Α' ΩΔΗ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ
«Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος καὶ λόγον ἐρεύξομαι, τὴ βασιλίδι Μητρί· καὶ ὀφθήσομαι, φαιθρῶς πανηγυρίζων καὶ ἄσω γηθόμενος ταύτης τὰ θαύματα»
(Θ’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ θὰ γεμίσει ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο καὶ θ’ ἀπευθύνω λόγο πρὸς τὴ βασίλισσα Μητέρα τοῦ Θεοῦ· καὶ θὰ μὲ δοῦν νὰ πανηγυρίζω μὲ φαιδρότητα, ψάλλοντας μὲ εὐφρόσυνη χαρὰ τὰ θαυμαστὰ μεγαλεῖα της).
Ὁ προφορικὸς λόγος εἶναι ἡ ἐξωτερίκευση τοῦ μυστικοῦ ἐνδιάθετου λόγου. Ἐκφράζεται μὲ τὰ ὄργανα ὁμιλίας· εἶναι λόγος στοματικός. Καὶ οἱ δύο λόγοι -ἐνδιάθετος καὶ προφορικὸς- εἶναι ἐκδηλώματα τῆς πνευματικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διαλέγεται ἐσωτερικὰ μὲ τὸν ἑαυτό της καὶ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖ ἐξωτερικὰ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Τὰ ὑπόλοιπα ζῶα δὲν ἔχουν λόγους. Ἔχουν μονάχα ἔνστικτα, φυσικὲς κινήσεις καὶ ὁρμές.
Οἱ λόγοι ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀνθρώπου ἐξωτερικεύουν τὸ ἐσωτερικὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του. Ἡ ποιότητά τους ἐκφράζει τὴν ποιότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ ἤθους τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀπὸ μιὰ ἀγαθὴ καρδιὰ θὰ προέλθουν λόγοι καλοὶ καὶ ἀγαθοί, λόγοι ἤπιοι καὶ εἰρηνικοί, καθαροὶ καὶ ἅγιοι· ἐνῶ ἀπὸ μιὰ πονηρὴ καὶ σαλεμένη καρδιὰ θὰ προέλθουν λόγοι ἀγριεμένοι καὶ σκληροί, βρωμεροὶ καὶ ἀναίσχυντοι.
Ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ψυχὴ θ’ ἀκουστοῦν λόγια οἰκοδομῆς, παρακλήσεως καὶ ἀγάπης, λόγια σεμνὰ καὶ εὔφημα. Ὅσα ἁγνὰ καὶ προσφιλῆ, «εἰ τὶς ἀρετὴ καὶ εἰ τὶς ἔπαινος»· ἐνῶ ἀπὸ μιὰ ψυχὴ κυριαρχημένη ἀπὸ τὰ πνεύματα τῆς ἀκαθαρσίας, ποὺ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, θ’ ἀκουστοῦν κατάρες καὶ βλαστήμιες, λόγια ὑβριστικὰ καὶ συκοφαντικά, λόγια δόλια, πικρὰ καὶ μοχθηρά, ποὺ τόσα κακὰ συσσωρεύουν στὴν κοινωνικὴ συμβίωση τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ποιητὴς τοῦ Εἱρμοῦ νιώθει κι αὐτὸς βαθιὰ τὴν ἀνάγκη ν’ ἀνοίξει τὸ στόμα του καὶ νὰ μιλήσει. Ἡ καρδιὰ τοῦ κατακλύζεται ἀπὸ πλῆθος ἐνδιάθετα λόγια, ποὺ συνωθοῦνται, ζητώντας νὰ βροῦν διέξοδο ἀπὸ τὸ στόμα του.
Ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκφράσει τοὺς ἐσωτερικούς του διαλογισμούς. Οἱ διαλογισμοὶ τοῦ ὅμως δὲν εἶναι τυχαῖοι καὶ κοινοί. Εἶναι διαλογισμοὶ καρδιᾶς στὴν ὁποία κυριαρχεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Προτίθεμαι -λέει- ν’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, τὸ ὁποῖο θὰ γεμίσει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (ὅπως γεμάτη ἀπὸ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα εἶναι ἐσωτερικὰ καὶ ἡ ψυχή του). Προτίθεμαι δὲ νὰ πῶ λόγια ἀνυμνητικὰ πρὸς τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ καὶ μητέρα τῶν πιστῶν, τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁλόκληρής της κτίσεως.
Θὰ πῶ κι ἐγὼ λόγια ἀνυμνητικά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ λέγουν οἱ ἄγγελοι στὴν ὁλόφωτη Κόρη τῆς θείας Βασιλείας! Θὰ εἶναι δὲ τόση ἡ πνευματικὴ εὐφορία τῆς καρδίας μου, τόσος ὁ συνεπαρμὸς τῆς ψυχῆς μου, ὥστε οἱ ἄνθρωποι θὰ διαπιστώσουν πάραυτα τὸ σκίρτημα τῆς χαρᾶς μου, βλέποντας μὲ νὰ πανηγυρίζω μὲ φαιδρότητα καὶ μὲ εὐχαρίστηση νὰ συνθέτω ὕμνους γιὰ νὰ τραγουδήσω τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ τὴν στεφανώνουν, νὰ μελωδήσω τὶς χάρες της στὸ πεδίο τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου, στὸ ὁποῖον ὁ Υἱὸς ἄξια τοποθέτησε τὴν περισεμνὴ Μητέρα!
«Χριστοῦ βίβλον ἔμψυχον, ἐσφραγισμένην σε Πνεύματι, ὁ μέγας Ἀρχάγγελος. Ἁγνή, θεώμενος, ἐπεφώνει σοί· Χαῖρε χαρᾶς δοχεῖον, δὶ’ ἧς τῆς προμήτορος ἀρὰ ληθήσεται».
(Βιβλίο ἔμψυχο στὸ ὁποῖο γράφτηκε ὁ Χριστός, βλέποντάς σε, Ἁγνή, ὁ μέγας Ἀρχάγγελος, σοῦ φώναζε· Χαῖρε δοχεῖο τῆς χαρᾶς, διὰ τῆς ὁποίας θὰ λυθεῖ ἡ κατάρα ποὺ ἐπιβλήθηκε (ἀπὸ τὸν Θεὸ) στὴν προμήτορα (Εὕα).)
Στὸ ἔμψυχο βιβλίο τῆς Μαρίας, δηλαδὴ στὴν ἀνθρώπινη φύση της καὶ εἰδικότερα στὸ ἄχραντο καὶ πανακήρατο σῶμα της, γράφτηκε, δηλαδὴ καταχωρήθηκε, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος, χωρὶς τὴν ἀνθρώπινη συνεργεῖα, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη στὴ βιολογικὴ διαδικασία κάθε ἄλλης φυσικῆς ἀνθρώπινης συλλήψεως.
Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ μεταφέρει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα στὴν ταπεινὴ Κόρη τῆς Ναζαρέτ. Τὸ θαῦμα ποὺ ἀντίκριζε ὁ Ἄγγελος ἦταν μεγάλο καὶ παράδοξο. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ἔβλεπε μιὰ Κόρη παναγνή, γεμάτη ἀπὸ καλοσύνες καὶ χάρες, ἀπαστράπτουσα ἀπὸ ἀρετὲς καὶ χαρίσματα, θέαμα ποὺ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο ἦταν πρωτόγνωρο, καὶ ποὺ ὑπερέβαιναν σὲ καθαρότητα καὶ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ ἄϋλη φύση του- καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔβλεπε τὸν Πλάστη του, τὸν ἀχώρητο τῆς κτίσεως δημιουργό, τὸν καλύπτοντα παλάμη τὰ σύμπαντα καὶ συνέχοντα δρακὶ τὴν κτίση, νὰ σμικρύνεται τόσο, ὥστε νὰ χωρέσει στὸ φωτεινὸ χωρίο τῆς Παρθένου!
Μὴ μπορώντας δὲ νὰ κατανοήσει τὸ ἀκατανόητο, ξέσπασε στὸν ὕμνο τῆς χαρᾶς ποὺ δονοῦσε τὴν ἄϋλη φύση του, ἀναφωνώντας· χαῖρε Κόρη πανύμνητε, ποὺ εἶσαι τὸ δοχεῖο τῆς χαρᾶς τόσο τοῦ οὐρανοῦ, τῶν νοερῶν δηλαδὴ ταξιαρχιῶν, ὅσο καὶ τῆς γῆς, τῶν ἀνθρώπων τῆς ὀδύνης, τοῦ μόχθου καὶ τῆς βιοτικῆς κακώσεως.
Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς τόσο μεγάλης χαρᾶς; Διότι στὸ πρόσωπό σου, στὸ φωτεινὸ χωρίο σου, στὴ σκηνή σου τὴν πνευματούφαντη καὶ θεοχώρητη, θὰ καταργηθεῖ ἡ κατάρα τῆς προμήτορος. θὰ καταργηθεῖ ἐκεῖνο ποὺ ἡ πρώτη φυσικὴ μητέρα τῆς ζωῆς, ἡ Εὕα, τόσο ἀλόγιστα καὶ μὲ τὰ ἴδια τῆς τὰ χέρια ἔπλεξε σὰν βαριὰ κληροδοσία γιὰ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ὁλόκληρο·
ἡ κατάρα ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴ θλιβερὴ συνέντευξή της μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀποστασίας, μὲ τὴν καταπάτηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, τὴν παρακοή της, ποὺ γέμισε μὲ πόνο τὸ ἀνθρώπινο, μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς. Αὐτὴ ἡ λύση ἦταν ἡ μεγάλη αἰτία τῆς χαρᾶς!
«Ἀδὰμ ἐπανόρθωσις, χαῖρε Παρθένε θεονυμφε, του Άδου η νέκρωσις· χαῖρε, Πανάμωμε, τὸ παλάτιον, τοῦ μόνου Βασιλέως, χαῖρε θρόνε πύρινε, τοῦ Παντοκράτορος».
(Χαῖρε σὺ Παρθένε, ποὺ εἶσαι ἡ ἐπανόρθωση (τοῦ πταίσματος) τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἡ νέκρωση τοῦ Ἅδη. Χαῖρε σὺ Κόρη Πανάμωμε, ποὺ εἶσαι τὸ ἀστραφτερὸ παλάτι τοῦ μόνου Βασιλέως (τοῦ Θεοῦ), ὁ πύρινος θρόνος στὸν ὁποῖο κάθεται ὁ Παντοκράτωρ Κύριος.)
Στὴν ὑπόθεση τοῦ ὕμνου τῆς χαρᾶς προβάλλει τώρα καὶ ὁ Ἀδάμ. Ἡ χαρὰ τῆς Παρθένου περιπτύσσεται καὶ τὸν προπάτορα. Διὰ τοῦ ἀσπασμοῦ τοῦ Ἀγγέλου δὲν λυτρώνεται μονάχα ἡ Εὕα ποὺ πρωτοστάτησε, στὴν τραγωδία τῆς Ἐδέμ, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος ἔμμεσα συνέργησε στὸ πτωτικὸ ἐκεῖνο δράμα. Ἄνδρας καὶ γυναίκα, ὁ κορμὸς τοῦ δέντρου τῆς ζωῆς, ἤσαν ἀλληλέγγυοι στὴν τραγικὴ περιπέτεια. Ὅπως μαζὶ γεννήθηκαν, ἔτσι μαζὶ καὶ πέθαναν. Γύρω ἀπὸ αὐτοὺς ἐκτυλίσσεται ἔκτοτε ἡ τραγικὴ ὑπόθεση τῆς ὑπάρξεως, ὁ θάνατος καὶ ἡ ζωή, κουβαλώντας τὴν ἀθλιότητα καὶ τὴ φθορὰ τῆς φύσεως.
Διὰ τῆς Παρθένου συντελεῖται ἡ ἐπανόρθωση τοῦ Ἀδάμ. Αὐτὸ ποὺ χάλασε στὸν Προπάτορα, διορθώνεται στὴν ὁλόφωτη καὶ ταπεινὴ Κόρη. Τὸ δράμα τῆς ἀρχαίας Ἐδὲμ βρίσκει τὴ λύση του στὴ νέα Ἐδὲμ τῆς Χάριτος, στὴν περισεμνὴ νύμφη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ φύση ποὺ τόσο τραγικὰ ἔπεσε, ἀποβάλλοντας τὴ θεοείδεια καὶ τὴ θεομορφία της, ἀναστηλώνεται τώρα, βρίσκοντας τὴν παλαιά της εὐγένεια καὶ εὔκλεια, τὴν προπτωτική της καθαρότητα καὶ ὀμορφιά, στὴ θεοχώρητη μήτρα τῆς Παρθένου, ὅπου ὁ Θεός, ντυμένος τὸν ἄνθρωπο, ὁδηγεῖ τὴν εἰκόνα του στὴν ἀρχαία της καθαρότητα, τὴν ὁποίαν εἶχε μόλις βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια του, πρὶν ἀπὸ τὴ μελάνωση τῆς φθορᾶς καὶ τὴν ἀσχήμια τοῦ θανάτου.
Τὸ θαῦμα τῆς Παρθένου εἶναι συνάμα ἡ νέκρωση τοῦ Ἅδη. Ἡ ἐπανόρθωση τῆς φύσεως ἀντιστοιχεῖ στὴ νέκρωση τοῦ Ἅδη, ὁ ὁποῖος, ὡς χωρίο ὑποδοχῆς τῶν νεκρῶν, μεταφορικὰ σημαίνει τὸ θάνατο, εἶναι προσωποποίηση τοῦ θανάτου. Ἂν ὁ θάνατος, ὡς φθορὰ καὶ ἀποσύνθεση τῆς ζωῆς, εἶναι τὸ τίμημα τῆς ἁμαρτίας, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ σειρὰ τοῦ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς, διὰ τῆς ὑπακοῆς τῆς Παρθένου στὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ καὶ κατ’ ἐπέκταση τῆς κενωτικῆς ὑπακοῆς τοῦ Υἱοῦ της στὴν προαιώνια λυτρωτικὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ Πατρός, καταλύεται ἡ ἁμαρτία καὶ δὶ’ αὐτῆς ὁ θάνατος, στὰ νικημένα λείψανα τοῦ Ἅδη. Ὁ Ἅδης ἡττᾶται καὶ στὴν πένθιμή του ἐπικράτεια φυτρώνουν τὰ λουλούδια τῆς χαρᾶς. Ἡ μήτρα τῆς Παρθένου γίνεται ἡ νέα Ἐδὲμ τῆς χάριτος καὶ τῆς χαρᾶς!
Εἶναι περαιτέρω τὸ παλάτιο, τὸ καθαρὸ καὶ ἄμωμο, στὸ ὁποῖον εὐδόκησε νὰ κατοικήσει ὁ μόνος Βασιλεύς, Εἶναι ὁ θρόνος ὁ πύρινος, ὁ φλογισμένος ἀπὸ τὴ φωτιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ πυρωμένος ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος, στὸν ὁποῖο κάθεται ἐξουσιαστικὰ καὶ ἀναπαύεται καταδεκτικὰ ὁ ποιητὴς καὶ λυτρωτὴς τοῦ σύμπαντος. Δὲν εἶναι μικρὴ ἡ χαρὰ αὐτὴ τῆς Παρθένου, ποὺ ἔγινε τὸ μελωδικὸ τραγούδι ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων!
«Ρόδον Τὸ Ἀμάραντον, Χαῖρε, Ἡ Μόνη Βλαστήσασα· Τὸ Μῆλον Τὸ Εὔοσμον, Χαῖρε Ἡ Τέξασα· Τὸ Ὀσφράδιον, Τοῦ Πάντων Βασιλέως· Χαῖρε Ἀπειρόγαμε, Κόσμου Διασῶσμα».
(Χαῖρε σὺ ποὺ ἀπὸ τὴ θεοχώρητη σάρκα σου βλάστησε τὸ ρόδο ποὺ δὲν μαραίνεται· ποὺ γέννησες τὸ μῆλο ποὺ μοσχοβολᾶ· ἡ μυρωδιὰ τοῦ Βασιλέως τῶν ὅλων. Χαῖρε Σύ, ποὺ ἔγινες μητέρα, χωρὶς νὰ γνωρίσεις γάμο, Σὺ ποὺ εἶσαι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου.)
Ὁ κάλαμος τοῦ ὑμνωδοῦ εἶναι ἀκατάσχετος, ἐξυμνώντας τὶς χάρες τῆς Πανάγνου. Πλημμυρίζει ἀπὸ αἰσθήματα ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ καὶ χαρᾶς. Ἐξακολουθεῖ νὰ ψάλλει τὸ ἀπερινόητο θαῦμα. Ἀλήθεια, μπορεῖ γλώσσα ἀνθρώπου νὰ σταματήσει ποτέ, νὰ βρεῖ κατάληξη στὴν ἀνύμνηση τῶν θαυμάσιών της Παρθένου;
Μπορεῖ γλώσσα, καὶ ἡ πιὸ τρανή, νὰ μελωδήσει ἐπάξια τὴ χάρη Ἐκείνης; Ἀσθμαίνει ὁ νοῦς καὶ πληγώνεται ὁ λόγος στὴν προσπάθειά του νὰ ὑφάνει ὕμνους «συντόνως τεθειγμένους», κατάλληλους νὰ ἐξυμνήσουν τὴν ἀπειρία τοῦ μητροπάρθενου κλέους!
Στὸ τροπάριο ὁ στιχουργὸς προσπαθεῖ ν’ ἀνυμνήσει τὴν Παρθένο, χρησιμοποιώντας εἰκόνες καὶ ἐκφράσεις ἀπὸ τὴ φυσική του ἐμπειρία. Τί ἄλλο μπορεῖ νὰ προσφέρει ἡ φτωχικὴ πέννα του; Μπορεῖ τάχατες ὁ νοῦς νὰ δρασκελίσει τὸ θαϋμα, νὰ φθάσει στοὺς πυλῶνες τοῦ μυστηρίου, ν’ ἀνοίξει τὸ ἀβυσσῶδες καὶ ἀπόκρυφο καὶ νὰ νοήσει τὸ ἀπερινόητο καὶ ἀκατάληπτο; Τί κατόρθωσε τάχα ὁ μέγας ἐκεῖνος Μωυσῆς στὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ πάνω στὸ Ὅρος; Εἶδε, σκεπασμένος στὴν πέτρα, τὰ ὀπίσθια μόνον τοῦ Θεοῦ ποὺ περνοϋσε ἀπὸ κοντά του, ἕνα μικρὸ μέρος ὄχι τῆς ἀκοινώνητης θείας οὐσίας τοῦ ἀλλὰ τῆς κοινωνητῆς δόξας του.
Τὴν χαιρετίζει ὡς βλαστήσασαν «ρόδον τὸ ἀμάραντον»· τὸν ἁμαράντινο βλαστὸ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα, τοῦ ὁποίου φέρει ἀπαράλλακτη τὴν οὐσία, εἶναι ἰσοστάσιος, ἰσότιμος καὶ ἰσοδύναμος μὲ Ἐκεῖνον, καὶ ποτὲ δὲν φθίνει οὔτε μαραίνεται· ὁ ὁποῖος, ὡς ἄφθιτος καὶ αἰώνιος, ζεῖ εἰς τὸν αἰώνα, ἔχει ἀθανασία, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ «οὐκ ἐσται τέλος».
Τὴ χαιρετίζει ὡς τέξασαν «μῆλον τὸ εὔοσμον», τὸν εὐωδιαστὸ καρπὸ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, τὸν Υἱὸν τοῦ τὸν Μονογενῆ, τὸν γεννηθέντα πρὸ πάντων των αἰώνων, ποὺ εἶναι ὁ χαρακτήρας καὶ τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Γεννήτορος, ὁ «ὁμοούσιος τῷ Πατρί, δὶ’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο». Τὸ ὀσφράδιον (τὸ σῶμα ποὺ ἀναδίδει εὐωδία) τοῦ «πάντων Βασιλέως». Τὴ χαιρετίζει ὡς «ἀπειρόγαμον», ποὺ δὲν γνώρισε γαμικὴ σχέση μὲ ἄνδρα, ἦταν «ἀπείρανδρος», ἂν καὶ μνηστευμένη μὲ τὸν Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος τηροῦσε ἁπλῶς χρέη μνήστορος καὶ ὄχι φυσικοῦ συζύγου τῆς Μαρίας.
Εἶναι δέ, τέλος, κόσμου διασῶσμα. Ὄχι ὅτι αὐτὴ ἔσωσε τὸν κόσμο, πράγμα ποὺ ἐπιτέλεσε μόνον ὁ παντοδύναμος Θεός, ἀλλὰ διότι δευτερευόντως καὶ ἔμμεσα συνήργησε στὸ λυτρωτικὸ θαῦμα, ὡς παρασχουσα τὴ δυνατότητα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τὴ μητρότητά της στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν «ἀπάτορα ἐκ Μητρὸς» καὶ «ἀμήτορα ἐκ Πατρός».
«Ἁγνείας Θησαύρισμα, Χαῖρε, Δὶ’ Ἧς Ἐκ Τοῦ Πτώματος, Ἠμῶν Ἑξανέστημεν, Χαῖρε Ἠδύπνοον Κρῖνον, Δέσποινα, Πιστοὺς Εὐωδιάζον· Θυμίαμα Εὔοσμον, Μύρον Πολύτιμον».
(Χαῖρε Σύ, ποὺ εἶσαι ὁ ἀκένωτος θησαυρὸς τῆς ἁγνείας, Σύ, ποὺ μᾶς σήκωσες ἀπὸ τὴ δεινὴ πτώση μας στὴν ἁμαρτία. Χαῖρε, Δέσποινα, ποὺ εἶσαι τὸ εὐωδιαστὸ κρίνο ποὺ μυρίζεις τοὺς πιστούς· τὸ εὔοσμο θυμίαμα καὶ τὸ μύρο τὸ πολύτιμο.)
Οἱ εἰκονικὲς ἐκφράσεις τοῦ στιχουργοῦ συνεχίζονται. Χαιρετίζει τὴν Παρθένο ὡς «ἁγνείας θησαύρισμα». Θησαυρὸ χαρισμάτων ἀκένωτο, θήκη ἀκτινοβόλο ἁγνότητος καὶ ὀμορφιᾶς, πρωτόγνωρης στὸν φθαρτὸ αὐτὸ κόσμο, τοῦ κάλλους τῆς ὁποίας ἠράσθη ὁ Βασιλεὺς τοῦ παντὸς τόσο, ὥστε ν’ ἀνοίξει τὴν πύλη της γιὰ νὰ περάσει ἀπὸ αὐτὴν στὸν κόσμο, τὴν ὁποίαν (πύλη) κανένας ἄλλος δὲν πρόκειται ν’ ἀνοίξει, ἀλλὰ θὰ παραμείνει «κεκλεισμένη» εἰς τὸν αἰώνα.
Ἡ παναγνὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μᾶς βοήθησε, μὲ τὴ θέση της στὸ ἀπερινόητο θαῦμα τοῦ Υἱοῦ της, νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὴ δεινὴ πτώση μας στὴν ἁμαρτία, πράγμα ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ πετύχουμε μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι. Καὶ ἡ Παρθένος φυσικὰ ἦταν ἄνθρωπος, φέρουσα καὶ αὐτὴ τὴν ἁμαρτία τοῦ Προπάτορα.
Ἡ χάρη ὅμως ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἦταν τέτοια, ὥστε ἔσβησε τὴν ἐπαχθῆ κληρονομιὰ τοῦ Ἀδὰμ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς χάρισε τὴ σχετικὴ ἐκείνη ἀναμαρτησία ποὺ μόνη αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ ἔχει μεταξύ των θνητῶν ἀνθρώπων. Μόνο σ’ ἕνα τέτοιο δοχεῖο καθαρὸ καὶ πάλλευκο μποροῦσε νὰ κατοικήσει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἔλειπε ἡ Μαρία, ὡς συνθήκη ἀπαραίτητή της θείας ἐνανθρωπήσεως, θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ ἔλθει στὸν κόσμο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ;
Στὴ συνέχεια ἡ Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ὡς «κρῖνον ἠδύπνοον», ὡς λουλούδι ποὺ σκορπίζει γλυκεία κι εὐχάριστη εὐωδιά, ποὺ οἱ μυρωδιὲς τοῦ κατακλύζουν καὶ ὀμορφαίνουν τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν ὡς «θυμίαμα εὔοσμον» καὶ «μύρον πολύτιμον», ποὺ εὐφραίνουν μυστικὰ τὶς καρδιὲς ἐκείνων, ποὺ ἔχουν κλείσει μέσα τους τὸ θαΰμα τῆς Παρθένου καὶ ἀνυμνοῦν ἐν σιγῆ τὰ ἄφθαρτα μεγαλεῖα της·
ἐκείνων, ποὺ λαμβάνουν στὰ χείλη τοὺς τὸ ὄνομα τῆς περισεμνῆς Κόρης, ὄχι γιὰ νὰ τὸ κατακλύσουν μὲ τὸ βορβορώδη ὀχετὸ τῆς βρωμερῆς καὶ ἀναίσχυντης ἀκαθαρσίας τοὺς (Θεέ μου φύλαγε τὸν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἐκστομίζει, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ἀκούει τὶς δαιμονικὲς κατὰ τῆς Πανάγνου βλαστήμιες καί, χωρὶς νὰ θέλει, νὰ ζεῖ τὶς πικρὲς ὧρες μιᾶς τόσο μεγάλης καὶ ἀπύθμενης ἀναισχυντίας), ἀλλὰ νὰ τὸ τιμήσουν καὶ νὰ τὸ δοξάσουν, νὰ μεγαλύνουν τὸ πάνσεπτο ὄνομα τῆς πανακήρατης Κόρης, ποὺ εἶναι τιμιότερο τοῦ ὀνόματος τῶν Χερουβὶμ καὶ ἀσυγκρίτως ἐνδοξότερο τῆς λαμπρότητος καὶ αἴγλης τῶν Σεραφείμ!
*Εκ του βιβλίου του Ἀνδρέα Θεοδώρου, «Χαῖρε Νύμφη, Ἀνύμφευτε», ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας. <<Πριν από λίγα χρόνια (το 1977) κυκλοφορήθηκε βιβλίο μου με τίτλο "Η Κόρη της Βασιλείας", σχόλιον θεολογικόν εις τον Ακάθιστον Ύμνον, γραμμένο στην καθαρεύουσα. Το βιβλίο έτυχε ευμενούς υποδοχής και σύντομα εξαντλήθηκε. Με την πάροδο του χρόνου και μεταβαλλομένων έκτοτε των συνθηκών, οδηγήθηκα στην απόφαση να επιχειρήσω νέο σχολιασμό του Ακαθίστου Ύμνου, τη φορά αυτή στη δημοτική -αν και όχι πάντοτε με συνέπεια-, έτσι ώστε η πρόσβαση του αναγνωστικού κοινού στο σχολιασμό να καταστεί ευχερέστερη και επωφελέστερη. Ο νέος αυτός σχολιασμός καμιά σχέση δεν έχει με τον παλαιό, τον οποίο σε καμιά περίπτωση δεν συμβουλεύτηκα. Είναι γραμμένος εξ υπαρχής, διατηρώντας τη δική του δροσερότητα και πρωτοτυπία. Από το παλαιό βιβλίο διετήρησα επιλεκτικά τις αναφορές στον παραδοσιακό πατερικό λόγο και τα συμπεράσματά του (του βιβλίου), και αυτά σε αρκετά σημεία διασκευασμένα. [...] (Από τον πρόλογο της έκδοσης). *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<www.imaik.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου