ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΡΟΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:
«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»
Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)
Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.
Δ.Σ.
«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 198-201.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Ήμουνα ο πρώτος απ' τα πέντε στρατευμένα αδέρφια μου που γύριζα στο σπίτι. Ήξερα πως ο Πανάγος δε θα γύριζε ποτέ πια! Για τ' άλλα αδέρφια μου δεν είχαμε καμιά είδηση. Τι απόγιναν; Τούτη η έγνοια μ' άρπαξε μόλις πάτησα στο χωριό και σκέπασε τη χαρά μου. Τέσσερα χρόνια κρατούσα ντούρος, μη λάχει και με βρει λασκαρισμένο ο χάρος και μου τήνε φέρει αναπάντεχα. Και τώρα, να που μ' έπιασε μια παράξενη λιγοψυχιά. Γύρευα να ξαναθυμηθώ την παλιά ζωή, τις παλιές συνήθειες.
Έπιανα στα χέρια μου το κάθε τι εξεταστικά. Αποζητούσα στήριξη στο βλέμμα της μάνας μου, στων κοριτσιών τη φρεσκάδα. Το μάτι μου σεργιανούσε στις αραδιασμένες στο πρεβάζι γλάστρες, στο περβολάκι μας με τις κληματαριές, το γιασεμί, τ' αγιόκλημα και τις λεμονιές. Αντίκρυ ο δρόμος, ίδιος πάντα, σκονισμένος, με τις ακακίες και τ' ασβεστωμένα σπιτάκια, θυμόμουνα πως τον δρασκελούσα παλιά, σα γύριζα απ' τα χτήματα με το έξυπνο γαϊδουράκι μας τον Όνιο, που ξεφώνιζε να βγει η μάνα να τον ξεζαλώσει. Στη γωνιά η βρύση κελάριζε τραγουδιστά.
Κάτω απ' το κρυσταλλένιο νερό της έβαζα το κεφάλι μου, χειμώνα καλοκαίρι∙ χτένιζα τα μπερδεμένα μαλλιά ως να γίνουν δαχτυλίδια, έκοβα πάντα κ' ένα λουλούδι, -ό,τι λάχαινε γαρούφαλο, τζιράνι, κατιφέ -τό 'βαζα στ' αφτί και τραβούσα στητός για σεργιάνι. Πάντα κάποια κοπελιά ήξερε την ώρα μου και παραφύλαγε πίσω απ' το κουρτινάκι. Η πρώτη μου φροντίδα ήτανε να ξαλαφρώσω τη μάνα και την αδερφή στις αγροτικές δουλειές. Βγήκα αυγές και πήρα το δρόμο για τα χτήματα. Η ερημιά με βάραινε. Λείπανε οι άντρες. Κάτι λιγοστοί σακάτηδες ήτανε, πολλοί γερόντοι, και γυναίκες χαροκαμένες. Έτρεμες μη σου πούνε τα πάθη τους. Τα χωράφια κι αυτά μεζαρλίκια∙ δίχως όργωμα, δίχως το πασπάτεμα ανθρώπινου χεριού.
Μας είχανε παρμένα τ' άλογα, τα βουβάλια, τα κοπάδια. Δεν ήτανε ούτ' ένας πετεινός να λαλήσει την αυγή! Όξω απ' το χτήμα του Φίλιππα, η Αλέκα, η κόρη του, με σταμάτησε να με καλωσορίσει. Ήξερα πως είχε έρωτα με το Γιώργη. Της άνοιξα κουβέντα! -Άμα θα γυρίσει ο Γιώργης, θα του δώσω σειρά να παντρευτεί πρώτος. Την κοπέλα την πήρε το παράπονο. Μου μίλησε μ' εμπιστοσύνη για το μυστικό που την έκαιγε. Όλοι ξέραμε πως ο Γιώργης πιάστηκε απ' τους τζανταρμάδες όξω απ' το σπίτι της. Μα το γιατί και πως κανένας δεν τό 'ξερε ούτε η μάνα μας. Ήτανε, λέει, βράδι, ένα πολύ ζεστό βράδι. Στα περβόλια του χωριού μοσχοβόλαγε το γιασεμί κι ο Γιώργης δεν άντεξε -έτσι της είπε. Φούντωσε μέσα του η ζωή. Κατέβηκε, λοιπόν, απ' το ταβάνι και πήρε τσι δρόμοι. -Τα πόδια του τόνε φέρανε όξω απ' το παραθύρι μου.
Μου πέταξε πετραδάκια, όπως το συνήθιζε παλιά. Τ' άκουσα στο πρωτοΰπνι μου και πήδηξα αλαφιασμένη. «Όνειρο καλό και βλοημένο, θε νά 'ναι», είπα και ξανάπεσα. Μα τα πετραδάκια πέφτανε στ' αλήθεια. Έτρεξα τότες στο παράθυρο, γνώρισα το σουλούπι του Γιώργη. Ψιθυριστά είπαμε τις κουβέντες μας κ' ύστερα μού 'κανε: «Κατέβα, Αλέκα, είναι μεγάλη ανάγκη να σου μιλήσω». «Πώς να κατέβω, Γιώργη μου; Θα ξυπνήσουν οι γονιοί μου, δεν κάνει...». «Ας ξυπνήσουνε. Ήρθα να σε ζητήσω σε γάμο!
Δεν αντέχω άλλο τη μοναξιά∙ θα τρελαθώ σαν το Λεμπέση...». Δεν αποτέλεψε την κουβέντα του και στη στρίψη του δρόμου φάνηκε περίπολο. Ως να κατακρακυλήσω, να ξεκλειδώσω την πόρτα, οι σουβαρήδες με τ' άλογα τον τσουβαλιάσανε∙ ούτε πρόκανε να τρέξει. Τ' αποδέλοιπα τα ξέρεις. Τόνε βασανίσανε και τόνε στείλανε στο τάγμα του. Απ' το Τσανάκ Καλέ μού 'στειλε γράμμα∙ είδηση άλλη δεν πήρα και τρέμω. -Κ' η μάνα παραπονιέται, της είπα, γιατί εδώ και μήνες δεν έχει γράμμα του. Μη στενοχωριέσαι όμως. Ο Γιώργης θα μας έρθει. Το ξέρω. Μεγάλη κουβέντα είπα. Δεν περάσανε δυο βδομάδες κ' έφτασε το μαύρο χαμπέρι: Το Γιώργη μας τόνε βρήκε βόλι εγγλέζικο στο Τσανάκ Καλέ!
-Ωχού! δερνότανε μέρα νύχτα η μάνα μου. Τα όρνια πήρανε και το δικό σου κορμάκι! Δεν ελυπήθη ο χάρος την ομορφιά σου τη ζωγραφιστή, αμέ τα χρυσά χεράκια σου που φτιάχνανε πλάσματα, όπως ο Θεός, ούτε κι αυτά δεν τα λυπήθηκε! Ο χάρος ήταν ο άπιαστος οχτρός που γενιά προς γενιά τα βάζαμε μαζί του. Δε βλέπαμε τους φταίχτες, μόνο ξεθυμαίναμε σ' αυτόν. Τώρα ο κόσμος δεν περίμενε αράδα στις εκκλησιές για στεφανώματα, μα για κόλλυβα. Κάθε σπιτικό έκλαιγε δυο τρεις σκοτωμένους. Ήτανε και φαμελιές που ξεκληριστήκανε και δεν τους απόμεινε παρά κάποιος γέρος ή κάποια γερόντισσα να θρηνεί.
Ο Κώστας κι ο Σταμάτης μας, που τους κλαίγαμε για νεκρούς, γυρίσανε. Ο Κώστας είχε βρει αποκούμπι δέκα ολόκληρους μήνες σ' ένα τούρκικο χτήμα στ' Άντανα. Είχε γίνει τόσο απαραίτητος στ' αφεντικό του που δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει και για καιρό τού 'κρυβε την ανακωχή. Το Σταμάτη πάλι τόνε γλύτωσε ένας Κιρλής, απ' αυτούς που κατεβαίνανε και δουλεύανε στα χτήματά μας. Τον αντάμωσε στην Κόνια, την ώρα που ένας λοχίας πήγαινε να τον καθαρίσει. Ο Κιρλής, δίχως να δείξει πως τον ξέρει, γυρίζει και λέει στο λοχία: «Που πας τον κατσάκη;». «Τον πάω για βοσκή», του αποκρίθηκε και με μια χειρονομία έδειξε πως θα τόνε σφάξει.
«Και δε μου τόνε δίνεις εμένα που κόφτει καλύτερα το μαχαίρι μου;» του κάνει ο Κιρλής και κλείνοντας το μάτι του βάζει στη χούφτα ένα μετζίτι. Ο λοχίας κοίταξε το μετζίτι, σήκωσε τους ώμους: «Και δεν τόνε παίρνεις! Θα φύγω κι απ' το κρίμα. Ιστέ!». Ο Κιρλής πήρε τον αδερφό μου στο σπίτι του. «Μείνε μαζί μας και μη στενοχωριέσαι, του είπε. Ό,τι εμείς κ' εσύ. Εγώ χόρτασα ψωμί στο τραπέζι σας και ύπνο στα γιατάκια σας. Δεν το ξεχνώ».
Τώρα που μαζευτήκαμε πια όλοι οι ζωντανοί, ριχτήκαμε στη δουλειά για να δούμε τι θ' απογίνουμε. Είμασταν γυμνοί, δίχως εργαλεία, δίχως ζωντανά και σπόρο. Η μάνα μου κ' η αδερφή μου μαζί με την ψυχοκόρη, είχανε μαζέψει με κίνδυνο της ζωής τους, τρεις χιλιάδες οκάδες σύκα. Τα πουλήσαμε και ξεκαθαρίσαμε είκοσι χρυσές λίρες.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 198-201.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου