Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ: ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 3ον)



Ο αοίδιμος Αγιορείτης Γέροντας π. Αββακούμ (1894-1978) υπήρξε ένα σκεύος εκλογής της Θείας Χάριτος, που λάμπρυνε την Ορθοδοξία στο <<Περιβόλι της Παναγίας μας>>, χάριν της επίμονης και αδιάλειπτης ασκήσεώς του, αλλά και της ορθοτομημένης πνευματικής του στάσης έναντι των Καινοτόμων του εορτολογικού <<πραξικοπήματος>>. Πράος, πρόσχαρης, ταπεινός, προσευχητικός, ασκητικότατος, με μία γνήσια και ανόθευτη κατά Θεόν ευγένεια προς όλους, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό αυτοσχέδιο κελλάκι του Αγίου Φανουρίου στη Βίγλα. Εκεί με άλλους ζηλωτές της εποχής του επιδίδετο σε μεγάλες προσευχητικές ασκήσεις, ώστε το αγαπημένο του, χοντρό και μάλλινο κομποσκοίνι του να βρίσκεται συνεχώς επάνω του. Ο π. Αββακούμ είχε αποστηθίσει εντός του εξ' ολοκλήρου την Αγία Γραφή με ένα θαυμαστό και υπερκόσμιο τρόπο, ώστε ν' αναγκάσει κάποτε και αυτόν τον Νικόλαο Λούβαρη (γνωστό Οικουμενιστή θεολόγο) να υποκλιθεί στην ακατάληπτη πνευματική του κατάσταση. Ο π. Αββακούμ είχε εξορισθεί (τρις) από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας λόγω του ιερού ζήλου του προς τις ιερές Παραδόσεις, μέχρι να κατασκευάσει το ταπεινό ησυχαστήριό του στη Βίγλα, αλλά και κάποιες φορές είχε παρεξηγηθεί από πολλούς συνασκητές του, επειδή από ευγένεια ανταπέδιδε τους ασπασμούς που του έκαναν Μοναχοί της Καινοτομίας. Ο π. Αββακούμ ανήκε σε αυτήν την κάστα των διακριτικών Μοναχών, που δεν ταύτιζε επ' ουδενί την Αποτείχιση με την Απομόνωση, την αγάπη προς τα Παραδεδομένα με τον Φανατισμό και την Οίηση. Με τα χρόνια έγινε γνωστή η εξαϋλωμένη και αποστεωμένη εμφάνισή του, η άνευ ορίων ταπεινότητά του και η γνήσια αγαπητική του προσέγγιση προς τους πάσχοντες αδελφούς του -λαϊκούς και κληρικούς- τους οποίους θεωρούσε Όλους αμέτρως ανωτέρους απ' αυτόν! Στο θαυμάσιο βιβλίο του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+2007) που αναφερόμαστε, υπό τον τίτλο <<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>, καταγράφουμε ενδεικτικά την κατάθεση ψυχής ενός ανωτέρου δικαστικού, που τον γνώρισε από κοντά, και γεύθηκε σιμά του τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος! Σημειώνει: <<Ήτο, (ο π. Αββακούμ) όσα ερχότανε τότε με τόση χάρι, αφέλεια και βαθυτάτη ταπείνωση να μου εμπιστευθή, ανεπιτήδευτα, φυσικά, με τα γλυκά φωτεινά του μάτια, τα εξαϋλωμένα από τη νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη ευχή, για να με στηρίξη και μένα, εικοσάχρονο παιδόπουλο τότε, και αφού πάντα μού' βαζε <<μετάνοια>>, μ' αγκάλιαζε με άψογη οικειότητα, μ' αποκαλούσε <<πατέρα του>>. Πράγματι με καθήλωνε! [...] Άκακος, αμόλυντος, παιδικός, αρνησίκοσμος, ακτήμων με συναίσθηση μελλοθανάτου, με δίαιτα συνήθως <<κουκίων βρεγμένων και αγρίου μέλιτος>> μαγνήτευε κόσμο παρά το ψυχρό, πενιχρό ξυλοκρέββατό του, με σανίδια κι ένα σκαμνί κι ένα φτωχό πάγκο για διάβασμα - γράψιμο, γιατί ήτανε σοφός κι είχε μάθει, ότι καταχώνεται σε βάραθρο ή βόθρο η ψυχή που ποθάει υλικά, γήινα, φθαρτά. Ιδού το απαστράπτον ιδανικόν του, η παραδεισιακή του τέρψη, τρυφή, μακαριότητα>>! Μέσα σε λίγα λόγια, μια ενδεικτικά αδρή <<προσωπογραφία>> του αειμνήστου Γέροντος, που μέσα από τις σελίδες του εν λόγω βιβλίου θα οσμιστούμε το αυθεντικό άρωμα της Ορθοπραξίας και θα γευθούμε τα κεχαριτωμένα εκχυλίσματα της Αγιοπνευματικής Χάριτος. Δόξω τω Θεώ πάντων ένεκεν!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος





(Εκ του προηγούμενου)


Β'. Θεία οπτασία


Σιγά - σιγά ο κόσμος έμαθε ότι ο Αντώνιος έγινε πια αγιογράφος. Οι παραγγελίες του άρχισαν να πληθαίνουν. Μια μέρα τον επεσκέφθησαν οι επίτροποι της Αγίας Ειρήνης, που είναι στο λιμανάκι, και τον παρακάλεσαν να τους κάνη την εικόνα του Αγίου Φανουρίου διά τον ναόν, ώστε να γίνη <<διμάρτυρος>>.

Με χαρά ανέλαβε την παραγγελία και σε λίγο καιρό την πήγε ο ίδιος στον Ναόν. <<Εκεί>>, διηγείται, <<μου ήλθε ένας έρωτας να κάνω ιδιαίτερα τον Άγιον Φανούριον>>.


Το να γίνη όμως κανείς κτήτωρ ενός Ναού είναι ένας λόγος για να γίνη αυτό πράξις και έργο και μάλιστα με τις οικονομικές δυνατότητες του νεαρού αγιογράφου μας, ήτο κάτι εξαιρετικά δύσκολο, το σχεδόν αδύνατον.


Μια νύκτα, βλέπει στον ύπνο του τον Άγιο Φανούριον, ακριβώς όπως ήτο ζωγραφισμένος εις την Εκκλησίαν που υπηρετούσε. <<Βγήκε ο Άγιος από την εικόνα και γίνεται ζωντανός, με πιάνει από το χέρι και με πήγε στον τόπο που πρέπει να γίνη η Εκκλησία του.


<<Εδώ θα με κτίσης>>, μου είπε. Η περιοχή που του έδειξε ήτο ένα <<λαγκαδάκι>> σαν την Βίγλα του Αγίου  Όρους, αλλά πολύ πιο υπήνεμο>>. 


Το όνειρό του δεν το φανέρωσε πουθενά΄ μόνο ρώτησε την θειά του σε ποιόν ανήκει αυτό το χωράφι. - Είναι του Μαριού της Σμαραγδιάς, ήταν η απάντησις.


Χωρίς αργοπορία την επεσκέφθη και της ζήτησε ν' αγοράση το χωράφι. Εκείνη όμως έφερνε ανριρρήσεις, καίτοι της φανέρωσε ότι είναι θέλημα του Αγίου. Ο Αντώνιος έφυγε άπρακτος και λυπημένος.


Σε λίγες μέρες η ιδιοκτήτρια βλέπει στον ύπνο της τον Άγιον Φανούριον να της λέη σε αυστηρό τόνο: <<Αύριο να πας στην Δημαρχία να του κάνης το χωράφι>>!


<<Τρόμος και φόβος έπιασε την Μαρία>>, διηγείται ο π. Αββακούμ. Έτσι τον Απρίλιο του 1912 το χωράφι άλλαξε ιδιοκτήτη. Η τοποθεσία εκαλείτο από τους ντόπιους <<Νημουράκι>> και απείχε μία περίπου ώρα από την χώρα, την πρωτεύουσα δηλαδή της Σύμης.


Ήταν κοντά σε κάτι περιβόλια, αλλά άσκαφτο και άγριο 150 περίπου χρόνια. <<Τότε έκανα μια καβάκα, ένα προσκυνητάρι, ίσα να χωράη ένα άνδρα σκυφτό με μια εικόνα του αγίου μέσα, μια άλλη της Αγίας Τριάδος, της Παναγίας κ.λπ>>.


 Ήταν η ταπεινή εποχή του ναϋδρίου που θ' ακολουθούσε κατόπιν. Μερικές γυναίκες, κατά την τότε ευλαβή συνήθεια του τόπου και γενικώς όλων των νησιών μας, κάθε Σάββατο εσπέρας και τις παραμονές των εορτών πήγαιναν και άναβαν τα κανδήλια στα ερημοκκλήσια του νησιού.


Κάποτε, πηγαίνοντας ν' ανάψουν την κανδήλα του Αγίου Βασιλείου είδαν είδαν και το ολόλευκο προσκυνητάρι του Αντωνίου. <<Δεν πάμε και στον Άι Φανούρη>>;  είπαν.


<<Από τότε βούϊξε ο κόσμος>>, διηγείται χαμογελώντας παιδικά ο γερο - Αββακούμ. Ο Άγιος Φανούριος ετέθη εις τον κατάλογον των ερημοκκλησιών και άρχισε να δέχεται συχνούς επισκέπτας.


Ώσπου ήλθε η ώρα της δοκιμασίας.



Γ'. Ο πειρασμός 


Δυο σχεδόν μήνες κράτησε το προσκύνημα και το άναμα της κανδήλας του Αγίου Φανουρίου από τις ευλαβείς χωριανές. Ο πειρασμός δεν άντεξε περισσότερο...


Ένα πρωϊ, ενώ ο Αντώνιος καθάριζε, ως συνήθως, την γύρω από το προσκύνημα περιοχή, βλέπει κάποιον ρασοφόρο ν' ανέρχεται γοργά την ομαλή ανηφόρα του προσκυνήματος.


Στην αρχή δεν διέκρινε ποιός ήτο, αλλά  σε λίγα λεπτά η δυνατή του όρασις είχε αναγνωρίσει τον ανερχόμενον΄ ήτο ο αρχιερατικός επίτροπος, ο γνωστός σ' όλο το νησί παπα - Κρητικός.


Λεπτή ανησυχία και μια ανατριχίλα διεπέρασε το κορμί του νεαρού αγιογράφου.


<<Μπα, τί να θέλη τέτοια ώρα ένας επίσημος άνθρωπος σαν αυτόν μέσα στα ξερά χωράφια; Ασφαλώς θ' ανέβαινε για τον Άγιο Φανούριο>>!


Προτού προλάβη να σκεφθή περισσότερα, ο βιαστικός επισκέπτης του είχε πλησιάσει πια την καβάκα του. Χωρίς καν να τον χαιρετίση, έσκυψε, μπήκε στο προσκυνητάρι και άρχισε να ξεκρεμά μια - μια τις εικόνες.


Αφού τις μάζεψε, έκανε δυο βήματα πισόπλατα και βγήκε και πάλι από το προσκύνημα, και στρεφόμενος προς τον αμίλητο και ταραγμένο Αντώνιο του λέει:


- Πώς κάνεις τέτοια πράγματα, χωρίς να ρωτήσης τον Δεσπότη και μένα; - Μου εμφανίσθηκε ο Άγιος. Κάνε καλά με τον Άγιο, απάντησε ο Αντώνιος ταραγμένος.


Χωρίς άλλη απόκρισι ο παπα - Κρητικός με τις εικόνες στα χέρια άρχισε να κατεβαίνη προς την πόλι, μουρμουρίζοντας:


<<Να μην ξανάλθης εδώ. Θα τα πω όλα στον Δεσπότη>>. <<Πικρία>> διηγείται ο γερο Αββακούμ <<και λύπη με γέμισε αυτό το πράγμα. Εγώ όμως παρακαλούσα τον Θεόν και τον Άγιον.


Τί θα κάμω Άγιε>>; Μου λέει: <<να ετοιμάζεσαι εσύ΄ μάζευε τα χρήματά σου να πάρης ασβέστη, πέτρες>>. Όλο το καλοκαίρι πέρασε χωρίς ο Αντώνιος ν' ανέβη στο αγαπημένο του προσκύνημα.


Φοβήθηκε μήπως τον πιάσουν οι άνθρωποι του Δεσπότη, και δεν μπορέση να εκτελέση τις εντολές του Αγίου. Οι γυναίκες όμως συνέχιζαν να πηγαίνουν και να θυμιάζουν, διότι η καβάκα ήταν στη θέσι της.


Αυτά τα μάθαινε ο Αντώνιος από τις ίδιες, αλλά τις έβλεπε και αυτός, διότι σύχναζε σαν ερημίτης στα γύρω παρεκκλήσια της περιοχής, αφού όπως είπαμε, ήταν γεμάτο το νησάκι τους απ' αυτά.


Δεκέμβριο του 1912 αρχίζει με το λοστάρι να βγάζη πέτρες για τον Ναόν, και να μαζεύη το κοκκινόχωμα που ήταν κάτω απ' αυτές για το χτίσιμο.


Αγόρασε και 10 καντάρια ασβέστη και τον ανέβασε λίγο - λίγο κάθε πρωϊ που ανέβαινε για δουλειά. Άνοιξε δυο - τρεις λάκκους και τον έλυωσε.


Ένα μεγάλο θάρρος είχε κυριεύσει τον νεαρό κτήτορα και ούτε εσκέπτετο πια τους ανθρώπους της Μητροπόλεως. Ο αρχιερατικός ούτε τον ξαναενόχλησε.


Πώς όμως να το κάνη αυτό ο παπα - Κρητικός: Τρεις μήνες σχεδόν μετά το ξήλωμα των εικόνων του Αγίου Φανουρίου, τα δυο του πρωτοπαίδια πέθαναν αιφνιδίως, χωρίς  να μπορέσουν να κάνουν τίποτα οι γιατροί!


Μαύρο πένθος γέμισε το σπίτι του αρχιερατικού. Πικρία αβάστακτη και πρωτόγνωρη. Όλοι τον λυπήθηκαν, ακόμη και οι γυναίκες που προσκυνούσαν τον Άγιο Φανούριο, καίτοι κάποια δεν άντεξε και το είπε: 


<<Διότι εμπόδισε τον Άγιον Φανούριον τα έπαθε αυτά...>>.



Δ'. Τα εγκαίνια


Αρχές Μαρτίου του 1913 ο τόπος γύρω από τον Άγιον Φανούριον είχε γεμίσει υλικά'  πέτρες, χώμα, σανίδια, ασβέστη. Ο Αντώνιος δεν χόρταινε να τα βλέπη.


Δεν έλειπαν πια παρά τα επιδέξια χέρια που θα τα δούλευαν για να τα κάνουν <<οίκον Θεού>>. Στις 9 Μαρτίου, ανήμερα των Αγίων τεσσαράκοντα, στο μαγαζί του πατέρα του, μετά την Θ. Λειτουργία, ευρίσκει τους ανθρώπους που ζητούσε'  τρεις μάστορες και ένας εργάτης για την λάσπη.


Η μεγάλη στιγμή είχε φθάσει! Έλειπε όμως κάτι ακόμη που ο νεαρός αγιογράφος το θεωρούσε πολύ απαραίτητο. Η ευχή του πατέρα του για την έναρξι του έργου.


Όταν έκανε την σχετική ερώτησι στον πατέρα του, η απάντηση που έλαβε, ήταν κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική. <<- Άσε μας στα χάλια μας'  μη μας βάζης σε μπελά>>.


<<Βρε πατέρα, μου φανερώθηκε ο Άγιος>>, του έλεγε ο Αντώνιος. Μόνο την ευχή σου θέλω. Οι μάστοροι είναι έτοιμοι>>.


Σκέφθηκε ώρα πολλή και τελικώς γυρνώντας προς την γυναίκα του είπε: <<- Ας του δώκουμε την ευχή να δούμε τί θα κάνη. Πήγαινε, παιδί μου, να σε φωτίση ο Θεός και ο Άγιος. Με την ευχή μου>>!


Μετά δυο μέρες στο λαγκαδάκι του Αγίου Φανουρίου, μπροστά στους εργάτες και τον Αντώνιον, αντήχησε ζωηρά η φωνή του Παριανού ιερομονάχου Μελετίου:


<<Επί Σε τοίνυν και ημείς σήμερον, τον θεμελιούντα την γην επί την ασφάλειαν αυτής, τον Ναόν τούτον της δόξης Σου εδράζομεν Κύριε, και Σε ικετεύομεν και παρακαλούμεν... Στερέωσον και τον οίκον τούτον εις αιώνα αιώνος>>.



( Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Σειρά αναρτήσεων εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+ 2007),
<<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>,
εκτύπωση - βιβλιοδεσία ΑΘΗΝΑ Α.Ε., έκδοσις δ', σελ. 13-17, Αθήναι 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου