Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΔΕΚΑΤΟ ΜΕΡΟΣ




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.

Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 122-128.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Στις αρχές του Μάη μας ήρθε ένας Τούρκος αρχίατρος. Σουκρή εφέντη, τον λέγανε. Αν ζει, καλή του ώρα. Ήρθε σαν άγιος της χριστιανοσύνης και μας έσωσε. Η στολή κι ο πόλεμος δεν καταφέρανε να διώξουν από κείνη τη γενναία καρδιά τον άνθρωπο. Μόλις αντίκρυσε την κατάντια μας έφριξε.
Έδωσε διαταγή να μεταφερθούν οι βαριά άρρωστοι σε νοσοκομεία. Άνοιξε παραθύρια. Έβαλε να κάψουν τα ψειριασμένα χόρτα και τα τσουβάλια, ν' απολυμάνουνε και ν' ασβεστώσουνε. Έφερε κλίβανο και κουβέρτες. Το λουτρό και η αποτρίχωση γίναν υποχρεωτικά. Μας έδωσε φάρμακα και γάλα, διόρθωσε το συσσίτιο. Για κείνους που πέρασαν αλαφριά την αρρώστια, όπως εγώ, υπόγραψε τετράμηνες αναρρωτικές άδειες. Τι μπορεί να κάνει η ανθρωπιά!
Από τις τρεις χιλιάδες που είμασταν, αν γλυτώσαμε οι εφτακόσιοι, στου Σουκρή εφέντη τη γενναία καρδιά το χρωστάμε. Με πήρε κοντά του, να γράφω τις άδειες των αρρώστων. Όταν ήρθε η σειρά να μου υπογράψει και τη δική μου άδεια, μ' έπιασε συγκίνηση. -Δε θα λησμονήσω ποτέ το καλό που μας κάματε, είπα επίσημα. -Δεν το κανα για σένα και τους δικούς σου, μ' αποκρίθηκε.
Το καμα για την πατρίδα μου. Τι σόι έθνος θα γενούμε σα μάθουμε τους πολίτες και τους στρατιώτες μας να ναι κτήνη; -Ο πόλεμος βγάζει τους ανθρώπους από το δρόμο του Θεού, μουρμούρισα δειλά, γιατί δεν ήξερα πώς θα το πάρει. Με κοίταξε μέσα απ' τα γυαλιά του με το καθαρό γαλάζιο μάτι του. -Η νεαρή σου ηλικία, μ' αποκρίθηκε, και τα βάσανα που πέρασες, δε σ' εμποδίζουνε ν' αντικρίζεις σωστά τη ζωή. Ο πόλεμος ανοίγει βάραθρα στις ψυχές και στα έθνη.
Εσείς οι Έλληνες είχατε στην αρχαία μυθολογία σας μια Κίρκη, που σαν άγγιζε τους ανθρώπους τους έκανε γουρούνια. Κίρκη είναι ο πόλεμος. Άιντε, σύρε τώρα στη μάνα σου να σε καλοταΐσει να συνέρθεις... Μου φάνηκε πως βρήκα ξανά την ψυχή μου. Τα πόδια στυλωθήκανε και βάδιζα ίσια. Η καρδιά ξαναγέμισ' ελπίδες. Μόνο σαν κίνησε το τραίνο με ζώσαν άγριες θύμησες. Πίσω μου άφηνα νεκρά τόσα πατριωτάκια και τους πιο ακριβούς μου φίλους. Τι θα λεγα στις μάνες τους σα θα ρίχνανε μ' αγωνία τα μάτια τους πάνω μου; Είχα δικαίωμα να τους κρύψω την αλήθεια. Δέν κατάλαβα για πότε πέρασε κείνη η τετράμηνη αναρρωτική άδεια! Η χαρά έχει πάντα βιασύνες∙ δεν προκάνεις να γλυκαθείς και χάνεται σαν αερικό.
Τον πρώτο μήνα τον πέρασα στο στρώμα. Σηκωνόμουνα να πιάσω δουλειά και ξανάπεφτα. Η μάνα μου με κοίταζε μ' έγνοια. —Πότε θα γειάνεις, παιδάκι μου; Πότε θα πάρεις τ' απάνω σου; Την παρακολουθούσα να μπαινοβγαίνει και να κάνει αθόρυβα όλη τη λάτρα. Το στέρνο της στενό, ολοκόκκαλο, απορούσες πως χόραγε τόση καρδιά! Είχε λυώσει σαν λαμπάδα. Σαν έπαιρνε την αδερφή μου και πηγαίνανε στα χτήματα, έμενα μόνος.
Το μάτι μου σεργιανούσε τότες στα έπιπλα, στα κεντήδια, στα φυλλόδεντρα και στις λαστιχιές που ήτανε το καμάρι της μάνας μου. Στο κέντρο του τοίχου το πορτραίτο του πατέρα, με το ζωηρό αυστηρό μάτι, το στριφτό μουστάκι και το κρεμαστό κάτω αχείλι, που έκανε θαρρείς πιο σκληρό το τετράγωνο πηγούνι με το λακκάκι στη μέση. Πλάι του η μάνα αχνή, καλοκάγαθη, την τοποθέτησε εκεί ο φωτογράφος, μετά το θάνατο του πατέρα, γιατί κείνος ποτέ δεν έβγαλε μαζί της φωτογραφία. Στη γωνιά, το καρυδένιο κονοστάσι με τα στέφανά τους, βάγια, ξερό βασιλικό, το μπρούντζινο θυμιατό και κάνα δυο ασημένια τάματα για την αρρώστια του πατέρα, το φευγιό του Μιχάλη στην Ελλάδα.

Πόσες και πόσες θύμησες πάνω σε τούτα τα πραματάκια. Μόλις αρχίσανε να με σηκώνουνε τα πόδια μου έπιασα δουλειά. Ο χωριάτης το καθησιό δεν το ξέρει. Τ' αδέρφια όλα στρατευμένα! Ρημαδιό οι κόποι μας. Τι να σου κάνουνε μόνες γυναίκες. Τα δέντρα ακλάδευτα, απότιστα, δίνανε πολύ λίγο καρπό, κι αυτόν τον τρώγανε άγουρο τα παιδιά και τα πουλιά.

Ο μπάρμπα Στυλιανός, ο ζευγάς, που τόνε λέγανε «άγιο», έφαγε με τη φαμελιά του το στάρι που του δωκε η μάνα μας για τη σπορά. Γέμισε τσουκνίδα και τριβόλια η γη μας.

Οι Τούρκοι λιποτάχτες δεν αφήνανε ήσυχο αγρότη. Για ν' αρπάξουνε προσφάι, ρούχο, βεργέτα ή χρυσό δόντι ξαπλώνανε τον πασαένα νεκρό. Οι νοικοκυραίοι άμα βγαίνανε απ' το σπίτι τους, κάνανε το σταυρό τους και παρακαλούσανε το Θεό, κ' έναν έναν όλους τους άγιους, να τους αξιώσουνε να γυρίσουνε ζωντανοί το βράδι. Έτσι έγινε μια μέρα με τον Αντώνη Μάντζαρη, το γείτονα. Τον έβλεπα απ' το παραθύρι μου ν' αποχαιρετάει τη γυναίκα του. Κείνη προσπαθούσε να τον κρατήσει.

-Μην πας στο μπαξέ, Αντώνη μου, για τ' όνομα του Θεού! -Γυναίκα, γιατί γίνεσαι παιδί; Πρέπει να πάω να ρίξω ελέκια, αλλιώς θα πέσουνε τα σύκα και θα χάσουμε τη σοδειά! -Χίλιες φορές να χάσουμε τη σοδειά, παρά να χάσω σένα! Άσε να περάσει η κακιά ώρα. Πούλησε τα φλουριά που μου χες δοσμένα. -Μπρε, Ελένη, μάτια μου, τι να σου κάνουνε τα φλουριά; Τούτο, δεν είναι μια κακή ώρα∙ χρόνια θα βαστάξει. Μπα κ' έχουμε κομπόδεμα ή είμαστε ραντιέρηδες και δεν το ξέρω; Πώς θα θρέψουμε τα παιδιά μας; Ο Μάντζαρης πίστευε πως δεν μπορούσε ποτέ Τούρκος να τόνε βλάψει. Τόσοι και τόσοι κοιμηθήκανε στο σπίτι του, και σηκωθήκανε χορτάτοι και δροσισμένοι απ' το τραπέζι του.
Καθώς εκείνη τη στιγμή περνούσε ο φίλος του, ο Νικόλας Αϊντινλής, έφυγε μαζί του και πριν στρίψει το δρόμο φώναξε γελαστός στη γυναίκα του: -Μη χολιάς, γυναίκα, θα γυρίσω το βράδι και θα σου φέρω και λεβάντα για τα ρούχα. Το βράδι φέρανε τον Αντώνη Μάντζαρη σφαγμένο σα μοσχάρι! Για να τον τιμήσουνε, λέει, οι Τούρκοι αφήσανε να μεταφερθεί το κουφάρι του και να ταφεί στο κοιμητήρι, ενώ τον Αϊντινλή τον κάψανε ζωντανό και σκορπίσανε την τέφρα του!
Αυτή ταν η ζωή του χωριού. Κι όμως εμένα, που γνώρισα τ' Αμελέ Ταμπούρια, μου φαινότανε ήμερη. Έψαχνα να βρω πώς θα τα καταφέρω να παρατείνω την άδειά μου. Προτιμούσα την τύχη του Μάντζαρη ‐ παρά να ξαναγυρίσω στο τάγμα. Ένας οικογενειακός φίλος με ησύχασε. Γνωριζότανε, λέει, με τον Έλληνα γιατρό, που απ' τα χέρια του περνούσανε οι άδειες του στρατού και θα του μιλούσε να μου δώσει μια παράταση.
-Έχε το για σίγουρο, μου πε. Τρεις μήνες τους κέρδισες, στο λέω. Ο γιατρός δε μου χάλασε ποτές χατήρι... Τον πίστεψα και παρουσιάστηκα στο γιατρό. Κονόμησα μάλιστα και δέκα χρυσές, γιατί άκουσα πως ταΐζεται. Δεν ήξερα όμως το μηχανισμό της δωροδοκίας. Η μικρότερη ταρίφα ήταν τριάντα λίρες, έπρεπε να τις μετρήσεις σε τρίτο πρόσωπο, της εμπιστοσύνης του γιατρού, που αυτός θα ταχτοποιούσε τη μοιρασιά, γιατί έπαιρνε μίτζα κ' ένας Τούρκος συνταγματάρχης. Τις λεπτομέρειες αυτές τις έμαθα αφού πρώτα έπεσα στην παγίδα.

Η άδειά μου είχε τελειώσει από μέρες και ο γιατρός έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια τη μεσολάβηση του κοινού μας φίλου. Τα πραγματικά χάλια της γειας μου δεν τόνε συγκινήσανε καθόλου. Έτσι, ύστερα από μια τυπική εξέταση, με παράδωσε στους σουβαρήδες και βρέθηκα στα κρατητήρια. Μάταια ζητούσα να μ' αφήσουνε να πάω στο σπίτι, να πάρω τα πράματά μου και ν' αποχαιρετήσω τη μάνα μου.
-Θα το σκάσεις, μου κανε ο τσαούσης. Την πάθαμε πολλές φορές και βάλαμε γνώση. Το κρατητήριο που με κλείσανε χωρούσε δέκα και μεις είμασταν στιβαγμένοι εξήντα -οι περσότεροι λιποτάχτες. Ήταν κι άλλοι, σαν εμένα, που τελείωνε η άδειά τους και θα τους πηγαίνανε με συνοδεία στο τάγμα τους. Κανένας φαντάρος Τούρκος, Ρωμιός, Αρμένης ή Οβραίος δεν εννοούσε να γυρίσει με τη θέλησή του στη βάση του. Η Τουρκία είχε πάψει να ναι κράτος. Την κυβερνούσανε καιροσκόποι, ρουσφετολόγοι, κλέφτες και σπεκουλάντες.


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 122-128.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου