Η ΜΑΥΡΗ ΦΥΛΗ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
Πάντα είχα την απορία, αν οι άνθρωποι που ανήκουν στη μαύρη φυλή έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις με τους λευκούς να ευαρεστήσουν το Θεό. Γιατί δεν ήξερα κανένα μαύρο που να έγινε γνωστός για τους πνευματικούς του αγώνες και την αγιότητά του. Μήπως, σκεφτόμουνα, το χρώμα του σώματός τους έχει επιπτώσεις στην ψυχή τους; Ή μήπως ο Θεός τους έχει αποδοκιμάσει; Αλλά γιατί;
Κάποτε λοιπόν που βρέθηκα στο κελλί του μακάριου Νήφωνα, σκέφτηκα να τον ρωτήσω γι’ αυτό το ζήτημα. Ο δίκαιος με βεβαίωσε, ότι και από τους μαύρους ο Θεός κάλεσε πολλούς στη βασιλεία Του, αφού κι αυτοί είναι πλάσματά του, που κατάγονται γενεαλογικά από τον Σημ και τον Χαμ, τους γιους του Νώε (Ψαλμ. 76:14-15). Αρκετοί μάλιστα, είπε έλαμψαν με τις αρετές και τα θαύματά τους. Και για να μου αποδείξει τα λόγια του μου διηγήθηκε δυό-τρεις σχετικές περιπτώσεις:
Ζούσε, λέει, παλαίοτερα στα μέρη της Πανεφώς [Σημαντική πόλη της Κάτω Αιγύπτου, όχι μακριά από τη θάλασσα. Στη θέση της βρίσκεται σήμερα η πόλη Μεντζάλα (Menzalech)], στην Αίγυπτο, ένας ληστής μαύρος σαν το κάρβουνο, θεόρατος, θηριόμορφος και αιμοβόρος. Τόσο φοβερός ήταν, που ένα βρουχητό του –γιατί βρυχιόταν σα λιοντάρι- έφτανε για να κόψει το αίμα και του πιο θαρετού ανθρώπου.
Μια νύχτα όμως είδε όνειρο τρομακτικό. Σα να βρέθηκε ξαφνικά στη μέση μιας απέραντης πεδιάδας. Στρέφοντας ολόγυρα τα μάτια του, βλέπει ένα πύρινο ποτάμι, που κυλούσε ορμητικά, κάνοντας δυνατό θόρυβο και τρώγοντας στο πέρασμά του ακόμα και τις πέτρες και το χώμα. Με βήματα μικρά και διστακτικά ο ληστής σίμωσε κοντύτερα για να δει. Μόλις όμως έφτασε στην ακροποταμιά, τέσσερα φλογερά πνεύματα τινάχτηκαν μεσ’ από τη φωτιά, τον άρπαξαν απ’ τα μαλλιά κι έκαναν να τον ρίξουν στο ποτάμι. Καθώς τον τραβούσαν, έν’ από τα πνεύματα του είπε: ‟Ταλαίπωρε, αν γινόσουν μοναχός, δεν θα σε καταποντίζαμε εδώ μέσα’’.
Ξύπνησε αλαφιασμένος. Με ίλιγγο και φρίκη αναθυμόταν το φοβερό θέαμα. Όσο κι αν προσπάθησε όμως να το εξηγήσει, δεν μπόρεσε. Σκέφτηκε τότε και είπε: ‟Ας πάω σ’ ένα αναχωρητή, να του πω τι είδα. Οι καλόγεροι ξέρουν απ’ αυτά. Ίσως θα μου φανερώσει τι είν’ αυτός ο ποταμός που ονειρεύτηκα’’. Την ίδια κιόλας στιγμή πέταξε τα ληστρικά του όπλα και πήρε το δρόμο για την Πανεφώ. Μετά από λίγο, διέκρινε σε κάποιαν απόσταση ένα κελλί αναχωρητικό. Τράβηξε βιαστικά για κει. Χτύπησε την πόρτα. Ένας γέροντας του άνοιξε αμέσως, λες και τον περίμενε.
–Καλώς ήρθες! Καλώς ήρθες, παλικάρι μου! Πως από δω; Μήπως αναστατώθηκες μ’ εκείνο το πύρινο ποτάμι και με τα τέσσερα πονηρά πνεύματα, που σ’ έσερναν απ’ τα μαλλιά για να σε ρίξουν μέσα στη φωτιά; Αλήθεια, παιδί μου, τι φοβερή η απειλή του ποταμιού εκείνου! Μέχρι και τις πέτρες έτρωγε!… Αν όμως εσύ θέλεις να γλυτώσεις από τις φλόγες του, υπάρχει τρόπος. Μετανόησε για τις ληστείες και όλες τις ανομίες σου και γίνε μοναχός. Έτσι θα σωθείς. Γιατί το ποτάμι εκείνο έχει ετοιμαστεί για τους αμαρτωλούς, που δεν μετανοούν...
Δεν πρόλαβε καλά-καλά να τελειώσει τα λόγια του ο γέροντας, και ο ληστής βρέθηκε πεσμένος στα πόδια του, κλαίγοντας σα μικρό παιδί. –Ελέησέ με, τίμιε πάτερ, τον μαύρο και στο σώμα και στην ψυχή, φώναξε μέσα στους λυγμούς του. Ελέησέ με, τον άθλιο, και κάνε με ό,τι σε προστάξει ο Θεός. Πραγματικά, μετά από λίγο ο άγιος εκείνος γέροντας κούρεψε το ληστή μοναχό. Αφού έμεινε μαζί του αρκετό καιρό και τον δίδαξε όλη την τάξη της μοναχικής ζωής, του άφησε το κελλί του και ο ίδιος αναχώρησε στη βαθύτερη έρημο, για ν’ ασκητέψει ανάμεσα στα θηρία.
Ο μαύρος λοιπόν εκείνος έφτασε με την άσκηση σε τέτοια μέτρα αρετής, ώστε, την ώρα που προσευχόταν ν’ αστραποβολάει ολόκληρος σα σπιθοβόλο σύφλογο κι ολόφωτη στήλη. Αναρίθμητοι δαίμονες έπεφταν πάνω του, μα αυτός με την προσευχή του τους έκαιγε και τους αφάνιζε ολότελα. Τόση σοφία μάλιστα του έδωσε ο Θεός, που και πνευματικές διδαχές έγραφε και συμβουλευτικές επιστολές έστελεν συχνά στους πατέρες της σκήτης και σε πολλούς άλλους. Τελικά όταν πέθανε, το τίμιο λείψανό του, όπως διηγούνται όσοι ζούσαν στα μέρη εκείνα, ανάβλυσε μύρο πολύ, που θεράπευε τους αρρώστους και τους δαιμονισμένους.
Ένας άλλος πάλι μαύρος, γέρος και φτωχός, ζούσε σε μια πόλη, που λεγόταν Υσία. Αυτός περιπλανιόταν εδώ κι εκεί, σιγοψιθυρίζοντας πάντα κάτι, άγνωστο τι. Γι’ αυτό πολλοί νόμιζαν ότι δεν ήταν στα καλά του. Κάποτε έπεσε μεγάλη ξηρασία στα μέρη εκείνα. Τα ζώα ψοφούσαν, η γη έσκαζε, τα φυτά ξεραίνονταν. Κλήρος και λαός, με τον επίσκοπο επικεφαλής, έκαναν πολλές δεήσεις και αγρυπνίες για να σταματήσει το κακό, αλλά μάταια. Μια νύχτα λοιπόν ο επίσκοπος βλέπει στον ύπνο του έναν άγγελο, που του λέει: ‟Να τι προστάζει ο Θεός. Πάρε τους κληρικούς σου και πήγαινε αύριο πρωί-πρωί στη νότια πύλη της πόλης. Τον πρώτο που θα δεις να μπαίνει μέσα, σταμάτησέ τον και παρακάλεσέ τον να προσευχηθεί στο Θεό, για να σας στείλει βροχή’’.
Πραγματικά, την αυγή της άλλης μέρας, μετά τον όρθρο, παίρνει ο επίσκοπος τον κλήρο του και πηγαίνει στην πύλη που του είχε πει ο άγγελος. Δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Σύντομα ένας μαύρος φάνηκε να πλησιάζει. Ήταν πολύ γέρος, και στους κυρτωμένους ώμους του κουβαλούσε ένα δεμάτι ξύλα. –Γέροντα, τον παρακάλεσε, προσευχήσου στο Θεό να κάνει έλεος και να στείλει βροχή σ’ εμάς και σ’ αυτή τη γη!
Παρευθύς, χωρίς καμιάν αντίρρηση, το μαύρο γεροντάκι ύψωσε τα κοκαλιάρικα χέρια του σε προσευχή. Μέσα σε λίγα λεπτά –τι θαυμαστό! – άρχισε ν’ αστράφτει και να βροντά! Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν, ο ουρανός σκοτείνιασε κι έπιασε ραγδαία βροχή. Μα τι βροχή ήταν αυτή! Κατακλυσμός! Τα σπίτια άρχισαν να πλημμυρίζουν και οι αγροί να γίνονται θάλασσα! Ο επίσκοπος τώρα αναγκάστηκε να ικετέψει το γέροντα για το σταμάτημα της βροχής. Εκείνος, ταπεινά και υπάκουα, σήκωσε πάλι τα χέρια του στον ουρανό. Και στη στιγμή η μπόρα έπαψε!
Κατάπληκτος ο επίσκοπος με το διπλό θαύμα, παρακαλούσε επίμονα το άγνωστο εκείνο γεροντάκι, να του φανερώσει ποιά ήταν η πολιτεία του, ποιά η πνευματική εργασία που του χάριζε τόση παρρησία στο Θεό. Ο γέροντας όμως αρνιόταν με συστολή ν’ απαντήσει στον επίσκοπο. – Βλέπεις, δέσποτα, πως είμαι ένας μαύρος, ένας αράπης. Τι αρετή ζητάς σ’ εμένα; έλεγε με σκυμμένο το κεφάλι. – Για το Θεό του ουρανού και της γης! φώναξε επιτακτικά ο επίσκοπος. Φανέρωσέ μου όλη την αλήθεια για να δοξαστεί το όνομα του Κυρίου μας! – Συγχώρεσέ με, δέσποτα μου! Να, τίποτα σπουδαίο δεν έχω κάνει. Μόνο που, αφότου βαπτίστηκα χριστιανός, χαράμι ψωμί δεν έφαγα ούτε έγινα βάρος σε κανένα.
Πάω κάθε μέρα στο βουνό, μαζεύω ένα δεμάτι ξύλα, τα φορτώνομαι και κατεβαίνω στην πόλη. Εδώ τα πουλάω, και από το αντίτιμό τους κρατάω μονάχα δυό οβολούς, ίσα για το φαΐ της ημέρας. Τα υπόλοιπα τα μοιράζω στους φτωχούς σαν κι εμένα. Όταν χαλάει ο καιρός και δεν μπορώ να πάω στο βουνό, νηστεύω μέχρι να καλοσυνέψει. Και τότε ανεβαίνω πάλι στο βουνό και κατεβάζω το μικρό μου φορτίο, για να το πουλήσω και να οικονομηθούμε κι εγώ και οι φτωχοί μου. Χωρίς άλλη λέξη ο γέροντας χαιρέτησε με σεβασμό τον επίσκοπο και τους άλλους κληρικούς, ξαναφορτώθηκε τα ξύλα του και μπήκε στην πόλη για να τα πουλήσει. Για να με βεβαιώσει όμως απόλυτα ο θείος Νήφων, ότι ο πανάγαθος Θεός έχει καλέσει και πλήθη μαύρων στη βασιλεία των ουρανών, μου διηγήθηκε άλλη μια σχετική περίπτωση, που την έζησε ο ίδιος.
Ήταν ακόμα βασιλιάς ο φιλόχριστος Κωνσταντίνος, όταν επίσκέφθηκε έν’ από τα βορεινά παραθαλάσσια κοινόβια. Βρέθηκε ανάμεσα σε μια συντροφιά αδελφών, που συζητούσαν για τη σωτηρία της ψυχής. Κάποια στιγμή έγινε λόγος και για τους μαύρους. Όλοι παραδέχτηκαν, ότι κι απ’ αυτούς πολλοί έχουν ευαρεστήσει το Θεό. Ένας αδελφός μάλιστα, που λεγόταν Χαρισήθης, είπε: –Σας βεβαιώνω, αδελφοί, ότι εγώ ο ίδιος γνώρισα κάποιον μαύρο, που ήταν μεγάλος ασκητής. Κι επειδή όλοι ζητούσαν να μάθουν περισσότερα με τον μαύρο εκείνο, ο Χαρισήθης συνέχισε: –Δούλευα ένα διάστημα στ’ αμπέλι του κοινοβίου μας, αυτό ήταν το διακόνημά μου. Μια μέρα βλέπω κάποιον μαύρο καθισμένο κάτω από ένα μεγάλο κλήμα.
Δεν τον ήξερα, πρώτη φορά τον έβλεπα. Μπροστά του είχε ένα φλασκί με νερό για να πίνει, και λίγα άγρια χόρτα για να τρώει. Μου έκανε πολλή εντύπωση. Δεν τον ενόχλησα ούτε τον έδιωξα. Έμεινα εκεί, στο ίδιο μέρος, έναν ολόκληρο μήνα. Όλη τη μέρα κρατούσε το στόμα του κλειστό, σε απόλυτη σιωπή, και όλη τη νύχτα έψαλλε και προσευχόταν. Το νερό του φλασκιού δεν το άλλαξε σ’ όλο αυτό το διάστημα ούτε πρόσθεσε φρέσκο. Έτσι γλίτσιασε και βρωμούσε. Παρ’ όλα μου τα παρακάλια, δεν δέχτηκε να του αλλάξω εγώ το νερό ή να του φέρω λίγο ψωμί. Τις μέρες που έκανε αφόρητη ζέστη, πήγαινε στην ακτή, καθόταν πάνω σ’ ένα βράχο και ψηνόταν ολημερίς μέσα στο λιοπύρι. Κι αν τον πλησίαζε κανείς για να δει τι κάνει, παρίστανε τον τρελό. ‟Ναι, ναί’’, έλεγε, ‟ήρθες να με σκοτώσεις! Μα ο Θεός από πάνω σε βλέπει!’’, κι έδειχνε τον ουρανό.
Μ’ αυτά τα παραδείγματα, που μου διηγήθηκε ο εξαίσιος Νήφων, βεβαιώθηκα πραγματικά ότι η βασιλεία των ουρανών είναι ανοιχτή και για τους μαύρους, αφού κι αυτοί είναι παιδιά του Κυρίου. – Όπως το αμπέλι κάνει και μαύρα και άσπρα σταφύλια, είπε ο όσιος τελειώνοντας, έτσι κι ο Θεός δημιούργησε ανθρώπους και μαύρους και ερυθρόδερμους και κίτρινους και λευκούς, ανάλογα με τον τόπο, όπου ζούνε. Γιατί και η γη είναι πολύμορφη.
Αυτά μου είπε ο δούλος του Θεού και αποσύρθηκε για να προσευχηθεί. *Από το βιβλίο: «Ένας Ασκητής Επίσκοπος. Όσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής» (σελ.113-120), Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου