Ἡ βροχὴ τοῦ Ἰουλίου μηνὸς γιὰ τὴν δίψαν ἑνὸς ἀσκητοῦ εὑρισκομένου πλησίον τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, λοιπόν, κατὰ τὴν ὥραν, ποὺ ἔδυεν ὁ ἥλιος βαδίζοντας ἀπὸ τὸ κελλί μου πρὸς τὸ ἡσυχαστήριον τοῦ γέροντα, ἐνῶ ἦταν ἡμέρα Σαββάτο, κατὰ τὸ τέλος τοῦ Ἰουλίου μηνὸς καὶ ἐνῶ ἦταν ὁ καιρὸς καλοκαιρινός, εὑρισκόμενος εἰς τὴν ὁδὸν ἀκούω νὰ ξεσποῦν βροντὲς καὶ βλέπω, νὰ ἀστράπτουν ἀστραπές, ἀφοῦ ἐφάνηκε, νὰ εἶναι εἰς τὸν οὐρανὸν ἕνα μικρὸν σύννεφο,ν κατὰ τὴν ἔρημον τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης.
Ἀπορῶντας πολὺ γιὰ τὸ παράξενον ἄκουσμα καὶ θέαμα ἔφτασα εἰς τὸ ἡσυχαστήριον τοῦ γέροντα, ὁ ὁποῖος ἅγιος γέροντας, ἀφοῦ ἐκτύπησα τὴν θύρα μὲ ἕνα λίθον, μοῦ ἄνοιξε, ἔχοντας ἔκλαμπρον τὸ πρόσωπον καὶ χαρούμενον καὶ μοῦ λέγει∙ «ἐγνώρισες, ώ τέκνον, γιατί ἔγινεν αὐτὴ ἡ βροντή;». Ἐνῶ δὲ ἐγὼ «ὄχι πάτερ αποκριθείς αυτά, λοιπόν, κατά την ώραν, πού έδυεν ο ήλιος βαδίζοντας από το κελλί μου προς το ησυχαστήριον του γέροντα, ενώ ήταν ημέρα Σαββάτο, κατά το τέλος του Ιουλίου μηνός και ενώ ήταν ο καιρός καλοκαιρινός, ευρισκόμενος εις την οδόν ακούω να ξεσπούν βροντές και βλέπω, να αστράπτουν αστραπές, αφού εφάνηκε, να είναι εις τον ουρανόν ένα μικρόν σύννεφο, κατά την έρημον της Νεκράς Θαλάσσης.
Απορώντας πολύ για το παράξενον άκουσμα και θέαμα έφτασα εις το ησυχαστήριον του γέροντα, ο οποίος άγιος γέροντας, αφού εκτύπησα την θύρα με ένα λίθον, μου άνοιξε, έχοντας εκλάμπρον το πρόσωπον και χαρούμενον και μου λέγει∙
«εγνώρισες, ώ τέκνον, γιατί έγινεν αυτή η βροντή;». Ενώ δε εγώ είπα∙ «όχι πάτερ» απόκριθείς ἐπιπροσθέτως εἶπε πρὸς με∙ «νὰ ξέρῃς, τέκνον, ὅτι κάποιος ἀναχωρητὴς καὶ πολίτης τῆς ἐρήμου, περιερχόμενος κοντὰ εἰς τὴν Νεκρὰν Θάλασσαν ἐδίψασε καὶ ἐζήτησε νερόν. Ἐπειδὴ δὲ δὲν εὑρῆκεν, εστεναχωρήθηκε καὶ ἔκλαυσε καὶ ἀφοῦ ἔκαμε δέησιν πρὸς τὸν Θεόν, σύμφωνα μέ τὴν ἀνέκφραστον ἀγαθότητα Του, ἔδωσεν ἐντολὴν καὶ ήρθεν ἕνα σύννεφον καὶ παρηγορῶντας τὸν δοῦλο Του, ἐβρόντησε καὶ ἔστειλε βροχήν, θεραπεύσας τὴν δίψαν τοῦ δούλου Του». Βλέποντας δὲ ἐμένα, νὰ ἔχω ἐκπλαγῇ πολὺ γι' αὐτά, εἶπε δύο φορὲς τὰ ἴδια, μάλιστα καὶ τρίτην, θέλοντας νὰ μὲ διαβεβαίωση γιὰ τὸ θαῦμα αὐτό.
Μετὰ λοιπόν, ἀπὸ πέντε ἡμέρες, μαζὶ μὲ τοὺς συμμαθητὲς ἐπῆγα στὴ Νεκρὰν Θάλασσαν, γιὰ νὰ μαζέψω καλάμια, ἀφοῦ ἔλαβα ἐντολὴν ἀπὸ αὐτόν, νὰ παρατηρήσω τὰ μέρη, ὅπου εἶχε πέσει ἡ βροχή, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦμε τελείως. Ὅταν, λοιπόν, ἤλθαμε εἵς τὸ μέρος, ποὺ εἶχε προσδιορίσει ὁ γέροντας καὶ εἴδαμε ἀκριβῶς ἔτσι, ὅπως μᾶς εἶπε, ἐπιστρέψαμε ἀποδίδοντες χάριν εἵς τὸν Θεὸν καὶ ἐπαινούσαμε μὲ τὴν διορατικὴν ἱκανότητα τοῦ θαυμάσιου γέροντα.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΣΑΒΒΑΪΤΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ (725-794)
ΥΠΟ ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΔΑΜΑΣΚΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου