Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ





«Πολλὰ ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» 



α. «῾Ημεῖς ὅλοι καυχώμεθα νὰ ὀνομαζώμεθα τέκνα Της»


Δεῦτε πάντες οἱ εὐσεβεῖς θεοτοκόφιλοι!... Καὶ πάλι, ἄς πανηγυρίσουμε ἐνθέως... ῎Ας ἀνάψουμε τὶς λαμπάδες τῆς ἐν Χριστῷ σωφροσύνης· ἄς θυμιάσουμε μὲ τὸ εὐωδιαστὸ λιβάνι τῆς θεϊκῆς ἀγάπης· ἄς ὑψώσουμε τὶς διάνοιές μας μὲ οὐράνιους λογισμούς· ἄς εἰρηνεύσουμε τὶς καρδιές μας μὲ τὴν χάρι τῆς Θεομήτορος, ἀποδίδοντες τὰ ἴσα μὲ δικαιοσύνη στὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς μας.


Καὶ ἔτσι, ὅλοι φῶς καὶ εὐωδία καὶ νηφαλιότητα, ἄς προϋπαντήσουμε τὴν Θεοτόκο, «ἐν τῷ Ναῷ Κυρίου, λαμπρῶς προσερχομένην»1, γιὰ νὰ ἑτοιμασθῆ καὶ νὰ εὐπρεπισθῆ θεοπρεπῶς καὶ νὰ γίνη «Σκηνὴ ᾿Επουράνιος»2.


Στὴν θεομητορικὴ αὐτὴ Πανήγυρι ἄς συνεισφέρη ὁ καθ᾿ ἕνας «κατὰ τὸ δοθὲν αὐτῷ χάρισμα, ἐπάξιον δῶρον»3, διότι σήμερα καὶ πάλι ἑορτάζει ἡ Θεοτόκος Μαρία, «τὸ κοινὸν ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν καταφύγιον»4, «τὸ μέγα καὶ σεβάσμιον ὄντως καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνομα», τὸ Δαβιδικὸ βλαστάρι, «ἐξ ῟Ης ὁ τοῦ Θεοῦ Παῖς, ὁ ὑπερκόσμιος, ὁ προκόσμιος, συναΐδιος τῷ γεννήσαντι, σαρκικῶς ἐξεβλάστησε»5.


Καὶ πῶς ἆρά γε εἶναι δυνατὸν νὰ ἀμελήσουν τὰ τέκνα Της καὶ νὰ ραθυμήσουν τώρα ποὺ Αὐτὴ συνεισάγει τὸ Φῶς τῆς Χάριτος; τώρα ποὺ ἡ σκιὰ τῶν νομικῶν συμβόλων ὑποχωρεῖ; καὶ ἐνῶ σύντομα θὰ ἀνατείλη ὁ ῞Ηλιος τῆς Δικαιοσύνης Χριστός;


Η ῎Αχραντος Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ μακαρίζεται καὶ νὰ μεγαλύνεται συνεχῶς, διότι ᾿Εκείνη πρώτη ἐμεγάλυνε τὸν Κύριό μας «πρῶτον, μὲ νοήματα μεγάλα καὶ ὑψηλὰ καὶ ἄξια τῆς τοῦ Θεοῦ μεγαλειότητος»·


«δεύτερον, μὲ λόγια μεγάλα, μὲ λόγια ὑψηλά, καὶ μὲ λόγια τῇ θείᾳ Μεγαλειότητι πρέποντα»· καὶ «τρίτον, μὲ ἔργα μεγάλα, μὲ ἔργα ὑψηλά, καὶ μὲ ἔργα τῆς θείας Μεγαλειότητος ἄξια»6.


Εἰσάγεται λοιπὸν ἡ ῾Υπερευλογημένη στὰ ῞Αγια τῶν ῾Αγίων, γιὰ νὰ γίνη ἱερὸς Ναὸς καὶ ἄμωμο Θυσιαστήριο, ὅπου Αὐτὸς ὁ πρῶτος καὶ μόνος ᾿Αρχιερεὺς καὶ Βασιλεύς, «οἰκονομικῶς τὴν καθ᾿ ἡμᾶς ἱερουργήσας πρὸς τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα καταλλαγήν, ὅλην τὴν οὐσίαν ὑπερουσίως, καὶ κατ᾿ οὐσίαν ἐκ τῆς ἀνθρώπου οὐσίας ἀνέλαβεν»7.


᾿Εκεῖ, στὰ ἱερὰ ἄδυτα τοῦ Ναοῦ, ὅπως ὑψηγόρως καὶ μεγαλυγόρως θεολογοῦν οἱ ῞Αγιοι Πατέρες, ἡ Μητροπάρθενος Δέσποινα ἐζήτησε τὸ «Θεῷ συντυγχάνειν»8 διὰ μέσου τῆς ῾Ιερᾶς ῾Ησυχίας, ἡ ὁποία εἶναι ἐπίβασις τῆς Θεωρίας ἤ Θεοπτίας·


κεῖ ἐβίωσε τὴν ἡσυχαστικὴ μέθοδο, δηλαδὴ ἀκολούθησε τὴν «καινὴν καὶ ἀπόρρητον ὁδὸν εἰς οὐρανούς», τὴν «νοητὴν σιγήν»8, διότι «εἰς ἄλλο δὲν ἐκαταγίνετο καὶ ἐσχόλαζε, πάρεξ εἰς τὴν θεωρίαν, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν, θεοπτίαν τοῦ Θεοῦ»6 .


῾Η Πάναγνος Μαριάμ, ἑρμηνεύουν οἱ ῞Αγιοι, κατὰ τὸ διάστημα ἐκεῖνο τῶν δώδεκα χρόνων, «ἐπενόησε μίαν πρᾶξιν νοεράν», διότι «διὰ μέσου τῆς τοῦ νοὸς εἰς ἑαυτὸν ἐπιστροφῆς καὶ προσοχῆς καὶ θείας καὶ παντοτεινῆς προσευχῆς, ἑνωθεῖσα ὅλη δι᾿ ὅλου μὲ τὸν ἑαυτόν Της, ὑψώθη ἐπάνω ἀπὸ κάθε εἶδος καὶ σχῆμα·


καὶ ἔτσι κατεσκεύασε μίαν καινούργιαν στράταν εἰς τοὺς οὐρανούς, δηλαδὴ τὴν “νοητὴν σιωπήν”· εἰς ταύτην γὰρ προσκολλήσασα τὸν νοῦν Της, ἀναβαίνει ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα καὶ βλέπει δόξαν Θεοῦ τελειοτέραν ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν·


καὶ ὁρᾷ θείαν Χάριν, ἥτις δὲν καταλαμβάνεται τελείως ἀπὸ τὴν αἴσθησιν, ἀλλὰ εἶναι ἕνα ἱερὸν καὶ χαριέστατον θέαμα μοναχῶν τῶν καθαρῶν ψυχῶν καὶ ᾿Αγγέλων. Ταύτην δὲ τὴν νοερὰν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν ἡ Θεοτόκος ἐφεῦρεν ἀπὸ λόγου Της καὶ εἰργάσθη καὶ εἰς τοὺς μετὰ ταῦτα παρέδωκεν», γενομένη τῆς «Νοερᾶς Προσευχῆς Διδάσκαλος»9.


Μεγαλύνοντες λοιπὸν τὴν Κυρίαν ἡμῶν Θεοτόκον, ἄς δεώμεθα Αὐτῆς ἀδιαλείπτως καὶ ἄς θυμίζουμε εἰς Αὐτήν, ὅτι «ὅλοι ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ κυρίως αὐτὴν μόνην ἔχομεν Μητέρα ἐν Οὐρανοῖς καὶ ἡμεῖς ὅλοι καυχώμεθα νὰ ὀνομαζώμεθα τέκνα Της» καὶ ὅτι «χωρὶς τὴν μεσιτείαν Αὐτῆς, κανένας, 


οὔτε ῎Αγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, δύναται νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸν Θεόν, ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ μοναχὴ εὑρίσκεται μεθόριον ἀναμεταξὺ τῆς ἀκτίστου καὶ κτιστῆς φύσεως» καὶ τέλος, ὅτι «δὲν εἶναι τινὰς ὅπου νὰ Τὴν ἐπεκαλέσθη μὲ πίστιν καὶ νὰ μὴ τοῦ ὑπήκουσε μὲ εὐσπλαγχνίαν»10.


῾Η ἀκόλουθη ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακὴ διήγησις τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τονίζει καὶ μᾶς ἐνισχύει νὰ καταφεύγουμε μὲ πίστι καὶ ἐλπίδα στὴν φιλανθρωπία τῆς Παναγίας Θεοτόκου.



β. «Δέσποινά μου, εἶδον αὐτὸν ἐν κακοῖς...»


῾Ο μακάριος ᾿Αββᾶς Παῦλος ὁ ἁπλοῦς διηγήθηκε τὸ ἑξῆς γεγονός. Εἶχα ἕναν μαθητή, ὁ ὁποῖος χωρὶς ἐγὼ νὰ τὸ γνωρίζω ἔπεφτε σὲ διάφορες ἁμαρτίες. Συνέβη λοιπὸν καὶ αὐτὸς ἀπέθανε.


Καὶ προσευχήθηκα στὸν Θεὸ ἐκτενῶς, παρεκάλεσα καὶ τὴν ῾Αγίαν Θεοτόκο, νὰ μοῦ φανερωθῆ μὲ ποιούς εὑρίσκεται ἡ ψυχή του μετὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ σῶμα. Πέρασα ἀρκετὲς ἡμέρες στὴν προσευχὴ καὶ τότε ἦλθα σὲ ἔκστασι.


Καὶ βλέπω τὸν μαθητή μου νὰ βαστάζεται ἀπὸ δύο ἀγνώστους καὶ νὰ μὴν ἔχη καμμιὰ ἐνέργεια οὔτε ψυχικὴ οὔτε σωματική, οὔτε ὡμιλοῦσε καθόλου, ἀλλὰ ἦταν ὡσὰν ἀπολιθωμένος. ᾿Εγὼ ἤμουν σὲ μεγάλη ἀγωνία...


Τότε, σὰν νὰ μοῦ ἦλθε θεϊκὴ ἔμπνευσι, θυμήθηκα αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Τὸν μὴ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, δήσαντες αὐτοῦ χεῖρας καὶ πόδας, ἐμβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων»... ῞Οταν συνῆλθα ἀπὸ τὴν ἔκστασι, ἄρχισα νὰ λυποῦμαι ὑπερβολικὰ καὶ νὰ ἀδημονῶ.


῎Εκανα ἐλεημοσύνες τὸ κατὰ δύναμιν ὑπὲρ τῆς ψυχῆς του καὶ Θεῖες Λειτουργίες. Παρακαλοῦσα τὴν ῾Αγίαν Θεοτόκο νὰ ἐλεηθῆ αὐτός. Παρακαλοῦσα ἐπίσης ὑπὲρ αὐτοῦ τὸν φιλάνθρωπο Θεό. Καὶ ἄρχισα νὰ κοπιάζω στὴν ἄσκησι καὶ νὰ ξηροφαγῶ, ἐνῶ εἶχα φθάσει σὲ τόσο βαθὺ γῆρας. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες, βλέπω τὴν Παναγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία μοῦ εἶπε:


«Γιατί λυπεῖσαι καὶ ἀδημονεῖς, παππούλη;». ᾿Εγὼ ἀπάντησα: «Γιὰ τὸν ἀδελφό, Δέσποινά μου, διότι τὸν εἶδα σὲ κακὴ κατάστασι...». Αὐτὴ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε: «᾿Εσὺ δὲν ἤσουν ποὺ παρεκάλεσες, ἐπειδὴ ἤθελες νὰ τὸν ἰδῆς; Νὰ λοιπόν, πληροφορήθηκες...».


Καὶ ἐγὼ εἶπα: «Ναί, σὲ ἱκετεύω, ἐγὼ παρεκάλεσα, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ τὸν ἰδῶ στὴν κατάστασι αὐτή. Διότι σὲ τί μοῦ χρησιμεύει νὰ τὸν ἰδῶ καὶ νὰ κλαίω καὶ νὰ πονῶ;...». Καὶ μοῦ λέγει ἡ ῾Αγία Θεοτόκος: «Πήγαινε...


Γιὰ τὴν ταπείνωσι καὶ τὸν μόχθο καὶ τὴν ἀγάπη σου, ἐγὼ θὰ σοῦ τὸν δείξω ἔτσι, ὥστε νὰ μὴν λυπῆσαι...». Τὴν ἄλλη ἡμέρα εἶδα (σὲ ἔκστασι) πάλι τὸν ἀδελφὸ νὰ ἔρχεται πρὸς ἐμένα περιχαρής, νὰ προχωρῆ μόνος του, νὰ γελάη... Καὶ μοῦ λέγει: «Οἱ πρεσβεῖες σου, πάτερ, ἔκαμψαν τὴν Παναγία Θεοτόκο, διότι σὲ ἀγαπάει ὑπερβολικά...


Καὶ παρεκάλεσε τὸν Σωτῆρα νὰ λυθῶ ἀπὸ τὰ δεσμά, διότι ἤμουν περιεσφιγμένος μὲ τὰ σχοινιὰ τῶν ἁμαρτιῶν μου...». ῞Οταν ὁ ἀδελφὸς εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἐγὼ γέμισα ἀπὸ χαρά. Καὶ ἀμέσως εἶδα τὴν Παναγία Θεοτόκο καὶ μοῦ λέγει: «῎Ελαβες πληροφορία, Γέροντα, ἔστω καὶ τώρα;...».


᾿Εγὼ ἀποκρίθηκα: «Ναί, Δέσποινά μου, καὶ χάρηκα πάρα πολύ, διότι εἶδα αὐτὸν νὰ εἶναι σὲ ἄνεσι...». ᾿Εκείνη μοῦ ἀπάντησε: «Πήγαινε λοιπὸν καὶ νὰ θυμᾶσαι πάντοτε τὸν ἀδελφὸ μὲ προσευχές, μὲ ἐλεημοσύνες καὶ μὲ Θεῖες Λειτουργίες... Διότι βοηθάει ὑπερβολικὰ τοὺς κοιμηθέντας ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ Λειτουργία»11




1. Μεγαλυνάριον, 20 Νοεμβρίου.

2. Κοντάκιον Εἰσοδίων Θεοτόκου.

3. ῾Αγίου ᾿Ανδρέου Κρήτης, PG τ. 97, στλ. 817D.

4. Αὐτόθι, στλ. 880C.

5. Αὐτόθι, στλ. 832Β.

6. ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, Κῆπος Χαρίτων, σελ. 195α, 196α, ἐκδόσεις Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1979.

7. ῾Αγίου ᾿Ανδρέου Κρήτης, ἔνθ᾿ ἀνωτ., στλ. 876Α.

8. ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΕΠΕ τ. 11, ῾Ομιλία ΝΓ᾿, §§ 51 καί 59, Θεσσαλονίκη 1986.

9. ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 195β-196α καί σελ. 215β.

10. ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, ᾿Αόρατος Πόλεμος, σελ. 176, Μέρος Α᾿, § ΜΘ᾿, ἐκδόσεις «ΦΩΣ», ᾿Αθῆναι 1977.

11. Τό Μέγα Γεροντικόν - Θεματική Συλλογή, τ. Δ᾿, σελ. 348-351, Κεφάλαιον ΙΗ᾿, § 32, νεοελλην. ἀπόδ. ἡμετ., ἔκδοσις ῾Ιεροῦ ῾Ησυχαστηρίου Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999.



Εκ της Ιστοσελίδας της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου