Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ

 



Εὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριο ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ κηρύξω ἐδῶ στὴ μνήμη τοῦ προ­φήτου Ἠλιού. Λίγοι ἅγιοι τιμῶνται στὴν πατρί­δα μας ὅσο αὐτός. Ἀλλὰ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπό του ἐπιβάλλει νὰ γνωρίσουμε ποιός ἦταν καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω μία σκια­γραφία του.


προφήτης Ἠλίας, ἀγαπητοί μου, εἶ­νε ἅγι­ος τῆς παλαιᾶς διαθήκης, μεγά­λη προσωπικό­τητα, «ψυχὴ οὐ­ρανομήκης», ὅ­πως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἕνα πνευματικὸ φῶς (βλ. Ματθ. 5,14), ἕνας φάρος ποὺ ἄναψε ὁ Θεὸς νὰ φωτίζῃ τοὺς ἀν­θρώπους μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς.


Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ παρουσιάσουμε ἐδῶ ὅλη τὴ ζωή του. Ἀνοῖξτε τὴν Παλαιά Δι­αθήκη στὰ βιβλία Τρίτο (Γ΄, κεφ. 17ο-20ό) καὶ Τέταρτο (Δ΄, κεφ. 2ο) Βα­σιλειῶν, ποὺ ἱστοροῦν τὸν βίο του, καὶ θὰ θαυ­μάσετε· πράγματι εἶνε ἀξιοθαύμαστος.


(Τὸν θαυμάζει κανεὶς πρῶτα – πρῶτα γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή. Ὁ προφήτης Ἠλίας δὲν εἶ­χε περιουσία, ἦταν φτωχός. Δὲν εἶχε ἰδιοκτησία, γῆ· γιά σκέψου το, ἐσὺ ποὺ μαλώνεις μὲ τὸν ἀδερφό σου καὶ φτάνεις μέχρι Ἄρειο Πάγο γιὰ μιὰ λου­ρίδα γῆς.


Δὲν εἶχε μόνιμη κατοικία, σπίτι νὰ μεί­νῃ· ἦ­ταν μετανάστης, πρόσ­φυγας, σὰν τὰ που­λιὰ ποὺ πετοῦν ἀπὸ κλαρὶ σὲ κλαρί· ἄλλοτε στὰ Ἰεροσόλυμα, ἄλ­λο­τε στὴν ὕπαιθρο, ἄλ­λοτε κοντὰ στὸν Ἰ­ορ­δά­νη, ἄλλοτε στὴν ἔρημο, ἄλ­λοτε στὶς κορυ­φὲς τῶν βουνῶν, ἄλλοτε μέσ᾽ στὰ σπήλαια καὶ τὶς ὀπὲς τῆς γῆς, μόνος – κατά­μονος, καταδι­ω­κόμενος ἀπὸ βασιλιᾶ­δες. 


Μό­νη περιουσία του ἡ μηλωτή, μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες γίδας ἢ καμή­λας, μὰ ποὺ κάθε τρίχα της ἄ­ξιζε περισσότερο ἀπὸ μεταξωτὰ κι ἀραχνοΰ­φαν­τα καὶ πορφύρες βασιλικές· ὅπου ἄγγιζε αὐτὴ –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι– ἔκανε θαύματα· ἔ­σχισε τὸν Ἰ­ορδάνη, καὶ νεκρὸ ἀκόμη ἀνέστησε!


Ο προφήτης Ἠλίας ἔμεινε ξακουστὸς ἀκόμη γιὰ τὰ θαύματά του. Ποῦ νὰ τὰ διηγηθῇ κανείς! Στὴν ἐποχή του, λόγῳ τῆς ἀσεβείας τοῦ βα­σιλιᾶ Ἀχαάβ, ὁ προφήτης Ἠλίας εἶπε· Ὁ Κύρι­­ος ποὺ ὑπηρετῶ δὲν θὰ ξαναστείλῃ βροχὴ πα­­­ρὰ μόνο ἂν τὸ ζητήσω ἐγώ.


Κ᾽ ἔπεσε ἀν­ομβρία· σταγόνα δὲν ἔπεφτε στὴ γῆ ἐπὶ 3,5 χρό­νια. Τὸ θεωρεῖτε μικρό; Ἂν γί­νῃ ἀνομβρία, θ᾽ ἀδειάσουν οἱ πολιτεῖες· θὰ γυρίζῃς τὴ στρόφιγγα στὸ σπίτι καὶ νερὸ δὲν θά ᾽ρ­χεται.


Γιατὶ ἐνῷ ἡ κόττα πίνει μιὰ στα­λιὰ νερὸ καὶ σηκώνει τὸ κεφαλάκι της ἐπάνω σὰ νὰ λέῃ «Θεέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ», ἐμεῖς εἴμαστε ἀχάριστοι· καὶ ὄχι εὐχαριστῶ δὲ λέμε, ἀλλὰ καὶ βλαστημᾶμε.


Στὶς Ἰνδίες ἡ Βομβάη, μὲ 4,5 ἑκατομμύρια πληθυσμό, λόγῳ ἀν­ομβρί­ας ἦταν ἕτοιμη ν᾽ ἀδειάσῃ, κι ὅταν ἔπεσε βροχὴ βγῆκαν ὅλοι ἔξω καὶ χόρευαν ἀπ᾽ τὴ χα­ρά τους. Ἄντε, ἄνθρωπε, νὰ κάνῃς ἐσὺ ἐπι­στημονικὴ βροχὴ ποὺ λές.


Μὰ ἂν τὴν κάνῃς, ἕ­να ποτήρι νερὸ θά ᾽χῃ μιὰ λίρα, ἐνῷ ὁ Θεὸς τὸ δίνει δωρεάν· ἐκεῖ καταντήσαμε, τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνουν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως. Μὲ μιὰ προσευχή, λοιπόν, τοῦ Ἠλία ὁ οὐ­ρα­νὸς ἔκλεισε κ᾽ ἡ γῆ ξεράθηκε.


ἴδιος κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πῆγε στὸ χείμαρρο Χορράθ. Ἔ­πινε νερὸ μὲ τὶς φοῦχτες καὶ γιὰ φαῒ φρόν­­τιζε Ἐκεῖνος ποὺ τρέφει τὰ πουλιὰ τ᾽ οὐρανοῦ. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, τὸ λέει ἡ Βίβλος· κοράκια τοῦ ἔφερναν ψωμὶ τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ κρέας.


κου μυστήριο· ὁ κόρακας, ποὺ ὅλο ἁρ­πάζει, ἐδῶ νὰ δίνῃ! Συμβολικὸ αὐτό· ἡ δύνα­μι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καὶ μερικὰ γαμψώνυχα «κοράκια» τῆς κοινωνί­ας νὰ τὰ κάνῃ νὰ δίνουν. Στέρεψε ὅμως κάποτε τὸ ποτάμι καὶ ὁ Κύ­ριος διέταξε τὸν Ἠλία νὰ μετακινηθῇ ἀπὸ ᾽κεῖ. Πῆγε στὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας.


Πεινοῦσε, ὅ­­πως πεινοῦσαν ὅλοι· γιατὶ πεινοῦν καὶ οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτωλοί. Ἐκεῖ βρῆκε μιὰ γυναῖκα χήρα μ᾽ ἕνα παιδὶ μονάκριβο καὶ τῆς λέει· –Πε­θαίνω, δός μου κάτι νὰ φάω. –Ἄν­θρω­πε τοῦ Θε­οῦ, λέει αὐτή, δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο· δυὸ φοῦ­χτες ἀλεύρι μοῦ ᾽μειναν καὶ λίγο λάδι· ἀλλ᾽ ἀφοῦ χτύπησες τὴν πόρτα μου, θὰ σοῦ κάνω μιὰ πίττα. 


Μεγάλη ἡ πίστι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη της. Ὅταν ὁ προφήτης ἔφαγε, εὐλόγη­σε· κι ἀπ᾽ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ λάδι δὲν ἔλειψαν ἀπ᾽ τὸ σπίτι της μέχρι ποὺ σταμάτησε ἡ ἀνομβρία, γιὰ νὰ ἐπαληθεύουν πάν­τοτε τὰ λόγια «Πλούσι­οι ἐπτώχευσαν καὶ ἐ­πείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦν­τες τὸν Κύριον οὐκ ἐ­λαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). 


Μεγάλο πρᾶγμα ἡ εὐλογία. Ἅ­μα εὐλογή­σῃ ὁ Θεός, μιὰ γλάστρα τρέ­φει μιὰ οἰκογένεια· διαφορετικά, κι ὁ κάμ­πος τῆς Θεσ­σαλίας ἕναν ἄνθρωπο δὲν τὸν τρέφει. Ἐνῷ ὅμως ὁ Ἠλίας φιλοξενεῖτο στὸ σπίτι τῆς χήρας, τὸ μονάκριβο παιδί της ἀρρώστησε καὶ πέθανε, καὶ ἡ χήρα ἔκλαιγε. Τότε αὐτὸς προσευχήθηκε καὶ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ παιδί!


Τέλος ἔλυσε ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Ποιό; Ἡ πίστι τοῦ λαοῦ εἶχε κλονιστῆ· ἄ­­φησαν τὸν ἀ­ληθινὸ Θεὸ καὶ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸ βασιλιᾶ Ἀ­χα­ὰβ καὶ τὴ βασί­λισ­σα Ἰεζάβελ λάτρευαν ἕνα εἴδωλο, τὸ Βάαλ· γιατὶ «τὸ ψάρι βρω­μάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι».


Τότε ὁ προφήτης Ἠλίας εἶ­πε· –Ἐλᾶ­­τε βασιλιᾶ καὶ βασίλισσα, ἱερεῖς τοῦ εἰδώλου κ᾽ ἐσεῖς ὁ λαὸς ποὺ τὸ προσ­κυ­νᾶ­τε· ἐλᾶτε στὴν κορυφὴ τοῦ Καρμήλου. Θὰ χτίσουμε δύο θυσι­αστήρια, ἕνα ἐσεῖς γιὰ τὸ Βάαλ καὶ ἕνα ἐγὼ γιὰ τὸν Κύριο.


Θὰ βάλουμε πάνω τὰ ξύλα καὶ τὸ μο­σχάρι, ἀλλὰ φωτιὰ δὲν θ᾽ ἀνάψουμε. Θὰ προσ­ευχηθοῦμε ν᾽ ἀνάψῃ ἡ φωτιὰ μόνη της. Κι ὅ­που ἀνάψῃ, ἐκεῖ θὰ εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Συμφώ­νησαν.


Κι ἄρχισαν πρῶτοι οἱ 450 ἱερεῖς τῆς αἰ­σχύνης νὰ παρακαλοῦν ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. –Κοιμᾶται ὁ θεός σας, τοὺς λέει ὁ Ἠλίας, δὲν ἀκούει, φωνάξτε πιὸ δυνατά. Ἀποτέλεσμα; Τίπο­τα. «Οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀ­κρόασις» (Γ΄ Βασ. 18,26)· ποιός θεὸς ν᾽ ἀκούσῃ καὶ ν᾽ ἀπαν­τή­σῃ; Ὅταν ἦρθε ἡ σειρά του, ὁ Ἠλίας τοὺς λέει· –῾Ρίξτε ἄ­φθονο νερό, μουσκέψτε τα ὅ­λα· πέτρες, μοσχά­ρι, ξύλα.


Καὶ μόλις προσευχήθηκε, φωτιὰ ἔπεσε ἀ­π᾽ τὸν οὐρανὸ κ᾽ ἔκαψε τὰ πάντα. Τότε ὅ­λος ὁ λαὸς ἔπεσε προσ­κύνησε καὶ εἶπε· Ὁ μό­νος ἀ­ληθινὸς Θεὸς εἶνε ὁ Θεὸς τοῦ Ἠλία (βλ. ἔ.ἀ. 18,39). Θαυμάζω τὸν Ἠλία γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύματά του, τὸν θαυμάζω ὅμως καὶ γιὰ μία ἀρετὴ ποὺ σπανίζει· γιὰ τὸ θάρρος καὶ τὴν παρ­ρησία του.


ταν ψυχὴ ἀτρόμητη, στόμα ἐλεύ­θερο ποὺ δὲν κάνει διακρίσεις. Στὰ χρόνια ἐκεῖ­να ὁ βασιλιᾶς Ἀχαὰβ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔκανε τὸ ἑξῆς. Κοντὰ στὰ κτήματά του ἦταν τὸ ἀμ­πέλι ἑνὸς φτωχοῦ, τοῦ Ναβουθαί, καὶ ζήτησε νὰ τὸ ἐξαγοράσῃ. Ὁ φτωχὸς ἀρνήθηκε. –Ὄχι, λέει, εἶνε πατρικὴ κληρονομιά, δὲν τὸ δίνω.


Ἰε­ζάβελ ὅμως σκηνοθέτησε συκοφαντία, ὁ Ναβουθαὶ καταδικάστηκε καὶ λιθοβολήθηκε, καὶ ὁ βασιλιᾶς ἅρπαξε τὸ κτῆμα. Ποιός νὰ μιλήσῃ, ποιός νὰ ἐλέγξῃ; Οἱ πληρωμένοι ἱερεῖς; Σιωποῦσαν.


ἀκτήμων, ὁ ἀπένταρος, ποὺ εἶχε μό­νο μιὰ μηλωτή, ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ λέει· –Βασιλιᾶ, ἀδίκησες καὶ θὰ τιμωρη­θῇς· δὲν θά ᾽χῃ καλὸ τέλος ἡ βασιλεία σου, θὰ σκοτω­θῇς, σκυλιὰ θὰ φᾶνε ἐσένα καὶ τὴν Ἰεζάβελ καὶ θὰ γλείψουν τὸ αἷμα σας… Ἔτσι καὶ ἔγινε.


Τὸν θαυμάζω γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸν προφήτη Ἠ­λία, τὸν θαυμάζω καὶ γιὰ τὸ τέλος του. Δὲν πέ­θανε ὅπως ἐμεῖς ποὺ πᾶμε μέσ᾽ στὴ γῆ. Εἶνε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀνθρώπους τῆς παλαιᾶς δι­αθήκης ποὺ δὲν εἶχαν φυσικὸ θάνατο.


κεῖ ποὺ περπατοῦσε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη καὶ κουβέν­τιαζε μὲ τὸ μαθητή του τὸν Ἐλισσαῖο, ἕνα ἅρμα πύρινο τὸν πῆρε καὶ τὸν ὕψωσε στὸν οὐρανό. Κ᾽ εἶνε ἐκεῖ. Παρουσιάστηκε πάλι, ὅπως θὰ τὸν δοῦμε στὴν ἑ­ορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως, κοντὰ στὸ Χριστὸ νὰ κουβεντιάζῃ μαζί του.


Τελείωσα, ἀγαπητοί μου. Ἀλλὰ θέλω νὰ ξέρετε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες τῆς Γρα­φῆς καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν πατέ­ρων τῆς Ἐκκλη­σίας, ὁ προφήτης Ἠλίας θὰ ξα­νάρθῃ στὴ γῆ. Δὲν τρέμετε; Ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ τρέμω.


Θὰ ξανάρθῃ καὶ θὰ βρῇ τὴ γῆ χίλιες φορὲς χειρότερη ἀπ᾽ ὅ,τι ἦταν στὴν ἐποχή του. Θὰ δῇ ὅ­λα τὰ κακά. Καὶ ὁ Ἠλίας δὲν εἶνε σὰν ἐμᾶς· κρα­τάει ἀστροπελέκι καὶ μαχαίρι καὶ τσεκούρι. Θὰ ξανάρθῃ. Θὰ ἐ­λέγξῃ τοὺς βασιλιᾶδες, τοὺς πλουτοκράτες, τὸν κόσμο ὅλο. Πρὸ παν­τὸς θὰ τιμωρήσῃ τοὺς θρησκευτικοὺς ἡγέτες.


Γιατὶ δὲν σᾶς εἶ­πα τί ἔκανε τότε στὸν Κάρμηλο. Ἔκανε κάτι φο­βερό. Μόλις ἀποδείχθηκε ποιός εἶνε ὁ ἀληθι­νὸς Θεός, ὁ Ἠλίας ἅρπαξε ἀπ᾽ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰ­σχύνης τοὺς «ἐσθίοντας τράπεζαν Ἰεζάβελ» (Γ΄ Βασ. 18,19), τοὺς κατέβασε στὸ χείμαρρο Κισσῶν, κ᾽ ἐκεῖ τοὺς ἔσφαξε ὅ­λους ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ κοκκίνισε τὸ ποτάμι.


χ, Χριστὲ καὶ Παναγιά! Ὅταν ἔλθῃ ὁ Ἠλίας, δὲν θὰ χαριστῇ σὲ κανένα· οὔ­τε σ᾽ ἐμᾶς τοὺς παπᾶδες οὔτε σ᾽ ἐσᾶς τὸ λαό. Θὰ κατέβῃ. Πῶς θὰ κατεβῇ μὴ μὲ ρωτᾶτε, εἶ­νε μεγάλο θέμα. Θὰ κατεβῇ κατὰ διάφορα σχήματα.


Θὰ ξανάρθῃ ἐν πυρὶ καὶ ἀστραπαῖς καὶ βρονταῖς· θὰ πέσῃ ἠλεκτρικὴ σκούπα σ᾽ αὐτὴ τὴ βρωμερὴ κοινωνία τῆς πορνείας καὶ τῶν διαζυγίων, τὴ μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλό, ποὺ οὔτε Θεὸ οὔτε Παναγιά, κανένα δὲν σέβεται.


λλ᾽ ἕως ὅτου ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἂς πέ­σουμε, ἀγαπητοί μου, στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρω­μένου νὰ δείξουμε μετάνοια εἰλικρινῆ. Κι ὅ­ταν ὁ Θεὸς δῇ μετάνοια, τότε θὰ μᾶς ἐλεήσῃ, διὰ πρεσβειῶν τοῦ προφήτου Ἠλιού. Εἴθε νὰ κάνῃ τὸ ἔλεός του σὲ ὅλους μας.



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία,
ἡ ὁποία ἔγινε στόν ἱ. ναό Προφήτου Ἠλιού Ἁγ. Παρασκευῆς [Τσακοῦ] – Ἀθηνῶν
τήν Κυριακή 17-7-1966.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου