ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΙΤΙΔΗ: «ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ» ΜΑΪΟΣ 1891 (ΜΕΡΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ)
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 12-16.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:
«ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ»
(1921)
Ο μακαρίτης ο Μπάρμπα-Δήμας ήτο κύριος δύο λαμπρών ελαιώνων λίαν προσοδοφόρων, τόσον προσοδοφόρων, ώστε εις κάθε εσοδείαν του ελαιοκάρπου με την λαδωμένην βράκαν του καταγινόμενος εις το ελαιοτριβείον έλεγεν εξ αγαλλιάσεως:
-Όξω φτώχια, κυρά Ζωίτσα! Και εκρότει θλίβων τον αντίχειρα και μεσοδάκτυλον ως κάμνουν οι σύροντες τον χορόν. Αλλ' έχων ακράτητον προς την καλλιέργειαν της γης επιθυμίαν, δεν ηδυνήθη να κρατήση εαυτού, όταν επωλούντο τα μοναστηριακά. Και ακούων την πρόσκλησιν του κήρυκος: «έχει άλλος», προσήλθε παρά την τράπεζαν της πωλήσεως, προσέθηκε εις την τελευταίαν προσφοράν ποσόν τι υπέρτερον και κατεκυρώθησαν επ' ονόματί του δύο μεγάλοι ελαιώνες του Αγίου Χαραλάμπους.
-Τώρα να ιδής λάδια, κυρά Ζωίτσα! έλεγεν. Η θειά Ζωίτσα εκίνει τεθλιμμένη την κεφαλήν. -Σου πήρε δύο κομμάτια ο Μπάρμπα Δήμας! παρετήρουν άλλοι τινές κτηματίαι μετά θαυμασμού. Όσα κι' αν έδωσε, χαλάλι! -Καλά στερνά! προσέθετεν έτερος επιφυλακτικότερος. Εμένα μου τ' ώπεν ο Παπά Ιερεμίας. Τα μοναστηριακά είνε αφιερωμένα εις τον Θεόν. Και όποιος αγοράση από αυτά, είνε ωσάν να τα παίρνη πίσω από τον Θεόν και είνε αφορισμένος από την Εκκλησίαν και προκοπή δεν θα βγη. Είνε κανών φοβερός της Οικουμενικής Συνόδου.
-Ναι! Μακάρι' νάχες ν' αγοράσης και συ κανένα τεμάχιον. Τι έπαθε ο κυρ Θανασός που επήρε τον ελαιώνα της Κουνίστριας; Ούλο και παχαίνει. Αμ' ο καπετάν Καφαντάρας που εμάζωξεν όλα τα Προδρομίτικα; Πιθάρια νάχη για τα λάδια! -Καλά στερνά! σου είπα. Και όμως, είπατε ό,τι θέλετε, ο Μπάρμπα Δήμας, αφότου ηγόρασε τα μοναστηριακά δεν είδε προκοπή.
Ηκολούθησαν δι αυτόν έτη κατά σειράν αφορίας των ελαιών. Όχι μόνον τα μοναστηριακά δεν ευφόρησαν, αλλ' ουδέ τα ιδικά του, τα οποία ουδέποτε «ξεχνούσαν», ως έλεγε. Και ο Μπάρμπα Δήμας μη έχων να πληρώση τα χρέη του, διότι εχρεώθη κρυφά από την γυναίκα του, ίνα πλειοδοτήση κατά την δημοπρασίαν, μετά τινα έτη, αυξηθέντος του χρέους, απελπισθείς ότι θα ηδύνατο πλέον να το εξοφλήση, ηναγκάσθη να παραχωρήση εις τον δανειστήν μέρος από τα δύο μοναστηριακά του, αν και μετά μεγάλης λύπης. Πλην το θλιβερώτερον είνε ότι ο δανειστής σκληρός τοκογλύφος, τοκίζων 18 τοις % και μετατρέπων κατ' έτος τους τόκους, εις κεφάλαιον, δεν υπεχώρει εις το παραμικρόν· και προς εξόφλησιν κατέσχε και τους δύο ελαιώνας του ατυχούς Μπάρμπα-Δήμα, όστις ούτως απέθανε μετ' ολίγον πάμπτωχος, αφού εθρήνησε τας τελευταίας ημέρας του και τον μονογενή υιόν του, ένα ωραιότατον έφηβον, όστις θα ήτο ήδη η αχώριστος βακτηρία της γραίας.
Η δε θειά-Ζωίτσα απέμεινε χήρα με μίαν ωραίαν άμπελον, μοναστηριακήν και αυτήν, «Αη-Χαραλαμπήτικην», με τ' όνομα, εις την Αμμουδιά, φέρουσαν μίαν παχύσκιον καρυδέαν εν μέσω, την οποίαν ο πατέρας της είχεν αγοράσει κατά την πρώτην διάλυσιν των ιερών μονών, λεπτομέρειαν άγνωστον εις την ανήλικον τότε κόρην, και μίαν οικίαν, τα προικιά της, τα οποία δεν ηδυνήθη να κατάσχη ο άσπλαγχνος δανειστής προς τελείαν εξόφλησιν. Ατελείωτον γίνεται πάντοτε το χρέος. Πολλάκις δε μετά ταύτα ηπείλει και ανησύχει την τεθλιμμένην χήραν.
-Να σ' πω. Έχουμε κάτι λογαριασμούς ανοικτούς με τον μακαρίτην τον Μπάρμπα-Δήμαν. -Κάμε καλά με τον Μπάρμπα Δήμα, απήντα οργίλως η θειά Ζωίτσα. -Να σ' πω. Το αμπέλι προικιό σ' είνε; -Δεν ξέρω, απήντα μετά σκαιάς περιφρονήσεως η χήρα, έχουσα πεποίθησιν εις το εκ του νόμου δίκαιον. -Να σ' πω, το σπίτι προικιό σ' είνε; — Δεν μ' αφίνεις ήσυχη, χριστιανέ; Απήντα πάλιν η χήρα μετά ζωηρότητος. Αλλ' ο σκληρός δανειστής δεν έπαυσε να την ανησυχή. Πολλάκις δε εκείνη τον έβλεπε να περιτριγυρίζη την οικίαν με ύφος λαιμάργου γαλής οσφρανθείσης οψάρια, προσπαθών ν' ανακαλύψη και καλά, επάνω εις τ' αγκωνάρια ίσως, ότι η οικία δεν ήτο προικώα. Πολλάκις περιήρχετο και την ωραίαν άμπελον μετρών αυτήν κλήμα προς κλήμα, και πολλάκις ανεδίφησε τα κεκονιαμένα του συμβολαιογραφείου βιβλία ερωτών τον γέροντα διοπτροφόρον συμβολαιογράφον.
-Να σ' πω. Έχουν καμμιάν αξίαν αυτά τα βιβλία; Σαν παληά μου φαίνονται. Και πάλιν επανελάμβανε προπετώς: -Να σ' πω, κύριε συμβολαιογράφε. Λέγει ο νόμος ότι η προιξ δεν κατάσχεται; Ο συμβολαιογράφος αντί πάσης απαντήσεως εις την αυθάδη αυτήν ερώτησιν ηρκέσθη να ρίψη εις το πρόσωπον του αχρείου δανειστού το στίλβον φως των διόπτρων του. Ούτω λοιπόν η θειά-Ζωίτσα μετά τον θάνατον του συζύγου της ευρέθη άνευ κινητής περιουσίας, με την ασήμαντον προίκα της, τας δύο θυγατέρας, και τας βαρβάρους ενοχλήσεις του δανειστού, ένεκα των οποίων πολλάκις ηναγκάσθη, με όλην την πεποίθησιν ην είχεν εις το δίκαιόν της, να καταφύγη εις την συμβουλήν του μόνου δικολάβου της κώμης, φέρουσα και μίαν παχείαν όρνιθα, ίνα ερωτήση αν πραγματικώς η προιξ δεν κατάσχεται.
Ο δικολάβος πονηρός άνθρωπος απήντησε προς την χήραν με κάτι διφορούμενα. Και τότε εκείνη μετέβη παρ' αυτώ και δευτέραν φοράν, φέρουσα ήδη δύο παχείας όρνιθας. Αλλά και πάλιν δεν ηδυνήθη να λάβη σαφή και επαρκή απάντησιν. Διά τούτο ηκούσθη λέγουσα ένα πρωί: -Κρίμα 'ς τες κοττίτσες μου! Έως ότου ήλθεν εις το χωρίον ο πρώτος επίσημος εκ του Πανεπιστημίου δικηγόρος, ένας ζωηρός και ροδοκόκκινος έφηβος, όλος καρδιά και γεμάτος ειλικρίνειαν και αγαθότητα, όστις την εβεβαίωσε πλέον την γραίαν.
-Σώπα, θειά Ζωίτσα, μη φοβάσαι. -Του Χριστού την ευχίτσα να έχης γυιόκα μ'! του Χριστού την ευχή και της Παναγίας γυιέ μ'! Έκτοτε περιωρίσθησαν και ο δικολάβος και ο δανειστής. Διότι δεν επερνούσε πλέον η μπογιά των. Αλλά διά τρόπου αξιοπρεπούς και οι δύο.-
Καλά, κυρά, είπε μίαν ημέραν ο δανειστής με γλυκύτερον ύφος. Ησύχασε. Αργότερα πάλι βλέπομεν. Ούτε εγώ να αδικηθώ, ούτε συ. -Έχεις δίκαιον, κυρά Ζωίτσα, είπε και ο δικολάβος μετά θριαμβευτικής ευφραδείας. Ηύρα το άρθρον του νόμου. Μα εκοπίασα πολύ. Μη φοβήσαι. Η προιξ δεν κατάσχεται. Εν τούτοις τι εβγήκε; Με μίαν άμπελον και μίαν οικίαν πώς να υπανδρεύση δύο θυγατέρας, αίτινες έφθασαν ήδη εις την ηλικίαν του γάμου μετά ταχύτητος μυστηριώδους; -Πώς μεγαλώνουν, παιδί μ', τα κορίτσια, έλεγεν η θειά-Ζωίτσα προς την φίλην της γειτόνισσαν, την Κρατερίτσαν την πιασμένην. Νάνε παλλικάρια, ζαρώνουν. Τα κορίτσια πετιώνται ως επάνω μάνε - μάνε.
-Εμ! τι κάθεσαι! τύλιξε την πρώτη. -Αμ πώς, αδελφή; Δεν ξέρεις πως ακρίβαιναν οι γαμπροί; -Ακρίβαιναν ε! Τας έβλεπε λοιπόν τας ωραίας θυγατέρας χωρίς ελπίδα αποκαταστάσεως κ' έφθινεν η γραία κ' εφθείρετο. Και αποδίδουσα και αυτήν την ατυχίαν εις τα μοναστηριακά, εφοβείτο ότι θ' απέθνησκε και θα τας άφινεν εις τους πέντε δρόμους. Και ανεστέναζε κρυφίως η γραία. -Τι έχεις, μάννα μ'; Είπε μίαν ημέραν η Δεσποινιώ.
-Τι ν' άχω, κόρη μου! Ίσως το εννόησεν η ωραία κόρη, ίσως δεν το εννόησεν· όμως δεν ωμίλησε. Πλην τα πολλά παράπονά της η γραία, τον αληθινόν της καρδίας της πόνον εξεμυστηρεύετο μόνον εις τον «Παπά-Ερημίτη» όπου μετέβαινε κατά Κυριακήν μετά των θυγατέρων της ν' ακούση την ωραίαν ακολουθίαν, των σεμνών Κολλυβάδων ακολουθίαν, εκλείπουσαν ολονέν από της Ανατολής, των ερημιτών Κολλυβάδων, επτάκις της ημέρας υμνούντων τον Κύριον, κατά τον ψαλμόν. Εν όρθρω τη πρώτη ώρα της ημέρας, τη τρίτη, τη έκτη, τη ενάτη τω εσπερινώ και τω αποδείπνω.
-Ούλου διαβάζνι, Μα, έλεγεν η Σοφούλα ενίοτε, θελγομένη εκ της συχνής προσευχής. Σ' νακκλησιά δε διαβάζνι έτσι δα. Εκεί λοιπόν εύρισκε παρηγορίαν και ανακούφισιν η θειά-Ζωίτσα. Και όταν ο γέρων έκαμνε τας ωραίας αγρυπνίας κατά τας μεγάλας εορτάς, ήτο εκ των πρώτων η γραία. Κ' εκεί την νύκτα υπό την θείαν ανταύγειαν των οφθαλμών του Παπά-Ιερεμία, οίτινες έλαμπον ζωηρότερον από το μαρμαίρον γαλάζιον φως των κανδηλών του ασκητικού ευκτηρίου του, προσεπάθει η γραία μετά πόνου ν' ανακαλύψη, έστω και μακρόθεν φέγγουσαν, την συγγνώμην του βαρέος αμαρτήματος του μακαρίτου.
(Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι)
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 12-16.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου