Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ

 



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:


«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»


Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.

Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοσηΑθήνα 1986, σελ. 66-72.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».


ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ '12 επιστρατευθήκανε απ' τον Τούρκο, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια μου, ο Πανάγος και ο Μιχάλης. Ο Μιχάλης όμως κατάφερε να λιποταχτήσει. Πέρασε στην Ελλάδα και πήγε εθελοντής στον ελληνικό στρατό. <<Άγια δουλειά έκανε>>, είπε ο πατέρας. Και οι παπάδες, οι δάσκαλοι και οι δημογέροντοι το σχολιάζανε κρυφά, σαν ένα παράδειγμα που άξιζε να βρει μιμητές. Προαιώνιοι λυτρωτικοί πόθοι ξυπνούσανε στις ψυχές των ραγιάδων.
Μα και το κίνημα των Νεότουρκων φούντωνε κι αυτό. Όπως φωνάζανε για την Κρήτη, φωνάζανε τώρα και για τη Μακεδονία <<Μπιζίμ Μακεντόνια>>. Και το θέμα αυτό ηλέκτριζε εμάς κι αυτούς. <<Ξύπνα, χαϊβάνι>>, λέγανε οι Νεότουρκοι στο λαό τους. Μα το χαϊβάνι δεν ξυπνούσε με διαταγές. Φόνοι και διωγμοί χριστιανών αρχίσανε δω και κει. Ο γιος του Σεϊτάνογλου, ο Τίμος, γύρισε, θυμούμαι, τούτη την εποχή από τη Μέση Ανατολή. -Κακά μαντάτα σου φέρνω, πατέρα, είπε. Οι Τούρκοι παράγιναν μουφλούζηδες. Τους τρώνε τ' αφτιά ένα σωρό πράκτορες Γερμανοί, Ταλιάνοι, Φράγκοι.
Στο Μπεϋρούτ αντάμωσα το Νουρήμπεη και μου 'δωσε ένα φυλλάδιο που κυκλοφόρησε στη Μέση Ανατολή. Διάβασε να δεις τί γράφει. Ο γέρος έβαλε μ' αξιοπρέπεια τα χρυσά γυαλία του με το μαύρο κρεμαστό κορδόνι. Από τις πρώτες αράδες άρχισε να στραβώνει το στόμα του, να χαϊδεύει νευρικά τις φαβορίτες και το κοντό περιποιημένο μούσι του. Αν πεινούμε και υποφέρουμε μεις οι Τούρκοι -έγραφε το φυλλάδιο- αιτία είναι οι γκιαούρηδες που στα χέρια τους κρατούνε τον πλούτο μας και το εμπόριό μας. Ως πότε όμως θ' ανεχόμαστε την εκμετάλλευση και τις προκλήσεις. Μποϋκοτάρετε τα προϊόντα τους. Σταματήστε κάθε δοσοληψία μαζί τους. Τί τη θέλετε τη φιλία τους; Ποιό τ' όφελος να συναδελφώνεστε και να τους προσφέρετε με τόση ειλικρίνεια την αγάπη και τον πλούτο μας... Έγραφε πολλά εκείνη η φυλλάδα κι ο γέρος δεν πίστευε στα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε δυνατά την κάθε αράδα.
-Ξέρεις, πατέρα, ποιός κυκλοφόρησε το άτιμο αυτό γραφτό σ' ολόκληρη την Ανατολή; είπε ο Τίμος. -Οι Νεότουρκοι. Ποιός άλλος; -Δεν το βρήκες. Μην κουράζεσαι άδικα και ψάχνεις. Θα σου το πω εγώ: Η Ντόουτσε Παλαιστίνιεν Μπανκ! Μάλιστα, η Γερμανική Τράπεζα της Παλαιστίνης το κυκλοφόρησε. Κατάλαβες τώρα; Ο γερο - Σεϊτάνογλου έκλεισε τ' αλεπουδίσια μάτια του κι έμεινε πολλήν ώρα συλλογισμένος. Σαν ξύπνιος έμπορας που ήτανε, άρχισε να καταλαβαίνει πως το ξένο κεφάλαιο μπούκαρε διψασμένο στο ξέφραγο αμπέλι της Τουρκιάς και πάλευε να κάνει πέρα κάθε αντίπαλο, να κρατηθεί. Για τούτο γύρισε κι είπε στο γιο του:
-Σκέφτουμαι ν' αυξήσω τις καταθέσεις μας στις Τράπεζες της Ελβετίας και της Γαλλίας για να μη μείνουμε καμιά ώρα επί ξύλου κρεμάμενοι! Ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, μα πολύ φοβούμαι πως μας περιμένουνε σκληρές μέρες. Δεν είναι πια η Τουρκιά που ξέραμε... Σωστή κουβέντα είπε. Όμως ένας λαός, που έμαθε να ζει αδελφικά πλάι σ' έναν άλλον, χρειάζεται γερές δόσεις μίσους για ν' αλλάξει αισθήματα. Οι απλοί Τούρκοι, που ζούσανε μακριά απ' το φαρμάκι της προπαγάνδας, χρόνια συνεχίζανε αδέρφια να μας ανεβάζουνε κι αδέρφια να μας κατεβάζουνε. Το αλισβερίσι δυσκόλεψε, όμως οι Έλληνες εμπόροι, εργοστασιάρχες, χτηματίες, επιστήμονες εξακολουθούσανε να κρατούνε στα χέρια τους τη ζωή του τόπου.
Δεν είχε περάσει μήνας απ' όταν ο Τίμος Σεϊτάνογλου γύρισε από τη Μέση Ανατολή κι ο πατέρας του τον έστειλε να κουμαντάρει το σαπουτζίδικο ενός άκληρου μπάρμπα του που πέθανε. Με πήρε μαζί του, στη νέα δουλειά, να τόνε βοηθήσω. Ένα πρωί, να και μπαίνει στο γραφείο κάποιος Τούρκος, λαϊκός άνθρωπος.
-Είμαι ο Ισμαήλ αγάς από την Προύσα είπε, κι έκανε έναν αργό τεμενά, φέρνοντας το χέρι ανάλαφρα στην καρδιά, στο στόμα και στο μέτωπο. Πού βρίσκεται ο Γιωργάκης εφέντης; -Στον άλλο κόσμο, τ' αποκρίθηκε τ' αφεντικό μου. -Απόθανε; Μπρε! Μπρε! Τί μου λες! Και ποιός βρίσκεται τώρα στο πόδι του; -Εγώ, εφέντη μου. Στους ορισμούς σου. Ήρθα να πλερώσω, έκανε ο Τούρκος. -Τί να πληρώσεις, Ισμαήλ αγά, δεν ξέρω τίποτα. -Έχω ένα παλιό χρέος. Μόλις τώρα ευκολύνθηκα από παράδες και να με συμπαθάτε που άργησα λιγάκι. Τ' αφεντικό μου άρχισε να ψάχνει. Κοίταξε προσεχτικά παντού κι ύστερα είπε. -Αγά μου, δε φαίνεσαι πουθενά χρεωμένος. Θα σ' έσβησε ως φαίνεται ο μακαρίτης. -Ψάξε καλά, ουλάν, ψάξε μ' ανοιχτά μάτια. Μη βγάζεις βιαστικά τις κουβέντες σου. Ο συγχωρεμένος ο Γιωργάκη εφέντης είχε τάξη στη δουλειά του. Και ο παράς είναι αρκετός. Κάπου θα βρεις το λογαριασμό μου. Ξαναψάχνει ο Σεϊτάνογλου, ανοίγει ντοσιέδες, βιβλία, σερτάρια, τίποτα. -Άφησε, αγά μου, του κάνει, άφησε να ψάξω και στο πατάρι, όπου φυλάμε κάτι παλιά τεφτέρια και περνάς ύριο και τα ξαναλέμε.
Το άλλο πρωί νά' τος ο Τούρκος. -Βρήκες τίποτα, ρωτάει. Εδώ σου έφερα ένα χαρτί να σ' ευκολύνω. -Τόνε βρήκα τον λογαριασμό σου, Ισμαήλ αγά. Το και το χρωστάς. -Άφεριμ! Του λέει ευχαριστημένος ο Τούρκος. Βγάζει απ' το σελάχι του -τη φαρδιά δερμάτινη ζώνη με τα μεγάλα θηκάρια- μια πάνινη σακούλα, ξετυλίγει το σπάγκο και την αφήνει να κάνει ένα δυο γύρους στον αέρα, μετά χώνει τη χερούκλα του, πιάνει μια χουφτιά λίρες και μετζίτια κι αρχινάει κι αρχινάει να τα πετάει στο μαρμάρινο τεζιάκι: <<Μπιρ ικί...>>. Ξεπλερώνει το λογαριασμό, μα συνεχίζει να μετρά. -Τί κάνεις εκεί; τον σταματάει τ' αφεντικό μου. Πάρε πίσω τούτες τις λίρες, είναι παραπάνω. -Δεν είναι παραπάνω. Είναι το διάφορο. Το χρήμα γεννάει. Κι εγώ άργησα να ξοφλήσω. Ούτε άτιμος είμαι ούτε ναμκιώρης.
Ο Ισμαήλ αγάς δεν ήταν εξαίρεση. Κόβονταν ακόμα για μας οι απλοί άνθρωποι της Τουρκιάς. Τη χρειαζότανε τη φιλία και τη συνεργασία μας. Μας είχε γεννήσει και τους δυο λαούς η ίδια γη. Στα βάθη της ψυχής μας ούτε μεις τους μισούσαμε ούτε αυτοί. Ο πατέρας μου κατέβηκε στη Σμύρνη και μοσχοπούλησε τη σοδειά του. Μάζεψε εκατόν είκοσι τούρκικες χρυσές λίρες και μια και δεν είχε χρέος στον έμπορα τις έβαλε όλες στο πουγκί του. Τον βοήθησα να κάνει μαζωμένες τις προμήθειες για το χειμώνα -από ρούχα ίσαμε πιπέρι και σπίρτα- για να μην τον εκμεταλλεύονται οι μπακάληδες του χωριού.

Έτσι κι αποτελέψαμε τα ψώνια, πήγαμε στην προκυμαία σεργιάνι. Κουβεντιάζαμε και προχωρούσαμε όταν μού 'ρθε μια ιδέα. Πήγα στο ταμείο του κινηματογράφου <<Πατέ>> κι αγόρασα δυο εισιτήρια. -Πάμε, πατέρα, του είπα, να διασκεδάσεις και λόγου σου λιγάκι. -Τί' ναι δω; με ρώτηξε. Μπας κι είναι θέατρο; -Θα δεις, θα δεις! -Μπρε, για στάσου! μού' κανε κατακόκκινος από ντροπή. Είκοσι χρόνια κατεβαίνω στη Σμύρνη και δεν πάτησα σε θέατρο και θα πάω, μαθές τώρα, με το παιδί μου! Είδα κι έπαθα να τον κάνω να καταλάβει πως συχνάζανε κει οι καλύτεροι φαμελίτες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Όταν βγήκαμε απ' το θέαμα ήτανε αναστατωμένος και μαγεμένος.

-Του χρόνου, αν είμαστε καλά, θα φέρω και τη μάνα σου, να το δει τούτο το θέαμα, είπε. Δεν τ' αξιώθηκε. Σαν τσεκουριά ήρθε η αρρώστια και τό 'ριξε κείνο το γερό κορμί, που ίσαμε τα εβδομήντα δεν ήξερε τί θα πει πονοκέφαλος, δεν είχε σάπιο δόντι ούτε άσπρη τρίχα. Ο χαμός του με πόνεσε, γιατί τ' απεθαμένου γονιού μόνο τα καλά θυμάται το παιδί. Και τον τελευταίο καιρό ο γέρο-Αξιώτης έδειχνε συχνά τον καλό εαυτό του.
Μια μέρα μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει, γύρεψε να μας δικαιολογήσει τα σκληρά του φερσίματα. Μας ιστόρησε, για πρώτη φορά, τα όσα τράβηξε μικρός από τον πατέρα του. Πώς ορφάνεψε και γεύτηκε την έχθρητα της μητριάς και πώς από οκτώ χρονώ παιδί τον αναγκάσανε μια χειμωνιάτικη νύχτα να πάρει τις στράτες, και να πέσει σ' άσπλαχνα χέρια. Τον ακούγαμε δίχως συγκίνηση, με μια βουβαμάρα που έλεγε πολλά.


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 66-72.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου