ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ
“Σε ένα χωριό, κοντά στο Vologda, ζούσε ένας καλός Χριστιανός. Πήγαινε τακτικά στην Εκκλησία. Όπου και αν τύχαινε να είναι, ακούγοντας την καμπάνα έπαιρνε τα παιδιά του και πήγαινε, όσο πιο νωρίς μπορούσε. Και συμβούλευε τη γυναίκα του να μην αργεί, να μην αφήνει να την απορροφούν οι δουλειές του σπιτιού.
Έτσι έτυχε μια μέρα και εκείνη βγαίνοντας βιαστική, για να μην αργήσει, ξέχασε να κλείσει την πόρτα του σπιτιού πίσω της. Ήταν η μνήμη του αγίου Νικολάου, και το είχε και δική της φιλοτιμία, να πάει έγκαιρα. Σε λίγο όμως, πέρασε έξω από το σπίτι της ένας κλέφτης. Είδε την πόρτα ανοιχτή. Και μπήκε κι άρχισε να μαζεύει τα τιμαλφή, τα πράγματα με αξία. Και αφού πήρε ό,τι ήθελε, τα έκανε κόμπο, δέμα, τα σήκωσε και ετοιμάστηκε να βγει!
Αλλά δεν πρόφθασε! Είδε ένα όραμα τρομακτικό. Εκείνη τη στιγμή, απ' την πόρτα την οποία είχε φροντίσει και την είχε κλείσει πίσω του, είδε να μπαίνει στο σπίτι ο άγιος Νικόλαος, ντυμένος με ολόκληρη την αρχιερατική του στολή! Και ρίχνοντας ένα βλέμμα άγριο στον κλέπτη, του είπε: – Ώστε έτσι! Οι άνθρωποι που αγαπούν το Θεό, στην Εκκλησία! Και στο σπίτι τους εσύ, για να τους κλέψεις; Αμ δεν θα σου περάσει!
Και με τα λόγια αυτά ο άγιος άστραψε ένα δυνατό χαστούκι στον κλέπτη, που αυτοστιγμεί τυφλώθηκε. Κι ο άγιος εξαφανίστηκε. Ο κλέπτης άρχισε να ψάχνει να βρει την πόρτα να φύγει. Αλλά δεν το κατόρθωσε. Και γύρισε ο Ιβάν από την Εκκλησία και τον βρήκε μέσα. Έτσι ο κλέφτης συνελήφθη, παραπέμφθηκε σε δίκη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε εκτόπιση στη Σιβηρία.
Αλλά όλο αυτό το διάστημα, η συνείδησή του δούλευε μέσα του. Κατάλαβε, ότι το λάθος δεν ήταν δικό του. Αυτός καλά και έξυπνα την έκανε τη δουλειά του. Κατάλαβε, ότι για το «πάθημά» του «έφταιγε» ο άγιος Νικόλαος· ότι η εμφάνισή του δεν ήταν φαντασία. Και θυμήθηκε, ότι οι άγιοι δεν είναι μισάνθρωποι. Και ζήτησε να του επιτρέψουν, να πάει στο χωριό του να προσκυνήσει τον άγιο και να του ζητήσει έλεος και συγγνώμη.
Και τον πήγαν. Και γονάτισε μπροστά στην εικόνα του. Και με δάκρυα τού ζήτησε συγχώρηση για την αμαρτία του. Προσευχήθηκε ώρα πολλή, με το κεφάλι στη γη. Κι ευχαρίστησε τον άγιο, που του έκλεισε τα μάτια του σώματος και του άνοιξε τα μάτια της ψυχής. Και σηκώθηκε και ασπάστηκε την ιερή εικόνα του αγίου. Και φιλώντας την άνοιξαν και τα μάτια του σώματός του”. («Αγιολογία», αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ σελ. 234-236).
Προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κάπου στο Ρωσικό μέτωπο, μια μικρή ομάδα από έξι ή οκτώ στρατιώτες κατόρθωσε να διασπάσει τις γραμμές του εχθρού, που τους είχε περικυκλώσει, και να αναζητήσει το δρόμο της επιστροφής στα χωριά τους.
Κατευθύνονταν ανατολικά, πότε μέσα από έρημους δρόμους, πότε διασχίζοντας δάση και χωράφια για να αποφύγουν τη σύλληψη από τους Γερμανούς. Ένα βράδυ εξαντλημένοι και ταλαίπωροι, βουτηγμένοι ως τα γόνατα στο χιόνι, βρέθηκαν εκτεθειμένοι στην άκρη ενός αγρού. «Εδώ θαρρώ πως ήρθε το τέλος μας…» μουρμούρισε ένας από αυτούς.
Εκείνη τη στιγμή διέκριναν ένα φως, όχι πολύ μακριά τους. Προχώρησαν προς τα εκεί, ώσπου βρέθηκαν μπροστά σε μια μοναχική καλύβα, στημένη πάνω σε μια κορφούλα στη μέση του αγρού. Ένας από όλους χτύπησε και μπήκε μέσα, όπου βρήκε ένα γέρο καθισμένο να μερεμετίζει τα σανδάλια του από φελλό. Δεν χρειάστηκε να του ζητήσουν καταφύγιο. Ο γέροντας τους κάλεσε να μπουν και να διανυκτερεύσουν κοντά του.
Η καλύβα ήταν ζεστή. Σωριάστηκαν στο πάτωμα και, κατάκοποι όπως ήταν, τους πήρε αμέσως ο ύπνος. Όταν ξύπνησαν, είχε ήδη φέξει. Τότε διαπίστωσαν πως ήταν κουλουριασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, όχι στο πάτωμα μιας καλύβας, αλλά έξω στο χωράφι, πασπαλισμένοι με νιφάδες χιονιού. Δεν υπήρχε στέγη πάνω από τα κεφάλια τους, μόνο ο ανοικτός ουρανός.
Στην πρωινή σιωπή, μπόρεσαν να ακούσουν την μακρινή καμπάνα μίας εκκλησίας. Όλα αυτά έγιναν στη Δυτική Ουκρανία. Οι στρατιώτες πετάχτηκαν όρθιοι, κι ακολουθώντας τους ήχους της καμπάνας, βρήκαν την εκκλησία. Μπαίνοντας μέσα, ένας από αυτούς πρόσεξε την εικόνα του αγίου Νικολάου. «Να» φώναξε, «αυτός ήταν ο γέρος που μας φιλοξένησε». (αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Τα θαυμάσια του Θεού, σελ. 189-190).
Η διήγηση που ακολουθεί είναι απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα» που συνέγραψε ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης. Στην Σκήτη των Ιβήρων, ο Γέρο-Νικόλαος από τη συνοδεία των Μαρκιανών μού διηγήθηκε για έναν Πατέρα, που είχε και αυτός παιδική απλότητα, ότι κάποτε, όταν είχε στερέψει το πηγάδι τους, είχε κατεβάσει την εικόνα του Αγίου Νικολάου στο ξεροπήγαδο, με το σχοινί δεμένη από τον χαλκά, και είπε:
–Άγιε Νικόλαε, να ανέβης μαζί με το νερό, εάν θέλης να σου ανάβω το καντήλι, αφού μπορείς να το κάνεις αυτό. Βλέπεις, έρχονται τόσοι άνθρωποι, και δεν έχουμε λίγο κρύο νερό να τους δώσουμε. Ω του θαύματος! το νερό ανέβαινε σιγά-σιγά, και η εικόνα του Αγίου έπλεε επάνω, μέχρι που την έπιασε με τα χέρια του, την ασπάσθηκε με ευλάβεια και την πήγε στον Ναό. *Εκ του ιστολογίου «iconandlight.wordpress.com» της 5.12.2017. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου