ΟΣΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΠΟΪΑΝΑ ΜΑΡΟΥΛΟΥΙ: ''ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑ''
Ο όσιος Βασίλειος της Ποϊάνα Μάρουλουι (1692-1767) γεννήθηκε στη Μικρή Ρωσία (σημ. Οὐκρανία) και ήταν ρουμανικής καταγωγής.
Αναδείχθηκε ο πρώτος διδάσκαλος της νοεράς προσευχής και ο πρώτος ησυχαστής συγγραφέας των νεότερων χρόνων στην Ορθόδοξη Ανατολή
καθώς προηγήθηκε τόσο των οσίων Μακαρίου του Νοταρά, αρχιεπισκόπου πρώην Κορίνθου (1731-1805), και Νικοδήμου του Αγιορείτου (1749-1809),
συλλογέα και επιμελητή αντίστοιχα των κειμένων της περίφημης Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών (α' έκδ. Βενετία 1782), όσο και
του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-1794), του αναμορφωτή του σλαβικού και ρουμανικού μοναχισμού.
Όπως βεβαιώνουν οι πατέρες, ο άνθρωπος που ζει ορθά και έχει άμεμπτη διαγωγή, ο άνθρωπος που αποφεύγει την αυταρέσκεια και την έπαρση, δεν θα υποστεί βλάβη, ακόμα κι αν ολόκληρη στρατιά δαιμόνων του προξενήσουν αναρίθμητους πειρασμούς. Σε πλάνη πέφτουν μόνο εκείνοι που ενεργούν με αλαζονεία και σύμφωνα με τα δικά τους αυθαίρετα θελήματα.
Αν υπάρχουν κάποιοι που σκοντάφτουν στον βράχο αυτών των συγγραφών του οσίου, εκλαμβάνοντας την υπόδειξη του δρόμου της πλάνης ως αποτροπή από την νοερά εργασία, τότε ας γνωρίζουν ότι παρανοούν τα πάντα. Γιατι οι άγιοι πατέρες δεν μας υποδεικνύουν τις αιτίες που οδηγούν στην πλάνη για να μας αποτρέψουν από την νοερά εργασία, αλλά για να επιστήσουν την προσοχή μας στον κίνδυνο της πλάνης.
Έτσι, όταν ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης μας συμβουλεύει να μη δειλιάζουμε και να μη στενάζουμε, όταν προσευχόμαστε, επισημαίνει και τις δύο αιτίες της πλάνης: την ιδιορρυθμία και την υψηλοφροσύνη. Επειδή οι άγιοι πατέρες θέλουν να παραμείνουμε απρόσβλητοι από τέτοια πράγματα, μας παραγγέλνουν να μελετάμε τις άγιες Γραφές και να καθοδηγούμαστε απ' αυτές, παίρνοντας έναν αδελφό σαν καλό σύμβουλο.
Αν δεν μπορείς να βρεις έναν γέροντα ικανό στον λόγο και έμπειρο στην πράξη, βαθύ γνώστη των πατερικών συγγραμμάτων και όμοιο με τους άγιους πατέρες, τότε στη μόνωση και την ησυχία πρέπει να καθοδηγείσαι πνευματικά μόνο από τις διδαχές και τις νουθεσίες των αγίων πατέρων. Σ' αυτές να καταφεύγεις για κάθε ζήτημα και κάθε αρετή. Να ποιος είναι ο ορθός κανόνας και ποια η πρέπουσα τάξη για μας, που διαβάζουμε τα πατερικά συγγράμματα:
Να τα εφαρμόζουμε, να μην αθετούμε τις τις υποδείξεις και τις παραινέσεις που περιέχουν. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικοί, που, μη γνωρίζοντας εμπειρικά τη νοερά εργασία και νομίζοντας συνάμα ότι κατέχουν το χάρισμα της διακρίσεως, δικαιολογούν τον εαυτό τους, ή μάλλον απορρίπτουν την εκμάθηση αυτής της ιερής εργασίας, με τρεις προφάσεις:
Πρώτον, ισχυρίζονται πως αυτή είναι μόνο για αγίους και απαθείς ανθρώπους και όχι για τους εμπαθείς' δεύτερον, προβάλλουν την πλήρη έλλειψη καθοδηγών και διδασκάλων για μια τέτοια ζωή και οδό' και τρίτον, επικαλούνται τον κίνδυνο της πλάνης από την άσκηση αυτής της εργασίας.
Η πρώτη από τις προφάσεις τους είναι άτοπη και άδικη' γιατι η πρώτη βαθμίδα προόδου των αρχάριων μοναχών είναι η καταστολή των παθών με τη νήψη του νου και τη φύλαξη της καρδιάς, δηλαδή με τη νοερά προσευχή, που ταιριάζει στην πρακτική ζωή. Η δεύτερη είναι απερίσκεπτη και αβάσιμη' γιατι, αν δεν υπάρχουν καθοδηγοί και διδάσκαλοι, διδάσκαλός μας είναι οι θείες Γραφές, όπως έχουμε ήδη πει.
Η τρίτη περιέχει αυταπάτη' γιατι εκείνοι που την επικαλούνται, όταν διαβάζουν για την πλάνη, διαψεύδονται από τα ίδια τα σχετικά κείμενα, τα οποία παρερμηνεύουν. Αντί να γνωρίσουν απ' αυτά την πλάνη και να προφυλαχθούν, τα διαστρεβλώνουν και τα χρησιμοποιούν ως πρόσχημα για την αποφυγή της νοεράς εργασίας. Μοιάζουν μ' έναν στρατιωτικό διοικητή, που πληροφορείται ότι οι εχθροί, μην μπορώντας να τον αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης, του έχουν στήσει ενέδρα στον δρόμο, προκειμένου να του επιτεθούν ύπουλα και αναπάντεχα.
Αυτός, όμως, είναι τόσο αλόγιστος, που, αντί να τους επιτεθεί αιφνιδιαστικά στον τόπο όπου τον παραμονεύουν, αποσπώντας έτσι μιαν αποφασιστική νίκη, τρέπεται σε φυγή και ντροπιάζεται για πάντα, ιδιαίτερα μπροστά στον βασιλιά και τους αυλικούς του. Αν, πάντως, φοβάσαι αυτή την εργασία και την εκμάθησή της μόνο από ευλάβεια και απλότητα καρδιάς, τότε κι εγώ τη φοβάμαι όσο κι εσύ, ή μάλλον πολύ περισσότερο.
Αλλά η παροιμία που λέει, <<Αν φοβάσαι τον λύκο, μην πηγαίνεις στο δάσος>>, δεν έχει εφαρμογή εδώ. Τον Θεό πρέπει να Τον φοβόμαστε, όχι όμως να φεύγουμε μακριά Του και να Τον αποχωριζόμαστε εξαιτίας αυτού του φόβου. Είναι αλήθεια: Φόβος και τρόμος, συντριβή και ταπείνωση, πολλή μελέτη των συγγραμμάτων των αγίων και οι συμβουλές των ομόψυχων αδελφών απαιτούνται σ' αυτή την εργασία, όχι όμως φυγή και άρνηση, ούτε, απεναντίας, θρασύτητα και ιδιορρυθμία.
Λέγεται για τον θρασύ και καταφρονητή, πως, επιδιώκοντας αυτό που είναι πέρα από την κατάσταση και τα μέτρα του, προσπαθεί αλαζονικά να θερίσει την καθαρή πνευματική προσευχή πριν από την εποχή της ωριμάνσεώς του. Και όποιος, μέσα στην αυταρέσκειά του, φαντάζεται ότι θα φτάσει σε κάποιαν υψηλή πνευματική κατάσταση, έχει ήδη αποκτήσει μιαν επιθυμία σατανική' ο διάβολος θα τον πιάσει εύκολα στα δίχτυα του και θα τον κάνει δικό του.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Απόσπασμα εκ του βιβλίου του Οσίου Βασιλείου της Ποϊάνα Μάρουλουι:
<<Ασκητικά Έργα>>,
έκδοση της Ι. Μ. Παρακλήτου, σελ. 30-32, Ωρωπός Αττικής 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου