Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ
Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου προϋποθέτει τὴν ἀνακαίνισή του. Ἡ Ἐκκλησία πρεσβεύει τὴν καθολικὴ ἀλήθεια ὄχι μόνο στὸν χῶρο τῆς δογματικῆς ἀλλὰ καὶ στὸν χῶρο τῆς ἡθικῆς, διασφαλίζοντας ἔτσι καὶ τὴν καθολικὴ καταξίωση καὶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου. Ὁ Χριστιανισμὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἔχει ὑπαρξιακὸ χαρακτήρα. Ὁλόκληρος ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ νοοτροπία μας, ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία μας, κατευθύνουν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὰ ἔξω. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Κάθε δώρημα τοῦ Θεοῦ ἔχει δυναμικὸ χαρακτήρα. Τὸ σῶμα εἶναι καλὸ καὶ δεκτικό τῆς ἀνακαινιστικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὁ Χριστός, ἡ τελείωσις, ἡ θέωσις, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυχή, τὸ σῶμα, ἡ ἄσκησις.
Ἡ προσέγγισή της ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀληθείας γιὰ τὸν ἄνθρωπο προϋποθέτει μεγάλο σεβασμὸ ἀπέναντί του. Ἀντιθέτως οἱ θεωρίες πού προβλήθηκαν κατὰ τοὺς νεώτερους χρόνους γιὰ τὴν προέλευση καὶ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου,ὅπως καὶ οἱ πρακτικὲς πού ἐφαρμόσθηκαν καὶ ἐφαρμόζονται ἀπέναντί του ὄχι μόνο κατὰ τὴν περίοδο τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων ἀλλὰ καὶ ἐφεξῆς μέχρι σήμερα,φανερώνουν φοβερὴ ὑποτίμηση καὶ περιφρόνηση τοῦ προσώπου του. Παράλληλα οἱ μεγαλόστομες διακηρύξεις γιὰ τὴν ἀξία καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου,ὅπως καὶ οἱ γιγάντιες προσπάθειες πού καταβάλλονται γιὰ τὴν αὐτοθέωσή του, ὄχι μόνο δὲν δικαιώνουν τὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ τὸν ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο καὶ αὐτοκαταστροφή. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη καὶ ἀφυπνιστικὴ στὴν ἐποχή μας.
Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, σύγχρονος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ εἰσηγητὴς τοῦ ἡσυχαστικοῦ κινήματος στὴν Βουλγαρία, γράφει: « Ἐὰν μὴ γνῶμεν οἵους ἡμᾶς ἐποίησεν ὁ Θεός, οὐκ ἐπιγνωσόμεθα οἵους ἐποίησεν ἡ ἁμαρτία». Ἂν δηλαδὴ δὲν μάθουμε, πόσο σπουδαίους μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, δὲν θά καταλάβουμε σὲ ποιὸ κατάντημα μᾶς ὁδήγησε ἡ ἁμαρτία. Καὶ γιὰ νὰ μάθουμε πόσο σπουδαίους μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, πρέπει νὰ γνωρίσουμε αὐτὰ πού ἐκεῖνος ἀποκάλυψε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Προπαντὸς ὅμως πρέπει νὰ γνωρίσουμε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποκαλύπτει τὸν τέλειο ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ὁ σύγχρονος ἐκκοσμικευμένος χριστιανὸς ἀκόμα, συμβιβάζεται συνήθως μὲ τὴν ἐμπειρικὴ καταστασή του.
Τὴν θεωρεῖ φυσικὴ καὶ ἀγνοεῖ τὴν ἀλλοτρίωσή του. Ἡ ὑποταγή του στὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι νόμος φθορᾶς καὶ θανάτου, τὸν ἀπονεκρώνει πνευματικά, τὸν ἐγκλωβίζει στὴν ἀτομικότητά του καὶ καθιστᾶ ἀδύνατη τὴ διάνοιξή του στὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, πού τὸν καθιστᾶ ἀληθινὸ πρόσωπο. Βέβαια ἡ ἀγάπη εἶναι ἔμφυτη στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ ἡ ἔμφυτη αὐτὴ ἀγάπη βρίσκεται ἐγκλωβισμένη στὴν φιλαυτία του. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔδωσε ὡς πρωταρχικὴ ἐντολὴ στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀγάπη: ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Χωρὶς τὴν διάνοιξη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, πού πραγματοποιεῖται μὲ τὴν τήρηση τῆς πρωταρχικῆς αὐτῆς ἐντολῆς, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ καταξιωθεῖ καὶ νὰ τελειωθεῖ ὡς πρόσωπο.
Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπιβάλλουν στὸν ἄνθρωπο πράγματα ξένα πρὸς τὴν φύση του. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ οἱ θεῖες ἐντολὲς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τηρηθοῦν μόνο μὲ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἡ ἀποσκίρτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ ἡ ὑποταγή του στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου τὸν ἐξέτρεψαν ἀπὸ τὴν κατὰ φύση ζωὴ καὶ τὸν κατέστησαν φίλαυτο καὶ ἐγωκεντρικό. Γι’ αὐτὸ ἀδυνατεῖ νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές, σύφωνα μὲ τὶς ὁποῖες θά λειτουργοῦσε ἡ αὐθεντικὴ φύση του, ὅπως αὐτὴ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου προϋποθέτει τὴν ἀνακαίνισή του. Ἡ ἀνακαίνιση αὐτὴ δὲν εἶναι ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γίνεται προσιτὴ στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. Γι’ αὐτὸ χρειάζονται τὰ δύο αὐτὰ πράγματα. Μὲ τὴν μετάνοια ἐπιστρέφει ὁ ἄνθρωπος στὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποσκίρτησε, καὶ μὲ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν ἐπανατόποθετεῖται στὴν κατὰ φύση πορεία τῆς ζωῆς του.
Σὲ αὐτὴν τὴν πορεία ζωῆς καλεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, πού κορυφώνεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἐνανθρώπησή του. Ὁλόκληρο τὸ ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας, ὅπως καὶ κάθε ἐπιμέρους πτυχή του, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀναφέρεται στὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι ὁλόκληρη ἡ Χριστολογία γίνεται καὶ ἀνθρωπολογία, γιατί παρουσιάζει τὸν αὐθεντικὸ ἄνθρωπο καὶ διανοὶγει τὴν προοπτική τῆς τελειώσεώς του. Γίνεται ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ δείκτης τῆς ἀσύλληπης τελειώσεώς του, πού ταυτίζεται μὲ τὴν θέωσή του.
Τὸ διπλὸ ὁμοούσιο τοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεοῦ μὲ τὴν Θεότητα καὶ ὡς ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, προσφέρει τὴν βάση καὶ τὴν προοπτική της αὐθεντικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν πνευματικὸ χῶρο τῆς τελειώσεως καὶ τῆς θεώσεώς του, πού εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία. Αὐτή, ὡς «κοινωνία θεώσεως», εἶναι ὁ μοναδικὸς χῶρος γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ μοναδικὸς χῶρος, μέσα στὸν ὁποῖο κερδίζει ὁ ἄνθρωπος τὴν τέλεια καὶ ἀκατάλυτη ὑπόστασή του.
Ἀνακεφαλαιώνοντας ὁ Χριστὸς στὸ σῶμα του ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ καθιστώντας τοὺς πιστοὺς μέλη τοῦ σώματός του, τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαθιστᾶ τὴν ὁμοουσιότητα τῆς ἀνθρωπότητας, τὴν ὁποία καὶ καλοῦνται νὰ φανερώσουν οἱ πιστοὶ ἔμπρακτα στὴ ζωή τους μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι, ὅπως ἡ ἄρνηση τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ δογματικὴ αἵρεση, ἔτσι καὶ ἡ ἄρνηση τῆς ἀποδοχῆς καὶ βιώσεως τοῦ ὁμοουσίου τῆς ἀνθρωπότητας ἀποτελεῖ ἡθικὴ αἵρεση. Ἡ ἀγάπη πού διαιρεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ δὲν συμπεριλαμβάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους μαζὶ μὲ τοὺς ἐχθρούς δὲν εἶναι ὀρθόδοξη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρεσβεύει τὴν καθολικὴ ἀλήθεια ὄχι μόνο στὸν χῶρο τῆς δογματικῆς ἀλλὰ καὶ στὸν χῶρο της ἡθικῆς, διασφαλίζοντας ἔτσι καὶ τὴν καθολικὴ καταξίωση καὶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου.
Ὁ Χριστιανισμὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Τὸν καλεῖ νὰ γὶνει συνοδοιπόρος καὶ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀποτελεῖ κάποια ἡθικὴ ἡ κοινωνικὴ διδασκαλία. Οὔτε πάλι εἶναι ἁπλῶς κάποια θρησκεία, ἀλλὰ συνδέεται ἄρρηκτα καὶ συνυφαίνεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ καὶ κατὰ Χριστὸν ζωή. Ὁ χριστιανὸς βαπτίζεται, γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ συμπορευθεῖ μαζί του· γιὰ νὰ γίνει μέτοχος τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ζήσει ὡς μιμητής του. «Ὡς οὖν ἐκεῖνος ἐβίω καὶ ἀπεβίω, καὶ ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη, οὕτω καὶ ἡμεῖς ζῶμεν καὶ ἀποθνήσκομεν καὶ ἀναστησόμεθα πάντες· τῆς δὲ ἀναλήψεως οὐ πάντες τευξόμεθα, ἀλλ’ ὅσοις τὸ ζῆν Χριστός ἐστι, καὶ τὸ δι’ αὐτὸν ἀποθανεῖν κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θἀνάτου τὴν ἁμαρτίαν διὰ μετανοίας καὶ τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας ἐσταύρωσαν».
Ἀξίζει ἰδιαίτερα νὰ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅπως ἀναφὲρεται καὶ στὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἡ συμπόρευση μὲ τὸν Χριστὸ δὲν φθάνει μόνο ὡς τὸν σταυρὸ ἤ τὴν ἀνάσταση, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ στὴν ἀνάληψη, πού ἀνυψώνει τὸν ἄνθρωπο στὴν αἰώνια δόξα καὶ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἄλλωστε πραγματοποιεῖται καὶ ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Ἐκεῖ πραγματοποιεῖται καὶ ἡ κοινωνία «πάσης τῆς θεοειδοῦς ζωῆς».
Ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁδὸ τῆς τελειώσεως καὶ τῆς θεώσεώς του ἀρχίζει μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἐκκλησία. Ἡ συμβατικοποίηση ὅμως τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, πού συνδέεται καὶ μὲ τὴν ἀνεύθυνη ἀντιμετώπιση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ ἀπὸ τοὺς ἀναδόχους, μεταθέτει τὴν ἐνεργοποίηση τῆς εἰσόδου τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁδὸ τῆς τελειώσεως σὲ ὠριμότερη φάση τῆς ζωῆς του ἡ καὶ στὴν πλήρη ἐγκατάλειψή της. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, ὅπου τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον ἔχει χαλαρὴ συνήθως σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ χριστιανικὲς ἀρχὲς δὲν ἰσχύουν ὡς κοινωνικὰ αὐτονόητα.
Σήμερα εἶναι ἔντονος ὁ ἀποπροσανατολισμὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ σπάνια ἡ ἀποδοχὴ καὶ βίωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Τὰ ἐνδιαφέροντα τῆς σύγχρονης κοινωνίας εἶναι ὑλιστικὰ καὶ εὐδαιμονιστικά. Ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἐντολὲς του παραμερίζονται ἤ καὶ εὐτελίζονται. Ἡ σαρκικὴ ζωὴ καὶ τὰ ἰδιοτελῆ συμφέροντα ἀπολυτοποιοῦνται. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου διασκορπίζεται στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, προσκολλᾶται στὰ πράγματα καὶ παραλύει. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἐσωτερικὰ ἀκυβέρνητος καὶ περιέρχεται σὲ νοσηρὴ πνευματικὴ κατάσταση, πού χρειάζεται ριζικὴ θεραπεία.
Γιὰ τὴ θεραπεία αὐτὴ χρειάζεται νὰ αὐτοσυγκεντρωθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἐπιστρέψει ἐκεῖ, ἀπὸ ὅπου ἀποσπάστηκε. Νὰ ἐπιστρέψει στὴν καρδιά του, δηλαδὴ στὸ κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεώς του. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν περιφρονεῖ τὸ σῶμα. Δὲν τὸ ἀποστρέφεται, ἀλλὰ τὸ σέβεται καὶ τὸ τιμᾶ. Δὲν ἀκοῦς, ἀδελφέ μου, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, τὸν ἀπόστολο πού λέει ὅτι «τὰ σώματα ἡμῶν ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστι», καὶ ὅτι «οἶκος Θεοῦ ἡμεῖς ἐσμεν», καὶ ὅτι λέει ὁ Θεὸς «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός»;
Ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἔχει ὑπαρξιακὸ χαρακτήρα. Πραγματοποιεῖται μέσα στὸν ἄνθρωπο, στὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του, στὴν βαθιὰ καρδιά του, πού τὴν χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς θρόνο τῆς χὰριτος. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο αὐτὴ τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει καὶ νὰ τὸν προσεγγίσει. Μιὰ σοβαρὴ πλάνη, πού καυτηρίασε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὶς ἀντιλήψεις τῶν ἀντιπάλων του, ἀλλὰ καὶ πού ἑξακολουθεῖ νὰ διαδίδεται σήμερα μὲ τὶς δοξασίες τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, εἶναι ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ ὑψωθεῖ πρὸς κάποιο ὑπερβατικὸ ἀπόλυτο.
Μιὰ πλάνη, πού παρασύρει καὶ ὁρισμένους ἀπληροφόρητους Χριστιανοὺς σὲ ἀντιλήψεις καὶ πρακτικὲς ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Πολλοὶ αἱρετικοὶ καὶ ἀλλόθρησκοι θεωροῦν τὸ σῶμα κακό. Ἡ ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία θεωρεῖ κακὴ μόνο τὴν προσήλωση τοῦ νοῦ στὸ σωματικὸ φρόνημα. Αὐτὴ ἀλλοτριώνει τὸν νοῦ καὶ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο πνευματικὰ παράλυτο. Ἀντίθετα τὸ σῶμα εἶναι καλὸ καὶ δεκτικό τῆς ἀνακαινιστικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γράφει ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἡ Θεότητα ἦταν κοινὴ στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, ἔτσι καὶ στὸ πρόσωπο κάθε πνευματικοῦ ἀνθρώπου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινὴ στὸν ὅλο ἄνθρωπο καὶ θεουργεῖ ὄχι μόνο τὴν ψυχὴ ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα του. Χαρακτηριστικὸ μάλιστα ἐδῶ εἶναι ὅτι γίνεται λόγος καὶ γιὰ ἐπιστροφὴ τοῦ σώματος στὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν ἐξαγιασμὸ πού παρέχει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀναλύοντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, σημειὼνει ὅτι ἡ περιουσία πού πῆρε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ξόδεψε ὁ νεώτερος γιὸς εἶναι πρὸ πάντων ὁ νοῦς. Ὅσο ὁ νοῦς ὑπακούει στὶς ἐντολὲς καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ Πατέρα, παραμένει συγκεντρωμένος καὶ ἔχει τὸν πλοῦτο τῆς φρονήσεως καὶ τῆς διακρὶσεως τῶν πραγμάτων. Ὅταν ὅμως ἀφηνιάσει καὶ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, τότε σκορπίζεται στὶς ποικιλόμορφες ὀρέξεις καὶ ἐπιθυμίες τῶν παθῶν. Μήπως αὐτὸ δένχαρακτηρίζει σήμερα τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἐκκοσμικευμένουΧριστιανοῦ;
Ἡ γενικευμένη ἐξωστρέφεια τῆς ἐποχῆς μας, ἡ στροφὴ δηλαδὴ πρὸς τὸν ἔξω κὸσμο καὶ ἡ προσήλωση σὲ αὐτόν, ὄχι μόνο δὲν ἀποδοκιμάζεται, ἀλλὰ καὶ θεωρεῖται σπουδαία ἀρετή. Ἀντίθετα ἡ ἐσωστρέφεια, ἡ στροφὴ δηλαδὴ πρὸς τὸν ἔσω κόσμο, πρὸς τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ἀντιμετωπίζεται ὡς νοσηρότητα καὶ ὀπισθόδρόμηση. Ἰδιαίτερα μάλιστα στὴ δημόσια ζωὴ ἀκοῦμε κάθε τόσο νὰ ἐξορκίζεται ἡ ἐσωστρέφεια ὡς ἀρνητικὸ καὶ νοσηρὸ φαινόμενο πού πρέπει νὰ ἐξαλειφθεῖ καὶ νὰ δώσει τὴν θέση της στὴν ἐξωστρέφεια.
Ἀλλὰ καὶ γενικότερα ὁλόκληρος ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ νοοτροπία μας, ἡ ἐπιστὴμη καὶ ἡ τεχνολογία μας, κατευθύνουν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὰ ἔξω· τὸν ἐξωθοῦν πρὸς τὸν κόσμο, τὰ πράγματα, τὰ χρήματα, τὴν κατανάλωση, τὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων. Μερικὰ ἀπὸ τὰ νέα συνθήματα, πού προβλήθηκαν σὲ μεγάλα ἐμπορικὰ καταστήματα τῆς Εὐρώπης εἶναι: «Ἀγοράζω, ἄρα ὑπάρχω». «Ἀγόρασέ με, θά ἀλλὰξω τὴ ζωή σου». «Ἀγόρασέ με καὶ πάρε ζωή». Ἔτσι προωθεῖται ἡ πλήρης ὑποταγὴ τοῦ νοῦ στὶς αἰσθήσεις καὶ ἐμπεδώνεται ἡ προσκόλλησή του στὰ πράγματα. Ἐξαφανίζεται ἡ ἡγεμονικὴ θέση του στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ φαλκιδεύεται κάθε πνευματικὴ ἀνάταση γιὰ τὴν τελείωση τοῦ προσώπου.
Γι’ αὐτὸ τὸ πρῶτο πού χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος, ἰδιαίτερα σήμερα, εἶναι ἡ ἐπανεύρεση τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου καὶ ἡ συγκέντρωση τοῦ νοῦ μέσα στὴν καρδιά του. Εἶναι αὐτὸ πού ἔκανε ὁ Ἄσωτος, ὅταν ἔφτασε στὴν ἀπόγνωση: Ἦλθεν «εἰς ἑαυτόν». Ἐπισκέφθηκε τὸν ἑαυτό του. Συνῆλθε καὶ συνειδητοποίησε τὴν πραγματικὴ κατάστασή του. Διαπίστωσε τὸ κατάντημά του. Πόνεσε γι’ αὐτό, καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀθρώπου στὸν Θεὸ προϋποθέτει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ του στὴν καρδιά του. Νοῦς, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγεται καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, πού συνίσταται σὲ λογισμοὺς καὶ νοήματα, ἀλλὰ «καὶ ἡ ἐνεργοῦσα ταῦτα δύναμις, ἥτις καὶ καρδία καλεῖται παρὰ τῆς Γραφῆς».
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, προσέχοντας τὸν ἑαυτό του καὶ παραμένοντας ἔξω ἀπὸ κάθε περισπασμό, ἀναζητεῖ καὶ ἀνυψώνεται μὲ τὴν προσευχὴ στὸν Θεό. Ἔτσι ὁ ἑνιαῖος νοῦς γὶνεται τρισσός, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι ἑνιαῖος, καὶ συνάπτεται μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ πού εἰκονίζει. Καὶ ὅσο περισσότερο ἐπιστρέφει καὶ συγκεντρώνεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου στὴν καρδιά του, τόσο εὐκολότερη καὶ τελειότερη γίνεται ἡ ἀνύψωση καὶ ἡ σύναψή του μὲ τὸν Θεό. «Σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγὼ εἰμι ὁ Θεός», λέει ὁ Ψαλμωδός. Γιὰ νὰ γνωρίσει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἐπιδοθεῖ στὴν ἱερὴ αὐτὴ σχόλη. Ἂν δὲν φροντίσει νὰ ἀφιερώσει κάποιον χρόνο γιὰ νὰ συγκεντρώσει τὸν διασκορπισμένο νοῦ του, ἂν δὲν ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὶς πολλαπλὲς μέριμνες καὶ φροντίδες τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἂν δὲν ἡσυχάσει καὶ δὲν αὐτοσυγκεντρωθεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Στὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας στέκεται καὶ κτυπάει ὁ Χριστός, περιμένοντας νὰ τὸν ἀκούσουμε.
Γιὰ νὰ ἀκούσουμε ὅμως τὸ ἀρχοντικὸ κτύπημά του, χρειαζόμαστε ἡσυχία καὶ προσοχή. Χρειαζόμαστε αὐτά, πού μὲ τόση φροντίδα καὶ δύναμη καλλιεργοῦσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅπως καὶ ὅλος ὁ ὀρθόδοξος ἡσυχασμός. Ἂν ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, κατανοεῖ καὶ τὸν δυσερμήνευτο λόγο τοῦ ὁσίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου: «Ἀγάπησον τὴν ἀργίαν τῆς ἡσυχίας, ὑπὲρ τὸ ἐμπλῆσαι πεινώντας ἐν κόσμῳ καὶ ἐπιστρέψαι πολλὰ ἔθνη εἰς προσκύνησιν τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἡσυχασμὸς δὲν ἀποτελεῖ κάποια περιθωριακὴ ἡ καιρικὴ ἐκδήλωση τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ἀλλὰ βασικὴ καὶ διαχρονικὴ ἐπιδίωξή του. Καὶ ἡ ἡσυχία δὲν ἔχει καμία οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὴν ἀδράνεια ἤ τὴν ἀργία. Ἡ σχέση της μὲ τὶς καταστάσεις αὐτὲς εἶναι καθαρῶς ἐξωτερική, γιατί συνδέεται ὡς ἕνα βαθμὸ μὲ τὴν κατάπαυση τῶν σωματικῶν ἔργων.
Ὁ ἡσυχασμὸς ὅμως ἀποτελεῖ κατεξοχὴν ἐνεργητικὴ κατάσταση, πού γίνεται μὲ κόπο καὶ σπουδὴ στὸ ἐσωτεριὸ τοῦ ἀνθρώπου· ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀπερίσπαστη τήρηση τῆς πρώτης καὶ μεγάλης ἐντολῆς, τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ «ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ καὶ ἐν ὅλη τῇ ψυχὴ καὶ ἐν ὅλη τῇ διανοία». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ κάθε Χριστιανὸς πού θέλει νὰ τηρήσει κατὰ τὸν πληρέστερο τρόπο τὴν ἐντολὴ αὐτή, πού ἀποτελεῖ τὸ ἐφαλτήριο γιὰ τὴν τήρηση ὅλων τῶν ἄλλων ἐντολῶν, πρέπει νὰ λαμβάνει ὑπόψη του τὴν παράμετρο αὐτή. Μὲ τὴν περισυλλογὴ τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἐξέταση τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου ἀρχὶζει ὁ ἄνθρωπος νὰ διαπιστώνει τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀποκρουστικοῦ προσωπείου, πού δημιουργεῖται μὲ τὴν παρουσία τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν ἀπομακρὺνει ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ διαπίστωση αὐτὴ θλίβει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν παρακινεῖ στὴν ἀπόρριψη τοῦ προσωπείου: «Ὁπηνίκα δ’ ἂν ὁ νοῦς αἰσθητοῦ παντὸς ἀπαναστῆ καὶ τοῦ κατακλυσμοῦ τῆς περὶ ταῦτα τύρβης ἀνακύψη καὶ κατοπτεύση τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον, πρῶτον μὲν ἐνιδῶν τὸ προσγεγενημένον εἰδεχθές προσωπεῖον ἐκ τῆς κάτω περιπλανήσεως, τοῦτο διὰ πένθους ἀπονίψασθε σπεύδει». Ἡ ἀπόρριψη τοῦ ἀποκρουστικοῦ προσωπείου εἶναι ἐπίπονο ἔργο καὶ δὲν κατορθώνεται χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τὰ φυτά, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πρέπει νὰ ὑποστοῦν τὶς ταλαιπωρίες τῶν καιρικῶν μεταβολῶν, γιὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ νὰ καρποφορήσουν, ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ὑπομείνει πολλὲς ἑκούσιες καὶ ἀκούσιες δοκιμασίες, γιὰ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα.
Ἐπισημαίνει μάλιστα ὅτι χωρὶς τὴν ὑπομονὴ τῶν ἀκούσιων πόνων δὲν καρποφοροῦν οἱ ἑκούσιοι. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ προγυμνάζεται ὁ πιστὸς μὲ ἑκούσιους πόνους στὶς ἀκούσιες προσβολές. Ὁ ταπεινὸς μάλιστα ἄνθρωπος, πού ἔχει τὴν πτωχεία τοῦ πνεύματος, βλέπει ὅτι τοῦ χρειάζονται τὰ ἰσχυρότερα φάρμακα γιὰ τὴν μετάνοια. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο δέχεται πρόθυμα κάθε θλίψη καὶ πειρασμό, ἀλλὰ καὶ χαίρεται γι’ αὐτά, γιατί τὰ βλέπει ὡς φάρμακα πού θεραπεύουν τὴν ψυχὴ καὶ καθαρίζουν τὸ εἰδεχθές προσωπεῖο του. Ὅταν ἀποβληθεῖ τὸ προσωπεῖο αὐτό, ἀποδεσμεύεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, συγκεντρώνεται ὅλος στὴν καρδιά του καὶ ἀνυψώνεται στὸν Θεό. Ἡ καθολικὴ αὐτὴ ἀναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ προϋποθέτει μακροχρόνια ἄσκηση, προσοχὴ καὶ προσευχή.
Εἶναι σὲ ὅλους γνωστό, πόσο γρήγορα σκορπίζει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς σὲ πλεῖστα ὅσα ἄσχετα πράγματα. Εἶναι γνωστό, πόσο εὔκολα μοιράζεται ἡ καρδιά του καὶ στρέφονται οἱ φροντίδες καὶ τὰ ἐνδιαφὲροντά του σὲ ἀντικείμενα ξένα ἡ καὶ ἀντίθετα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του. Καὶ ὅταν κάποιος εἶναι τόσο μοιρασμένος καὶ προσκολλημένος στὸν κόσμο καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, δὲν μπορεῖ νὰ τηρήσει πραγματικὰ τὴν πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς αὐτῆς ἀποτελοῦσε ἐξαρχῆς τὸν κύριο στόχο τοῦ μοναχισμοῦ, πού μὲ τὸν ἡσυχαστικὸ χαρακτήρα του ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ ἡ ἐπιδίωξη αὐτὴ γίνεται ἰδιαίτερα προβληματικὴ μὲ τὸ πνεῦμα πού ἐπικρατεῖ μέσα στὴν σύγχρονη κοινωνία.
Ἡ ἡσυχία ὄχι μόνο ὡς ἐσωτερικὴ ἀλλὰ καὶ ὡς ἐξωτερικὴ ἀκόμη κατάσταση φαίνεται στὴν ἐποχὴ μας ἀπρόσιτη. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος ζεῖ μέσα σὲ μιὰ γενικότερη σύγχυση, διάσπαση καὶ ταραχή. Ἡ ἡσυχία πού ἐπαγγέλλεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προβάλλει στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο περισσότερο ὡς κάποια ρομαντικὴ οὐτοπία. Ὁ πολιτισμὸς τῆς ἐποχῆς μας καὶ τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο αὐτὴ κατευθύνεται βρίσκονται σὲ διαμετρικὰ ἀντίθετη κατεύθυνση. Ἡ ταπείνωση, ἡ ἄσκηση, ἡ ἐκοὺσια φτώχεια, τὸ πνευματικὸ πένθος εἶναι πράγματα σχεδὸν ἄγνωστα. Ἀντιθέτως ἡ ἔπαρση, ἡ ἄνεση, ἡ κατανάλωση, ἡ ἐξωστρέφεια καὶ ἡ διασκέδαση προβάλλονται ὡς ὕψιστοι στόχοι. Καὶ αὐτὰ ἰσχύουν ὄχι μόνο γιὰ τὸν θρησκευτικὰ ἀδιάφορο κὸσμο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἴδια τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Κυριαρχεῖ ὁ κόσμος καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση, ἐνῶ ἐγκαταλείπεται ὁ Θεὸς καὶ ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μὲ τὰ δεδομένα αὐτὰ γίνεται κατανοητὴ καὶ ἡ σημαντικὴ ἕλξη πού ἀσκοῦν στὸν δυτικὸ κόσμο τὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα μὲ τὴν ἀσκητικὴ καὶ μυστικιστική τους διάσταση. Ἐδῶ ὀφείλουμε, νομίζω, νὰ ἐπισημάνουμε τὴν ἰδιαίτερη σπουδαιότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπικαιρότητα πού ἔχει γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο τὸ πνεῦμα τοῦ ὀρθόδοξου ἡσυχασμοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίσει τὸ πνεῦμα αὐτὸ καὶ προσεγγίσει τὴν εἰρὴνη καὶ τὴν ἐσωτερικὴ πληρότητα πού προσφέρει, δὲν εἶναι λογικὸ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν ἀνάγκη γιὰ κάτι διαφορετικό. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ σώσει τὸν ἑαυτό του. Καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ σώσει τὸν ἑαυτό του, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἀκατάλυτη ζωή. Παραταῦτα ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ἐλεύθερη συγκατάθεσή του.
Καὶ ἡ συμβολὴ του εἶναι μόνο τόση, πού ἁπλῶς ἐπιτρέπει στὸν Θεὸ νὰ προσφέρει τὴ χάρη του καί νά τὸν σώσει. Ὁ Ἄσωτος, ὅπως σημειώνεται στὴ σχετικὴ παραβολή, γύρισε στὸν Πατέρα, ἀλλὰ βρισκόταν ἀκόμα μακριά του, πρὶν ἐκεῖνος βγεῖ γιὰ νὰ τὸν συναντὴσει. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος πού μετανοεῖ, ἐνῶ ἐπιστρέφει στὸν Θεό, βρίσκεται ἀκόμα μακριά του, πρὶν ὁ Θεὸς συγκαταβεῖ γιὰ νὰ τὸν συναντήσει. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἐλέγχει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν κρίνει ἔχοντας ἐνὼπιὸν του τὸ πρότυπό τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ αἰτήματα τῶν ἐντολῶν του, ὥστε νὰ συναισθάνεται τὴν κατάστασή του, νὰ πενθεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ ταπεινώνεται. Χωρὶς τὴν αὐτογνωσία, τὴν αὐτομεμψία καὶ τὸ πένθος γιὰ τὴν ἁμαρτία δὲν ὑπάρχει ἡ παράκληση τῆς σωτηρίας.
Τὸ πένθος, μὲ τὸ ὁποῖο ἀπομακρύνεται τὸ ἁμαρτωλὸ προσωπεῖο, συνδέεται καὶ συνυπάρχει πάντοτε μὲ τὴν πνευματικὴ πτωχεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς συνδέει στενὰ στοὺς Μακαρισμοὺς τὰ δύο αὐτὰ πράγματα. Τὸ πένθος καὶ ἡ πνευματικὴ πτωχεία δὲν ἔχουν μόνο τὴν ἐπώδυνη πλευρά τους πού θλίβει τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὰ τὰ ἴδια γίνονται παράγοντες ἐσωτερικῆς εἰρήνης καὶ χαρᾶς. Καὶ ὅσο περισσότερο αὐξάνει τὸ μακάριο αὐτὸ πένθος καὶ ἡ πνευματικὴ πτωχεία τοῦ πιστοῦ, τόσο περισσότερο αὐξάνει καὶ ἑδραιώνεται μέσα του ἡ εἰρήνη καὶ ἡ χαρά. Ὁ συνδυασμὸς στὴ χριστιανικὴ ζωὴ τοῦ πένθους καὶ τῆς πνευματικῆς πτωχείας μὲ τὴ μακαριότητα εἶναι παράδοξος, ἀλλὰ καὶ δὲν κατορθώνεται συχνὰ στὴν πράξη. Ἐνῶ ὅμως τὸ παράδοξο τοῦ συνδυασμοῦ αὐτοῦ θά μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ καταρχὴν κατανοητό, ἀφοῦ καὶ στὸ σύνολό της ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι παράδοξη γιὰ τὸν κοσμικὰ σκεπτόμενο ἄνθρωπο, στὴν πράξη δημιουργεῖται πολλὲς φορὲς καὶ κάποιο σοβαρὸ λάθος, πού ἔχει ὡς συνέπεια νὰ προκαλοῦνται στοὺς πιστοὺς ἀπορίες ἤ καὶ δημιουργοῦνται νοσηρὲς καταστάσεις.
Κάποιος ὑπέβαλε στὸν μεγάλο ἀσκητὴ καὶ μαθητὴ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου Μάρκο τὸν Ἐρημίτη τὴν ἀκόλουθη ἐρώτηση: Πῶς μπορεῖ ἕνας πού κλείσθηκε σὲ κελλὶ καὶ καθημερινὰ νηστεύει, ἐγκρατεύεται, πτωχεύει, ξενιτεύεται, προσεύχεται καὶ ὑποφέρει πολλὲς ἄλλες παρόμοιες θλίψεις, νὰ φιληδονεῖ ἀπὸ ἀπιστία ἤ νὰ ἔχει πονηροὺς λογισμούς; Καὶ ὁ ὅσιος Μάρκος ἀπήντησε: Σωστὰ εἶπες ὅτι κάνοντας αὐτὰ ὑποφέρει πολλὲς θλίψεις. Γιατί, ἂν κάναμε τὶς φανερὲς ἀρετὲς πού ἀναφέραμε χωρὶς θλίψη καὶ μὲ χαρά, δὲν θά ἤμασταν φιλήδονοι στὸν νοῦ. Καὶ πρόσθεσε: Εἶναι ἀδύνατο αὐτὸς πού ὑποφέρει μὲ τοὺς σωματικοὺς ἀγῶνες νὰ μὴν ἀσχολεῖται ἀνάλογα μὲ τὶς προσβολὲς τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὥστε νὰ παρηγορεῖται ἀπὸ τὴ δυσαρέσκεια πού τοῦ προκαλοῦν οἱ ἀγῶνες του. Μὲ ἄλλα λόγια οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ ἔρχονται νὰ ὑποκαταστήσουν τὸ ἔλλειμμα χαρᾶς πού δημιουργεῖται μέσα του. Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ λάθος πού γίνεται ἐδῶ;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Πραγματοποιεῖται χριστιανικὴ ἄσκηση χωρὶς τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι πνεῦμα χαρᾶς καὶ ἐλευθερίας. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο παρεμηνεύεται τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ἀσκήσεως καὶ δημιουργεῖται στὸν πιστὸ ἕνα σοβαρὸ πνευματικό ἔλλειμμα χαρᾶς. Ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση δὲν εἶναι ποτὲ αὐτοσκοπός. Εἶναι πορεία πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, πού δὲν δημιουργεῖ θλίψη ἤ πικρία, ἀλλὰ εὐτυχία καὶ χαρά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἀποφυγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τότε καὶ ὁ Θεὸς προσφέρει τὴ χάρη του καὶ τὸν ἐνισχύει. Ἔτσι ἀπομακρύνονται τὰ πάθη, ἀποκαθίσταται ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν καὶ καλλιεργεῖται ἡ ταπείνωση, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιέται καὶ μὲ τὴν ὁποία διατηρεῖται κάθε ἀρετή.
Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν ἀποτελοῦν κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ τὸν νοητὸ χῶρο, μέσα στὸν ὁποῖο ἀναπτύσσονται τὰ διάφορα εἴδη τῆς ἀληθινῆς ἀρετῆς. Στὸ κέντρο ὑψώνεται τὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης, πού ἔχει στὰ πρόθυρὰ του «τὸ προοίμιον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», τὴν ἀνεκλάλητη καὶ ἀναφαίρετη χαρά. Ἡ ὕπαρξη ἐλλείμματος χαρᾶς στὴ χριστιανικὴ ζωὴ μαρτυρεῖ ἐκκοσμίκευση καὶ παραποίησή της. Ἀποκαλύπτει παραθεώρηση τῆς χαρισματικῆς διαστάσεως πού καλλιεργεῖται μὲ τὴν τήρηση τῆς πρώτης καὶ μεγάλης ἐντολῆς, τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Χωρὶς τὴν ἀγάπη αὐτήν, πού ἀποτελεῖ πηγὴ χαρᾶς καὶ ἐμπνεύσεως γιὰ τὸν πιστό, οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες γίνονται δύσκολοι καὶ μαρτυρικοί. Ἀντίθετα, ὅταν προτάσσεται ἡ ἀγάπη αὐτή, τότε καὶ οἱ ἐκ τῶν πραγμάτων δύσκολοι ἡ καὶ μαρτυρικοὶ ἀκόμα ἀγῶνες μποροῦν νὰ γίνονται ἀφορμὲς χαρᾶς. Αὐτὸ διδάσκει ἡ ἱστορία τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας.
Μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» διανοίγεται ὁ ἄνθρωπος στὴν θεία ἀπειρότητα. Ἑνώνεται μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, γίνεται Χριστὸς κατὰ χάρη καὶ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως καὶ ὁ Χριστός. Βέβαια αὐτὸ κατορθώνεται καὶ βιώνεται μόνο προκαταρκτικὰ στὸν παρόντα κόσμο, γιὰ νὰ τελειωθεῖ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ὅλοι οἱ πιστοὶ θά γίνουν ἕνα κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Ἁγὶας Τριάδος καὶ θά εἰσέλθουν σὲ ἀτελεύτητη τελειότητα. Κάθε δώρημα τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔχει δυναμικὸ χαρακτήρα. Εἶναι τέλειο ἀλλὰ ὄχι τελειότατο. Καὶ δὲν εἶναι τελειότατο, γιὰ νὰ αὐξάνει ἐπ’ ἄπειρο.
Ἡ ἔφεση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ προκόβει ἀδιάκοπα. Καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού παρέχεται στὸν ἄνθρωπο τὸν δυναμώνει καὶ τὸν καθιστᾶ διαρκῶς δεκτικότερο μεγαλύτερης χὰριτος. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς πού προσφέρει τὸν ἑαυτό του στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἄπειρος καὶ παρέχει «δαψιλῶς καὶ ἀφθόνως» τὴν χάρη του. Τί ἀπομένει λοιπόν, λέει ὁ Παλαμᾶς, γιὰ νὰ μὴν προκόβουν ἐπ’ ἄπειρο στὴν μετοχὴ τῆς χάριτος οἱ «υἱοὶ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου