ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΓΙΑΤΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;
Γιατί γεννήθηκε ὁ Χριστός; Γιὰ μᾶς, ἀγαπητοί μου, γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τὴ δική μας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, «ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου», καὶ ἐνανθρώπησε. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀπάντησι τοῦ πιστοῦ στὸ ἐρώτημα, καὶ αὐτὸ βροντοφωνεῖ ἡ Ἐκκλησία διὰ τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως (ἄρθρ. 3).
Μέγα τὸ μυστήριο! Ποιός ποτὲ θὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ σὲ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τὸ ὑπερφυέστατο γεγονὸς ὅτι ἕνας Θεὸς σαρκώνεται, γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σώσῃ τὴν ἀνθρωπότητα; Ἐδῶ καὶ οἱ μεγαλύτερες διάνοιες, χωρὶς τὴ βοήθεια τῆς πίστεως, συντρίβονται. Μικρὸς ἐμπρὸς στὸ Θεὸ ὁ ἄνθρωπος, ἂς εἶνε κ᾽ ἕνας Σωκράτης. Θὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀδυναμία του ἐμπρὸς στὸ μυστήριο. Μικρὸς ὁ ἄνθρωπος, μεγάλος ὁ Θεός! Μόνο ἡ πίστι ῥίχνει φῶς στὸ μυστήριο. Ὁ πιστὸς τὸ αἰσθάνεται, τὸ βλέπει, τὸ ζῇ, καὶ δὲν βρίσκει λέξεις γιὰ νὰ ἐξωτερικεύσῃ τὴν ὑπερκόσμια ἀγαλλίασι ποὺ δοκιμάζει ὅταν ἀκούῃ νὰ ψάλλεται τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε…»(καταβ. Χριστουγ. ᾠδ. α΄). Νομίζει ὅτι δὲν πατάει στὴ γῆ, ἀλλὰ μεταφέρεται στὸν οὐρανό, στὴ χώρα τῶν ἀγγέλων, κι ἀκούει τὶς ὑμνῳδίες τους.
Ὁ ἄπιστος ζῇ καὶ περιπλανᾶται στὸ σκοτάδι. Δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ μόνος του τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βηθλεέμ, ἐκεῖ ποὺ λάμπει τὸ ἄστρο, τὸ φῶς τῆς αἰωνίου ἀληθείας. Ἄπιστοι, ἀποκαλυφθῆτε ἐμπρὸς στὸ μυστήριο τῆς φάτνης, καταθέστε τὴν πανοπλία τοῦ ἐγωισμοῦ σας. Ἄλλα ἐφόδια χρειάζονται γιὰ νὰ νιώσετε τὸ μυστήριο. Πάρτε μαζί σας τὴν ταπείνωσι τῶν ἀγραυλούντων ποιμένων, τὴν πίστι τῶν μάγων, τὴν ἀθῳότητα τῶν σφαγιασθέντων νηπίων, καὶ τότε θὰ βρῆτε τὸ δρόμο, θὰ συναντήσετε τὸ Χριστό, καὶ θὰ ὁμολογήσετε ὅτι στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια ἔγινε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, ποὺ κατέγραψε στὶς σελί- δες της ἡ ἱστορία ὡς τὸ σπουδαιότερο γεγονὸς ἀφ᾽ ὅπου ἔγινε ὁ κόσμος. Ποιό τὸ γεγονός; ὅτι «ἐγεννήθη Παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός» (κοντάκ.). Μέγα τὸ μυστήριο!
Τὸ σπασμένο ἄγαλμα συναρμολογεῖται. Ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ ἀμυδρὴ ἰδέα τοῦ μυστηρίου. Ὑποθέστε, ἀγαπητοί μου, ὅτι στὸ κέντρο μιᾶς πόλεως ἔχει στηθῆ ἕνα ἄγαλ- μα. Εἶνε θαυμάσιο καὶ ὡς σύλληψι καὶ ὡς ἐκτέλεσι. Ὅλα του συμμετρικά, κανείς δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ μιὰ ἀτέλεια. Ὅλοι τὸ θαυμάζουν, ἀλλὰ οἱ σοφώτεροι θαυμάζουν περισσότερο τὸν ἄγνωστο ἐκεῖνο γλύπτη, ποὺ εἶχε τέτοια δύναμι τέχνης, ὥστε ἀπὸ ἕνα ἄμορφο μαρμάρινο ὄγκο νὰ βγάλῃ ἕνα τέτοιο ἀριστούργημα. Κανείς δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ πῇ, ὅτι τὸ ἄγαλμα αὐτὸ βρέθηκε τυχαῖα, ὅτι ἔτσι μόνο του ξεφύτρωσε ἕνα πρωὶ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λατομείου τῆς Πεντέλης ἢ τῆς Πάρου κι ὅτι ἔτσι μόνο του στήθηκε ἐκεῖ. Τὸ ἄγαλμα, δημιούργημα ἄριστου τεχνίτη, λάμπει στὴ θέσι του. Πόσο ὡραῖο εἶνε! Τὸ βλέπεις καὶ νομίζεις πὼς θὰ σοῦ μιλήσῃ. Ἐκεῖνα τὰ χείλη, ἐκείνη ἡ ἔκφρασι, ἐκεῖνο τὸ χαμόγελο στὸ πρόσωπο· τί θαῦμα!
Ἀλλ᾿ ἀναπάντεχα –ὤ συμφορά!– μιὰ νύχτα κάποιος, ποὺ ζήλεψε φαίνεται τὴ δόξα τοῦ Ἡροστράτου, ἀποφάσισε νὰ τὸ καταστρέψῃ. Πλησιάζει λοιπόν, τοποθετεῖ στὴ βάσι του δυναμίτη, ἀνάβει τὸ φιτίλι, κι ὁ κακοῦργος ἀπομακρύνεται. Κρυμμένος σὲ μιὰ γωνία τοῦ σύμπαντος περιμένει τὸ ἀποτέλεσμα. Σὲ λίγο ἕνας δαιμονιώδης κρότος ἀκούγεται. Τὸ ἔδαφος σείεται. Οἱ κάτοικοι τῆς εὐτυχισμένης πόλεως ξυπνοῦν, ἀνάβουν φῶτα, καὶ τί νὰ δοῦν; Τὸ ἄγαλμα, τὸ καύχημα τῆς πόλεως ποὺ προσείλκυε περιηγητὰς ἀπ᾽ ὅλα τὰ μέρη, αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα, δὲν ὑπάρχει πιά. Τί λέω, δὲν ὑπάρχει; Ὑπάρχει, ἀλλ᾽ ὄχι ὡς ὀμορφιά· ὑπάρχει ὡς ἐρείπια. Ὁ δυναμίτης τό ᾽κανε χίλια συντρίμμια σκορπισμένα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ὅλοι κλαῖνε καὶ καταριῶνται τὸ δράστη τοῦ ἐγκλήματος.
Τὰ χρόνια παιρνοῦν, οἱ αἰῶνες διαβαίνουν. Ἀλλὰ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀγάλματος δὲν ξεχνιέται. Οἱ γέροι διηγοῦνται στὰ παιδιὰ τὴ δόξα του. Ὁ πόθος ὅλων ἐκφράζεται μὲ μιὰ εὐχή, μιὰ κρυφὴ ἐλπίδα· Ὤ καὶ νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ διορθωθῇ τὸ κακὸ καὶ νὰ στηθῇ πάλι στὴ μέση τῆς πλατείας τὸ ἄγαλμα, ὅπως ἦταν στὴν ἀρχή!… Καὶ νά ὁ κοινὸς μύχιος πόθος ἐκπληρώνεται! Ἔρχεται κάποιος. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ κατεσκεύασε τὸ ἄγαλμα. Λυπήθηκε γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ καλύτερου ἔργου ποὺ βγῆκε ἀπ᾽ τὸ ἐργαστήριό του. Γιατὶ ποιός τεχνίτης δὲν πονάει τὸ ἔργο του; Τὸ πόνεσε λοιπὸν καὶ αὐτός. Εἶδε τὰ συντρίμματα. Τὰ μαζεύει ἕνα – ἕνα καὶ μέσα στὸ ἐργαστήριό του τὰ συναρμολογεῖ ὅλα. Καὶ ξαφνικὰ μιὰ μέρα εὐλογημένη, ἐνῷ θαυμάζουν ὅλοι, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι, τὸ ἄγαλμα τοποθετεῖται καὶ πάλι στὴ μέση τῆς πόλεως, ὅπως ἦταν κι ἀκόμη ὡραιότερο. Τὸ ἔμψυχο ἄγαλμα ἀναστηλώνεται. Παραβολικὸς μέχρι ἐδῶ εἶνε ὁ λόγος. Θέλετε τώρα τὴν ἑρμηνεία τοῦ παραδείγματος; Ἀκοῦστε.
Τὸ ἄγαλμα, τὸ ἔμψυχο ἄγαλμα, εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, οἱ ἄγγελοι θαύμασαν τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ τελειότερο δημιούργημα. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπὸ τὸ θεϊκὸ ἐργαστήριο ὡραῖος, «καλὸς λίαν», ἀγαθός, ἄκακος, ἀθῷος. Μιὰ ἁρμονία καὶ εἰρήνη βασίλευε στὴ φύσι καὶ τὴν καρδιά του. Ἀλλὰ ξαφνικὰ –τί συμφορά!– ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε. Σατανικὴ δύναμι συνέτριψε τὸ θεϊκὸ κάλλος. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ; Ἀπὸ τότε ἡ εἰρήνη φυγαδεύθηκε, πόλεμος ἀόρατος ἄρχισε. Μέσα στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μάχονται δυὸ ἀντίθετες δυνάμεις, «ἄγγελος καὶ σατανᾶς γρονθοκοποῦνται». Καὶ κάτω ἀπὸ τὴ δύναμι τοῦ κακοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα ἠθικὸ ἐρείπιο, διασπᾶται ἡ ψυχική του ἑνότητα, γίνεται ἀγνώριστος. Ἰδέστε τον· κλέφτης, ψεύτης, πλαστογράφος, πλεονέκτης, μωροφιλόδοξος, μοιχός, πόρνος, βλάστημος, φονιᾶς, ἐμπρηστής, προδότης, θηρίο μᾶλλον παρὰ ἄνθρωπος. Θεέ μου, ποῦ κατήντησε τὸ ἔμψυχο ἄγαλμα! πεσμένο σὲ συντρίμμια, σὲ ἐρείπια. Ποιός τώρα θὰ τὸν σώσῃ;
Καὶ ἐνῷ οἱ φιλόσοφοι σὰν ἁπλοῖ θεαταὶ παρακολουθοῦσαν τὸ δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ κυλοῦσε στὴν κατηφόρα τοῦ ἠθικοῦ ὀλέθρου, ξαφνικὰ ἕνα πρωτοφανὲς ἄστρο φωτίζει τὸν κόσμο, σμήνη ἀγγέλων πετοῦν πάνω ἀπ᾽ τὴ Βηθλεέμ, θεία μουσικὴ ἀντηχεῖ, ἀκούγεται τὸ ἐμβατήριο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Τί συμβαίνει; Μέγα μυστήριο ἐκτυλίσσεται. Ὁ Θεὸς σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν του. Ἄκουσε τοὺς στεναγμούς, εἶδε τὰ ἠθικά του ἐρείπια καὶ συντρίμμια, καὶ ἀποφάσισε νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο. Ὤ θαῦμα θαυμάτων! Κλίνει οὐρανοὺς καὶ κατεβαίνει. Σαρκώνεται ἀπὸ τὰ αἵματα τῆς πανάγνου Κόρης.
Γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶνε Θεός, γιὰ νὰ κάνῃ θεὸ τὸν ἄνθρωπο. Μὲ τὴν ὅλη ἔνσαρκη οἰκονομία ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς Λόγος ἀνορθώνει τὸ πεσμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀναστηλώνει τὸ κατεστραμμένο ἔμψυχο ἄγαλμα, ἀποκαθιστᾷ τὸ πλάσμα του στὸ ἀρχικὸ κάλλος του κι ἀκόμη ἀνώτερα. Π ε ρ ι μ έ ν ε τ ε ! Ἡ διδασκαλία, ποὺ θὰ κηρύξῃ τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τὰ θαύματα ποὺ θὰ κάνῃ, ἡ ἁγία ζωὴ ποὺ θὰ ζήσῃ, καὶ πρὸ παντὸς τὸ τίμιο αἷμά του μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βάψῃ τὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ μάλιστα ἡ ἔνδοξη ἀνάστασί του μὲ τὴν ὁποία θὰ νικήσῃ τὸ θάνατο, αὐτὰ θὰ σώσουν, θὰ λυτρώσουν, θὰ ὡραΐσουν, θὰ θεώσουν τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μόνο ὅσοι θὰ μείνουν μακριά του, μόνο ὅσοι θὰ τὸν ἀρνηθοῦν καὶ θὰ τὸν σταυρώσουν, αὐτοὶ θὰ χαθοῦν.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁλόκληρο δρᾶμα. Μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστὸ ἡ ζωή μας γίνεται ἢ τραγῳδία ἢ κωμῳδία. Μύρια σύγχρονα παραδείγματα πιστοποιοῦν τὴν ἀλήθεια αὐτή. Μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ ἐπέρχεται ἡ λύσις τοῦ δράματός μας. Χριστιανοί! Μὴ περιπλανᾶσθε μακριά, μὴ ζητᾶτε ἄλλα φῶτα. Στραφῆτε μὲ πίστι πρὸς τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεέμ. Τὸ ἄστρο αὐτὸ φέρνει εἰρήνη, ἀγάπη, δικαιοσύνη, ἀλήθεια. Ἀργὰ ἢ γρήγορα ὅλοι θὰ καταλάβουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ ἐξευγενίζεται, ἐξωραΐζεται ἠθικά, γίνεται ἔμψυχο ἄγαλμα ἀρετῆς, ἠθικὴ προσωπικότης, γιὰ τὴν ὁποία οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Ὡς χαρίεν ἐ- στ᾽ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ» (= πόσο χαριτωμένο πλάσμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος). Μόνο διὰ τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπανέρχεται στὴν θεία μακαριότητα ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχει ἐκπέσει, φτάνει στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ (Γέν. 1,26), γίνεται μικρὸς θεός, θ ε ὸ ς κ α τ ὰ χ ά ρ ι ν.
Ἂς ψάλουμε λοιπὸν μὲ ἀγαλλίασι· «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ φυλλάδιο «Ἡ Ἀγάπη» Κοζάνης φ. 4/25Δεκεμβρίου 1943.
Μεταγλώττισις καὶ ἐλάχιστη σύντμησις 23-11-2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου