῾Ως ἐπίκαιρο σχολιασμὸ παραθέτω τρεῖς εἰκόνες ἢ σκηνὲς ἀπὸ τὸν βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἀποσπασμένες ἀπὸ σχετικὴ ὁμιλία μας κατὰ τὴν φετινὴ Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν (2021). Ἡ προσευχή, ἄλλωστε, εἶναι πάντα ἕνα ἐπικαίρο καὶ ἀκανθῶδες θέμα στὸν ἀκανθώδη βίο τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν.
Ἡ πρώτη εἰκόνα εἶναι ἀπὸ τὴν «προσκυνηματικὴ ἐκδρομὴ» κάποιων Λίβυων καὶ Αἰγυπτίων πιστῶν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν ὁποία συμμετεῖχε ἡ Ὁσία –νεαρὴ πόρνη τότε – ὄχι γιατὶ ἤξερε ποιὸς ἦταν ὁ σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ, ἀλλὰ γιατὶ τὸ θεώρησε εὐκαιρία γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ πάθους της. Σ᾿ αὐτὸ τὸ προσκυνηματικὸ ταξίδι παρέσυρε πολλοὺς νέους προσκυνητὲς στὴν ἁμαρτία.
του Πρωτοπρεσβύτερου Θωμά Βαμβίνη
Οἱ «ἱερὲς ἀποδημίες» τώρα ὀνομάζονται «προσκυνηματικὲς ἐκδρομὲς» καὶ ἐπὶ τὸ κοσμικότερον «θρησκευτικὸς τουρισμός». Γιὰ πολλοὺς εἶναι μιὰ ἔξοδος ἀναψυχῆς. Καλὴ καὶ ὠφέλιμη, ἀλλὰ ὄχι ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Ζακύνθιος λόγιος Μοναχὸς τοῦ 16ου αἰῶνα Παχώμιος Ρουσάνος, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὸ ἐκκλησιαστικὸ νόημα αὐτῶν τῶν ἀποδημιῶν.
Ὁ Παχώμιος Ρουσάνος «θεωρεῖ τὶς ἱερὲς ἀποδημίες στοὺς Ἁγίους [ἰδιαίτερα] Τόπους “ἀρετήν”, διότι “ὁ εἰς προσκύνησιν ἀπερχόμενος, οὐ τὸ ἴδιον θέλημα ἐκπληροῖ, ἀλλὰ τὸ τοῦ Θεοῦ”». Θεωρεῖ θέλημα Θεοῦ τὴν προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους. Καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ «ἀποδημία» γινόταν μὲ προσευχή, πνευματικὴ προετοιμασία καὶ ἐξομολόγηση. Ἦταν (καὶ πρέπει νὰ εἶναι) μιὰ κίνηση ἐμποτισμένη μὲ προσευχή, μιὰ τελετουργία προσευχητική, ὅπως οἱ λιτανεῖες.
Δυστυχῶς, γιὰ πολλούς, οἱ «προσκυνηματικὲς ἐκδρομές», δὲν ἔχουν εὐωδία θυμιάματος προσευχῆς. Ἀκραῖο παράδειγμα εἶναι ἡ Ὁσία Μαρία. Ἡ «ἱερὴ ἀποδημία», στὴν ὁποία συμμετεῖχε, γι᾿ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς νέους ποὺ παγίδευσε στὴν ἀσωτία, ἦταν μιὰ φοβερὴ ἁμαρτία καὶ ὄχι ἀρετή· δὲν ἦταν πρὸ παντὸς τελετουργία προσευχητική. Ὅμως, παρὰ τὴν ἀσωτία τοῦ ταξιδιοῦ, ὁ ἱερὸς τόπος ἐκδικήθηκε τὴν Μαρία σωτήρια. Ἔφερε σ᾿ αὐτὴν πνευματικὸ καρπό. Τὴν μετέθεσε, μὲ τὴν μετάνοια, ἀπὸ τὴν ἀσωτία στὴν ἁγιότητα.
Ἡ περίπτωσή της μᾶς δείχνει πόσο δραστικὴ εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σὲ τόπους ἱερούς, ἰδιαίτερα στὶς τελετουργίες ποὺ γίνονται ἐντὸς τῶν Ἱερῶν Ναῶν. Ὁπότε, ἡ προσέλευσή μας σ᾿ αὐτοὺς πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἐπίγνωση, πνεῦμα μετανοίας καὶ προσευχή, γιατὶ ἔτσι, τελικά, ἄνοιξαν οἱ θύρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Χάριτος γιὰ τὴν μέχρι τότε πόρνη Μαρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη εἰκόνα ποὺ θὰ μελετήσουμε. Ἡ Μαρία, μιμούμενη τοὺς ἄλλους προσκηνυτές, ἤθελε νὰ εἰσέλθη στὸν Ναὸ καὶ νὰ προσκυνήση.
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως ἀνέκοψε τὴν θρασύτητα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ της. Τῆς φανέρωσε ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν (ὅπως καὶ ἡ προσέλευση στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας) εἶναι πράξη, στὴν ὁποία πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνη ὅλη ἡ ζωή μας. Προσκυνᾶ ὅλος ὁ ἑαυτός μας, μὲ ὅλο τὸν βίο μας, τὸν ὁποῖο ἀναθέτουμε στὸν Χριστὸ γιὰ ἀνακαίνιση. Ἔκανε τέσσερεις ἀπόπειρες. Ἀποκαμωμένη κάθησε σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς αὐλῆς τοῦ Ναοῦ καὶ ἐκεῖ, καθὼς στὴν σκέψη της ἦταν μόνον ὁ ἀποκλεισμός της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι τὸ πάθος της, βρῆκε δίοδο στὴν ψυχή της καὶ τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἴδια εἶπε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ: «Ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν τῆς καρδίας μου λόγος σωτήριος, ὑποδεικνύων μοι, ὅτι ὁ βόρβορος τῶν ἔργων μου ἦν, ὁ τὴν εἴσοδον κλείων μοι». Ἔχοντας αὐτὸν τὸν λόγο μέσα της, ἄρχισε νὰ κλαίη βγάζοντας στεναγμοὺς ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς της. «Κλαίουσα» εἶδε, «ἐπάνω τοῦ τόπου», στὸν ὁποῖο στεκόταν «εἰκόνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου», καὶ ἄρχισε «πρὸς αὐτὴν ἀκλινῶς ἀτενίζουσα» μιὰ προσευχή, ποὺ ἦταν δοξολογία μέσα ἀπὸ αὐτοκατάγνωση καὶ αὐτομεμψία, ἀλλὰ καὶ γέννημα πίστης ποὺ ἔδινε ὑπόσταση σὲ ὅσα ἤλπιζε νὰ λάβη.
Βάζει κατόπιν τὴν Θεοτόκο ἐγγυητὴ τῆς μετανοίας της. Μετὰ τὴν προσευχή της ἡ δύναμη ποὺ προηγουμένως τὴν ἐμπόδιζε νὰ μπῇ στὸν Ναό, τὴν ὠθοῦσε στὰ ἐνδότερα. Προσκύνησε «τὸ Ζωοποιὸν Ξύλον» καὶ ὅπως ἡ ἴδια διηγήθηκε, μὲ τὴν θέα τοῦ Σταυροῦ εἶδε «τοῦ Θεοῦ τὰ μυστήρια, καὶ οἷός ἐστιν ἕτοιμος τοῦ δέχεσθαι τὴν μετάνοιαν». Στὴν περίπτωσή της βλέπουμε, ὅτι ἡ Εἰκόνα βοήθησε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μετάνοιά της, ἀφοῦ προηγουμένως λόγος σωτήριος ἀκούμπησε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της.
Ὅταν ὑπάρχη μέσα μας ἐνεργὸς ἕνας τέτοιος σωτήριος λόγος, ποὺ ἔρχεται ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ μέσα ἀπὸ ἀναγνώσματα ἱερῶν κειμένων, τότε προσκυνώντας τὶς ἱερὲς Εἰκόνες ἢ προσευχόμενοι μπροστὰ σ᾿ αὐτές, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ προσκύνησή μας μεταβαίνουν στὸ πρωτότυπο, δηλαδὴ στὸν Χριστό, τὴν Παναγία ἢ τοὺς Ἁγίους καὶ μᾶς δίνουν καρπὸ σωτήριο. Ἡ τρίτη εἰκόνα προσευχῆς εἶναι ἀπὸ τὴν ἔρημο. Οἱ σκληροὶ ἀγῶνες της διήρκεσαν δεκαεπτὰ ἔτη. Ἐκεῖ δὲν εἶχε κάποιο τυπικὸ τελετουργιῶν, ὅπως ἔχουν οἱ Ἱερὲς Μονές. Εἶχε τὴν ἐπιθυμία τῆς σωτηρίας καὶ τὸ νὰ εἶναι ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μὲ τὸν Θεό.
Ἔτσι, στὶς ἔντονες μνῆμες ἀπὸ τὴν παλαιὰ ζωή της ποὺ τὴν πολεμοῦσαν μὲ ρυπαροὺς λογισμούς, τοποθετοῦσε νοερὰ τὸν ἑαυτό της μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς ἀναδόχου της, καὶ ἔκλαιγε ζητώντας νὰ διώξη τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὴν ταλαιπωροῦσαν. «Ἀεὶ τὸ ὄμμα τῆς διανοίας μου πρὸς τὴν ἐγγυητὴν ἀκαταπαύστως ἀνέπεμπον, αἰτοῦσα βοήθειαν τῇ κινδυνευούσῃ κατὰ τὸ τῆς ἐρήμου πέλαγος καί γε βοηθὸν ἔσχον, καὶ τῆς μετανοίας συλλήπτορα». Εἶναι πολὺ σημαντικὸ τὸ «ἀκαταπαύστως ἀνέπεμπον». Τὸ ὄμμα τῆς διανοίας, τὴν προσοχή της, σήκωνε ἀκατάπαυστα πάνω ἀπὸ τὶς μνῆμες τῆς Αἰγύπτου, τοὺς πειρασμικοὺς λογισμοὺς καὶ τὸ προσήλωνε στὴν Θεοτόκο.
Τὴν εἶχε «συλλήπτορα» (βοηθό), ἀλλὰ γιὰ νὰ δέχεται τὴν βοήθειά Της ἔπρεπε ἀκατάπαυστα νὰ ἀναπέμπη τὸ ὄμμα τῆς διανοίας της –νὰ προσηλώνη δηλαδὴ ὅλη τὴν προσοχή της– πρὸς Αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ δάκρυα, καὶ χτυπώντας τὸ στῆθος της, ὅσο τῆς ἦταν δυνατὸν, ἔβλεπε, ὅπως διηγεῖται, «φῶς πάντοθεν περιαστράπτόν με· καὶ ἐντεῦθεν λοιπὸν γαλήνη τις σταθηρὰ ἐκ τρικυμίας ἐγένετό μοι». Τὸ τέλος τῆς προσευχῆς της ἦταν ἡ ἔλευση τῆς Χάριτος, ποὺ τῆς δώριζε σταθερὴ γαλήνη.
Σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες, μὲ πυκνὲς ἐπισκέψεις τοῦ Φωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε δύναμη προσευχῆς ποὺ σήκωνε καὶ τὸ σῶμα της πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, ἀλλὰ τῆς ἔδωσε καὶ βαθειὰ ταπείνωση, χωρὶς ἀπελπισία καὶ καταθλιπτικοὺς λογισμούς. Ὁμολογοῦσε: «τί γὰρ καὶ ἔχω καυχήσασθαι σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ διαβόλου γενομένη;». Τὸ πῶς ἡ προσευχὴ ἀπορροφοῦσε ὅλο τὸν ἑαυτό της, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα της, φαίνεται στὴν πρώτη συνάντησή της μὲ τὸν Ὅσιο Ζωσιμᾶ.
Ἀπὸ τὰ πρῶτα λόγια ποὺ εἶπε ἡ Ὁσία στὸν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἦταν: «πῶς τὸ Χριστιανικὸν φῦλον πολιτεύεται σήμερον; Πῶς οἱ βασιλεῖς; Πῶς τὰ τῆς Ἐκκλησίας ποιμαίνεται;». Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς τῆς εἶπε, ὅτι ὁ Χριστὸς «εἰρήνην σταθηρὰν ἐχαρίσατο», ἀλλὰ τῆς ζήτησε νὰ προσευχηθῆ «ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς» καὶ τοῦ ἰδίου. Ἐκείνη τοῦ εἶπε, ὅτι αὐτὸ εἶναι δικό του ἔργο ὡς «ἱερέως ἀξίωμα ἔχοντα». Στὴν ἐπιμονή του ὅμως ὑπάκουσε.
Στράφηκε ἀνατολικά, σήκωσε τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια της ψηλὰ καὶ «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Ὅλος ὁ νοῦς της ἦταν στὸν Θεό, πρεσβευτὴς ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου. Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς στεκόταν σύντρομος, σιωπηλός, μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο στὴν γῆ. Σὰν εἶδε ὅμως ὅτι ἡ Ὁσία ἀργοῦσε στὴν εὐχή, σηκώνοντας λίγο τὸ πρόσωπό του, τὴν εἶδε «ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι». Ἀπὸ τὸ θέαμα αὐτὸ τοῦ μπῆκε λογισμός, μήπως ἡ γυναίκα ποὺ ἔβλεπε δὲν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλὰ πνεῦμα ποὺ ὑποκρινόταν ὅτι προσεύχεται.
Ἡ Ὁσία, ὅμως, χωρὶς αὐτὸς νὰ πῆ τίποτε, τὸν καθησύχασε: «Τί σε, ἀββᾶ, οἱ λογισμοὶ συνταράττουσι σκανδαλισθέντα ἐπ᾿ ἐμοί, ὡς ὅτι πνεῦμα ὑπάρχω καὶ τὴν εὐχὴν ὑποκρίνομαι; Πληροφορήθητι, ἄνθρωπε, ὅτι ἁμαρτωλόν εἰμι γύναιον, πλὴν τῷ βαπτίσματι τῷ ἁγίῳ τετείχισμαι».
Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εἴμαστε «τετειχισμένοι τῷ ἁγίῳ Βαπτίσματι». Θὰ πρέπει ὅμως νὰ μὴν ἀφήνουμε νὰ δραπετεύη ὁ νοῦς μας ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σωστικὸ τεῖχος, τὴν μεγάλη Χάρη τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλὰ νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀκουμπᾶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς μας μὲ λόγους σωτήριους, ὥστε οἱ ἱερὲς Εἰκόνες, οἱ Ναοί, οἱ Ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ «ἱερὲς ἀποδημίες» σὲ τόπους ἁγίους,
νὰ καθιστοῦν διαρκῶς ἐνεργὸ τὴν Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καὶ νὰ ἀνεβάζουν μὲ τὴν πίστη, τὴν μετάνοια, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσευχὴ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας πάνω ἀπὸ τὸν χοϊκὸ βίο, καθοδηγώντας τὸ φρόνημα καὶ τὴν πράξη μας στὶς βαθμίδες τῆς κλίμακας πρὸς τὸν ἐν Χριστῷ δοξασμό, «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» καὶ ταῖς πρεσβείαις τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου