ΣΤΑΡΕΤΣ ΙΩΣΗΦ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ (1ο ΜΕΡΟΣ)
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση: <<Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα>>, β' έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 25-29.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
<<Υπάρχουν μεγάλες μορφές στην ιστορία της Εκκλησίας μας που αγνοήθηκαν ή ακούστηκαν πολύ λίγο, σε σχέση με την αξία τους,
επειδή έτυχε να ζήσουν κοντά σε κάποιον μεγάλο άγιο ή σε ονομαστό ασκητή.
Είναι εκείνοι που έζησαν για να διακονήσουν, κατά το παράδειγμα του Σωτήρα μας, αυτοί που προτίμησαν να παραμείνουν έσχατοι σ' αυτόν τον κόσμο,
για να είναι πρώτοι στη βασιλεία των ουρανών.
Δεν πρέπει βέβαια να παραβλέψουμε το γεγονός, πως σ' αυτό θα συνετέλεσε σίγουρα κι η προσπάθεια που καταβάλλουν οι άγιοι άνθρωποι
για να ζήσουν στην αφάνεια και στην άγνοια, που 'ναι το προσφιλές καταφύγιο της αγιότητας. [...]
(Από τον πρόλογο του μεταφραστή)
Η ζωή του στον κόσμο
Ο Ιερομόναχος Ιωσήφ, κατά κόσμον Ιβάν Ευθύμοβιτς Λιτόφκιν, γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1837, στο χωριό Γκοροντίστσα της περιοχής Στάρομπελσκ, της επαρχίας Καρκώφ. Γονείς του ήταν ο Ευθύμιος Εμιλιάνοβις και η Μαρία Βασίλιεβνα Λιτόφκιν. Ήταν απλοί και πολύ ευλαβείς άνθρωποι, ευγενικοί και έξυπνοι. Ο πατέρας του ήταν πρόεδρος της κοινότητας στο χωριό του για δεκαεφτά χρόνια. Όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν πάρα πολύ.
Τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του αγαπούσαν πολύ τους φτωχούς. Το χέρι τους προς αυτούς ήταν ανοιχτό. Έδιναν γενναιόδωρα, συχνά μάλιστα χωρίς να το γνωρίζουν οι άλλοι. Ο Ευθύμιος Εμιλιάνοβιτς δάνειζε απλόχερα οποιονδήποτε του ζητούσε χρήματα, μ' όλο που ήξερε πως μερικές φορές δεν θα τά' παιρνε πίσω. Του άρεσε να φιλοξενεί στο σπίτι του μοναχούς, που είχαν διακόνμα να βγαίνουν στον κόσμο και να ζητούν βοήθεια για το μοναστήρι.
Και πάντα σχεδόν έδινε σε καθέναν τους τουλάχιστον πέντε χρυσά ρούβλια. Όπως συνηθιζόταν τα παλιά χρόνια, τους άρεσε πάρα πολύ να πηγαίνουν στην εκκλησία και να διαβάζουν πνευματικά βιβλία, ιδιαίτερα τους βίους των αγίων. Είχαν έξι παιδιά, τρεις γιους και τρεις θυγατέρες. Όταν γεννήθηκε ο δεύτερος γιος τους, οι γονείς του του έδωσαν το όνομα Ιωάννης, προς τιμήν του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα, προς τον οποίο είχαν ιδιαίτερη ευλάβεια. Αγαπούσαν πραγματικά τα παιδιά τους και γι' αυτό προσπαθούσαν να τα προικίσουν με ουράνια χαρίσματα παρά με επίγεια πλούτη.
Γι' αυτό τ' ανάθρεψαν με φόβο Θεού, ευλάβεια και υπακοή. Ο πατέρας είχε πολύ πιο ήπιο χαρακτήρα, η μητέρα ήταν πιο αυστηρή. Τα παιδιά την φοβούνταν πολύ, την αγαπούσαν όμως, όπως τ' αγαπούσε κι εκείνη. Απ' όλα α παιδιά ο πατέρας αγαπούσε περισσότερο τον Ιβάν, που του έμοιαζε ακόμη και στα χαρακτηριστικά του προσώπου. Μια φορά τον πήρε μαζί του σ' έναν περίπατο με μια άμαξα. Σε κάποια στιγμή ο μικρός έκανε μια αταξία κι ο πατέρας του τον χτύπησε. Για πολύ καιρό μετά ο καλός πατέρας αισθανόταν τύψεις κι έλεγε: <<Κρίμα, δεν είναι παρά ένα παιδί, κι εγώ το χτύπησα>>.
Η μεγαλύτερη αδελφή του Ιβάν, η Αλεξάνδρα, που τον αγαπούσε ιδιαίτερα, άρχισε να τον διδάσκει γραμματική. Έτσι, όταν έφτασε ο καιρός να πάει στο σχολείο, ήξερε ήδη να διαβάζει. Γενικά ήταν καλός μαθητής. <<Στο σχολείο, διηγόταν ο Μπάτιουσκα, δεν με τιμωρούσαν. Μια φορά όμως ο δάσκαλος με διέταξε να χτυπήσω το νεώτερο αδελφό μου, τον Πέτρο. Αυτό ήταν πολύ σκληρό για μένα, η ψυχή μου πόνεσε>>.
Η μητέρα έπαιρνε μαζί της όλα τα παιδιά στην εκκλησία. Στο σπίτι τά' βαζε να προσεύχονται πάλι όλα μαζί της. Όπως διηγόταν αργότερα ο ίδιος ο Γέροντας, του άρεσε από πολύ μικρός να πηγαίνει στην εκκλησία, όπου μάλιστα συνήθιζε να συμμετέχει στο χορό των ψαλτών. Αφηγείται ο ίδιος: <<Θυμάμαι πως με ξυπνούσε η μητέρα μου για να πάμε στον όρθρο και τη λειτουργία. Δεν ήθελα να ξυπνάω και να σηκώνομαι από το κρεββάτι νωρίς, αλλά δε γινόταν τίποτα. Ήθελα, δεν ήθελα, θα με ξυπνούσε. Τόσο στην εκκλησία όμως όσο και την υπόλοιπη μέρα αισθανόμουν πολύ καλά και πνευματικά χαρούμενος>>.
Και συνέχιζε: <<Στο σπίτι η μητέρα μ' έβαζε να διαβάζω τους χαιρετισμούς του Χριστού ή της Παναγίας. Μερικές φορές τύχαινε να στεκόμαστε όρθιοι στην προσευχή και ξαφνικά από το παράθυρο να βλέπουμε τον αρκουδιάρη να περνάει με μια αρκούδα. Ακολουθούσε πολύς κόσμος και γινόταν πολύ φασαρία. Ήταν κάτι φοβερό. Συνεχίζαμε όμως να προσευχόμαστε με περισσότερο ζήλο κι αφοσίωση>>.
Οι επισκέπτες που άκουγαν τις αφηγήσεις του, μερικές φορές των ρωτούσαν: -Σίγουρα τα παιδιά δεν θέλαν να πάνε κοντά στο παράθυρο, για να παρακολουθήσουν αυτό το περίεργο θέαμα; -Όχι, αυτό ήταν αδύνατο' η μητέρα μας ήταν πολύ αυστηρή, απαντούσε ο Γέροντας. Ο Ιβάν είχε από την παιδική του ηλικία ασθενική κράση. Σύντομα η ακοή του λιγόστεψε, όπως και η όρασή του. Είχε όμως και πολλές ατυχίες.
Όταν ήταν πολύ μικρός, η αδερφή του τον ακούμπησε μια φορά κατά λάθος πάνω σε μια καυτή στόφα. Μια άλλη φορά έπαθε ο ίδιος εγκαύματα με ζεστό νερό. Κάποτε ένα παιδί που έτρεχε δίπλα του τον παρέσυρε και πέφτοντας δάγκωσε την άκρη της γλώσσας του. Μ' όλα αυτά όμως ήταν από τη φύση του ένα πολύ ζωηρό και χαρούμενο παιδί. Η αδερφή του, που αργότερα έγινε μοναχή, διηγόταν πως ο μικρός Βάνια ήταν πολύ στοργικό κι ευαίσθητο παιδί.
Με την τρυφερή κι ευαίσθητη ψυχή του μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να συμμετέχει στις θλίψεις των άλλων, αν και η έμφυτη μετριοφροσύνη και συστολή του συχνά δεν του επέτρεπαν να μιλάει. Όταν παρατηρούσε πως κάποιος στο σπίτι ήταν στενοχωρημένος, έτρεχε αμέσως κοντά του, σκαρφάλωνε πάνω του και τον χάιδευε με τρυφερότητα. Ο πατέρας του συνήθιζε να λέει: -Αυτό το παιδί θα γίνει σπουδαίο. Αξίζει να σημειωθεί πως όσες φορές ο Ευθύμιος Εμελιάνοβιτς είπε κάτι για τα παιδιά του, αργότερα επαληθεύτηκε στο ακέραιο.
Ανάμεσα στ' άλλα είχε διατυπώσει από τότε την επιθυμία, ώστε ένα από τα παιδιά του να γίνει μοναχός. Το πρώτο από τα παιδιά του που ανταποκρίθηκε, ήταν η κόρη του Αλεξάνδρα (μετέπειτα μοναχή Λεωνίδα). Μετά την ακολούθησε ο γιος του Ιβάν. Ο κατηχητής του Ιβάν ένας πρωτοπρεσβύτερος με αγία ζωή, έλεγε από την πλευρά του για το νεαρό αγόρι: -Περιμένετε και θα δείτε. Κάτι ασυνήθιστο θα βγει απ' αυτό το παιδί. Ήταν φανερό πως από την παιδική του ηλικία όλοι παρατηρούσαν ότι ο μικρός Ιβάν είχε πάνω του την ιδιαίτερη σφραγίδα της δωρεάς του Θεού.
Όταν ο Βάνια έγινε τεσσάρων ετών έχασε τον καλό του πατέρα. Πέθανε ξαφνικά. Ο μικρός αποχαιρέτησε τον πατέρα του, ήταν όμως κάτω από την προστασία της τρυφερής και στοργικής μητέρας του. Όταν ο Βάνια έγινε οκτώ ετών κι ενώ έπαιζε με τους φίλους του, ξαφνικά το πρόσωπό του άλλαξε. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά κι έπεσε κάτω λιπόθυμος. Τον μετέφεραν στο σπίτι του και τον έβαλαν στο κρεββάτι.
Όταν συνήλθε, άρχισαν να τον ρωτούν τι έγινε. Το αγόρι απάντησε πως είχε δει τη Βασίλισσα των Ουρανών στον αέρα. -Και πώς κατάλαβες πως ήταν η Βασίλισσα των Ουρανών; τον ρώτησαν. -Γιατι είχε στο κεφάλι της ένα στέμμα με σταυρό, απάντησε. -Καλά, και γιατι έπεσες κάτω; συνέχισαν να τον ρωτούν.
Το παιδί χαμήλωσε τα μάτια του ταπεινά και είπε: -Κοντά της ήταν ένας τόσο λαμπερός ήλιος... Δεν ξέρω, δεν ξέρω πως να το εξηγήσω, πρόσθεσε ήρεμα κι άρχισε να κλαίει. Το εξαίσιο αυτό όραμα έκανε βαθειά εντύπωση στην ψυχή του οκτάχρονου παιδιού. Από τότε άλλαξε τελείως.
Έγινε ήρεμος και σκεφτικός. Άρχισε ν' αποτραβιέται από τα παιδικά παιχνίδια και να μένει πάντα με την μητέρα του. Το βλέμμα του έγινε ακόμα πιο βαθύ. Στην καρδιά του άναψε η φλόγα της πίστεως και της αγάπης για τη Βασίλισσα των Ουρανών.
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση:
<<Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα>>,
β' έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 25-29.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου