Μας διηγήθηκε ο αββάς Βασίλειος, ο ιερομόναχος της μονής των Βυζαντίων, ότι, όταν βρισκόταν στην Αντιόχεια, ήλθε ο αββάς Κοσμάς ο ευνούχος από τη Λαύρα Φαράν προς τον αββά Γρηγόριο, ο οποίος έγινε και πατριάρχης, άνδρας ενάρετος και ορθοδοξότατος, και αφού έμεινε λίγες ημέρες, πέθανε εκεί. Ο πατριάρχης όρισε να ενταφιαστεί στο μοναστήρι όπου ήταν θαμμένος ο επίσκοπος του τόπου, για να τιμήσει το λείψανο του αγίου γέροντος.
Μια ημέρα, πηγαίνοντας ο Ιωάννης Ευκρατάς (ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου) να ασπαστεί τον τάφο του γέροντα, βρήκε έναν φτωχό να κάθεται στον τάφο και να ζητά ελεημοσύνη, να κάνει τρεις μετάνοιες και να λέει ευχή και καθώς ήταν ιερέας ο Ευκρατάς, του είπε ο φτωχός: «Πράγματι, κύριε αββά, μέγας ήταν ο γέροντας αυτός που ενταφιάστηκε εδώ πριν από δύο μήνες». «Από πού το γνωρίζεις;» τον ρώτησε ο Ευκρατάς και ο φτωχός του απάντησε: «Εγώ, πάτερ, ήμουν παράλυτος για δώδεκα χρόνια και μέσω αυτού με γιάτρεψε ο Θεός. Έτσι, όταν στεναχωριέμαι, έρχομαι εδώ και με παρηγορεί.
Όμως, τον ακούω, από τότε που τον ενταφιάσατε να λέει στον επίσκοπο αυτά: Μη με αγγίζεις, μη μου άπτου, αιρετικέ, διότι είσαι εχθρός της αγίας καθολικής Εκκλησίας του Θεού.
Μόλις άκουσε αυτά ο Ιωάννης από τον φτωχό, ανέβηκε στο πατριαρχείο και τα ανήγγειλε στον πατριάρχη, παρακαλώντας να μεταθέσουν το λείψανο του αγίου γέροντα σε άλλο τάφο. Ο δε πατριάρχης είπε σ’ αυτόν: «Πίστεψέ με, τέκνο, ότι ο γέροντας καθόλου δεν βλάπτεται από τον αιρετικό, αλλά αυτό έγινε, για να φανεί ο ζήλος του οσίου Κοσμά και να φανερωθεί η κακοδοξία του επισκόπου, για να μην έχουμε αυτόν ως ορθόδοξο».
Αυτόν τον αββά Κοσμά συνάντησε εν ζωή ο Ιωάννης Ευκρατάς στην μονή Φαράν, διότι έμεινε εκεί δώδεκα χρόνια. Μια ημέρα, ενώ συνομιλούσαν, έγινε λόγος για τον μεγάλο Αθανάσιο και ο γέροντας είπε: «Όταν βρεις κάποιον λόγο του αγίου Αθανασίου, αν δεν έχεις χαρτί, για να τον αντιγράψεις, γράψε τον στην φορεσιά σου, για τον ζήλο της ορθόδοξης ομολογίας». Τέτοια πίστη είχε ο αοίδιμος στους αγίους πατέρες και διδασκάλους.
Αυτός έλεγε το εξής: Μια μέρα διελογίσθηκε τι να σημαίνει ο λόγος του Κυρίου που είπε στους μαθητές του «ο έχων ιμάτιον πωλησάτω και αγορασάτω μάχαιραν» και οι μαθητές απάντησαν: «Ιδού μάχαιραι ώδε δύο», ενώ ο Κύριος ανταπάντησε: «Αρκεταί εισί».
Αυτά συλλογιζόμενος και μη βρίσκοντας την σημασία, βγήκε από το κελλί του το μεσημέρι, για να πάει στον αββά Θεόφιλο στα Πυργία. Προχωρώντας στη μέση της ερήμου, είδε ένα μεγάλο δράκοντα να κατεβαίνει από το όρος προς τις καλαμιές και ο οποίος ήταν τόσο μεγάλος, ώστε κάλυπτε όλον τον δρόμο, όταν κινούνταν. Ο δράκος πέρασε κάτω από τον αββά, γι’ αυτό ο αββάς κατάλαβε ότι ο διάβολος, θέλοντας να σκορπίσει την σκέψη του, έδειξε τον όφι, αλλά οι ευχές του γέροντα τον βοήθησαν.
Μόλις έφθασε στον όσιο Θεόφιλο, είπε το ρητό και αυτός του ερμήνευσε την έννοια. «Δύο μάχαιραι, είπε, είναι το πρακτικό και το θεωρητικό. Εάν έχει κανείς αυτές τις δύο αρετές, είναι τέλειος». Για τον ίδιο έλεγαν και αυτό, ότι την νύχτα της αγίας Κυριακής στεκόταν από το απόγευμα ως το πρωί, ψάλλοντας και προσευχόμενος στο κελλί του και όταν ανέτειλε ο ήλιος τελείωνε την προσευχή, καθόταν και διάβαζε το Ευαγγέλιο μέχρι την τρίτη ώρα κατά την οποία τελούνταν η λειτουργία.
Από το βιβλίο: <<Λειμωνάριον το παλαιόν – Ιωάννου Μόσχου. 'Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου.
Διηγήματα των Οσίων πατέρων. Βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, <<Η Αγία 'Αννα>>, Φεβρουάριος 2005
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου