ΔΕΧΟΥ ΑΣΠΑΣΜΟΝ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Σέ λίγες ἡμέρες θά ἑορτάσωμε τήν μεγάλην ἑορτή τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Τό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου θά ξαναφέρῃ ἡ Ἐκκλησία μπροστά στά μάτια τῆς ψυχῆς μας καί θά μᾶς καλέσῃ νά προσκυνήσωμε μαζί μέ τούς ποιμένας καί μέ τούς μάγους τόν γεννηθέντα βασιλέα καί νά ὑμνολογήσωμε μαζί μέ τίς στρατιές τῶν οὐρανίων ἀγγέλων τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης.
Τό «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία», ὁ ἀγγελικός ὕμνος τῆς γεννήσεως (Λουκ. 2, 3), θά ἀντηχήσῃ καί πάλι στούς ναούς μας. Στό νεογέννητο βρέφος τῆς Βηθλεέμ θά ἰδοῦμε τόν τεχθέντα Σωτῆρά μας, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό.
Σ᾿ αὐτό τό βρέφος θά ἀντικρύσωμε τήν «λύτρωσιν» πού «ἀπέστειλεν ὁ Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Ψαλμ. 110, 9), γιατί μέσα στό βρεφικό του σῶμα δέν κρύβεται μόνον ὁ Θεός, ἀλλά καί τό πλήρωμα τῆς σωτηρίας μας, ἡ ἀνακαίνισις καί ἡ θέωσις τῆς φθαρτῆς μας φύσεως, ἡ καινή κτίσις· ὁ ἄνθρωπος πού γίνεται Θεός, αὐτό τό μυστήριο τῆς σωτηρίας καί τῆς λυτρώσεως ὅλων ἡμῶν.
Ἀκριβῶς δέ λόγῳ τῆς θεολογικῆς της αὐτῆς σπουδαιότητος ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἀποτελεῖ μαζί μέ τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα τούς δύο μεγάλους πόλους γύρω ἀπό τούς ὁποίους στρέφεται τό λειτουργικό ἔτος.
Τό Πάσχα εἶναι ἡ κορωνίς τῶν κινητῶν καί τά Χριστούγεννα τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν. Εἰδικά δέ ἡ ἑορτή τῶν Χριστούγεννων εἶναι ἡ «μητρόπολις» τῶν ἑορτῶν κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο (Εἰς τόν μακάριον Φιλογόνιον, 3), γιατί τό γεγονός πού ἑορτάζομε κατ᾿ αὐτή εἶναι ἡ προϋπόθεσις ὅλων τῶν ἄλλων σταθμῶν τῆς σωτηρίας μας.
Ἄν δέν ἐγεννᾶτο ὁ Χριστός οὔτε θά ἐβαπτίζετο, οὔτε θά ἐδίδασκε καί θά ἐθαυματούργει, οὔτε θά ἔπασχε καί θά ἀνίστατο. Ἤδη μέ τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ ἡ σωτηρία τοῦ γένους μας ἔχει δυνάμει συντελεσθῆ. Ἡ θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἔχουν ἑνωθῆ ἐν Χριστῷ. Ὁ Θεός καί ἄνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἀποτελεῖ τήν ζῶσαν εἰκόνα καί τήν ἐγγύησι τῆς μελλοντικῆς ἐν Χριστῷ ἀνακεφαλαιώσεως τῶν πάντων.
Θά περίμενε κανείς ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά ἡ ἑορτή τῶν Χριστούγεννων νά εἶναι καί ἡ χρονολογικῶς πρώτη ἑορτή τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου. Ἡ ἑορτή ὅμως τοῦ Πάσχα καί ἡ καθ᾿ ἑβδομάδα ἐπανάληψίς της, ἡ Κυριακή, εἶναι κατά πολύ ἀρχαιοτέρα ἀπό τά Χριστούγεννα.
Γιά πρώτη φορά κατά τά μέσα τοῦ Β´ αἰῶνος αἱρετικές γνωστικές παραφυάδες ἀρχίζουν νά ἑορτάζουν τά Χριστούγεννα μαζί μέ τήν Βάπτισι τοῦ Χριστοῦ τήν παλαιά ἡμερομηνία τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, στάς 6 δηλαδή Ἰανουαρίου. Μέχρι τόν Δ´ αἰῶνα στήν Ἀνατολή συνεώρταζαν τήν ἡμέρα αὐτή τίς δύο αὐτές ἑορτές μέ τό ὄνομα «Ἐπιφάνεια» ἤ «Θεοφάνεια».
Ἡ ἀκριβής ἡμέρα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δέν μᾶς εἶναι γνωστή ἀπό τά Εὐαγγέλια. Ἀπό ἐνδείξεις πού ἔχομε ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ (ἀπογραφή, ταξείδι ἐπιτόκου γυναικός, παραμονή σέ σταῦλο ζώων, ποιμένες ἀγραυλοῦντες καί φυλάσσοντες τάς φυλακάς τῆς νυκτός), φαίνεται ὅτι ἡ γέννησίς Του δέν ἔγινε κατά τούς χειμερινούς μῆνες. Οἱ ὀπαδοί τοῦ Βασιλείδου τήν καθώριζαν στάς 20 Μαΐου ἤ στάς 19 ἤ στάς 20 Ἀπριλίου.
Γιά πρώτη φορά γύρω στό 330 εἰσήχθη στήν Ρώμη ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων χωριστά ἀπό τήν ἑορτή τῶν Ἐπιφανείων τῆς 6ης Ἰανουαρίου. Ἡμέρα ἑορτασμοῦ της καθωρίσθη ἡ 25η Δεκεμβρίου, ὄχι γιατί κατ᾿ αὐτήν ὑπελόγισαν ὅτι ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀλλά γιά τούς ἰδίους λόγους πού εἴδαμε ὅτι στην Ἀνατολή ὡρίσθη ἡ 6η Ἰανουαρίου.
Ἡ 25η Δεκεμβρίου ἦταν κατά τό νέο τότε ἡμερολόγιο ἡ ἡμέρα τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου. Κατ᾿ αὐτην οἱ ἐθνικοί ἑώρταζαν τήν γενέθλιο ἡμέρα τοῦ ἀηττήτου ἡλίου, τήν αὔξηση δηλαδή τῆς ἡμέρας, τήν νίκη τοῦ φωτός κατά τοῦ σκότους. Στήν παγανιστική αὐτήν ἑορτή ἡ χριστιανική Ἐκκλησία πολύ σοφά ἀντέταξε τήν γέννησι τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, τοῦ νοητοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, πού ἀνέτειλεν ἐκ Παρθένου καί ἐφώτισε τήν ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου ἀνθρωπότητα.
Ἦταν δέ τόσον ἐπιτυχής ὁ συνδυασμός αὐτός, ὥστε μέσα σέ λίγα χρόνια ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων διεδόθη σ᾿ ὁλοκληρο σχεδόν τόν χριστιανικό κόσμο. Ἀπό τήν Ρώμη διεδόθη στήν Δύσι· γύρω στά 376 τήν βρίσκομε στίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Καισαρείας Καππαδοκίας, γύρω στό 431 στά Ἱεροσόλυμα καί βαθμηδόν σ᾿ ὅλες τίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, ἐκτός ἀπό τήν ἀρμενική.
Συγχρόνως μέ τήν διάδοσί της παρουσιάζεται καί μία προσπάθεια ἱστορικῆς της δικαιώσεως. Ὁ Πρόδρομος συνελήφθη ἕξ μῆνες πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου (Λουκ. 1, 26). Μέ βάσι τήν 25η Δεκεμβρίου ὁ εὐαγγελισμός πρέπει νά ἔγινε πρίν ἀπό ἐννέα μῆνες, δηλαδή τήν 25η Μαρτίου καί ἡ σύλληψις τοῦ Προδρόμου τήν 23η Σεπτεμβρίου. Πατήρ τοῦ Προδρόμου ἦταν ὁ ἱερεύς Ζαχαρίας, πού μπῆκε στό ἱερό νά θυμιάσῃ καί εἶδε τόν ἄγγελο, πού τοῦ εὐαγγελίσθη τήν μέλλουσα σύλληψι τοῦ Βαπτιστοῦ (Λουκ. 1, 9-11). Ἐδῶ τά πράγματα πιέζονται λίγο γιά νά δώσουν τό ζητούμενο.
Ὁ Ζαχαρίας γίνεται ἀρχιερεύς καί δέν μπαίνει στά ἅγια, ἀλλά στά ἅγια τῶν ἁγίων τοῦ ἰουδαϊκοῦ ναοῦ. Στά ἅγια τῶν ἁγίων ἔμπαινε ὁ ἀρχιερεύς μόνον μία φορά τό ἔτος, στήν ἑορτή τοῦ ἐξιλασμοῦ. Αὐτή τοποθετεῖται λίγο πρό τῆς 23ης τοῦ Σεπτεμβρίου. Ἔτσι καί ἀπό ἄλλο δρόμο ἐρχόμαστε στίς ἴδιες ἡμερομηνίες: 23η Σεπτεμβρίου σύλληψις τοῦ Προδρόμου, 25η Μαρτίου εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου «τῷ μηνί τῷ ἕκτῳ»· 24η Ἰουνίου γέννησις τοῦ Προδρόμου καί μετά ἀπό ἕξ μῆνες γέννησις τοῦ Χριστοῦ: 25η Δεκεμβρίου.
Στήν λειτουργική διαμόρφωσι τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἐπέδρασε ἡ προϋφισταμένη, καθώς εἴπαμε, ἑορτή τοῦ Πάσχα. Κατά τόν Δ´ αἰῶνα στά Ἱεροσόλυμα, καθώς μαρτυρεῖ ἡ προσκυνήτρια Αἰθερία στό Ὁδοιπορικό της, κατά μίμησι τοῦ Πάσχα ἐγίνετο νυκτερινή λειτουργία ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων στόν ναό τῆς Γεννήσεως στήν Βηθλεέμ.
Μετά ἀπό αὐτήν ὅλος ὁ λαός μέ ἐπί κεφαλῆς τόν κλῆρο καί τόν ἐπίσκοπο κατηυθύνοντο ἐν λιτανείᾳ στά Ἱεροσόλυμα ψάλλλοντες τό «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Στό ναό τῆς Ἀναστάσεως ἐγίνετο ὕστερα ἀπό μικρά διακοπή ἡ Δευτέρα λειτουργία. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἐπίδρασις τοῦ Πάσχα ἐγίνετο ὅλο καί μεγαλυτέρα.
Στήν σημερινή δέ μορφή τῶν ἀκολουθιῶν μποροῦμε εὔκολα νά διακρίνωμε τόν βαθμό καί τά στοιχεῖα τῶν ἐπιδράσεων αὐτῶν, ἰδίως στήν προεόρτιο περίοδο, τήν ὁποία καί διερχόμεθα.
Πρῶτον προσετέθη στήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων μία προπαρασκευαστική Κυριακή· τήν ὠνόμασαν «Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων». Πατέρες ἐννοοῦνται ὄχι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά οἱ κατά σάρκα πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα ὁ γενάρχης Ἀβραάμ. Ὕστερα τό θέμα τῆς Κυριακῆς αὐτῆς διεπλατύνθη καί περιέλαβε ὅλους τούς πρό Χριστοῦ δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προγόνους ἤ μή τοῦ Χριστοῦ.
Ὡς εὐαγγελική περικοπή ἀνεγινώσκετο, ὅπως καί μέχρι σήμερα, ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ, πού περιέχεται στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ Κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, καί ὡς ἀπόστολος ἀπό τήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή ἡ περικοπή πού ἀναφέρεται στά παθήματα τῶν «μαρτυρηθέντων διά τῆς πίστεως» ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἑβρ. 11, 9-10. 32-40).
Ἡ διαπλάτυνσις αὐτή τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς Κυριακῆς πρό τῶν Χριστουγέννων καί ἡ τάσις ἀναπτύξεως τῆς προπαρασκευαστικῆς περιόδου ἐπέφεραν βραδύτερον τήν διχοτόμησι, τρόπον τινά, τῆς Κυριακῆς αὐτῆς καί τήν μετάθεσι μέρους τοῦ θέματός της στήν πρό αὐτῆς Κυριακή. Ἔτσι οἱ Κυριακές τῶν ἁγίων Πατέρων ἔγιναν δύο καί, πρός διάκρισιν, ἡ μία ὠνομάσθη «Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ γεννήσεως», ἡ παλαιοτέρα, καί ἡ ἄλλη διετήρησε τό παλαιό ὄνομα «Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων», πού γιά νά μή συγχέεται μέ τίς Κυριακές τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πῆρε τό ὄνομα «Κυριακή τῶν Προπατόρων».
Γι᾿ αὐτήν ἐξελέγη ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ὁμιλεῖ γιά τό μέγα δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, στό ὁποῖο πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν θά ἔλθουν καί θά ἀνακλιθοῦν μαζί μέ τόν Ἀβραάμ, ἐνῷ οἱ υἱοί τοῦ νυμφῶνος, οἱ Ἰσραηλῖται, θά ἐκβληθοῦν ἔξω (Λουκ. 14, 4. 24. πρβλ. Ματθ. 8, 11).
Γιά νά ἐμπλουτισθῇ τό θέμα τῆς Κυριακῆς αὐτῆς μετετέθη σ᾿ αὐτήν καί ἡ μνήμη τοῦ προφήτου Δανιήλ καί τῶν τριῶν παίδων ἀπό τήν 17η Δεκεμβρίου. Ἀλλά καί γιά τήν πρό τῆς Κυριακῆς τῶν Προπατόρων Κυριακή, τήν τρίτη δηλαδή πρό τῶν Χριστουγέννων, ἀνεζητήθη ἀνάλογος προεόρτιος περικοπή καί ὡς τέτοια προεκρίθη ἐκ μεταθέσεως ἡ περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ τῆς Ι´ Κυριακῆς, πού ὁμιλεῖ γιά τήν θεραπεία τῆς συγκυπτούσης, πού ἦταν «θυγάτηρ τοῦ Ἀβραάμ» (Λουκ. 13, 10-17).
Ἔτσι ὅλος ὁ Δεκέμβριος μῆνας πῆρε προεόρτιο χαρακτῆρα. Εἶναι ἀφιερωμένος στήν Παλαιά Διαθήκη, στούς προφήτας καί στούς προπάτορας τοῦ Χριστοῦ, στήν περίοδο τῆς ἀναμονῆς τοῦ Μεσσίου. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς βλέπομε νά ἀναγράφεται στά ἑορτολόγια ἡ μνήμη τοῦ προφήτου Ναούμ τήν Ιη Δεκεμβρίου, τοῦ προφήτου Ἀββακούμ τήν 2α, τοῦ προφήτου Σοφονίου τήν 3η, τοῦ προφήτου Ἀγγαίου τήν 16η καί τοῦ προφήτου Δανιήλ καί τῶν τριῶν παίδων τήν 17η.
Τοῦ Πάσχα προηγεῖτο νηστεία. Τά Χριστούγεννα κατ᾿ ἀρχάς ἀπέκτησαν μία ὀλιγοήμερο προπαρασκευαστική νηστεία, πού κατά Ζ´ αἰῶνα ἑλκυομένη ἀπό τό πρότυπο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἔγινε καί αὐτή τεσσαρακονθήμερος καί ἀρχίζει ἀπό τήν 15η Νοεμβρίου.
Ἀλλά τό στοιχεῖο ἐκεῖνο πού ἔδωσε, ὅπως συνήθως, ἰδιαίτερο προπαρασκευαστικό καί προεόρτιο τόνο στήν πρό τῶν Χριστουγέννων περίοδο εἶναι οἱ ὕμνοι, πού παρεμβάλλονται στίς ἀκολουθίες τοῦ ἑσπερινοῦ, τοῦ ὄρθρου καί τοῦ ἀποδείπνου τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
Ἡ παρεμβολή γίνεται κατά ἕνα μεθοδικό καί κλιμακωτό ἀνοδικό σύστημα. Ἀπό τήν 21η Νοεμβρίου ἀρχίζουν νά ψάλλωνται οἱ καταβασίες τῶν Χριστουγέννων «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε…» ἀπό τήν 26η προστίθεται καί τό προεόρτιο κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον…»· ἀπό τήν 30η Νοεμβρίου ἀρχίζει ἡ παρεμβολή καί ἄλλων προεορτίων τροπαρίων.
Ἀπό τήν 20η Δεκεμβρίου τό προεόρτιο στοιχεῖο κυριαρχεῖ πιά στίς ἀκολουθίες· κανόνες, στιχηρά, καθίσματα, ἐξαποστειλάρια ἔχουν προεόρτιο χαρακτῆρα. Ἀπό αὐτά τά πιό ἀξιοπρόσεκτα ὑμνογραφήματα πού ψάλλονται κατά τήν περίοδο αὐτή εἶναι σειρά ἀποστίχων μέ ἀκροστιχίδα κατ᾿ ἀλφάβητον, ποίημα Ρωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ, πού κατανέμονται καθ᾿ ὁμάδας ὡς στιχηρά τῶν αἴνων, ὅλα τοῦ πλ. β´ ἤχου, καί προσόμοια τοῦ πρώτου τροπαρίου τῆς σειρᾶς αὐτῆς, πού χαρακτηριστικά μᾶς δίδει καί τό θέμα ὅλων τῶν ἄλλων:
«Αἱ ἀγγελικαί προπορεύεσθε δυνάμεις· οἱ ἐν Βηθλεέμ ἑτοιμάσατε τήν φάτνην· ὁ Λόγος γάρ γεννᾶται, ἡ Σοφία προέρχεται· δέχου ἀσπασμόν ἡ Ἐκκλησία· εἰς τήν χαράν τῆς Θεοτόκου, λαοί εἴπωμεν· Εὐλογημένος ὁ ἐλθών Θεός ἡμῶν, δόξα σοι». Τίς ἡμέρες αὐτές ψάλλονται κατά τά ἀπόδειπνα καί τά προεόρτια τριῴδια καί οἱ κανόνες, ποιήματα Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ, πού ἐξαρτῶνται καί κατά τήν ἀκροστιχίδα καί κατά τό πρεριεχόμενο ἀπό τά ἀντίστοιχα τριῴδια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Ἡ πρό τῶν Χριστουγέννων ἑβδομάς παίρνει ἔτσι τόν χαρακτῆρα καί πλέκεται κατά τήν μίμησιν τῆς πρό τοῦ Πάσχα Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἡ μίμησις κορυφοῦται τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων μέ τήν ἀκολουθία τῶν μεγάλων ὡρῶν καί τοῦ ἑσπερινοῦ, πού ἔχουν ποιηθῆ κατά τό πρότυπο τῶν μεγάλων ὡρῶν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί τοῦ μεγάλου ἑσπερινοῦ τοῦ Πάσχα.
Ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, πού ὅπως εἴδαμε εἶναι ἀφιερωμένη στούς προπάτορας τοῦ Χριστοῦ, ἀποσποῦμε τρία χαρακτηριστικά τροπάρια, τά δύο πρῶτα στιχηρά τῶν αἴνων τοῦ πλ. α´ ἤχου πρός τό «Χαίροις ἀσκητικῶν» καί τό δοξαστικό τοῦ πλ. δ´ ἤχου. Ὁ προεόρτιος τόνος τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδος γιά την ἐπικειμένη γέννησι τοῦ Χριστοῦ συνδυάζεται ἄριστα μέ τό μνημόσυνο τῶν προφητῶν καί τῶν πρό τοῦ νόμου πατέρων.
«Ἆρόν σου τήν φωνήν ἀληθῶς, Σιών Θεοῦ ἡ θεία πόλις, καί κήρυξον Πατέρων τήν θείαν μνήμην. Σύν Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ τιμῶσα τόν ἀοίδιμον· ἰδού σύν Ἰούδᾳ τε καί Λευί μεγαλύνομεν, Μωσῆν τόν μέγαν, Ἀαρών τόν θεσπέσιον καί γεραίρομεν σύν Δαυίδ Ἰησοῦ, Σαμουήλ. Πάντες τήν προεόρτιον Χριστοῦ θείαν αἴνεσιν ὕμνοις ἐνθέοις κροτοῦντες, τῆς παρ᾿ αὐτοῦ ἀγαθότητος τυχεῖν ἐξαιτοῦμεν τοῦ παρέχοντος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος».
«Δεῦρο ὁ ἐν πυρίνῳ ποτέ ἐπιδιφρεύσας, Ἠλιού, θείῳ ἅρματι, θεόφρον Ἐλισσαιέ τε σύν Ἐζεκίᾳ ὁμοῦ, Ἰωσίᾳ ἅμα συναγάλλεσθε· σεπτή δωδεκάς τε τῶν προφητῶν ἡ θεόπνευστος, τοῖς γενεθλίοις τοῦ Σωτῆρος συγχόρευε καί ἐν ᾄσμασι, πάντες δίκαιοι ᾄσατε. Παῖδες οἱ παμμακάριστοι, οἱ δρόσῳ τοῦ Πνεύματος σβέσαντες φλόγα καμίνου ὑπέρ ἡμῶν ἱκετεύσατε, Χριστόν δυσωποῦντες ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν δοθῆναι τό μέγα ἔλεος».
«Τῶν νομικῶν διδαγμάτων ὁ σύλλογος τήν ἐν σαρκί ἐμφανίζει τοῦ Χριστοῦ θείαν γέννησιν, τοῖς πρό τοῦ νόμου τήν χάριν εὐαγγελιζομένοις, ὡς ὑπέρ νόμον τῇ πίστει ὑπάρξασιν· ὅθεν τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγῆς οὖσαν πρόξενον ταῖς ἐν Ἅιδῃ κατεχόμεναις ψυχαῖς προεκήρυττον, διά τῆς ἀναστάσεως· Κύριε, δόξα σοι».
*Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ι. Μ. Φουντούλη: <<Λογική Λατρεία>>. *Εκ του ιστολογίου <<Ι. Μ. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Καρέα>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου