Τον Σεπτέμβριο του 1922, λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έφτασε το πρώτο κύμα των προσφύγων της Ιωνίας. Πριν περάσει ένας χρόνος, οι πρόσφυγες είχαν ξεπεράσει τους χίλιους πεντακόσιους. Ο Ξένιος Δίας αλλά και τα προσφυγικά δάνεια που δόθηκαν στην Ελλάδα από την Κοινωνία των Εθνών οδήγησαν στην παραχώρηση μιας έκτασης στη βορεινή πλευρά της κοινότητας.
Έτσι άρχισε η οικοδόμηση των προσφυγικών κατοικιών και σύντομα στεγάστηκαν γύρω στις οχτακόσιες οικογένειες. Τώρα, η ζωή είχε αλλάξει ρυθμούς. Ανάμεσα στους διάφορους επαγγελματίες που έκαναν χρυσές δουλειές ήταν οι νερουλάδες, που προμήθευαν τις περισσότερες οικογένειες με νερό. Τούτους τους ανθρώπους που κουβαλούσαν έναν πολιτισμό που είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με το νερό και το σαπούνι.
Ο μπάρμπα-Μήτσος έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση. Επί τέλους, μπορούσε να αγοράσει, όχι μονάχα πλουσιότερο φαγητό για τα τρία κουτσούβελα, που είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν, αλλά και παπούτσια να τα ποδέσει, να μην περπατάνε τον χειμώνα ξυπόλυτα στις λάσπες.
Στα μέσα του 1925 έγινε ένα τόσο σπουδαίο έργο στον τόπο, που έδωσε στους κατοίκους την αίσθηση ότι φύσηξε ένας αέρας φερμένος λες κατ' ευθείαν από το Λονδίνο. Γιατί, αν οι κάτοικοι της γηραιάς Αλβιόνας ήταν περήφανοι για το Μπιγκ Μπεν τους, οι Λεψινιώτες τώρα θα μπορούσαν να καμαρώνουν για το μεγάλο ρολόι τους πάνω από το Πλουτώνιο, δίπλα στο καμπαναριό της Παναγίτσας. Οι καμπάνες που χτυπούσαν κάθε τέταρτο και με τέτοια ακρίβεια, που θα έκανε κάθε Ευρωπαίο να βγάζει το καπέλο του και τον Ντορή να νιώθει ότι έληξε η θητεία του στην... υπηρεσία αφύπνισης του αφεντικού του.
Πραγματικά, ο Μήτσος, με την κατακόρυφη άνοδο των εργασιών του απ' τη μια και με την λονδρέζικου τύπου αφύπνιση απ' την άλλη, είχε αρχίσει να νιώθει τουλάχιστον λόρδος! Κι επειδή ο πολιτισμός έτσι κι αρχίσει να παίρνει τα πάνω, όλο και φουντώνει και φουσκώνει σαν τσουνάμι, και άλλους φέρνει πάνω και άλλους κάτω, ήρθε η ώρα κι η στιγμή να χτυπήσουν οι καμπάνες και για την υδροδότηση της Ελευσίνας!
Τον Οκτώβριο του 1928 η κοινότητα έφτιαξε ένα σύγχρονο σύστημα ύδρευσης. Μια ηλεκτρική αντλία, στα ανατολικά του καλού πηγαδιού, άρχισε να ρουφάει άπληστα τους χυμούς του υπεδάφους και να τους μεταφέρει σε διάφορα σημεία της πόλης, όπου είχαν εγκατασταθεί κοινόχρηστες βρύσες. Τώρα, οι κάτοικοι των προνομιούχων περιοχών έπαιρναν νερό όχι μόνο για να πίνουν, αλλά και για να κάνουν τη λάτρα τους και να ποτίζουν τους κήπους και τα μποστάνια τους. Με τον καιρό, τα αποθέματα του νερού άρχισαν να λιγοστεύουν και πολλοί νερουλάδες στράφηκαν είτε σε άλλα πηγάδια είτε σε άλλα επαγγέλματα.
Ο μπαρμπα-Μήτσος, όμως, μ' όλη την κάμψη των εσόδων του, κρατούσε το ηθικό του άκαμπτο σαν γνήσιος Αρβανίτης. Παρ' όλες τις αναδουλειές, επέμενε να μένει πιστός στο πηγάδι του. Ήταν θαρρείς ένα δικό του «Καλλίχορον φρέαρ» κι ας απείχε αρκετές εκατοντάδες μέτρα από εκείνο που δρόσιζε κάποτε τη θεά Δήμητρα, όταν βρέθηκε αποκαμωμένη και αποκαρδιωμένη έξω από τα παλάτια του βασιλιά Κελεού. Μέσα του πίστευε, κι ας μην το έλεγε ποτέ, πως το νερό που έκρυβε στα σωθικά του ήταν το ίδιο μ' εκείνο που είχε πιει κάποτε κι η θεά. «Διαφορετικές μπούκες, μα ίδια φλέβα, ίδιο νερό», έλεγε μέσα του. Αρνιόταν πεισματικά να πιει από τις άθλιες μεταλλικές βρύσες, που άλλαζαν την αμόλευτη γεύση του νερού του, και συνέχιζε τις παλιές του συνήθειες στρέφοντας τις πλάτες του στη διαβολεμένη αντλία.
Οι πελάτες του είχαν λιγοστέψει. Απόμειναν μόνο οι πρόσφυγες κι όσοι άλλοι έμεναν στις παρυφές της πόλης, μακριά από τα διαβολεμένα θέλγητρα του πολιτισμού. Όμως, το αγύριστο κεφάλι του Μήτσου ήταν αγύριστο. Δεν έδινε ούτε μία πεντάρα για τούτες τις αλλαγές. Κάθε χάραμα, σαν έφτανε με την κυρά του μπροστά στο πούσι-ι-μιρ, με το που έβγαζε τον πρώτο κουβά, έπινε τρεις μεγάλες γουλιές. Λες και κοινωνούσε από τα άχραντα μυστήρια της φύσης.
Ύστερα, παρακινούσε και τη συντρόφισσα της ζωής του να πιει, να δυναμώσουν τα μέσα της με τη δροσιά και τις ιαματικές ιδιότητές του. -Πιες, μόι Γιαννούλα (=Γιαννούλα μου). Από τούτο πίνουν κι οι νεράιδες κι είναι αθάνατες! Αυτό πίνω κι εγώ και βόλι δεν με πιάνει! Γέλαγε εκείνη και αφού κατέβαζε μερικές γουλιές, έβρεχε το πρόωρα μαραμένο πρόσωπό της κι έστρωνε τη μαντήλα της. -Να, δες, γένηκα σωστή νεράιδα, Μητς μ'! -Λούλε ζε, μόι Γιαννούλα (=λουλουδάκι Γιαννούλα μου), της έλεγε εκείνος κι έριχνε πάλι τον κουβά στην αγκαλιά του πηγαδιού.
Καιρός ήταν τώρα ν' αρχίσουν να γεμίζουν τη βαρέλα. Οι νοικοκυρές θα είχαν κιόλας ξυπνήσει. Σε λίγο μπορεί να ξυπνούσαν και τα παιδιά. Μόλις που προλάβαινε η κυρα-Γιαννούλα να γυρίσει στο σπίτι.
Ο μπαρμπα-Μήτσος θα τραβούσε με τον Ντορή για το γνωστό δρομολόγιο. Τα χρόνια κυλούσαν σαν το νερό στις φλέβες του πούσι-ι-μιρ, κι όσο εκείνο λιγόστευε, τόσο λιγόστευαν και οι οικονομίες αλλά και οι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή στο σπιτικό του Μήτσου. Τα τρία κουτσούβελα είχαν γίνει κοτζάμ παιδιά. Τα αγόρια είχαν αρχίσει να κουτσοδουλεύουν, αλλά η παρουσία της μικρής αδερφής απαιτούσε μεγάλες οικονομίες για να μαζευτεί η σχετική προίκα. Ο μεγάλος είχε γίνει παλληκάρι και δούλευε εργάτης σε ξένα αφεντικά. Ο μεσαίος πλησίαζε τα δεκαπέντε κι έκανε δουλειές του ποδαριού, βγάζοντας κι εκείνος ένα χαρτζιλίκι.
Η μικρή ήταν δεν ήταν δώδεκα χρόνων κι έμενε στο σπίτι για να βοηθάει τη μάννα και να μαθαίνει τι θα πει νοικοκυροσύνη. Σε πέντε-έξι χρόνια έπρεπε να της βρούνε γαμπρό, γιατί έτσι και την έπαιρναν τα χρόνια, θα έπρεπε να τάξουν βαρβάτη προίκα στον υποψήφιο. Όμως, με το πενιχρό και αβέβαιο εισόδημα της οικογένειας τα πράγματα σκούραιναν δραματικά.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Κατερίνας Μουρίκη: «Άρωμα Ιωνίας»,
Εκδόσεις «Σταμούλη», α' έκδοση Μάιος 2023, σελ. 42-47.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου