ΣΤΑΡΕΤΣ ΙΩΣΗΦ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ (10ο ΜΕΡΟΣ)
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση: <<Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα>>, β' έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 157-160.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
<<Υπάρχουν μεγάλες μορφές στην ιστορία της Εκκλησίας μας που αγνοήθηκαν ή ακούστηκαν πολύ λίγο, σε σχέση με την αξία τους,
επειδή έτυχε να ζήσουν κοντά σε κάποιον μεγάλο άγιο ή σε ονομαστό ασκητή.
Είναι εκείνοι που έζησαν για να διακονήσουν, κατά το παράδειγμα του Σωτήρα μας, αυτοί που προτίμησαν να παραμείνουν έσχατοι σ' αυτόν τον κόσμο,
για να είναι πρώτοι στη βασιλεία των ουρανών.
Δεν πρέπει βέβαια να παραβλέψουμε το γεγονός, πως σ' αυτό θα συνετέλεσε σίγουρα κι η προσπάθεια που καταβάλλουν οι άγιοι άνθρωποι
για να ζήσουν στην αφάνεια και στην άγνοια, που 'ναι το προσφιλές καταφύγιο της αγιότητας. [...]
(Από τον πρόλογο του μεταφραστή)
Οι Διδαχές του Γέροντα Ιωσήφ
Οι διδαχές του Γέροντα διαπνέονται όλες από το πνεύμα των διδαχών των αγίων πατέρων και των γεγονότων. Για τους μοναχούς πάνω απ' όλα έθετε την υπακοή και την αυτομεμψία, αφού οι δύο αυτές αρετές γεννούν την ταπείνωση, η ταπείνωση καλεί το Θεό να κατοικήσει στην ψυχή κι έτσι εκπληρώνεται ο λόγος του Ευαγγελίου, <<Η βασιλεία του Θεού εντός υμών έστι>> (Λουκ. ιζ' 21).
Ο Γέροντας δεν επέτρεπε ποτέ στους μοναχούς ν' αρνηθούν κάποιο διακόνημα. Έλεγε πως εκείνος που φέρνει σε πέρας το διακόνημα που του έχουν αναθέσει, αξιώνεται νά' χει ευλογημένο τέλος. Ανέφερε συχνά το παράδειγμα κάποιου ιερομονάχου που δεν αρνιόταν την υπακοή σε κανέναν. Κι αν ήταν άρρωστος, δεν παρέλειπε ποτέ να κάνει τη θεία λειτουργία όταν ήταν η σειρά του.
Μια φορά, την ώρα της θείας λειτουργίας κι ενώ μόλις είχε κοινωνήσει, πέθανε ξαφνικά μέσα στο ιερό, φορώντας την ιερατική στολή του. Όταν του παραπονιόνταν οι άνθρωποι πως η υπακοή ήταν δύσκολη και προκαλούσε πολλή λύπη, το πρόσωπο του Γέροντα φωτιζόταν με χαρά, τα μάτια του γέμιζαν με τρυφερή πατρική αγάπη κι έλεγε μ' έναν ιδιαίτερο πνευματικό τόνο: Λόγω αυτής της υπακοής θα γίνετε μάρτυρες>>.
Τόνιζε πάντα πως πρέπει νά' χει κανείς υπομονή σε όλα, παντού, να υπομένει ως το τέλος. -Μ' όποιο έργο κι αν καταπιάνεστε, έλεγε, να επιμένετε, να κάνετε υπομονή ό,τι κι αν τύχει, να μην απομακρύνεστε από τον τόπο σας και να κατηγορείτε τον εαυτό σας. Έτσι θα σωθείτε.
Μια γυναίκα είπε κάποτε στο Γέροντα για μια συζήτηση που είχε ακούσει, πως οι παλιότεροι γέροντες δεν περιόριζαν πολύ τους μαθητές τους στους σωματικούς αγώνες, πρόσεχαν περισσότερο τον εσωτερικό άνθρωπο. Ο Γέροντας απάντησε: -Να τους πεις τα εξής: Αν δεν αναπτυχθεί το δέντρο, από πού θα δρέψεις καρπούς;
Το δέντρο στο οποίο αναπτύσσεται ο εσωτερικός κόσμος του μοναχού είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η παρακολούθηση των εκκλησιαστικών ακολουθιών κι η σωματική άσκηση. Τότε το δέντρο θα καρπίσει, θ' αναπτυχθεί δηλαδή ο εσωτερικός κόσμος του μοναχού. Κάποτε που ο Γέροντας είχε βγει για μια γενική ευλογία, κάποιος θυμήθηκε το βοηθό ενός γιατρού.
Εκείνος, κατά τη διάρκεια μιας λιποθυμίας του, είδε πολλά εποικοδομητικά πράγματα από τον άλλο κόσμο και πήγε να μείνει στο μοναστήρι της Όπτινα, τότε που ζούσε ακόμα ο μπάτιουσκα Αμβρόσιος. Όταν πήγε να υπηρετήσει στρατιώτης όμως, έκανε πάλι παρέα με συντρόφους που δεν πίστευαν.
Τον έπεισαν πως ό,τι είχε δει δεν ήταν παρά μια παραίσθηση και τον έκαναν ν' απομακρυνθεί από το Θεό και να παραμείνει στον κόσμο, σ' ένα νοσοκομείο. Ο Γέροντας είπε γι' αυτόν: -Σ' αυτόν εκπληρώνονται τα λόγια του Ευαγγελίου: <<Ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εν νεκρών αναστή πεισθήσονται>> (Λουκ. ιστ' 31).
Κάποτε ρώτησαν το Γέροντα γιατί οι επιστολές κάποιου πνευματικού αλλ' απαίδευτου είχαν τόση πνευματική ευφυϊα, ώστε μιλούσαν άμεσα στην ψυχή. Κι εκείνος απάντησε: -Όπως μια εικόνα του ήλιου δεν μπορεί να διαπεράσει τα σύννεφα, έτσι κι η ομιλία ενός ανθρώπου, που είναι μεν μορφωμένος αλλά δεν έχει κατανικήσει τα πάθη του, δεν μπορεί να προσεγγίσει την ψυχή.
Εκείνος όμως που έχει κατακυριεύσει τα πάθη του κι έχει πνευματική αίσθηση, πλησιάζει εύκολα την ψυχή, ακόμα κι αν δεν έχει εξωτερική μόρφωση. Κάποια γυναίκα είπε στο Γέροντα: <<Δώσε μου ένα κανόνα προσευχής' αν και φοβάμαι πως θα δυσκολευτώ να τον εφαρμόσω>>. Κι ο Γέροντας απάντησε: <<Ό,τι επιβάλλεται, πάντα είναι δύσκολο>>. Αναφερόταν συχνά στον αρχιμανδρίτη Ισαάκιο, που όσο ζούσε στον κόσμο προετοιμαζόταν για τον μοναχισμό με ασκητική πρακτική.
Έκανε χίλιες μετάνοιες την ημέρα. Όταν πήγε στο μοναστήρι, είπε γι' αυτή του την άσκηση στο γέροντα Λεωνίδα και κείνος του είπε να κάνει πενήντα μετάνοιες, αντί για χίλιες. Μετά από λίγο καιρό ήρθε στο Γέροντα και του είπε: <<Συγχώρεσέ με, Γέροντα, ντρέπομαι που το λέω, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορώ να κάνω τις πενήντα μετάνοιες>>.
Ο Γέροντας του είπε να κάνει είκοσι πέντε. Πέρασε λίγος καιρός ακόμα κι εμφανίστηκε πάλι στο Γέροντα.
Του είπε πως δεν μπορούσε να καταλάβει πώς όταν ήταν στον κόσμο έκανε χίλιες μετάνοιες και τώρα εδώ δεν μπορούσε να κάνει ούτε είκοσι πέντε. Ο γέροντας Λεωνίδας του εξήγησε: -Όσο ήσουν στον κόσμο, σε βοηθούσε ο εχθρός. Έκανες τις μετάνοιες και υπερηφανευόσουν. Εδώ όμως δεν τις κάνεις με το θέλημά σου, αλλά για υπακοή. Τώρα μπορείς να καταλάβεις την αδυναμία σου και να ταπεινωθείς' γι' αυτό είναι δύσκολο.
Είπε κάποιος: <<Για μένα στις νηστείες θά' ταν καλύτερα να τρώω μισό κιλό κρέας στον κόσμο, παρά να τρώω μόνο ψωμί αλλά υπερβολικά>>.
-Ακόμα κι αν τρως δυο κιλά ψωμί, απάντησε ο Γέροντας, δεν αμαρτάνεις εναντίον των κανόνων της Αγίας Εκκλησίας μας. Μια φορά που είχε βγει για γενική ευλογία τον ρώτησαν:
-Θά' μαστε μαζί σου στον άλλο κόσμο; Θα μας βοηθήσεις, γενικά θα παρακαλέσεις για μας;
-Ναι, είπε ο Γέροντας, αλλά μόνο εκείνοι που με υπακούουν αδιάκριτα σε όλα θά' ναι μαζί μου και μόνο για κείνους θα παρακαλέσω. -Λυπάμαι που είμαι φτωχή, του είπε μια γυναίκα, και πρέπει όλα να τ' αποκτήσω με τη δουλειά μου. Πάντα κάτι μου λείπει. -<<Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού... και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν>> (Ματθ. στ' 33), απάντησε ο Γέροντας.
Τα παλιά χρόνια οι μοναχοί ζούσαν μ' αυτή την προσδοκία κι ο Κύριος τους προμήθευε τα πάντα, περισσότερα απ' όσα τους χρειάζονταν. Όταν ήρθα στη σκήτη, κανένας μοναχός δεν είχε δικό του σαμοβάρι. Για όλη τη σκήτη υπήρχε μόνο ένα μεγάλο σαμοβάρι, στο κελλί του Γέροντα. Μετά τις ακολουθίες περνούσαν όλοι με τη σειρά τους κι έπιναν το τσάϊ εκεί. Κι όλοι ήταν χαρούμενοι κι ευχαριστημένοι.
Το ίδιο γινόταν μ' όλα τ' άλλα πράγματα. Προσπαθούσαν πρώτα να κάνουν τις εκκλησιαστιές ακολουθίες και τα διακονήματά τους. Κι ο Κύριος τους τά' δινε όλα, δεν τους έλειπε τίποτα. Τώρα έρχονται στο μοναστήρι με ασθενή θέληση και το μόνο που σκέφτονται, είναι τα ρούχα και το φαγητό. Γι' αυτό κι ο Κύριος δεν στέλνει τίποτα σε μας τους αμαρτωλούς.
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση:
<<Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα>>,
β' έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 157-160.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου