδώ στο ναό σου, κλαίμε όλοι τα αμαρτήματα μας και φωνάζουμε· «Ο Θεός, ιλάσθητι ημίν τοίς αμαρτωλοίς» (Λουκ. 18,13).




Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή
Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»
Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου