Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΤΟΛΜΗΣΕ ΝΑ ΜΟΥΤΖΩΣΕΙ ΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΑΠΙΣΕ




Ἰωάννης Γερουλᾶνος ἀῤῥώστησε βαρειὰ στὰ νειᾶτά του. Ταλαιπωρήθηκε μὲ τὴν ἀσθένειά του πολύ. Δὲν ἔβλεπε βελτίωση στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπεφάσισε δύσκολο καὶ δαπανηρὸ ταξίδι στὸ ἐξωτερικό. Ἀλλὰ καὶ ἔξω οἱ γιατροὶ τὸν ἀπογοήτευσαν. Μὲ βαρειὰ καρδιὰ γύρισε στὸ Ληξοῦρι καὶ ἀνήγγειλε στοὺς οἰκείους του τὴν θλιβερὴ γνωμάτευση τῶν γιατρῶν. Τότε ἐπισκέπτεται τὸν Ἰωάννη ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς καὶ τοῦ προτείνει νὰ τὸν νυμφεύση μὲ μία μακρινὴ ἀνεψιά του. Ὁ Ἰωάννης ἐκδηλώνει στὸν Ἅγιο τὴν ἀσθένειά του καὶ τοῦ λέει: -Ξάδελφε, ἐγὼ θὰ πεθάνω καὶ σὺ λέγεις νὰ μὲ παντρέψης; -Ὄχι δὲν θὰ πεθάνης. Ἐγὼ θὰ σὲ στεφανώσω καὶ θα κάμης καὶ παιδιά. Πράγματι, ὁ Ἰωάννης ὕστερα ἀπὸ λίγο νυμφεύεται τὴν Θηρεσία τὸ γένος Τυπάλδου-Χαριτάτου. Ἡ ἐπιστήμη διεψεύσθη. Ἐπαληθεύθηκε ὁ Ἅγιος. Μιὰ μέρα κάποια φτωχὴ μητέρα πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Γερουλάνου καὶ ζήτησε λίγο φαγητὸ γιὰ τὰ παιδιά της. Τῆς ἔδωσαν τρόφιμα, φαγητὸ ὅμως ποὺ εἶχαν μαγειρέψει διότι περίμεναν ξένους δὲν τῆς ἔδωσαν. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἔρχεται ὁ Ἅγιος, κατευθύνεται στὴν κουζίνα, βγάζει τὶς κάλτσες του καὶ τὶς πετάει μέσα στὸ φαγητό, λέγοντας λόγια ἐλεγκτικὰ γιατὶ δὲν ἔδωσαν στὴν μητέρα φαγητὸ γιὰ τὰ παιδιά της. Ἡ Α. Β. εἶχε μίαν ἀδελφὴν παντρεμένη στὰ Κουβαλᾶτα. Μίαν μέραν εἶχε πολλὲς δουλειές, καὶ εἶχε ἀγανακτήσει, σήκωσε τὸ χέρι της καὶ φασκέλωσε τὸν Θεόν. Μετὰ πῆγε νὰ πλύνη τὰ ῥοῦχα καὶ ἕνα βελόνι ἐμβῆκε στὸ χέρι της. Μετὰ 3 μέρες τῆς ἔκανε γάγραινα καὶ τὸ χέρι σάπησε. Οἱ γιατροί, τῆς εἶπαν νὰ τὸ κόψη. Ἡ ἀδελφή της Ἀφροδίτη τὴν πῆγε στὸν παπᾶ-Μπασιᾶ. Ὁ Ἅγιος ἦτο κλινήρης, τὸν εἶχαν σκεπάσει, καὶ πολλοὶ τὸν ξενυχτοῦσαν. Πῆγε σιγὰ καὶ ἔβαλε τὸ χέρι τῆς ἀδελφῆς της πάνω στὸν Ἅγιο καὶ νοερῶς εἶπε: Παπᾶ-Μπασιᾶ μου ἡ εὐχή σου νὰ κάμη τὸ χέρι τῆς ἀδελφῆς μου καλά. Καὶ ὁ Ἅγιος τῆς μίλησε καὶ εἶπε: Ἀφροδίτη, πίστιν ἐσύ, τὸ χέρι τῆς ἀδελφῆς σου θὰ γίνη καλά, δὲν θὰ τὸ κόψουν. Θὰ ὑπανδρευθῆ. Μετὰ τὴν πῆγαν στὸν γιατρὸ καὶ εἶπε ὅτι ἔγινε θαῦμα. Ὁ Σπῦρος Μουρελᾶτος ἀπὸ τὰ Χαυδᾶτα εἶχε ἕνα παιδὶ 10 ἐτῶν καὶ τὸ κυρίευε ἐπιληψία. Τὸ πῆγε στὸν παπᾶ-Μπασιᾶ, τὸν σταύρωσε ὁ Ἅγιος καὶ τοῦ εἶπε: Σπύρο, πάρε τὸ παιδί, εἶναι καλά. Ἔζησε ὁ Ἀναστάσιος 80 χρόνια καὶ πλέον ζαλάδες δὲν τὸν βρῆκαν. Κάποτε, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο στὸ κελλί του στὰ Τυπαλδᾶτα, μιὰ νύχτα τὸν ἤκουσε ἡ ἀδελφή του νὰ φωνάζει καὶ νὰ παρακαλῆ: Παναγία μου, βοήθησέ τους. Αὐτὸ συνεχῶς φώναζε ὅλη τὴν νύχτα, καὶ τὰ ξημερώματα εἶπε: Δόξα σοι ὁ Θεός, σωθήκανε. Ἡ ἀδελφή του δὲν ἤξερε τὶ νὰ ὑποθέση. Τὸ πρωὶ ὅμως ἔμαθε ὅτι ἕνα πλοῖο ἔξω ἀπὸ τὸ Γερογόμπο ἦτο ἕτοιμο νὰ πνιγῆ καὶ ἀπὸ θαῦμα γλίτωσε τὸ ναυάγιον. Τότε, ὅλοι κατάλαβαν ὅτι διὰ τῶν δεήσεων τοῦ Ἁγίου, γλίτωσε τὸ πλοῖον. Μία τῶν ἡμερῶν ἐπορεύθη εἰς τὸ κελλίον τοῦ Παναγῆ Μπασιᾶ μετὰ τοῦ πατρός μου διὰ νὰ μοῦ ἀναγνώσῃ εὐχὰς βασκανίας, ἐπειδὴ ἤμην ὀλίγον ἀσθενής, καὶ ὁ πατήρ μου ὑπέθεσεν ὅτι πάσχω ἀπὸ βασκανίαν. Ἀντὶ δὲ τῶν εὐχῶν τῆς βασκανίας, μοὶ ἔδωσε καὶ προσεκύνησα μίαν μικρὰν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ μοῦ λέει: Πήγαινε, δὲν ἔχεις τίποτε, ἡ Παναγία θὰ σὲ πάρῃ μαζί της. Τοῦτο δὲ οὐδὲν ἕτερον ἦτον ἐιμὴ ὅτι θὰ πορευθῶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ θὰ γίνω μοναχός, καὶ ὄντως οὕτως ἔγινε. Ἐνῶ ἦτο μέρα Κυριακή, καὶ ἡ ἀδελφή του Μαρία ἡτοίμαζε τὴν τράπεζαν διὰ νὰ γευματίσωσιν ἔρχεται αἴφνης εἷς πτωχός καὶ ὁ Μπασιᾶς ἔδωσε εἰς αὐτὸν τὸν ἄρτον, ὅν εἶχον διὰ νὰ φάγωσι. Δὲν παρῆλθον λίγα λεπτά, καὶ ἔρχεται ἕτερος πτωχός, καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ φαγητό. Τότε λέει ἡ ἀδελφή του Μαρία: Ἡμεῖς τώρα τι θὰ φάγωμεν; Τῆς ἀπεκρίθη: Ἔχει ὁ Θεός· καὶ σὺν τῷ λόγῳ εἰσῇλθεν ὑπηρέτης τις πλουσίας οἰκογενείας κομίζων ἄρτον καὶ φαγητό, διὰ τὸν Ἅγιον!!! Δὲν σοῦ εἶπα Μαρία ὅτι ἔχει ὁ Θεός; Εἶπε ὁ παπᾶ-Παναγῆς. Μετά θάνατον Μετὰ τὴν ἀνακομιδήν, εὐσεβὴς κυρία ἀπὸ τὸν Καναδᾶ ζήτησε φυλακτὸ ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγ. Παναγῆ. Τὸ εἶχε ὑποσχεθεῖ σὲ ἕνα παράλυτο κοριτσάκι 11 ἐτῶν. Πράγματι, ἡ μακαρίτισσα μοναχὴ Ἀγαθονίκη τῆς Ἱ. Μ. Κορωνάτου ἔστειλε ὅτι τῆς ζήτησε. Μόλις τὸ πῆρε, τὸ πῆγε στὸ παράλυτο κοριτσάκι καὶ τῆς λέει: Ἐλένη μου, δεήσου στὸν Ἅγ. Παναγῆ Μπασιᾶ ποὺ εἶναι θαυματουργός, ποὺ προστάτεψε τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀῤῥώστους καὶ τοὺς δυστυχισμένους· ποὺ εἶσαι σὰν ἀγγελούδι νὰ σοῦ χαρίση τὴν ὑγείαν σου. Πράγματι, τὸ κορίτσι δεήθηκε καὶ μετὰ μὲ τὸ δεξί του χέρι ποὺ ἦταν παράλυτο πῆρε τὸ φυλακτὸ καὶ τὸ φίλησε. Ὅσοι τὸ εἶδαν ἀλάλαξαν δακρυσμένοι διότι εἶδαν τὸ θαῦμα τῆς παράλυτης ποὺ ἔγιανε. *Εκ του ιστολογίου <<ieramonopatia.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου