ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΙΤΙΔΗ: «ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ» ΜΑΪΟΣ 1891 (ΜΕΡΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ)
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 21-28.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:
«ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ»
(1921)
-Θα ζωσθούμε αγριαμπελιά, της είπε, θα μαζόξουμε λουλούδια, θα φάμε χλωρά 'κκιά με το τυρί κοντά 'ς τη βρύση, θα βρούμε γενόμενα κεράσια! -Αχ! πώς μ' αρέσουν! Εκλείδωσαν την οικίαν και εξήλθον. -Βωβά εκρότουν τα στερεά πατήματα των τριών γυναικών εις τους στενούς κ' ερήμους δρομίσκους της πολίχνης. Διήλθον τα αλώνια, το έξω της πολίχνης λειβάδιον. Η καταπράσινος και κατάλευκος εξ ανθέων χλόη εμαύριζε συγκεχυμένη εν τη σκοτία, και μόνον ως ασβεστωμένοι τόποι διεκρίνοντο υπολευκάζοντες εδώ και εκεί επί του μικρού πεδίου, τα μέρη ένθα εφύοντο τα σμήνη των χαμαιμήλων και αι άγριαι μαργαρίται.
Η γραία ξεμουδιάσασα, αφού πλέον εξεκίνησεν, ανέκτησε πάλιν όλην την φαιδρότητά της και προηγείτο ελαφρά, παίζουσα και γελώσα με τας θυγατέρας της. Η δρόσος επεκάθητο άφθονος επί των θάμνων ως αδαμαντίνη βροχή, και εβράχησαν αι άκραι των ιματίων και των τριών γυναικών. Ανέβησαν ήδη εις τον λόφον. Έφεγγε καλά πλέον. Ευωδίαζεν ο τόπος. -Τι εύμορφα! είπεν η Δεσποινιώ, σταματήσασα και πνέουσα βαθέως το μεθυστικόν εκείνο άρωμα της πρωίας, σφόδρα ζωτικόν. -Και δεν ήθελες! διέκοψεν η Σοφούλα.
Εξαίσιον ήτο το θέαμα. Κάτω έβλεπες την λευκήν πολίχνη ης οι οικίσκοι, μια τούφα συμμαζευτοί, ωμοίαζον προς νύμφας με τα λευκά κολοβόλια των, νύμφας θεωρούσας την θάλασσαν. Εξήρχοντο ήδη συντροφίαι φαιδραί διά την πρωτομαγιάν, ων η γελόεσσα ιαχή εξεχύνετο προς όλας τας διευθύνσεις κ' εχάνετο είτα μέσα εις τους θάμνους και τους κήπους και τους αγρούς. Δεξιά επρασίνιζον οι αμπελώνες. Αριστερά εκινούντο αιδημόνως ως καλημερίζοντα τας τρεις γυναίκας τα ευεργετικά λήια, τα καταπράσινα σπαρτά, αποτελούντα ελαφρότατον μορμυρισμόν ηδύτατον εις την ακοήν. Εδώ κ' εκεί αι ελαίαι εδείκνυον τα λευκά άνθη των «μπαμπάκι μοναχό», εφ' ων επακκουμβώσιν αι ελπίδες και τα όνειρα των κατοίκων.
Ω! εις έν άνθος τρυφερόν στηρίζει ο πατήρ το παρόν και η παρθένος το μέλλον. Και όταν δεν συνδράμη ο καιρός; Όταν η θύελλα αρπάση το άνθος και ο αετός το πνίξη; Ω! τότε πνίγεται το παρόν του πατρός και της παρθένου το μέλλον!... «Ψεύσεται έργον ελαίας και τα πεδία ου ποιήσει βρώσιν!». Οι δε παρόδιοι φράκται διέχυνον συμμιγές άρωμα σχοίνου, συμπεπλεγμένου καλλιτεχνικώς μετ' αγιοκλήματος και βάτου και κομάρου και πρίνου του σκολιού με τας επί των ακανθωτών φύλλων μιζιθρίτσες του.
Και όπου ο αγρός ην άσπαρτος, εκεί πλέον είχον αναφυή όλα τα αγριολούλουδα με τα αναρίθμητα χρώματά των. Εδώ τούφα από κατακόκκινες παπαρούνες, εκεί άγριαι μαργαρίται λευκαί και κίτριναι, παρέκει παντοία ανθύλλια έχοντα τα μικρά τριγωνικά φύλλα των, άλλα ως είδος ανεμομύλου και άλλα ως είδος σταυρού· τα λευκόστικτα άνθη της καυκαλίθρας, τα ψευδοτριαντάφυλλα της κολλώσης κουνούκλας και διαφόρων σχημάτων και μεγεθών ψευδοστάχυες. Τι άλλα ζεμπιλάκια και τι παραδάκια εν ορμαθώ, τα οποία μετά τινας ημέρας ξηρανθέντα υπό το καύμα του Μαΐου θα βροντούν αχυρώδη τινά ήχον, δι' ων θα «μερόνωσι» τα παιδία των αι μητέρες.
Όλα τα είδη των φυτών και των βοτάνων και τα πλέον μικρά και τα πλέον καταφρονεμένα, και αυτά τα αόρατα, είχον το άνθος των. Και αυτή η ανακάνθη υψηλή εις τους φράκτας ως μανουάλιον είχεν εις την κορυφήν ωραίον ιόχρουν βελονωτόν άνθος.
Εις την ωραίαν αυτήν νήσον, ένθα συμβαίνει η παρούσα διήγησις, ανθίζει και αυτή η γη και εμφανίζει κάτι χωματένια λουλουδάκια κοντά και στρογγυλά. Το άνθος του χώματος! Ως και η δηλητηριώδης και αχρεία χλαμπάτζα, από την οποίαν τρώγουν αι αμνάδες και χλαμπατζάζουν, είχε και αυτή τα λουλουδάκια της, ωχρά ως κρόκον ωού, διά τα οποία θα εσυγχώρει τις το κακόν ιδίωμά της.
Μετ' ολίγον διερχόμεναι αι γυναίκες σιτοφόρον αγρόν εξηφανίσθησαν μέσα εις τους αστάχυς, υψηλούς λίαν. -Μάννα, λέω! εφώνησε παρατείνουσα την φωνήν της η Δεσποινιώ, καλούσα δήθεν την άφαντον μητέρα της, ήτις ελαφρά βαδίζουσα πάντοτε προηγείτο. -Θειά Ζωίτσα! εφώνησε και η Σοφούλα, μάλλον λεπτύνασα την φωνήν της, επί το αστειότερον. Και επανέλαβεν η πρωινή ηχώ μέσα εις το βαθύ σπαρτόν. -Θειά-Ζωίτσα! -Αρί Δεσποινιώ! ηθέλησε να παίξη και η γραία, παρατείνουσα την τελευταίαν συλλαβήν και οξύνουσα επί το νεανικώτερον την φωνήν. Τα κορίτσια εγέλασαν.
Ήδη ήσαν εντός της αμπέλου των, της ζηλευτής Αη-χαραλαμπήτικης αμπέλου. Η γραία κατά πρώτον έσπευσε προς την καρυδέαν, ην εύρε καλώς έχουσαν και ανέπνευσεν εξ ευχαριστήσεως. Το βαθύσκιον δένδρον ήτο ως να εξύπνησε προ μικρού κ' έσταζον ακόμη τα εύμορφα φύλλα του από την δρόσον, με την οποίαν τα ένιψεν η αυγή. Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει ακόμη.
Η γραία ευχαριστημένη εκάθισε παρά την ρίζαν του δένδρου να ξεκουρασθή, ενώ τα κορίτσια πλήρη ζωηρότητος και δροσιάς εκίνησαν να υπάγουν εις το θαμνώδες μέρος, εν τω άκρω της αμπέλου, όπου υπήρχε και χάλασμα παλαιάς οικοδομής κ' εντός κρήνη μετά καθαρού και διαυγούς ύδατος. Εκεί είχε τους κυάμους της η γραία, εκεί τα καλούδια της. Εκεί ήτο το άδυτον της θειά-Ζωίτσας, εις το οποίον είχεν επιθυμίαν να μη εισδύη «ξένο μάτι». Εκεί εφύετο η πρασινωτέρα και ανθηροτέρα αγριαμπελιά, περιζήτητος εις όλην την πόλιν, ήτις ως πυκνός φράκτης περιέβαλλεν όλον εκείνο το ευώδες και μυστικόν κηπάριον.
-Έλα να μας κόψης αγριαμπελιά, είπεν η Δεσποινιώ προς την μητέρα. -Κόψ' τε κ' έρχουμι, απήντησεν η γραία. -Τι; Δεν είνε το φείδι; ηρώτησε μετά δειλίας η Σοφούλα. Η γραία διά να μη της πειράζουν τα ωραία εκείνα κηπουρικά προϊόντα είχε διαδώσει μετά τέχνης εις την κωμόπολιν ότι «μέσα εις εκείνο το χάλασμα βγαίνει ένα φείδι, χονδρό σαν το χέρι της» έλεγε. Τόσον δε πειστικώς διηγείτο τα κατ' αυτό, ώστε κατώρθωσε να την πιστεύσουν οι άνθρωποι. Τοιουτοτρόπως τα περισσότερα παιδία εφοβούντο να παρεισδύσωσιν εκεί. Και μόνον, οσάκις παρεσύροντο μέχρι της θέσεως εκείνης, περιωρίζοντο από μακρόθεν να θαυμάζωσι την ωραίαν αγριαμπελιάν και τα εύμορφα τριαντάφυλλα, και να οσφραίνωνται ως κυνάρια τα ευωδιάζοντα πλατοκούκκια της θειά- Ζωίτσας.
Η μετά πονηρίας διασωθείσα αυτή φήμη υπό της γραίας τοσούτον είχε γενικευθή, ώστε και αι θυγατέρες της την επίστευον, και ιδού μόλις έφθασαν προ του ευώδους εκείνου θάμνου, εσταμάτησαν, καλέσασαι την μητέρα. Η γραία ήλθε και ως ήτο μικρά κ' ευσταλής, εισέδυσεν ευκόλως εις το πυκνότερον μέρος σκαλώνουσα ως αιξ ελαφρά επί του χάσματος του λιθίνου τοίχου, όπου ην η τρυφερωτέρα και μακροτέρα αγριαμπελιά. Αι δύο αδελφαί ίσταντο παραέξω, θαυμάζουσαι τας κουκκέας, φορτωμένας εκ του ευγεύστου της ανοίξεως καρπού.
Αίφνης ακούεται από των υψηλοτέρων θάμνων, όπου και αγκαθωτοί βάτοι, συρμός συνεχής ως κινουμένου μεγάλου και ογκώδους ερπετού. -Το φείδι! το φείδι! κραυγάζει η γραία μετά τρόμου και αποσύρεται. Αλλ' εν τη ταραχή της προσκρούει επί τινος ογκολίθου του ερειπίου και πίπτει μετά φωνών. Αλλ' ως ήτο γενναία πάλιν εγείρεται, πλην συλληφθείσα υπό της αυθάδους βάτου ξεσχίζει ολίγον το φουστάνι της, διά το οποίον αργότερα, παρελθόντος του φόβου, εφώναζε και εβλασφήμει ασκόπως. Αι δύο αδελφαί κατακίτρινοι εκ του τρόμου, είχον αποσυρθή μακράν εις το άκρον κάτω, χωρίς και αυταί να το αισθανθώσι καν.
Η γραία ιδού πιστεύσασα και αύτη την ψευδή διάδοσίν της εσταμάτησεν έξω εις καθαρόν άνευ χλόης μέρος και προσεπάθει να ίδη πόσον μέγας ήτο ο όφις του μύθου της, όστις πραγματικώς τώρα ενεφανίζετο, ότε βλέπει εξερχόμενον εκ των θάμνων παίδα τινα, βοσκόν αγροίκον, όστις νύκτα-νύκτα είχε χωθή εκεί να δρέψη αγριαμπελιάν. -Αρέ, Νιούδα, είπεν αναθαρρήσασα η γραία, ποιος σούδωσε την άδεια; Και επανέλαβε με υψηλοτέραν φωνήν πάλιν το αυτό, ίνα δείξη ότι δεν εφοβήθη. -Να, θειά-Ζωίτσα, απήντησεν ο βοσκός, λίγη αγραμπελιά έκοψα για την καλή Χρονιά...
Και έγεινεν άφαντος εις το βουνόν, σύρων τα πλέγμα του χλορού θάμνου της Πρωτομαγιάς, μίαν βαρείαν κουλούραν επί της κεφαλής του. Αι δύο κόραι ακούσασαι τον διάλογον και ιδούσαι και τον βοσκόν ανεθάρρησαν και αυταί και επανήλθον, ενώ η μήτηρ αφόβως πλέον εισδύσασα εκ νέου εις την ευωδιάζουσαν λόχμην έφερε μετ' ολίγον άφθονον αγριαμπελιάν, δι' ης εζώσθησαν αι θυγατέρες και η γραία ευχομένη: -Σιδερένια η μέση μας! Και του χρόνου κορίτσια!
Ήδη ο ήλιος καίων υψώθη εις τον ορίζοντα. Ουδεμία πνοή ανέμου ηκούετο και η ημέρα προηγγέλλετο θερμή ως ημέρα θέρους. Όλα τα λουλούδια της περί την άμπελον λόχμης και τα οπό τας ελαίας, εν τη χέρσω γη, θερμανθέντα ετάνυσαν και ήπλωσαν τα ποικιλόχρωμα φύλλα των, εφ' ων μετά βόμβου ήρχοντο να επικαθήσωσι μέλισσαι και σφήκες και ζούνες και άλλα ζωύφια διά της συχνής μετατοπίσεώς των δεικνύοντα την χαράν, την οποίαν ησθάνοντο, ως αυθένται του διηνθισμένου εκείνου λειμώνος.
Αι δύο αδελφαί πλέξασαι προχείρους στεφάνους αγροτικούς εκ της αγριαμπελιάς και κοσμήσασαι τούτους με αγριολούλουδα και τριαντάφυλλα εν ωραία αντιθέσει χρωματισμών έθεσαν αυτούς εις την κεφαλήν των, και αποδιώκουσαι ούτω από του τρυφερού προσώπου των τας ακτίνας του οχληρού ηλίου έτρεχον εδώ και εκεί ως ψυχαί πτερωταί, ως νύμφαι ορεστιάδες επί των ανθέων εν χαρά και αγαλλιάσει μικρών παιδίων.
Πόσον ο άνθρωπος γίνεται παιδί έξω εις την χλόην! -Κοίταξε αυτή η παπαρούνα, έλεγεν η Σοφούλα, σαν τα μάγουλα της μητέρας δεν είνε; Και εγελούσαν. -Να αυτοδά το μικρούτσικο, να τα ξεσκώσης, Σοφούλα, είπεν η Δεσποινιώ, παρουσιάζουσα μικρόν εύμορφον ανθύλλιον. Να το κεντήσης 'σ το ποκάμισό σου το νυμφικό. Καμμιά δεν θα τώχη. -Αχ! τι ώμορφο! Ναι, τα φυλλάκια θα τα κεντήσω με πράσινο μετάξι. Εδώ δα θα βάλω ολίγο κόκκινο και θαλασσί. Το λουλούδι θα γείνη με άσπρο χρυσάφι. Καταμεσής θα κεντήσω ένα κουμπάκι άλικο. Αχ! τι ώμορφο! Το εφίλησεν η αθώα κόρη το αγνόν ανθύλλιον και το έκρυψεν εις τον παρθενικόν κόλπον της, αυστηρώς περιωρισμένον.
Και η θειά-Ζωίτσα εστεφανωμένη και αυτή με την αγριαμπελιάν και εζωσμένη την οσφύν, ομοία προς γραίαν υπηρέτιδα του αρχαίου θεού, περιήρχετο την άμπελον, ης τα φύλλα έλαμπον εκ των ακτίνων του ηλίου. Λοχερά-λοχερά τα κλήματα «ήτανε μια χαρά να τα βλέπη κανείς», ως έλεγεν η γραία, αποδίδουσα την υγιά κατάστασιν του κτήματός της εις τους κόπους της και μόνον εις τους κόπους της, και υπερηφανευομένη διά τούτο.
Οι βλαστοί τρυφερώτατοι υψούμενοι προς διαφόρους διευθύνσεις ακτινωτώς άνω των κλημάτων με βαθέως πράσινα μεγάλα και απεσκληραμμένα τα κάτω φύλλα, μικρότερα και ανοικτοτέρου χρώματός τα υψηλότερα και τρυφερώτατα τα επάνω-επάνω βυσσινόχροα, ως να περιερραντίσθησαν δι' οίνου μαύρου, απέληγον εις άγκιστρα δίχαλα και κυρτά, τας λεγομένας τσούγκρας, δι' ων αι κορασίδες, αφού φάγουν τους βλαστούς παίζουσιν είτα κατασκευάζουσαι αγκυλωτάς βελόνας, τας οποίας διαγκιστρούσαι έλκουσιν αντιθέτως δι' ελαχίστης δυνάμεως, έως ου διαθλασθή η μία, η της ηττημένης. Αι σταφυλαί δεν είχον σχηματισθή ακόμη τελείως.
-Αύριον θα θειαφίσωμε, κορίτσια, εφώνησεν η θειά-Ζωίτσα από το μέσον της αμπέλου, μόλις διακρινομένης της θέσεως εν η ίστατο η κοντούλα γραία, εκ της ελαφράς κινήσεως των βλαστών. -Να! άρχισεν η χολέρα! εφώνησε πάλιν η γραία επιθεωρούσα έν προς έν τα κλήματα μετά στοργής μητρός θωπευούσης τα νεογνά της. Αλλ' αι δύο θυγατέρες δεν ήκουσαν. Κάτω εις την άκραν ιστάμενοι, όπου διηνοίγετο ευρύ χωράφιον γειτονικόν, εθεώντο συντροφίαν πολυάριθμον τριών- τεσσάρων οικογενειών συγγενικών, αίτινες άρτι εξεπέζευον με θορυβώδη χαράν και γέλωτας και άσματα, ελθούσαι να διασκευάσωσι την φαιδράν της πρωτομαγιάς ημέραν.
Συνεχίζεται...
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 21-28.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου