ΣΤΑΡΕΤΣ ΙΩΣΗΦ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ (7ο ΜΕΡΟΣ)
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση: <<Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα>>, β' έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 122-127.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
<<Υπάρχουν μεγάλες μορφές στην ιστορία της Εκκλησίας μας που αγνοήθηκαν ή ακούστηκαν πολύ λίγο, σε σχέση με την αξία τους,
επειδή έτυχε να ζήσουν κοντά σε κάποιον μεγάλο άγιο ή σε ονομαστό ασκητή.
Είναι εκείνοι που έζησαν για να διακονήσουν, κατά το παράδειγμα του Σωτήρα μας, αυτοί που προτίμησαν να παραμείνουν έσχατοι σ' αυτόν τον κόσμο,
για να είναι πρώτοι στη βασιλεία των ουρανών.
Δεν πρέπει βέβαια να παραβλέψουμε το γεγονός, πως σ' αυτό θα συνετέλεσε σίγουρα κι η προσπάθεια που καταβάλλουν οι άγιοι άνθρωποι
για να ζήσουν στην αφάνεια και στην άγνοια, που 'ναι το προσφιλές καταφύγιο της αγιότητας. [...]
(Από τον πρόλογο του μεταφραστή)
Διηγείται η μοναχή Λ.: <<Στις 2 Αυγούστου του 1908, πήγαμε με τη συγκελλιώτισσά μου στο μοναστήρι της Όπτινα. Θέλαμε πολύ να επισκεφτούμε τον τάφο του μπάτιουσκα Αμβροσίου. Επιθυμούσαμε επίσης να ωφεληθούμε πνευματικά από τους γέροντες, ιδιαίτερα δε από τον μπάτιουσκα Ιωσήφ.
Σαν φτάσαμε στο μοναστήρι, μου έτυχε κάτι περίεργο. Αδιαθέτησα λίγο και δεν μπορούσα να πάω στο Γέροντα. Τελικά μ' έπεισε η συγκελλιώτισσά μου και ξεκίνησα να πάω. Στο δρόμο σκεφτόμουν: <<Για ποιό λόγο πηγαίνω κι εγώ εκεί; Εδώ λένε πως τον περιμένουν πλήθη από επισκέπτες κι ο Γέροντας τους στέλνει είτε στο Σαμορντίνο είτε στο μοναστήρι του Τυχόνωφ. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω.
Δεν έχω λεφτά και το λουτρό μου κάνει κακό. Δεν μπορώ να εξομολογηθώ στο Γέροντα. Θα τον κουράσω. Θα παρακολουθήσω το ευχέλαιο χωρίς να εξομολογηθώ>>. Όταν φτάσαμε στο Γέροντα, στάθηκα αμίλητη να τον κοιτάζω. Εκείνος γύρισε ξαφνικά και μου είπε ήρεμα και με στοργή: -Λοιπόν; Γιατί ήρθες εδώ;
Κοίταξε την εικόνα του γέροντα Αμβροσίου. Εδώ είναι το κρεββάτι του, αυτό είναι το κελλί του. Κι αυτός δεχόταν τους επισκέπτες του όπως κι εγώ, άρρωστος, καθισμένος στο κρεββάτι. Η καρδιά μου άρχισε να ζεσταίνεται. Όλα μου φαίνονταν εύκολα πια. Έσπασα τη σιωπή μου. Η μια σκέψη μου διαδεχόταν την άλλη κι άρχισα να τις εξομολογούμαι. Μετά μου είπε πάλι: Γιατί φοβόσουν νά΄ρθεις;
Πραγματικά δεν έχεις λεφτά να ταξιδέψεις στο Σαμορντίνο και στο Τυχόνωφ, ούτε και μπορείς να μπεις στο λουτρό. Θέλεις να δεις την Παναγία μας; Κι απάντησε ο ίδιος στη σκέψη μου: -Απόψε θά' ρθει η ίδια στο κελλί σου. Δεν μπορώ να σ' εξομολογήσω. Δεν έχω εξομολογήσει άνθρωπο εδώ και πολύ καιρό. Πήγαινε στον π. Σέργιο. Θα σ' εξομολογήσει και θα σε μυρώσει μ' ευχέλαιο.
Μαζί με τη συγκελλιώτισσά μου νιώσαμε μεγάλη παρηγοριά. Κλαίγαμε από τη χαρά μας. Πήγαμε στο μοναστήρι και βρεθήκαμε μπροστά σε μια λιτανεία που γινόταν εκεί, με την εικόνα της Παναγίας από την Καλούγκα. Όπως μάθαμε αργότερα, την είχαν φέρει από το Κόζελσκ. Μετά από λίγο έφεραν την εικόνα της Παναγίας μας στο δωμάτιό μας. Την άλλη μέρα μυρωθήκαμε με το άγιο ευχέλαιο, κοινωνήσαμε και τρέξαμε στον μπάτιουσκα Ιωσήφ.
Μας υποδέχτηκε με τα λόγια: -Αλήθεια πόσο ωραία, πόσο εύκολα και πόσο ευχάριστα είναι! Κοινωνήσατε κι ο Κύριος χαίρεται. Πραγματικά, πόσο σας έχει επισκιάσει το έλεος του Θεού! Και πραγματικά ο Θεός μας είχε ελεήσει, αν κι ο Γέροντας δεν το ήξερε. Μόνο ο εξομολόγος μας το γνώριζε. Ο Γέροντας μας είπε σύντομα μα ζεστά πως δεν ήθελε να μας αφήσει να φύγουμε, αλλά περιμένανε άλλοι να τον δουν.
Την άλλη μέρα αγοράσαμε κομποσκοίνια, ένα πορτραίτο του Γέροντα και μερικά θρησκευτικά φυλλάδια και κινήσαμε για τον Μπάτιουσκα. Λίγο πριν τον χαιρετίσουμε, είχα σκεφτεί: <<Πόσο θα χαιρόμουν αν ο Μπάτιουσκα μού' δινε ένα κομποσκοίνι με τα ίδια του τα χέρια!>> Ο Γέροντας χαμογέλασε, πήρε το κομποσκοίνι του και το κρέμασε στο δικό μου χέρι. Από τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.
Το μόνο που μπόρεσα να πω, ήταν: <<Μπάτιουσκα, δεν το περίμενα αυτό>>. Ξαφνικά ο Γέροντας έβγαλε το σκούφο του, γύρισε προς τη συγκελλιώτισσά μου, έσιαξε τα μαλλιά του, χαμογέλασε και μετά τον ξανάβαλε. Εκείνη άρχισε να κλαίει με λυγμούς, έπεσε στα πόδια του και τον ευχαριστούσε. Ο Μπάτιουσκα την ευλόγησε μ' ένα κομποσκοίνι.
Τά' χα χαμένα. Δεν καταλάβαινα τί σημαίνουν όλ' αυτά. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, η συγκελλιώτισσά μου είχε σκεφτεί: Το πορτραίτο που αγοράσαμε δεν του μοιάζει. Αν τον βλέπαμε τουλάχιστο δίχως το σκούφο!>>. Πρέπει να σημειωθεί, πως το πορτραίτο που αγοράσαμε ο Μπάτιουσκα δε φορούσε σκούφο.
Την άλλη μέρα ήρθαμε ν' αποχαιρετήσουμε το Γέροντα. Δε θέλαμε να τον κουράσουμε και περιμέναμε στην αίθουσα αναμονής ως ότου βγει έξω. Σύντομα άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο Γέροντας. Πώς ήταν η όψη του! Το πρόσωπό του κυριολεκτικά άστραφτε! Φαινόταν τόσο νεανικό και λαμπρό, ώστε χαμηλώσαμε τα μάτια μας.
Ο Μπάτιουσκα μας έριξε μια τόσο τρυφερή και στοργική ματιά, που είναι αδύνατο να την περιγράψουμε. Δεν πρόκειται να την ξεχάσουμε.
Στη συνέχεια μας άφησε σύντομα και δεν προλάβαμε να τον αποχαιρετήσουμε. Έπρεπε νά' ρθουμε την άλλη μέρα γι' αυτό το σκοπό. Όπως μας είπαν, εκείνη τη μέρα ο Μπάτιουσκα είχε κοινωνήσει.
Βρεθήκαμε πάλι κοντά στο Γέροντα το 1910. Η άλλη συναναστροφή μας μαζί του είχε τον ίδιο χαρακτήρα με την προηγούμενη συνάντησή μας. Ο Γέροντας τα εξέταζε όλα εξονυχιστικά και τα πρόβλεπε όλα. Μ' έκανε πάλι ν' αναβάλλω το ταξίδι μου στο Σαμορντίνο, λέγοντας πως θα πηγαίναμε μιαν άλλη φορά. Κι όπως τό' πε, έγινε.
Όταν τον αποχαιρετούσαμε, τον ρωτήσαμε αν είχαμε ευλογία να τον επισκεφτούμε ξανά. Χαμογέλασε ταπεινά και χαριτωμένα και είπε:
-Γιατί όχι; Ελάτε πάλι. Ο Θεός γνωρίζει, ο Θεός γνωρίζει. Μάρτυς μου ο Θεός πως όλ' αυτά είναι αληθινά. Τώρα όμως αυτός ο φωτισμένος άνθρωπος, αυτή η θαυμάσια και πάναγνη ψυχή δεν είναι ανάμεσά μας. Κι η ψυχή μου κλαίει κι οδύρεται>>.
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση:
<<Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα>>,
β' έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 120-125.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου