Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

ΣΤΑΡΕΤΣ ΙΩΣΗΦ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ (8ο ΜΕΡΟΣ)

 




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση: <<Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα>>, β' έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 137-140.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
<<Υπάρχουν μεγάλες μορφές στην ιστορία της Εκκλησίας μας που αγνοήθηκαν ή ακούστηκαν πολύ λίγο, σε σχέση με την αξία τους,
επειδή έτυχε να ζήσουν κοντά σε κάποιον μεγάλο άγιο ή σε ονομαστό ασκητή.
Είναι εκείνοι που έζησαν για να διακονήσουν, κατά το παράδειγμα του Σωτήρα μας, αυτοί που προτίμησαν να παραμείνουν έσχατοι σ' αυτόν τον κόσμο,
για να είναι πρώτοι στη βασιλεία των ουρανών.
Δεν πρέπει βέβαια να παραβλέψουμε το γεγονός, πως σ' αυτό θα συνετέλεσε σίγουρα κι η προσπάθεια που καταβάλλουν οι άγιοι άνθρωποι
για να ζήσουν στην αφάνεια και στην άγνοια, που 'ναι το προσφιλές καταφύγιο της αγιότητας. [...]
(Από τον πρόλογο του μεταφραστή)






Την πρώτη φορά που ήρθα στον Μπάτιουσκα, διηγείται η Α.Σ., ήταν μαζί μου κι ο άντρας μου. Μου έδωσε το βιβλίο <<ο Βασιλικός Δρόμος του Σταυρού του Κυρίου>>. Είπα στο Γέροντα πως ο σταυρός μου ήταν βαρύς. Ο άντρας μου ήταν άρρωστος, εγώ επίσης, τα εισοδήματά μας πενιχρά. Ο Γέροντας δε μίλησε. 


Σύντομα μετά το ταξίδι μας αυτό ο άντρας μου έχασε τη δουλειά του. Τέσσερα χρόνια αργότερα έπρεπε να τον βάλω σε μια κλινική στη Μόσχα, για θεραπεία. Πήγαμε πρώτα στο Γέροντα για να πάρουμε ευλογία. Εκείνος μας άφησε να μείνουμε στην Όπτινα ως την άνοιξη.


Όταν πέρασε αυτό το διάστημα, ο άντρας μου σκέφτηκε να φύγουμε και δεν ήξερε τί να κάνει στη ζωή του. Εγώ πήγα στο Γέροντα και ζήτησα τη γνώμη του. Εκείνος σκέφτηκε σοβαρά και είπε: <<Ο Θεός θα τον φωτίσει να μείνει για να τελειώσει τη ζωή του εδώ>>. Έπεσα στα πόδια του με πραγματικά δάκρυα χαράς και τον ευχαρίστησα.


Ο άντρας μου χάρηκε κι αυτός και ευχαρίστησε το Γέροντα. Δεν έκανε πια σχέδια για να φύγει. Σ' ένα χρόνο έπαθε υδροπικία και τα πόδια του πρίστηκαν άσχημα. Ανησύχησα πολύ. Πήγα στο Γέροντα και τον παρακάλεσα να του επιτρέψει να φάγει αρτήσιμα φαγητά, γιατί ήταν περίοδος νηστείας. Ο Γέροντας δε συμφώνησε και μου είπε:


-Μην ανησυχείς, δε θα πεθάνει απ' αυτή την αρρώστια. Πραγματικά δεν πέθανε. Σε τρία χρόνια έπεσε στο κρεββάτι από άλλη αρρώστια. Στο Γέροντα που πήγα, μου είπε: -Τώρα πια ετοίμασέ τον, θα πεθάνει. Σε τρεις μέρες πέθανε. Στενοχωρήθηκα πολύ.


Ζήτησα ευλογία από το Γέροντα να πάω στο Βορονέζ, στους συγγενείς του άντρα μου, αλλά και να προσκυνήσω τα λείψανα του αγίου Μητροφάνη. Ο Γέροντας μου έδωσε ευλογία. Όταν πήγα να τον αποχαιρετήσω όμως μου είπε: -Όχι, μην πηγαίνεις φέτος. Πέρασαν δυο χρόνια.


Την τρίτη χρονιά ο Γέροντας μού' δωσε ευλογία κι είπε: -Πήγαινε τώρα' κι όσο καιρό θα μείνεις εκεί, κοίταξε να θεραπευτείς. Σαν έφτασα στο Βορονέζ, πήγα στο γιατρό. Αφού μ' εξέτασε, έκαναν συμβούλιο και γνωμάτευσαν πως είχα μια σοβαρή ασθένεια κι έπρεπε να χειρουργηθώ. Έγραψα στο Γέροντα και του ζήτησα ευλογία για να χειρουργηθώ. Εκείνος μου την έδωσε.


Όταν είδα τις προετοιμασίες για την εγχείριση, μ' έπιασε ένας ανυπέρβλητος φόβος. Επικαλέστηκα το Γέροντα νοερά και ανέφερα τ' όνομά του' ο φόβος αμέσως πέρασε. Ηρέμησα. Ώσπου να γίνει η εγχείριση, αυτός ο φόβος μ' έπιασε άλλες δύο φορές. Με τις ευχές του Γέροντα, όμως, η εγχείριση πέτυχε.


Ήμουν ακόμη φιλάσθενη, αλλά ο Γέροντας δε μ' άφησε να ξαναπάω στους γιατρούς. -Αυτός είναι ο σταυρός σου, μου είπε. Να τον υπομείνεις με καρτερία και χαρά. Οι γιατροί δε θα σε βοηθήσουν τώρα. Αν βέβαια θέλεις να πας, πήγαινε με δική σου πρωτοβουλία. Εγώ δε σου δίνω ευλογία.


Αφηγείται μια γυναίκα: <<Το 1905 πήγα για πρώτη φορά στο μοναστήρι της Όπτινα. Ήταν ένα ταξίδι ξεκούρασης κι αναψυχής. Δεν είχα μεγάλη εμπιστοσύνη στους γέροντες, ούτε κι ήθελα να τους συμβουλεύομαι. Μια φορά βγήκα για ένα περίπατο στο δάσος και συνάντησα τη μοναχή Μ., που πήγαινε στη σκήτη. Δεν την ήξερα, πρώτη φορά την έβλεπα.


Μιλήσαμε για λίγο και με κάλεσε να πάμε στο γέροντα Ιωσήφ. Αρνήθηκα πεισματικά, μετά από επίμονες παρακλήσεις της όμως υποχώρησα και δέχτηκα να πάμε. Με το που μπαίνουμε στη σκήτη, είδαμε τόσες πολλές μοναχές, που άρχισα να το μετανοιώνω. Τί ήθελα νά΄ρθω; Καλά καλά δεν ήξερα τί να πω στο Γέροντα.


Δεν είχα καθίσει καλά ακόμα, όταν ένας υποτακτικός του Γέροντα ήρθε και μου είπε: -Θέλεις να δεις το Γέροντα; -Ναι, είπα χωρίς να το καταλάβω το γιατί. Αμέσως με οδήγησαν μέσα στο Γέροντα. Εγώ τά' χα χαμένα, δεν ήξερα πώς ν' αρχίσω. -Γιατί ήρθες εδώ; με ρώτησε ο Γέροντας. Είπα πως ήμουν άρρωστη κι έκανα μια επίσκεψη εδώ, στα θερινά σπίτια.


Εκείνος είπε:  -Δεν υπάρχουν θερινά σπίτια εδώ. Δεν έχεις λεφτά ούτε και μπορείς να κάνεις τίποτα εδώ. Είναι αλήθεια πως δεν είχα λεφτά. Αν και δεν ήξερε τίποτα για μένα, μου είπε ξαφνικά: -Είσαι πολύ νευρική; Έπασχα από σοβαρή νευροπάθεια. Τελικά έφυγα από το Γέροντα αρκετά δυσαρεστημένη, γιατί δε μου έδωσε ευλογία να μείνω εδώ έστω και για λίγο.


Αποφάσισα ν' αγνοήσω το Γέροντα και να ρωτήσω τον ηγούμενο. Εκείνος μου έδωσε άδεια να μείνω. Μετά κάθισα να γράψω ένα γράμμα στην αδερφή μου. Είχα γράψει μόνο λίγες όταν κάποιος με χτύπησε στο χέρι. Δεν μπορούσα να γράψω άλλο. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως είχα κάνει παρακοή στο Γέροντα και πήγα στη σκήτη να του ζητήσω συγχώρεση.


Ο Γέροντας είπε: -Δεν κάνεις υπακοή. Σε προειδοποιώ όμως να φύγεις, γιατί αλλιώς θα είναι πολύ αργά. Σε δυο μέρες έφυγα για το Τυχόνωφ κι από κει στο Τ. Εκεί βρήκα τη συγγενή μου Β. Ε. βαριά άρρωστη. Είχε πληγές στα έντερά της κι οι γιατροί αρνούνταν να την αναλάβουν. Της έδωσα μια εικόνα του αγίου Τύχωνα και νερό από το αγίασμα. Δεν ξέρω αν η ίδια προσευχόταν, την άλλη μέρα πάντως ήταν καλύτερα.


Στη συνέχεια έγινε τελείως καλά και μου ζήτησε να την πάω στο Τυχόνωφ και στην Όπτινα. Τότε μόνο κατάλαβα γιατί ο Γέροντας μου είπε πως <<...αλλιώς θα είναι πολύ αργά>>. Πήρα κιόλας την απόφαση να μην κάνω τίποτα, χωρίς να πάρω ευλογία από τον Γέροντα. Του έγραψα λοιπόν και του ζήτησα να μου απαντήσει αν μας έδινε ευλογία να πάμε εκεί με τη συγγενή μου και τον πληροφορούσα επιπρόσθετα πως δεν είχαμε λεφτά για το ταξίδι. 


Ο Γέροντας μου απάντησε πως έπρεπε να συνοδεύσω την άρρωστη συγγενή μου κι ο Θεός θά' στελνε λεφτά για το ταξίδι. Λίγο αργότερα η οικογένειά μου μού' δωσε λίγα λεφτά και ξεκινήσαμε. Μαζί μας ήταν και μια νοσοκόμα που υπόφερε πολύ από τον άντρα της.


Εκείνος της ζητούσε να του δίνει όλο το μισθό της, διαφορετικά την απειλούσε να την σκοτώσει. Αυτή αρνιόταν και κατέθετε τα λεφτά της στη τράπεζα. Εξομολογήθηκε τη στενοχώρια της στο Γέροντα κι εκείνος της είπε: -Δεν είσαι υποχρεωμένη να του δώσεις τα λεφτά σου. Κάνε λίγη υπομονή, όλα θα τελειώσουν γρήγορα.


Σύντομα η νοσοκόμα πέθανε...



Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση:
<<Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα>>,
β' έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 137-140.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου