Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΝ ΕΓΚΟΜΒΩΣΑΣΘΕ



«Σύγγνωστον γὰρ τῆς ἀμαθίας τὸ ἔγκλημα,
εἰ μὴ ἐκ ῥαθυμίας προέρχοιτο·
τὸ δὲ σὺν τῇ ἀμαθίᾳ κεκτῆσθαι τὴν τῆς γνώσεως οἴησιν,
καὶ μείζονος, ἵνα μὴ λέγω τῆς ἄκρας, ἀμαθίας τεκμήριον»
(Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ)



«Τὴν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε»


«Δεόμεθα διδασκαλίας» 



Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς Κυπριανοῦ Α´ (+2013)


μνήμη τῆς Ζ´ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Κυριακὴ Δ´ Λουκᾶ), μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐμβαθύνουμε καὶ πάλι στὸ γνήσιο Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικὸ Ἦθος, τὸ ὁποῖο σήμερα, ἐξ αἰτίας τοῦ ἀδιακρίτου καὶ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζήλου καὶ προφάσει ἑνίοτε τῆς ἀκεραιότητος τῆς Πίστεως, νοθεύεται δεινότατα.


πενθυμίζουμε, ὅτι τὸ κυρίαρχο γνώρισμα τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἤθους εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ βαθεῖα συναίσθησις τῆς ἀνεπαρκείας μας, ἡ διαρκὴς ἐπιθυμία ὄχι νὰ διδάξουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ διδαχθοῦμε καὶ φωτισθοῦμε καὶ χειραγωγηθοῦμε στὴν ὁδὸ τῆς ἐν Χριστῷ γνώσεως καὶ σοφίας. Ἡ βίωσις τῆς γνησίας ταπεινοφροσύνης διασφάλιζε ἀνέκαθεν τὴν εἰρήνη καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ ὑψηλοφροσύνη καὶ δοκησισοφία προκαλοῦσαν συγχύσεις καὶ ταραχὲς καὶ ἐπεσώρευσαν σχίσματα ἐπὶ σχισμάτων.


Δύο κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς ταπεινοφροσύνης ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν λιτή, ἀλλὰ δυναμικὴ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου: «Τὴν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε»1. Δηλαδή, «κουμπωθῆτε καλὰ καὶ δέσατε γερὰ ἐπάνω σας τὸ ἔνδυμα τῆς ταπεινοφροσύνης». Ἡ ταπεινοφροσύνη λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ εἶναι στιγμιαία καὶ περιπτωσιακή, ἀλλὰ διαρκὴς καὶ μόνιμος, ὅπως φοροῦμε διαρκῶς τὰ ἐνδύματά μας· ἐπίσης δὲν πρέπει νὰ εἶναι χαλαρὰ καὶ ἐπιφανειακή, ἀλλὰ νὰ εἶναι βαθεῖα καὶ ταυτισμένη μὲ τὴν προσωπικότητά μας, ὥστε οἱ ἰσχυροὶ ἄνεμοι τῶν πειρασμῶν νὰ μὴ παρασύρουν αὐτὴν μακρυὰ καὶ μένουμε γυμνοὶ καὶ ἀποτρόπαιοι. 


Β´. Ὡραῖα καὶ ὁδηγητικὰ παραδείγματα τοιαύτης γνησίας ταπεινοφροσύνης μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ζ´ Ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787)· ἂς ἀναφερθοῦμε πρὸς τὸ παρὸν μόνο σὲ δύο.


1. Στὸ πνευματικώτατο κείμενο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὴν Ἁγία Σύνοδο εἶχε ἐπισυναφθῆ τὸ θαυμάσιο Ἐνθρονιστήριο Γράμμα τοῦ ἤδη κοιμηθέντος ἁγιωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Θεοδώρου (περ. 750 - περ. 770)· τοῦτο, μετὰ τὴν συνήθη Ἔκθεσι Πίστεως, κατακλείεται μὲ βαθειὰ ταπεινοφροσύνη: «Εἴ τι εὑρέθη ἐν αὐτοῖς [τοῖς δηλωθεῖσι] δεόμενον ἐπιδιορθώσεως, μετάδοτε ἀφθόνως ἡμῖν τῆς ἐνθέου διδαχῆς ὑμῶν, καὶ ἀντεπιστεῖλαι παρακλήθητε»2 . Ἐμεῖς σήμερα πράττουμε τὸ ἀντίθετο: μὲ ὑπερφίαλο ὕφος, ἐμμένουμε πεισμόνως στὸ «ἀλάθητό μας» καὶ εἴμεθα ἀνυποχώρητοι στὶς ὁποιεσδήποτε φιλάδελφες ὑπομνήσεις καὶ «διδαχὲς» τῶν ἄλλων γιὰ τὰ «δεόμενα ἐπιδιορθώσεως»...


2. Στὴν Ἁγία Σύνοδο ἔλαβε μέρος, καὶ ὑπέγραψε μάλιστα ἐγκριτικὰ τὸ Κείμενο Πίστεως στὴν Πρᾶξι Δ´, ἕνας ἐκπληκτικὸς ἀριθμὸς Μοναχῶν καὶ Ἡγουμένων: ἦσαν 132, ἐπὶ 367 Πατέρων. Οἱ Μοναχοὶ αὐτοί, ἂν καὶ εἶχαν ὑποστῆ διωγμοὺς καὶ μαρτύρια ἀπὸ τοὺς Εἰκονομάχους, ἂν καὶ ἦσαν ὄχι τῆς τυχούσης θεολογικῆς μορφώσεως, ἐπέδειξεν βαθεῖαν ταπεινοφροσύνην, ὅταν στὴν Σύνοδο συνεζητοῦντο καίρια κανονικὰ προβλήματα. Σὲ σχετικὴ ἐρώτησι τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου, δὲν ὠμίλησαν μὲ διδασκαλικὴ αὐθεντία, οὔτε μὲ αὐθάδη πεισμονήν, ἀλλὰ μὲ μετριόφρονα ἄγνοια: «Οἱ εὐλαβέστατοι Μοναχοὶ εἶπον· δεόμεθα, Δέσποτα, διδασκαλίας»3 .


Αὐτὴ ἡ εὐλογημένη φράσις: «Δεόμεθα διδασκαλίας», σήμερα ἔχει σχεδὸν πλήρως ἐξαφανισθῆ, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει κυριολεκτικὰ ἐνταφιασθῆ στὸ μνῆμα τῆς ὑποτιθεμένης αὐτάρκους αὐθεντίας μας καὶ τῆς ἀκλονήτου αὐτοπεποιθήσεώς μας.


ς ἐμβαθύνουμε, αὐτομεμφόμενοι καὶ προσευχόμενοι, στὶς «προκλήσεις» αὐτὲς τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ ἂς δεηθοῦμε τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου νὰ μᾶς χαρίζη τὴν θεοδώρητον αὐτογνωσία, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἀκόμη καὶ οἱ κορυφαῖοι Ἅγιοι τῆς Πίστεώς μας, ὅταν ἐκαλοῦντο νὰ διδάξουν, ἀπέφευγον προφασιζόμενοι «ἀμάθειαν»: «Σύγγνωστον γὰρ τῆς ἀμαθίας τὸ ἔγκλημα, εἰ μὴ ἐκ ῥαθυμίας προέρχοιτο· τὸ δὲ σὺν τῇ ἀμαθίᾳ κεκτῆσθαι τὴν τῆς γνώσεως οἴησιν, καὶ μείζονος, ἵνα μὴ λέγω τῆς ἄκρας, ἀμαθίας τεκμήριον» (Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ)4 .


Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος τρόπος νὰ συμβάλουμε οὐσιαστικὰ στὴν θεραπεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς συγχύσεως καὶ τῶν πολλαπλῶν σχισμάτων.



Περιοδικό «Άγιος Κυπριανός». 
Αριθμ. 286/ Σεπτέμβριος - Ὀκτώβριος 1998, σελ. 105 -106. 
1. Α´ Πετρ. ε´ 5. 
2. Μ. τ. 12, στλ. 1146C/ ΣΜΠΣ τ. Β, σελ. 766β (Πρᾶξις Γ´). 
3. Μ. τ. 12, στλ. 1022D / ΣΜΠΣ τ. Β, σελ. 733β (Πρᾶξις Α´). 
4. PG τ. 94, στλ. 524Α 
(«Προοίμιον» εις το μνημειώδες έργον του «Πηγὴ Γνώσεως»). 
Εκ της Ιστοσελίδος της
 Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής 
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου