Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

«ΠΑΤΡΙΔΟ-ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ»: ΖΑΧΑΡΙΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ: «ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ» (Β')





 «ΠΑΤΡΙΔΟ-ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ»


Χρονικά του Ελληνοϊστορείν, μιας Ελλάδας που αποσυντίθεται φύρδιν - μίγδιν, συνήθειες, ιστορίες, ήθη, έθιμα, Πίστη και αξίες που στις μέρες μας εαλώθηκαν από τους  «νεοδιαφωτισμούς» του δαιμονόπληκτου Δυτικού «πολιτισμού» και τις αφιονισμένες διαδράσεις του Οικουμενισμού και της Παγκοσμιοποίησης. Μνήμες, αναμνήσεις και υπομνήσεις για το γένος των Ελλήνων, που από την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους και εντεύθεν αγωνίζεται να βρει την «ταυτότητά» του ανάμεσα στη «σκύλλα» του αποστατούντος δυτικοευρωπαϊσμού  και τη «χάρυβδη» του έκπτωτου και καταχθόνιου «αμερικανισμού». Γιατί η Ιστορία εκδικείται, όταν την αγνοείς, πολλώ δε μάλλω, όταν δεν την γνωρίζεις!


Έρευνα - επιμέλεια - δημοσίευση


Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος





Εισαγωγή στο διαδίκτυο, έρευνα, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
*Από το Αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού,
το διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου:
με τον τίτλο «ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ» 21 Δεκεμβρίου 1918.
Συντακτική Επιτροπή: Δ. Ανδρεάδης, Α. Δελμούζος, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Ν. Τριανταφυλλίδης, σελ. 10-19.




ΖΑΧΑΡΙΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ:



«ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ»



«ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ» Γ' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ



(1918)





4. Οι μικροί ταξιδιώτες ανεβαίνουν το βουνό


Όταν έφτασαν σε μια ράχη, τους καλωσώρισε ο κρύος αέρας. Αυτός ο αέρας είχε περάσει από κάθε κορφή καὶ κάθε λαγκαδιά. Τον πήραν με μια βαθιὰ αναπνοή. Πουλάκια με άσπρη τραχηλιὰ κουνούσαν την ουρά τους στους θάμνους, κι ύστερα έφευγαν με γοργὸ λαρυγγισμό. Ένα κατσίκι κατάμαυρο έστεκε στην κόψη του βράχου. Οι βράχοι σχημάτιζαν σα θεόρατα σπίτια, που δεν ξέρεις ποιος τα κατοικεί. Οι γκρεμοὶ ήταν φυτεμένοι με πουρνάρια και κουμαριές. Αλλού κατέβαιναν γυμνοὶ και απότομοι σα να τους είχες κόψει με σπαθί. Ο βράχος απάνω στο βράχο, ο λόφος απάνω στο λόφο σχημάτιζαν το βουνό. Πελώρια ήταν όλα. Και σ' αυτὸ το ύψος ανέβαινε με στροφές, όλο ανέβαινε ο δρόμος. Ευτυχισμένοι σε τούτο το θέαμα οι μικροὶ ταξιδιώτες, κοίταξαν προς τις κορφές. Ένας τους φώναξε: <<Γειά σας ψηλὰ βουνά!>>.



5. Το τραγούδι του Μπαρμπαφώτη


<<Ε, Μπαρμπαφώτη!>> ρώτησε ο κυρ-Στέφανος' δε θα μας πης κανένα τραγούδι;>> Ο Μπαρμπαφώτης χαμογέλασε. <<Κανένα που να λέη έτσι για ψηλὰ βουνά>> ξαναείπε ο κυρ Στέφανος. <<Σαν ποιο να πω;» ρώτησε ο αγωγιάτης. Πέρασε λίγη ώρα και δεν άρχιζε το τραγούδι ακόμη. Συλλογιζόταν: <<Να πω την αλαφίνα, να πω τον Κατσαντώνη, να πω τη βλαχοπούλα, τι να πω;>> Τέλος αποφάσισε. <<Εγὼ γέρασα τώρα, λέει, μα για το χατήρι του κυρ Στέφανου θα το πω>>. Κι αφού σήκωσε την τσίτσα και τράβηξε δυο ρουφηξιές, άρχισε: Καλότυχά είναι τα βουνά, ποτέ τους δε γερνάνε, / το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνι, / και καρτερούν την άνοιξη, τ' όμορφο καλοκαίρι, / να  μπουμπουκιάσουν τα κλαριά, ν' ανοίξουνε τα δέντρα, / να βγοῦν οι στάνες στα βουνά, να βγοῦν οι βλαχοπούλες, / να βγουν και τα βλαχόπουλα, λαλώντας τις φλογέρες. Δε γερνά το τραγούδι! Ὁ Μπαρμπαφώτης γέρασε, μα η φωνή του έμεινε λιγερὴ όπως στα νιάτα του. Αν δεν τού' λειπε κείνο το μπροστινὸ δόντι!




6. Τα παιδιά κοιτάζουν το νερό της Ρούμελης


ταν έφτασαν ψηλότερα, παραξενεύτηκαν µ' ένα ασυνήθιστο χρώμα που φάνηκε κάτω στο βάθος της λαγκαδιάς. <<Τί είναι κείνο;>> φώναξαν τα παιδιά. Είναι νερό;>> - <<Νερό>> απάντησε ο αγωγιάτης. - <<Μα είναι ακίνητο» είπε ο Κωστάκης. - <<Νερὸ στον κατήφορο ακίνητο, πως γίνεται;>> - <<Είναι σαν ακίνητο>> είπε τότε το παιδί. - <<Βέβαια, γιατί εμείς είμαστε ψηλά. Πάρα πέρα που θα χαμηλώσωµε, θα δήτε πως τρέχει>>. - Πώς το λένε αυτό το ποτάµι;>> - <<Ρούμελη. Μα εδώ είναι ρέµα, δεν είναι ακόμα ποτάμι. Πρέπει να κάμη µεγάλο ταξίδι για να γίνη το ποτάµι της Ρούμελης. Έχει ν' απαντήση πολλὰ νερά, να στρογγυλέψη πολλὲς πέτρες και να γυρίση πολλοὺς µύλους ακόμα>>. - <<Είναι γαλαζοπράσινο>> είπε ο Φάνης. <<Τί ωραίο χρώμα!>> -<<Αυτὸ το χρώμα, είπε ο κυρ Στέφανος, είν' απὸ την ορμὴ που έχει το νερό. Εδώ απάνω η Ρούμελη είναι ανήσυχη. Πηδοῦν τα νερά της σαν τρελὰ παιδιά· μόνο στον κάμπο φρονιμεύουν. Και όσο πάνε κατὰ τή θάλασσα, γίνονται ήσυχα και συλλογισμένα>>. Όταν έφτασαν πιο ψηλά, δεν είδαν πια τη Ρούμελη. Σε μια στροφὴ τους κρύφτηκε. Ο Κωστάκης λυπήθηκε, σα να τους είχε λείψει κανένας σύντροφος. <<Έννοια σου, Κωστάκη, είπε ο αγωγιάτης, και θα μας βγη πολλὲς φορὲς µπροστά. Φεύγει ἡ Ρούμελη από δω; Έχει να θρέψη τόσα πλατάνια, να περάση απὸ τόσες λαγκαδιές!>> Πάρα πέρα που χαμήλωσαν, άκουσαν τη βοή της, κι ένιωσαν πως η Ρούμελη είναι πάντα κοντά.



7. Καταστροφή στα κουλούρια του Φουντούλη


Ο Φουντούλης πηγαίνει απάνω στο μουλάρι του σα φορτωμένος κι όχι σαν καβαλάρης. Είναι όμως πολὺ συλλογισμένος. Κανένας δε μιλεί για φαγητό, κι η όρεξη του Φουντούλη έχει σημάνει μεσημέρι πολλὲς φορές. Έχωσε το χέρι μέσα στο σακούλι του και απάντησε κατιτί. Τέτοιο ευχάριστο άγγιγμα το είχε νιώσει µόνο μια φορά, που έπιασε αυγά φωλιάς. Ήταν τα κουλούρια που του είχε ετοιμάσει η μητέρα του, με τη συμβουλὴ να τα τρώη φρόνιμα, δηλαδὴ δύο κάθε πρωί. Άμα τ' άγγιξε ο Φουντούλης, κατάλαβε πως η ζωή τους ήταν λίγη. Έφαγε δυό. <<Ας φάμε, είπε, άλλα δυο. Τί φρέσκος αέρας!>>. Έγιναν τέσσερα. Σὲ λίγο ἕξι. Τώρα έχει χώσει πάλι το χέρι στο σακούλι και χαϊδεύει όσα μένουν. <<Πότε θα φάμε;» ρώτησε τον αγωγιάτη. Ο κυρ Στέφανος άκουσε, και γυρίζοντας ρώτησε τα παιδιά: <<Ποιὸς είναι κείνος που πείνασε πιο πολὺ απ'όλους και δεν μπορεί να κρατηθή;>>. Όλη η συντροφιὰ γύρισε και κοίταξε το Φουντούλη· εκείνος έκανε πβς κοιτάζει κάτω και θαυμάζει τάχα το νερό. Και σα να ντράπηκε, έβγαλε το χέρι του από τα κουλούρια. Έμεινε όμως µέσα στο σακούλι ο νους του.



8. Τα μουλάρια ξέρουν που θα φάνε οι ταξιδιώτες

Όταν σε λίγο φάνηκε µια βρύση µε πλατάνια και λεύκες, τα µουλάρια σταμάτησαν μόνα τους. Τα παιδιὰ κατάλαβαν, πως για να σταµατά το ζώο µόνο του, θα είναι παλιὰ συνήθεια να ξεπεζεύουν οι ταξιδιώτες ἐεκεί για να φάνε. Αυτὴ τη σκέψη την έκαµαν όλοι, κι ας λένε το Φουντούλη φαγά. Τί πείνα ήταν αυτή! Κοιτάζοντας το ένα και το άλλο δεν την είχαν καταλάβει. Τέτοια ήταν η όρεξή τους, που δεν κατάλαβαν καλὰ πότε στρώθηκε το τραπέζι απάνω στα χλωρὰ φύλλα, πότε κάθισαν, αν κάθισαν με το πλευρό ή σταυροπόδι. Έτρωγαν ευχαριστημένοι κι ο πλάτανος απὸ πάνω σάλευε τα κλαριά του.



9. Η βρύση

Ένας αγωγιάτης, αφού ήπιε στη βρύση, βάζοντας για κούπα τις χούφτες του, µουρµούρισε: <<Νὰ δροσιστή η ψυχούλα σου!>>. Τα παιδιὰ τον κοίταξαν, θέλοντας να μάθουν για ποιον µιλεί. Καὶι κείνος που κατάλαβε την απορία τους, είπε: <<Δεν τον ξέρω ποιος είναι, µα κείνος που την έκαμε αυτή τη βρύση δροσισμένος να είναι σαν κι εμάς>>. <<Εγὼ τον εθυμήθηκα, είπε ο κυρ Στέφανος. Ήµουν παιδί. Τον καιρὸ εκείνο έτρεχε δω πέρα λίγο νερό, μα πολὺ λιγοστό, κόμπος. Οι διαβάτες έπεφταν µπρούµυτα για να πιουν, προσπαθώντας να φτιάσουν κάνουλα µε κανένα χλωρόφυλλο. Πολλὲς φορὲς χανόταν το νερὸ ολότελα, γιατὶ το βύθιζαν οι βροχὲς και το χώμα που έπεφτε. Όλοι από τα γύρω χωριὰ είχαν ανάγκη απὸ μια βρύση εδώ. Μα καθένας έλεγε: <<ας τη φτιάση άλλος>>. Κάθε χωριὸ έλεγε: <<ας τη φτιάση άλλο χωριό>>. Μια φορὰ πέρασε κι ένας ράφτης, πηγαίνοντας πανηγυριώτης στον Άι-Λια. Ήταν απ' αλλού κι είχε ένα µικρὸ µαγαζὶ κάτω στη χώρα. Καθισμένος σταυροπόδι σ' ένα ψηλὸ ράφι -έτσι δα, σα να τον βλέπω τώρα- κεντούσε σεγκούνια και φέρμελες µε µιαν αργὴ βελονιά. Είχε µεγάλη γενειάδα κάτασπρη, χυμένη στο στήθος, και φορούσε τις μακριές του φουστανέλες καθημερινὴ και γιορτή, κατακάθαρες. Καθισμένος σταυροπόδι έρραβε. Όταν γύρισε απὸ τον Ἁι-Λιὰ είπε της γριάς γυναίκας του: <<Γυναίκα, εκεί πάνω που πήγαινα, είδα πως χρειάζεται µια βρύση. Εμείς άτεκνοι είμαστε, πολλὰ χρόνια δε θα ζήσωμε. Λοιπὸν το κομπόδεμά μας θα το δώσω για κείνη τη βρυσούλα, να δροσίζωνται οι χριστιανοί». <<Αφέντη, ό,τι ορίσης καλὰ ωρισμένο>> είπε η γριά. Με τα έξοδά του οι εργάτες έσκαψαν εκατὸ µέτρα µάκρος, µάζεψαν το σκορπισμένο νερό, το έβαλαν σε χτιστὸ κανάλι κι έχτισαν τη βρύση. Εκείνος, αφού πρόφτασε να δη τὸ καλό που έκαμε στους ανθρώπους, δε ζήτησε τίποτα απ' αυτούς. Σε λίγον καιρὸ κοιμήθηκε στα χέρια του Θεού ευχαριστημένος και λησμονήθηκε. Ύστερα θέριεψε εδώ το πλατάνι που βλέπετε. Η βρύση τρέχει απὸ τριάντα χρόνια, και θα τρέχη για καιρὸν πολύ, όσο βρίσκονται κουρασμένοι διαβάτες...>>. Όταν τελείωσε ο κυρ Στέφανος δεν είπε λέξη κανένας. Μόνο η βρύση µιλούσε σ' αυτή τη σιωπή. Έπιναν κι άκουγαν να τρέχη το δροσερό της νερό. <<Να δροσιστή η ψυχούλα σου!>>.



*Από το Αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού,
το διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου:
με τον τίτλο «ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ» 21 Δεκεμβρίου 1918.
Συντακτική Επιτροπή: Δ. Ανδρεάδης, Α. Δελμούζος, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Ν. Τριανταφυλλίδης, σελ. 10-19.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, έρευνα, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου