Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Ο ΘΕΟΣ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΗΝ ΠIΣΤΗ ΜΑΣ

 


''Ἡ ἐπιμονή δείχνει ταπείνωσι, ὑπακοή· 

ἂν ὁ Κύριος ἀργῇ νά μοῦ ἀπαντήσῃ, ἐκεῖνος

 ξέρει τό γιατί, ἐγώ ἂς μάθω νά τόν περιμένω·

 κι ἂν ἐκεῖνος κρίνῃ ὅτι δέν πρέπει νά μοῦ 

ἱκανοποι­ήσῃ τό αἴτημα, ὑποτάσσομαι στό

 θέλημά του· ἐγώ «καί ἐν τῷ μή λαβεῖν ἔλαβον».

  Ἐπιμονή λοιπόν στίς δεήσεις μας. «Κύριε, 

ἐλέησον» ὄχι μιά φορά ἀλλά πολλές. Εἶνε 

μερικοί Χριστιανοί πού λένε· Προσευχήθηκα, 

πα­ρακάλεσα τό Θεό, μά δέν βλέπω τίποτε… 

Αὐ­τοί εἶνε οἱ ὀλιγόπιστοι καί ἀνυπόμονοι''.


(Ομιλία την Κυριακή της Χαναναίας)




«Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! 
γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. 
καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐ­τῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» 
(Ματθ. 15,28)


Δυστυχισμένη, ἀγαπητοί μου, πολὺ δυσ­τυχισμένη ἦταν ἡ μητέ­ρα ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐ­αγγέλιο (βλ. Ματθ. 15,21-28). Ἀλλ᾽ ἂς δοῦ­με ποιά ἦταν ἡ δυστυχία της, γιὰ νὰ θαυμάσουμε τὴν ὑπομονή της καὶ τὴν πίστι της.


Στὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος, ποὺ συνώρευ­­αν μὲ τὴ χώρα τοῦ Ἰσραήλ, κατοι­κοῦ­σαν ἀλ­λόφυλοι καὶ ἀλλόθρησκοι – εἰδωλο­λάτρες. Ἐ­κεῖ ζοῦσε καὶ ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐ­αγ­γελίου. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀκοῦμε νὰ τὴ λέει Χαναναία, λέξι ποὺ δείχνει τὸ θρήσκευ­­μά της, ἀπὸ τὴν παλαιὰ θρησκεία τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς Χαναάν, προτοῦ νὰ ἐγκαταστα­θῇ στὴν Παλαιστίνη ὁ Ἰσραηλικὸς λαός.


ἄλ­λος εὐ­αγγελιστὴς ποὺ περιγράφει τὸ ἴδιο περι­στατι­κὸ λέει, ὅτι αὐτὴ ἦταν «ἑλληνίς, Συροφοινί­κισσα τῷ γένει» (Μᾶρκ. 7,26), δηλαδὴ εἰδωλο­λά­τρισσα καταγομένη ἀπὸ τὴ Φοινίκη, παραλιακὴ πόλι τῆς Συρίας ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἡ ξένη αὐ­τὴ γυναίκα ἔμαθε, ὅτι στὰ μέρη ἐκεῖνα βρίσκεται ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Δείχνει λοιπὸν μεγάλο ἐνδιαφέρον νὰ τὸν συν­αντήσῃ.


Βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀνάγκη. Εἶχε μία κόρη, ἡ ὁποία εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ φοβε­ρὴ ἀσθένεια· τὴν εἶχε καταλάβει δαιμόνιο, ποὺ πολὺ τὴν ταλαιπωροῦσε, τὴν τά­ραζε καὶ τὴν ἔ­κανε νὰ φαίνεται σὰν νεκρή. Ποιός ξέρει καὶ τί δὲν θὰ εἶχε μεταχειριστῆ αὐτὴ ἡ μάνα γιὰ νὰ θεραπευθῇ τὸ κορίτσι της· καὶ φάρμακα θ᾽ ἀγόρασε, καὶ γιατροὺς θὰ συμβουλεύτηκε, καὶ σὲ μάγους ἀκόμη θὰ εἶχε προστρέξει (ἡ θρησκεία της δὲν τὸ ἀπηγόρευε).


λλὰ οὔτε τὰ φάρμακα, οὔτε οἱ γιατροί, οὔτε οἱ μάγοι, οὔτε τίποτε ἄλ­λο δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ θεραπεύ­σῃ τὴ θυγατέρα. Τὸ δαιμόνιο εἶ­χε φωλιάσει μέ­σα της, στὸ σῶμα καὶ στὴν καρδιὰ τῆς κόρης, καὶ δὲν ἐννοοῦσε νὰ βγῇ. Πάνω σ᾽ αὐτὴ τὴ θλιβερὴ κατάστασι ἡ δυσ­τυχισμέ­νη μάνα ἀκούει, ὅτι στὴ γειτονικὴ χώρα, κοντὰ στὰ μέρη τους, βρίσκεται τώρα ὁ Χριστός. Ἀπὸ τὴ φήμη του, ὅσα διαδίδονταν γύρω ἀπ᾽ τὸ ὄνομά του, πιστεύει μὲ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς ἔ­χει τὴ δύναμι νὰ θεραπεύσῃ τὸ κο­ρίτσι της. Ἀμέσως λοιπὸν ξεκι­νᾷ.


Βγαίνει ἀπὸ τὴ χώρα της, πεζοπορεῖ, ρωτάει παν­τοῦ κι ἀναζητεῖ τὸ Χριστό. Ἐ­πὶ τέλους τὸν βρίσκει. Κι ὅταν τὸν ἀντικρύζει πλησιάζει καὶ μὲ φωνὴ δυνατὴ –εἶνε ἡ φωνὴ τῆς πονεμένης μάνας– τοῦ λέει ἀμέσως τὸν πόνο της· «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονί­ζεται» (Λουκ. 15,22). Προσέξατε; Αὐτὴ ἡ εἰδωλολάτρισσα μιλάει σὰν πιστὴ Ἰσραηλίτισσα, τὸν ὀνομάζει «υἱὸν Δαυΐδ». Αὐτὸ τί σημαίνει· ἀρνεῖται τὴν ψευδῆ θρησκεία της, δηλώνει πίστι σ᾽ αὐτόν, προσ­φεύγει μὲ πλήρη βεβαιότητα στὸν μόνο Σω­τῆ­­ρα τοῦ κόσμου.


Τί διαφορά! Τὴ στιγμὴ ποὺ ἄν­θρωποι τοῦ Ἰσραήλ (οἱ γραμματεῖς, φαρισαῖ­οι, πρεσβύτεροι, ἀρχιερεῖς) τὸν ἀμφισβητοῦσαν καὶ τὸν ὑπονόμευαν, μία ἐθνικὴ γυναίκα τὸν ἀναγνωρίζει καὶ τὸν προσκυνᾷ. Κλαίει, φωνάζει καὶ παρακαλεῖ νὰ τὴν ἐλεήσῃ ὁ Ἰησοῦς, γιατὶ ἡ κόρη της πάσχει καὶ ταλαιπωρεῖται πολὺ ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Παραδόξως ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του, δὲν τῆς λέει οὔτε μιὰ λέξι. Περίεργο πρᾶγμα! Ἐκεῖνος ποὺ τόσο συμπόνεσε τοὺς δυστυχισμένους, ἐκεῖ­νος ποὺ «ἔκλαιε μετὰ κλαιόν­των» ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (῾Ρωμ. 12,15), ἐ­κεῖνος ποὺ ἄλλοτε καὶ χωρὶς νὰ τὸν παρακα­λέσουν ἔ­κανε τόσα καλά, πῶς τώρα σιωπᾷ;


σιωπή του ξενίζει ἀκόμη καὶ τοὺς μαθητάς του, οἱ ὁποῖοι τολμοῦν καὶ παρεμβαίνουν. Ἑνώνουν καὶ αὐτοὶ τὴν παράκλησί τους μὲ τὴν πα­ράκλησι τῆς μητέρας καὶ λένε· –Σὲ παρα­καλοῦμε, κάν᾽ της αὐτὸ ποὺ ζητάει καὶ ἄσ᾽ την νὰ πάῃ στὸ καλό, γιατὶ μᾶς ἀκολουθεῖ καὶ κράζει ἐνοχλητικά. Καὶ ὁ Χριστὸς ἀνοίγει μὲν τὸ στόμα του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς λυπήσῃ πιὸ πολὺ καί, ἐνῷ καὶ ἡ γυναίκα ἀκούει, τοὺς ἀ­παντᾷ· –Ἐγὼ ἦρθα γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖ­τες, γιὰ νὰ βροῦν αὐτοὶ τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας (καὶ ἄφηνε νὰ νοηθῇ, ὅτι γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς δὲν ἐνδιαφέρεται). Ἡ γυ­ναίκα ἀκούει τὴν ἀπάντησι, μὰ δὲν ἀ­πογοητεύεται· ἔχει μεγάλη βεβαιότητα ὅτι στὸ τέλος θὰ πάρῃ αὐτὸ ποὺ ζητάει.


ρχεται λοιπὸν μπροστά του, πέφτει προσκυνᾷ καὶ λέει· –Κύριε, βοήθα με. Ὁ Χριστὸς πά­λι ἀρνεῖται· –Δὲν εἶνε καλὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ ποὺ ἔχω γιὰ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ τὸ ῥίξω στὰ σκυλάκια (παιδιά μου, ἐννοεῖ, εἶνε μόνο οἱ Ἰσ­ραηλῖ­τες· ἐσεῖς οἱ εἰ­δωλολάτρες, ποὺ ἡ ζωή σας εἶ­νε ἀκάθαρτη, εἶ­στε σὰν τὰ σκυλιά). Νέα προσβολή· σκυλὶ τὴ λέει τὴ Χαναναία ὁ Χριστός. Μὰ αὐτὴ οὔτε τώρα ἀγανακτεῖ· δὲν φεύ­γει. Ἀλλὰ τί ἀπαντᾷ· –Ναί, Κύριε· ἀναγνωρίζω πὼς δὲν εἶμαι σὰν τὰ παιδιά σου τοὺς Ἰσρα­ηλῖ­τες. Ζῶ σὰν τὸ σκυλί. Ἀλ­λὰ μὴ λησμονεῖς, διδάσκαλε, ὅτι τὰ σκυλιὰ κά­τι τρῶνε κι αὐτὰ ἀ­πὸ τὸ τραπέζι τοῦ ἀφέντη τους· ὅ,τι ψίχουλα περισσέψουν, εἶνε δικά τους.


Κἐ­γὼ δὲν ζητῶ τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός σου. Τότε πλέον ὁ Χριστὸς ἀ­φήνει αὐτὴ τὴ στάσι (ποὺ τηροῦσε σκοπίμως, γιὰ νὰ διδάξῃ τοὺς ἀκούοντας) καὶ τῆς ἀπαν­τᾷ· –«Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις» (Ματθ. 15,28). Καί, τὴ στι­γμὴ ποὺ ἔλεγε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Χριστός, τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ κόρη τῆς Χαναναίας ἔγινε καλά. Αὐτὸ εἶνε τὸ θαῦμα, ἀγαπητοί μου· καὶ πολ­λὰ ἐπ᾽ αὐτοῦ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε. Ἕνα ὅμως θὰ τονίσω σήμερα· ὅτι πρέπει νὰ ἐπιμένουμε πολὺ στὶς προσευχές μας. 


Χωρὶς τὴν ἐπιμονή της ἡ Χαναναία δὲν θὰ ἔπαιρνε τὴ θεραπεία τῆς κόρης της. Παρακάλεσε μία καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές, χωρὶς ν᾽ ἀπογοητευ­θῇ· ἐπέμενε, καὶ στὸ τέλος νίκησε. Ἂν ἦταν καμμιὰ ἄλλη ψυχή, δὲν θ᾽ ἀνεχόταν τὴν προσβολή· στὴν ἄρνησι τοῦ Χριστοῦ θὰ σηκωνόταν καὶ θά ᾽φευγε θυμωμένη. Ἀ­κοῦς ἐκεῖ, θά ᾽λεγε· πῆγα σ᾽ αὐτὸν καὶ μὲ εἶπε σκυλί· ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶν᾽ αὐτός;… Ἄχ πόσοι καὶ πόσοι τὸ κάνουν αὐτὸ σήμερα! Πηγαίνουν στὸν ἐξομολόγο.


Καὶ μόλις ἐκεῖ­νος τοὺς δώσῃ ἕνα κανόνα, τοὺς βά­λῃ ἐπιτίμιο καὶ δὲν τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ κοινωνήσουν, ἀντὶ νὰ κατηγορήσουν τὸν ἑαυτό τους ποὺ ἔγινε ἄξιος τοῦ ἐπιτιμίου, αὐτοὶ κατηγοροῦν τὸν πνευματικὸ ὡς ἀνεπαρκῆ, ὡς ἀδέξιο, ὡς βάρ­βαρο, ὡς ἀγράμματο… Πηγαίνουν οἱ ἄλλοι νὰ ἐκκλησιαστοῦν καὶ μόλις ἀκούσουν τὸν ἱεροκήρυκα νὰ ἐλέγξῃ τὴν κακία, ἀμέσως ὀργίζονται, φεύγουν, καὶ βρίζουν τὸν ἱεροκήρυκα. Δὲν βλέπουν τὰ πάθη ποὺ τοὺς ἔχουν περισφίξει, δὲν καταλαβαί­νουν ὅτι πρέπει νὰ τὰ πολεμήσουν. Ἐνῷ ἡ Χαναναία τί; Τὴν ὠνόμασε σκυλί, καὶ δὲν θύμωσε! Γιατί; Διότι ἡ προσευχή της εἶχε ἕνα μεγάλο προσόν. Ποιό προσόν;


Εἶχε ἐπιμονή. Εἶχε ἀπόφασι ὁπωσδήποτε νὰ ἑλκύσῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως ὁ ζητιᾶνος δὲν ξεκολλάει ἀπὸ τὴν πόρτα ἕως ὅ­του τοῦ δώσουν ἕνα ξεροκόμματο, ἔτσι καὶ ἡ Χαναναία δὲν ἐννοοῦσε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ Χριστό, ἕως ὅτου Ἐκεῖνος ὄχι ἕνα ἁπλὸ ψίχουλο τῆς ἔδωσε, ἀλλὰ ἔκανε τὸ μεγάλο θαῦμα. Ἡ ἐπιμονὴ δείχνει πίστι – ἐμπιστοσύνη· ὁ Κύ­ριος ὑπάρχει, μ᾽ ἀκούει, θὰ μοῦ ἀπαντήσῃ, θὰ μοῦ δώσῃ αὐτὸ ποὺ ἔχω ἀνάγκη! Ἡ ἐπιμονὴ δείχνει ὑπομονή, ἀντοχή, μακρο­θυμία· δὲν εἶμαι ἀνυπόμονος, δὲν βιάζομαι, μπορῶ νὰ περιμένω, δὲν ἐξαντλοῦνται οἱ δυνάμεις μου, ἔχω ἀπόθεμα δυνάμεως.


ἐπιμονὴ δείχνει ταπείνωσι, ὑπακοή· ἂν ὁ Κύριος ἀργῇ νὰ μοῦ ἀπαντήσῃ, ἐκεῖνος ξέρει τὸ γιατί, ἐγὼ ἂς μάθω νὰ τὸν περιμένω· κι ἂν ἐκεῖνος κρίνῃ ὅτι δὲν πρέπει νὰ μοῦ ἱκανοποι­ήσῃ τὸ αἴτημα, ὑποτάσσομαι στὸ θέλημά του· ἐγὼ «καὶ ἐν τῷ μὴ λαβεῖν ἔλαβον» (P.G. 63,579). Ἐπιμονὴ λοιπὸν στὶς δεήσεις μας. «Κύριε, ἐλέησον» ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλές. Εἶνε μερικοὶ Χριστιανοὶ ποὺ λένε· Προσευχήθηκα, πα­ρακάλεσα τὸ Θεό, μὰ δὲν βλέπω τίποτε… Αὐ­τοὶ εἶνε οἱ ὀλιγόπιστοι καὶ ἀνυπόμονοι.


λλὰ ὁ Χριστὸς θέλει νὰ δοκιμάσῃ τὴν πίστι μας. Νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος, ὅταν δῇ ὅ­τι ἡ πίστι εἶνε ῥιζωμένη βαθειὰ στὴν καρδιά μας, ὅτι ζητοῦμε θεάρεστα πράγματα κι ὅτι ἐπιμένουμε στὶς παρακλήσεις μας, θὰ μᾶς ἀ­κού­σῃ καὶ θὰ μᾶς δώσῃ ὅ,τι εἶνε τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Χρειάζεται μόνο ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ μεγάλη. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ εἰσάκουσε τὴν προσευχὴ τῆς Χαναναί­ας, ἐκεῖνος ποὺ εἰσάκουσε τὶς προσ­ευχὲς τῶν ἁγίων, θ᾽ ἀκούσῃ καὶ τὶς δικές μας προσ­ευχές. Ἂς ζητοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὸ Θεὸ πνευματι­κὰ ἀγαθά· πίστι, ἐλπίδα, ἀγάπη· ἂς ζητοῦμε εἰρήνη. Ἂς τὸν παρακαλοῦμε γιὰ τὰ παιδιά μας καὶ τοὺς φίλους μας.


Κ᾽ ἐκεῖνος σὲ καιρὸ κατάλληλο θὰ στεί­λῃ τὴ βοήθειά του, γιατὶ αὐτὸς εἶπε· «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀ­νοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑ­ρί­σκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Ματθ. 7,7-8).


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπό τό χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σέ ἄγνωστο
 ἱ. ναό τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας 
καί πιθανῶς τήν 6-2-1938
Ἀνάγνωσις, μεταφορά σέ ἁπλῆ γλῶσσα, στοιχειοθεσία καί ἀναπλήρωσις
 31-12-2020. Εκ του ιστολογίου: augoustinos-kantiotis.gr
Επιμέλεια, παρουσίαση 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου