Από τις σημειώσεις του ίδιου του γέροντα Ιωνά γνωρίζουμε, ότι μερικοί από τους μοναχούς ιδιαιτέρως, απ’ αυτούς που είχαν κάποια εξουσία, δεν τον αγαπούσαν και τον ταλαιπωρούσαν. Ήθελαν μάλιστα να τον διώξουν από το μοναστήρι, αλλά τον προστάτευε ο ηγούμενος. Τελικά αυτοί που μισούσαν τον π. Ιωνά κατόρθωσαν να τον απομονώσουν από την αδελφότητα στο κελλί του. Μόνο ο γέροντας του, επιτρεπόταν να τον επισκέπτεται και κανείς άλλος. Έτσι λοιπόν ο πατέρας Ιωνάς βρέθηκε σε ένα ακούσιο εγκλεισμό, που ωστόσο ήταν πολύ ωφέλιμος γι’ αυτόν, ώστε να γράφει ο ίδιος «ζούσα σαν εκτός του σώματος».
Όταν ελευθερώθηκε από την απομόνωση, άρχισαν καινούργιοι πειρασμοί. Οι αρχαιότεροι μοναχοί που είχαν κάποια εξουσία στο μοναστήρι, έκαναν ανταρσία κατά του ηγουμένου και αξίωναν να συμμετέχει και ο π. Ιωνάς. Εκείνος όμως αρνήθηκε προκαλώντας και πάλι το μίσος τους εναντίον του. Ο γέροντας του, π. Άβελ, είχε κοιμηθεί και ο π. Ιωνάς έμεινε χωρίς στήριγμα. Οι αντάρτες μοναχοί κατόρθωσαν μόνο να αλλάξουν τον αρχοντάρη και να βάλουν δικό τους άνθρωπο, τον μοναχό Καισάριο. Ήρθε όμως αμέσως η τιμωρία του Θεού· ο καινούργιος αρχοντάρης έπεσε παράλυτος, ώστε δεν μπορούσε να κινήσει ούτε πόδια ούτε χέρια ούτε καν τη γλώσσα του. Τότε αυτοί πρόσταξαν τον π. Ιωνά να περιποιείται τον άρρωστο και να κάθεται συνέχεια κοντά του, τόσο που δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από τον Καισάριο ούτε μία ώρα, ακόμη ούτε για να πάει στην εκκλησία. Υπέμενε όμως αυτή τη δοκιμασία με καρτέρια και προθυμία.
Καθώς όμως πλησίαζε η μεγάλη γιορτή των Θεοφανείων, ένιωσε βαθιά θλίψη μέσα στην ψυχή του, που και πάλι δεν θα μπορούσε να λειτουργηθεί. Αλλά ο Κύριος τον παρηγόρησε με ένα θαυμαστό τρόπο. Διηγείται ο ίδιος:
«Ήμουν πολύ λυπημένος στις 4 και 5 Ιανουαρίου. Μετά τη Θεία Λειτουργία και τον μεγάλο αγιασμό οι γέροντες ήρθαν να αγιάσουν, όταν είχε σχεδόν βραδιάσει κι έτσι αξιώθηκα ν’ ασπαστώ τον Τίμιο Σταυρό και να με ραντίσουν με το Μέγα Αγιασμό. Και τότε όμως μου είπαν πάλι πως είμαι υπό δυσμένεια. Μετά οι άγιοι γέροντες έφυγαν κι εγώ συνέχισα να περιποιούμαι τον άρρωστο. Μόλις νύχτωσε, τον τακτοποίησα και τον έβαλα να κοιμηθεί. Τότε βίασα τον εαυτό μου να φάει κάτι. Ύστερα αφού διάβασα τις προσευχές προ του ύπνου, κάθισα στο σκαμνί για τη νοερά προσευχή. Έσβησα το φως και προσπαθούσα να ξεπεράσω τη συνεχιζόμενη εναντίον μου εχθρική επίθεση των γερόντων αυτών∙ δεν τα κατάφερα όμως.
Τελικά νικήθηκα: τόσο πληγώθηκε η καρδιά μου από τη θλίψη, ώστε εξαντλήθηκα εντελώς και με δάκρυα στα μάτια πήγα και ξάπλωσα. Το μόνο που σκεφτόμουν, παρακαλούσα γι’ αυτό το Θεό, την Παναγία και όλους τους Αγίους, ήταν να με βοηθήσουν αυτή την ώρα της φοβερής θλίψεως. Στις δέκα σημάναν οι καμπάνες για την αγρυπνία και πικράθηκα ακόμα περισσότερο: Όλοι οι αδελφοί θα ψάλουν στην αγρυπνία των Θεοφανείων κι εμένα δεν μου επιτρέπεται ούτε να πάω στην εκκλησία. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου. Ξαφνικά άκουσα κάποιον να μπαίνει μέσα στο κελλί. Όμως εγώ ήμουν ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά και νόμιζα πως ήρθε ο αρχοντάρης που πότε - πότε επισκεπτόταν τον π. Καισάριο.
Με πλησίασε και είπε: -Είναι καλός στρατιώτης αλλά μικρόψυχος και δεν έχει υπομονή. Άγγιξε μετά με το χέρι του το κεφάλι μου και με ρώτησε: - Γιατί πάλι παραδίνεις τον εαυτό σου στη θλίψη και τη στεναχώρια; Σήκω στα πόδια σου σου και λάβε δύναμη και σθένος. Και μ’ έπιασε από το χέρι. Όμως εγώ δεν κατάλαβα ποιος ήταν, επειδή είχα τα μάτια κλειστά όπως το συνηθίζω πάντα, όταν είναι σκοτάδι. Νόμιζα ακόμα πως είναι ο αρχοντάρης και μάλιστα, εκνευρίστηκα που μ’ ενοχλεί. Μα όταν άνοιξα τα μάτια μου και είδα πολύ μεγάλο φως και λάμψη, φοβήθηκα κι έπεσα σαν νεκρός. Δεν αισθανόμουν, δεν καταλάβαινα, δεν θυμόμουν τίποτα ούτε ήξερα πόσο βρισκόμουν σ’ αυτή την κατάσταση. Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα χέρι πάνω στο αμαρτωλό κεφάλι μου και από αυτό το χέρι κύλησε μέσα σ’ όλο το σώμα μου η ζωή.
Τότε αυτός που έλαμπε μέσα στο φως, κάθισε σ’ ένα κούτσουρο και με πήρε κοντά του. Έβλεπα μόνο τα πόδια του. - Γιατί είσαι τόσο πικραμένος; Με ρώτησε… κι εγώ ο ταλαίπωρος είδα τότε καθαρά και γνώρισα τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα μου Ιησού Χριστό, που είχε έρθει σε μένα τον ανάξιο με τη συνοδεία πολλών αγίων. Μου λέει λοιπόν γεμάτος στοργή, έλεος, αγάπη και γλυκύτητα: - Δες και ψηλάφησε τις πληγές στα χέρια, τα πόδια και την πλευρά μου και βεβαιώσου ότι δεν είμαι φάντασμα, αλλά είμαι εγώ ο ίδιος, που ήρθα να σε θεραπεύσω. Ευδόκησε ο καλός μας Δεσπότης να μου δείξει στα χέρια του τις πληγές από τα καρφιά του, που ήταν βαθιές και μεγάλες, τα ματωμένα πόδια, που ήταν σαν να πληγώθηκαν τώρα και την άχραντη λογχισμένη πλευρά του.
Όλα αυτά τα επέμεινα, μου είπε, επειδή αγαπώ πολύ τους ανθρώπους. Όμως πιο πολύ αγαπώ το τάγμα των μοναχών. Έπειτα με παρηγόρησε και με νουθέτησε: -Να είσαι ανδρείος∙ να κάνεις υπακοή πάντα με προθυμία, επειδή η υπακοή είναι αγία και αγιάζει τον μοναχό που την έχει και του δίνει φτερά που τον ανεβάζουν στο θρόνο του ανεσπέρου φωτός. Μη δειλιάζεις, σε βεβαιώνω ότι θα είμαι πάντα κοντά σου. Έθεσε τότε ο Κύριος την παλάμη του πάνω στο ακάθαρτο κεφάλι μου και κοιτάζοντας τον άρρωστο Καισάριο μου είπε: -Δεν πρόλαβα να τελειώσουν τα σχέδια τους! Έτσι είναι οι άνθρωποι! Να τον υπηρετείς στην αρρώστια του, επειδή γι’ αυτόν αυτή η αρρώστια είναι η σωτηρία του. Μετά τα λόγια αυτά ο Κύριος του παντός βγήκε από το κελλί μου με την ιερή συνοδεία του και εγώ τον συνόδεψα.
Όταν φτάσαμε στην εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας μου είπε: -Να την τιμάς κι εσύ και όλοι οι πιστοί που έχουν εξαγοραστεί με το αίμα μου, γιατί χάρισε στον κόσμο τη σωτηρία. Να, αυτή τη στιγμή στην εκκλησία η αγρυπνία έφτασε στην 9η ωδή και όλοι οι μεγαλύνουν τη Θεοτόκο και Μητέρα του φωτός. Και πράγματι, μόλις είπε αυτά τα λόγια, σήμαναν οι καμπάνες για την 9η ωδή. Έστρεψε τότε το θείο πρόσωπο του σε μένα το ταλαίπωρο και μ’ ευλόγησε: -Έχε Ειρήνη∙ να σώζεσαι. Και αμέσως ένα υπέρλαμπρο σύννεφο τύλιξε τον Κύριο της δόξης μέσα σε ένα άπειρο φως θείας ελλάμψεως».
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΙΩΝΑΣ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ
Μαθητής του οσίου Σεραφείμ στο Σαρώφ
Σταυροπηγιακή και Συνοδική
Ι. Μονή Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου