ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:
«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»
Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)
Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.
Δ.Σ.
«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 155-161.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Σα γύρισε ο Αλή νταής έφερε μαζί του δυο τρομαγμένα Αρμενόπουλα. -Τά 'σωσα από βέβαιο ντουφέκι, είπε. Κοντά μου θα φάνε ψωμί, θα ζήσουνε. Κείνη η σκηνή τον είχε αναστατώσει. -Είναι να ντρέπεται κανείς που ζει! είπε. Πάει, χάλασε ο ντουνιάς. Τίποτις δε θα μείνει όρθιο. Κατέβασα το κεφάλι, δίχως ν' αποκριθώ κ' έπιασα λυσσασμένος την τσάπα. Τ' Αρμενάκια είχανε τρυπώσει μέσα στην αποθήκη και δε λέγανε να ξεμυτίσουνε. Η Ενταβιέ τους έφερε γάλα, ψωμί και καρύδια. Τίποτα δεν αγγίξανε.
Όλη νύχτα τρόμαζες να βλέπεις ανοιχτά τα μάτια τους να γυαλίζουνε στο σκοτάδι. Εμείς που κοιμόμαστε μαζί τους τα περιποιηθήκαμε, πασχίσαμε να γλυκάνουμε τον πόνο τους, να κινήσουμε την εμπιστοσύνη τους. -Κάλλιο να μην είχα ποτές γεννηθεί! μού 'πε ο Στεπάν που ήταν ο μεγαλύτερος απ' τους δυο, κάπου δεκάξι δεκαεφτά χρονών αγόρι. Πιάσαμε φιλία. Ήταν σχολιαρόπουλο, άπραγο στις αγροτικές δουλειές και χρειάστηκε τη βοήθειά μου απ' τη δεύτερη μέρα. Λιανό, ντελικάτο, με πυκνά σγουρά μαλλιά και δυο γλυκά λυπημένα μάτια, έλυωνε σαν το κερί ώρα την ώρα, ενώ τ' άλλο Αρμενάκι, ο Σέρκο, προσαρμόστηκε και παρηγορήθηκε.
-Στεπάν, του είπα ένα βράδι καθώς πέσαμε να κοιμηθούμε, εσύ που ξέρεις τόσα γράμματα, δεν έχεις ακουστά πως ο άνθρωπος είναι θεριό και τ' αντέχει όλα; Κάνε πέτρα την καρδιά σου όπως τήνε κάναμε και μεις. Πρέπει να ζήσεις, καημένο παιδί... -Γιατί να ζήσω, μού 'πε στεγνά. Δε θέλω να ζήσω! -Μεγάλη κουβέντα ξεστόμισες, Στεπάν. Η ζωή είναι γλυκειά όπως κι αν έρθουν τα πράματα, στο λέω γω που τα μάτια μου είδαν τόσα και τόσα. -Αν ήξερες τί 'δαν τα δικά μου! -Έχεις οικογένεια; Θέλω να πω, ελπίζεις να βρεις μετά τον πόλεμο κανένα δικό σου;Το παιδί χλόμιασε. Κατάλαβα πως έξυσα πληγή. Ανασηκώθηκε, ακούμπησε στον αγκώνα του.
Το φως της λουσέρνας τού' δινε μιαν όψη γέρου. Χοντρές, σκληρές ρυτίδες αυλάκωναν το πρόσωπό του. Είχε ανάγκη να μιλήσει. -Θα σου τα διηγηθώ όλα όπως γινήκανε, είπε. Πριν δέκα μέρες κατέβηκε στο χωριό μας ο Νουρής, ο λήσταρχος. Ο κόσμος νόμισε πως ήρθε για λύτρα, όπως είχε γίνει κι άλλοτες. Και τόντις η πρώτη του δουλειά ήτανε να ζητήσει απ' το χωριό τρεις χιλιάδες λίρες. Ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος της κοινότητας. Πήρε, λοιπόν, τον παπά και γυρίσανε πόρτα, πόρτα. Μαζέψανε το ποσό και το συμπληρώσανε με λεφτά δικά τους και της κοινότητας. Άμα πήγε ο πατέρας και μέτρησε τις λίρες, ο λήσταρχος, αντίς να μερέψει, αγρίεψε: «Βρε Αρμέναρε, κερατορουφιάνε, ούρλιαξε, ούτε μια λίρα παραπάνω, ούτε μια λίρα παρακάτω δεν έφερες;
Τον έχετε σα να λέμε τον παρά, ε; Οι μπεζαχτάδες είναι γεμάτοι. Να πας οπίσω και να μου φέρεις πέντε χιλιάδες λίρες και τα χρυσαφικά των γυναικών. Και γι' άκου: Να μη λείψει, κακομοίρη, ούτε μωρουδίστικο σταυρουδάκι, ούτε βεργέτα παντρεμένου, ούτε χρυσό δόντι. Γκρεμίσου! Δυο ώρες σου δίνω καιρό. Βγάλε τελάλη, χτύπα καμπάνες, θέλω τον παρά!». Ο πατέρας ήρθε βιαστικός στο σπίτι και τα διηγήθηκε όλα στη μάνα μου.«Πάρε τα παιδιά και σύρτε να κρυφτείτε, όσο είναι ακόμα καιρός», είπε και της έδωσε οδηγίες σε ποια κρυψώνα έπρεπε να πάμε. Οι δρόμοι ήταν έρημοι, γιατί οι άτακτοι του Νουρή είχανε μαζευτεί στο σκολειό και περιμένανε τη μοιρασιά των λύτρων. Η μητέρα δίστασε να φύγει απ'το σπίτι.
Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια μου δεν είχανε γυρίσει απ' το μαγαζί και δεν ξέραμε τί 'χαν απογίνει. Το μωρό μας ήταν άρρωστο με πυρετό. «Δε φεύγω, είπε. Θα μείνω δω, να παρακολουθώ τί θ' απογίνει ο πατέρας, ο Βαράν κι ο Καραμπέτ...».» Σε λίγο ακούσαμε τις καμπάνες. Βγήκε τελάλης και φώναζε: «Όλοι οι άντρες από δεκαπέντε χρονώ και πάνω να μαζευτούνε στην εκκλησιά». Κοίταξα τρομαγμένος τη μάνα μου. Τα μάτια της στριφογύριζαν στους τοίχους, στα έπιπλα, στο πατάρι. Χύθηκε πάνω μου, μ' έσφιξε, με φιλούσε: «Όχι, όχι, Στεπάν, δε θα φύγεις από κοντά μου! Μη σκιάζεσαι, αγόρι μου, θα σε κρύψω, θα σε προστατέψω. Φαίνεσαι μικρός, τόσο μικρός. Κανένας δε θα καταλάβει τα χρόνια σου...».» Η φωνή του τελάλη ηχούσε στ' αφτιά μας:
«Όποιος δεν παρουσιαστεί θα τουφεκίζεται επί τόπου!». Κείνη τη στιγμή πέρασαν μπρος από την πόρτα μας τον πατέρα. Του είχανε δώσει και σήκωνε ένα κοντάρι, που πάνω είχανε σουβλίσει το κεφάλι του παπά... Μέσα απ' την κλειστή γρίλια είδαμε το δακρυσμένο βλέμμα του, καθώς το σήκωσε κατά τα παραθύρια μας. Η μάνα έκρυψε το πρόσωπο στις χούφτες της κ' έκλαιγε. Ύστερα σήκωσε απ' την κούνια το μικρό, έφτιαξε ένα μπόγο και, μόλις έγινε ησυχία, με πήρε και φύγαμε. Τοίχο με τοίχο, πόρτα με πόρτα, φτάσαμε με μύριες προφυλάξεις στην κρυψώνα του νεκροταφείου -φτιαγμένη για τέτοιες ώρες.». Μόλις βρεθήκαμε στη μισοσκότεινη υγρή κατακόμβη, που είχε για είσοδο ένα οικογενειακό τάφο, είδαμε πολύν κόσμο γονατισμένο να προσεύχεται σιγανά. Κανείς δε μιλούσε, κανείς δεν ανάσαινε. Μας κάνανε λίγη θέση να σταθούμε. Το μωρό μας βογγούσε πονεμένα και σε λίγο άρχισε να κλαίει δυνατά.
Η μάνα μου το κουνούσε, τού 'δωσε να πιπιλά το άδειο στήθος της, του φιλούσε τα ματάκια, το μέτωπο, τα μαλλιά, τού 'βαλε το μάλλινο σάλι της στην κοιλίτσα του, τού 'τριβε τα ποδαράκια να ζεσταθούνε. «Σπλάχνο μου! Καρδούλα μου, παιδί μου!» τού 'λεγε και κοιτούσε ολόγυρα τον εξαγριωμένο κόσμο σα να ζητούσε βοήθεια. -Θα προδοθούμε για ένα μωρό! φωνάξανε μερικοί. -Αφιόνι, δεν έχει κανείς αφιόνι, να το ποτίσουμε;» Ύστερα ακούστηκε μια σιγανή βραχνή φωνή: -Πνίξτε το, μωρέ! Πνίξτε το ογλήγορα! Τι περιμένετε; Η μάνα πισωπατώντας τρομαγμένη πήγε και κόλλησε στον τοίχο. Τα μάτια της γούρλωσαν, έγιναν τρομερά. Έσφιξε το παιδί μας στο στήθος της, το σκέπασε με την κουβέρτα. Μα κείνο σπαρταρούσε, κλοτσούσε, τσίριζε. Τότες... πολλά μαζί χέρια απλωθήκανε να τ' αρπάξουνε. Μια γερόντισα στα γρήγορα σκέπασε το κεφάλι του μ' ένα μαξιλάρι. «Σφίχτο, άμοιρη, είπε στη μάνα μου, σφίχτο δυνατά να μην ακούγεται το κλάμα. Πιο δυνατά. Ακόμα! Ακόμα! Ακόμα. Να... ε... έτσι!».
'Απλωσε το δικό της χέρι στο παιδί κι όταν τ' αποτράβηξε το κλάμα του μωρού μας σταμάτησε για πάντα.» Της μάνας μου τα γόνατα λύγισαν∙ κατρακύλησε χάμω, έσφιξε τρυφερά στα δυο της χέρια το σκεπασμένο μωρό μας και τού' λεγε ψιθυριστά: «Μη ξανακλάψεις, τζιέρι μου, μη καλό μου παιδάκι! Θα μας σκοτώσουνε...». Ύστερα γύρισε σε μένα. Τα μάτια της με τρόμαξαν έτσι που με κοίταξαν μέσα στο σκοτάδι. «Στεπάν, γιατί δεν ξυπνάει το παιδί μας; Γιατί δεν ανασαίνει; Στεπάν! Μήπως...». Το Αρμενόπουλο σταμάτησε τη διήγηση∙ έκλαιγε. Δεν ήξερα πως να το μερώσω. -Που ξέρεις, του είπα, μπορεί και να ζει ο πατέρας σου, τ' αδέρφια σου! Έχω ακουστά ένα σωρό περιστατικά που μοιάζουνε με παραμύθι. -Στο δικό μας χωριό δεν αφήσανε άντρα ζωντανό! μ' αποκρίθηκε. Τους κάψανε όλους μαζί στην εκκλησιά. Όταν έφυγε ο Νουρής μας ξεγελάσανε και βγήκαμε από τις κρύπτες μας. Μας είπανε: «Να μη φοβάστε. 'Ο,τι έγινε, έγινε.
Τώρα φτάνουν αστυνομικοί και θ' αποκατασταθεί η τάξη». Και μόλις φτάσανε οι αστυνομικοί μας αρπάξανε, μας βάλανε στη σειρά και με κοντακιές και καμτσικιές μας αναγκάζανε να περπατάμε μέρα και νύχτα. Πριν μπούμε στο Γκιούλ Ντερέ ήρθε ένας λυσσασμένος αξιωματικός, μάζεψε όσα αγόρια ήταν πιο ξεπεταμένα. Άρχισε να βρίζει τον Ασκέρ αγά: «Πώς σου ξεφύγανε και ζούνε όλοι τούτοι οι μπαστάρδοι; Δεν είδες πως είναι κοτζάμ άντρακλοι; Θέλεις να ξαναγεμίσει ο τόπος Αρμεναριό; Να τους τουφεκίστε αμέσως».Η μάνα μου, σαν με πήραν από κοντά της ούτε έκλαψε ούτε αντιστάθηκε. Είπε: «Καλή αντάμωση, Στεπάν. Πάω πρώτη, να σου βρεθώ, παιδάκι μου... στον άλλο κόσμο». Και καθώς στεκόμαστε ψηλά στο λόφο, έδωσε μια κ' έπεσε στο γκρεμό!» Άμα ήρθε ο Αλή νταής να διαλέξει δούλους, ήταν η σειρά του Σέρκο και η δική μου να τουφεκιστούμε...».
Σαν τα εφιαλτικά παθήματα του Στεπάν άκουσα αργότερα κι άλλα πιο φριχτά, που γίνανε στο Ερζερούμ, στο Ντιαρμπεκίρ, στη Σεβάστεια, στην Κασταμονή, στην Κιλικία, στη Νικομήδεια κι αλλού. Σήμερα όλα τα ξεθώριασε ο χρόνος. Αν ανοίξτε μια οποιαδήποτε ιστορία θα διαβάστε λίγες στεγνές αράδες «διά τας σφαγάς και τους διωγμούς των Αρμενίων κατά τον πρώτον Παγκόσμιον πόλεμον». Θα βρείτε και μερικές ψυχρές στατιστικές∙ άλλες λένε πως τα θύματα φτάνουνε το εκατομμύριο, άλλες πως το ξεπερνούνε, κι άλλες πως μαζί με τους δικούς μας τους Ρωμιούς αγγίζουνε το ενάμιση.
Μην παραμελείστε να ψάξτε και για τους αίτιους, γιατί αυτό το σημείο είναι πάντα μπερδεμένο. Υπεύθυνοι δεν είναι μονάχα οι Τούρκοι. Οι συμπαγείς χριστιανικοί πληθυσμοί, που κρατούσανε στα χέρια τους τον πλούτο και τα κλειδιά της Ανατολής, έπρεπε να φύγουν απ' τη μέση γιατί 'τανε εμπόδιο για το γερμανικό επεκτατισμό κι αργότερα για τους κεφαλαιούχους που στεκότανε πίσω απ' την Αντάντ. Πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή, που ξεκινούσε απ' τη Βαγδάτη και τη Μουσούλη κ' έφτανε ίσαμε το λιμάνι της Σμύρνης, διασχίζοντας τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και τα μυθικά πλούτη της Μικρασίας, εκεί πάνω κυλούσαν τα πιο άτιμα και πανούργα όνειρα της οικονομικής κυριαρχίας των ξένων μονοπωλίων. Η ιστορία για το χρυσόμαλλο δέρας συνεχιζότανε...
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 155-161.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου