Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΕΙΚΟΣΤΟ ΜΕΡΟΣ

 



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.


Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 229-235.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Δεν πρόλαβε να τελειώσει ο Γιάννης κι ακούστηκε μια πιστολιά απ' το καμίνι κ' ύστερα και δεύτερη. Τράβηξα γρήγορα τα ποδάρια μου. Ένιωσα βάρος στ' αριστερό μπούτι κι είδα αίμα να τρέχει. «Μου τη φέρανε!» σκέφτηκα. Μ' έπιασε σύγκρυο. Ήρθανε κι άλλοι συνάδερφοι να δούνε τι τρέχει. -Τι; Κ' οι σκοτωμένοι τους τώρα θα μας πολεμούνε! Από την έρευνα που έκανε ο αξιωματικός βγήκε πως, ο τσέτης που με χτύπησε ήτανε τραυματίας, δεν μπόρεσε να φύγει και κρυβόταν στα θάμνα.


Όταν εμείς κυνηγούσαμε τους συντρόφους του, η αφεντιά του βρήκε καιρό και χώθηκε στο καμίνι να σωθεί. Σαν είδε πως ξαναγύρισα και κάθησα ξενοιασμένος, έκανε ό,τι έκανε και μετά γύρισε τ' όπλο καταπάνω του! -Πολεμούνε οι διαόλοι! Πολεμούνε! λέγανε οι φαντάροι καθώς με μεταφέρανε. Το τραύμα μου δεν ήτανε σπουδαίο, μα τα κατάφερα να με στείλουνε σε νοσοκομείο στη Σμύρνη. Μ' έτρωγε η έγνοια της Κατίνας.


Έπρεπε να ξεκαθαρίσει το ταχύτερο αυτή η υπόθεση, δεν άντεχα τις ξεκρέμαστες δουλειές. Να στείλω άλλο γράμμα δεν ήθελα. Ήμουνα σίγουρος πως ο παπά Φώτης κρατούσε τα γράμματα. Έγραφα λοιπόν στην αδερφή μου τη Σοφία και της άνοιξα την καρδιά μου. Της είπα να πάει να βρει την Κατίνα, να της πει πως πληγώθηκα, και πως τήνε περιμένω να κατεβεί στη Σμύρνη στο νοσοκομείο, το ταχύτερο. Μόνο που θα μάθαινε πως είμαι τραυματίας αυτό θα της έδινε τη δύναμη να βρει τρόπο να 'ρθει.


Δεν πέρασε βδομάδα κ' ένα μεσημεράκι ο Στρατής ο νοσοκόμος μου σφύριξε: -Αξιώτη, συχαρίκια! Μια κοπέλα σε ζητάει κάτω. Όλο το αίμα ανέβηκε να με πνίξει. Χώθηκα στο κρεβάτι, γιατί μου φάνηκε, πως έτσι θα της έκανα μεγαλύτερη εντύπωση. Έψαξα για το διαλιστήρι μου. Έβαλα για πρώτη φορά κολώνια στα χέρια -μια κολώνια που μας μοίρασαν κάτι μεγαλοκυράδες της Σμύρνης. Δεν ήξερα πως ακριβώς να φερθώ. Να τη φιλήσω; Να της πω πόσο βασανίστηκα; Να δείξω το άχτι που είχα για τον παπά;


Τίποτα, θ' άφηνα την καρδιά μου λεύτερη να κάνει κουμάντο. Η ματιά μου θα της έλεγε τα υπόλοιπα. «Κατίνα! Έλα πια! Σε θέλω. Έχω την ανάγκη σου!». Όταν είδα πως η κοπέλα που ερχόντανε να με δει ήτανε η αδερφή μου, κέρωσα! Η καημένη η Σοφία τρόμαξε στα χάλια που με βρήκε. Έπεσε στην αγκαλιά μου και μου είπε: -Γιατί, Μανώλη, μας έκρυψες την κατάστασή σου! Είδα κ' έπαθα να ξαναβρώ τη μιλιά μου και να τη βεβαιώσω πως η κατάστασή μου είναι καλή και το τραύμα μου τιποτένιο. -Και δεν έχω μάτια να δω την όψη σου; Πώς έγινες έτσι; -Θέλεις να μάθεις πώς; της αποκρίθηκα και με πήρε το κλάμα.


Πρώτη φορά έκλαιγα για γυναίκα κ' ένιωθα ντροπή και ταπείνωση. Η αδερφή μου, σαν άκουσε τον πόνο μου, μπερδεύτηκε ακόμα πιο πολύ και δεν ήξερε τι να μου κρύψει και τι να μου πει. -Η Κατίνα δεν είναι πια στον Κιρκιντζέ. Για τούτο δεν μπορέσαμε να τήνε δούμε, να της μιλήσουμε. Ίσως και να σ' αγαπάει ακόμα το κορίτσι. Μη χολιάς. Εσένα σε θέλουνε τόσες και τόσες κοπέλες σαν τα κρύα νερά! Ο παπά Φώτης φαίνεται πως διάβαζε όλα τα γράμματα που της έστελνες. Για τούτο έσπρωξε την παπαδιά να μείνει με την Κατίνα στ' Αϊντίνι. Και πήγε κ' ατός του.


Μάλισταδυο βολές πήγεΚαι λένε πως την παντρολογάει μέκανε λοχαγόΣτη μάνα μαςο γέρο τράγος -Θε μου συχώρεσέ με- είπε«Να μηνύσεις του γιου σου να πάψει τις γραφέςΗ Κατίνα δεν είναι της σειράς του». Και ποιος ξέρει τι είπε και στο κορίτσι για σένανε... -ΦτάνειφώναξαΠήδησα απτο κρεβάτιΔε με χωρούσε πια ο τόποςΕίπα να λιποταχτήσωνα τρέξω να τήνε βρωνακούσω απτα ίδια τα χείλη της «Παντρεύουμαι το λοχαγόΜαρέσουνε τα μεγαλείατα τσιφλίκιαΔεν έπρεπε να σηκώσεις τόσο ψηλά τα μάτια σου...».


Πέρασα όλη τη νύχτα σουλατσάρονταςπέρα δώθεστο διάδρομοΜούγγριζε η ψυχή μου σαν τη λαβωμένη δαμάλαΓιατί να έρθει πάλι τούτη η λύπηΑραθυμιά την είχαμεΕίναι λοιπόν τόσο βαρύ ναποζητάς λίγη χαρά«Πες μουΚατίναγιατί πρέπει να σε χάσωΔεν είμαι της σειράς σου;». Για μας λοιπόν δεν είναι άλλο απτη χαμωζωήΜόχτος και πόλεμοιΚοντά στο πρόσωπό μου ήρθε και κόλλησε το δικό τηςΤόσο κοντά που ρούφαγα την ανάσα της κέβλεπα το καθαρό μέτωπό τηςθαρρείς σε μεγέθυνση.


Τα μάτια της τα κρατούσε σφαλιχτά και τα χείλια της είχανε φουσκώσει απτα φιλιά μου«ΚατίναΚατίναΤι σου 'φταιξα και με ποτίζεις τέτοια φαρμάκιαΚατίνα!». Τι μπορεί να νιώσει ο ερωτευμένοςπου λαχταράει χρόνια μια γυναίκα και σαν φτάσει η ώρα να την κάνει δική τουχάνει τον αντρισμό τουΈτσι ένιωθαΈνα πλάσμα ανάπηρο που έχασε τη γεύση της ζωήςΜε πήρε το παράπονο∙ ένιωσα πως δε θα την αντέξω τόση πίκραΚατέβαινακατέβαινα θαρρείς σένα γκρεμνό.


Κύστερα με το πληγωμένο ποδάρι μου έδωσα μια κλοτσιά πάνω σε μυτερά βράχια και πόνεσα τόσο πολύ που αγρίεψαΗ ζωή έχει πολύ πιο σοβαρά πράματαΕδώ παίζεται η τύχη της πατρίδαςΟ γαμπρός του Κιόρ Μεμέτ μπορούσε με μια λέξη του να γυρίσει στην αγκαλιά της γυναίκας του και προτίμησε το θάνατοΟ πληγωμένος στο καμίνι μπορούσε να λουφάξει και να ζήσειμα προτίμησε ναχρηστέψει τα ποδάρια ενός Έλληνα φαντάρου και να σκοτωθεί«Έχουμε αγώνεςΚατίνααγώνεςΔεν έχουμε καιρό για ποδόγυρους!».


ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1921 πήρα φύλλο πορείας για το 4ο σύνταγμα της πρώτης μεραρχίαςΣτο τραίνο γνωρίστηκα μένα φαντάρο απτην Κρήτηπου μόλις είχε βγει κι αυτός από νοσοκομείο και πήγαινε στο ίδιο με μένα σύνταγμαΤον λέγανε Νικήτα ΔροσάκηΉτανε φοιτητής και το Λαϊκό κόμμα τον κρατούσε συνέχεια στην πρώτη γραμμή μαζί μάλλους «ανεπιθύμητους» ΚρητικούςΉτανε μικρόσωμοςσβέλτοςη ματιά του σεντυπωσίαζε με το πρώτοέτσι βαθειά κεξεταστική σα να ξεκλείδωνε όσα ήθελες να κρύψεις.


Πρόσχαρο και καταδεχτικό παλικάρι, μιλούσε μ' όλους πρόθυμα κι όταν γελούσε χυνότανε πάνω του ένα φως αγάπης και καλοσύνης. Με τραβήξανε οι ασυνήθιστες κουβέντες του, η σκέψη του που ήταν σπαθάτη και καθαρή. Μιλούσε με θάρρος κι αποκοτιά κ' έλεγε σοβαρά πράματα με τον πιο αλαφρό και γουστόζικο τρόπο. Η φανταρία μέσα στο βαγόνι έπαιζε μπαρμπούτι, έβριζε τον πόλεμο και κουβέντιαζε για γυναίκες. Μοναχά η δική μας παρέα έπιασε για λίγο τα πολιτικά. Ο Λελεδάκης από τα Χανιά, φανατικός βενιζελικός, τσίγκλιζε με τρόπο έναν αντίθετό του Κουλουριώτη.


-Και γιάντα, μωρέ Σταθάκο, δε σ' απολύσανε οπούχεις χρόνια με τ' όπλο κι ασπρίσανε οι τρίχες τση κεφαλής σου; Που είναι τα όσα σας ετάξανε για να δώκετε τον ψήφο σας; Άφηκες γκαστρωμένη γυναίκα κι ως να γυρίσεις, κακορίζικε, θα βρεις αγγόνια! Ο Σταθάκος μπρος σ' αυτό το επιχείρημα έτριβε την κεφαλή του στενοχωρημένος και δεν έβρισκε τι απόκριση να δώκει. Ένας λοχίας θέλησε να βάλει τα πράματα στη θέση τους: -Ο Κώτσος ναν' καλά, είπε, κι όλα θα σιάξουνε. Να βλογάτε το Θεό όπου μας τον έπεψε. «Κωνσταντίνος έδωκε. Κωνσταντίνος θα λάβει!».


Όπου να ναι μπαίνουμε στην Πύλη! Αυτό έχω να σας επώ. -Ζάβαλε! Ζάβαλε! φώναξε ο Λελεδάκης. Δίχως το Λευτέρη, όχι Πόλη, όχι Μικρασία, μούδε Ελλάδα δε θα μείνει ορθή, φουκαρά μου! Οι σύμμαχοι, σου λέει, μας εδώκανε δέκα φάσκελα να χουμε κι άλλα τόσα! Ο Δροσάκης γύρισε στο Λελεδάκη και με αφέλεια που έκρυβε περίσια ειρωνεία τόνε ρώτηξε: -Έχει γλυκά μάθια ο Βενιζέλος, σύντεκνε; -Γλυκά σαν το μέλι και κάτι περσότερο, Δροσάκη. Εμ αφού ναι έτσι, τότες για τα γλυκά του μάθια μας εστηρίζανε, ως φαίνεται, οι Αγγλογάλλοι.


Ο λοχίας έσκασε στα γέλια. -Βιάστηκες, να γελάσεις, «στρατηγέ!». Έχω και για σένανε μια μικρή ερωτησούλα: Δε μου λες, αν λάχαινε το βασιλιά σου και δεν τόνε λέγανε Κωνσταντίνο, μα Αλέξανδρο ή Γουλιέλμο, θα μπαίναμε, μωρέ, στην Πόλη; Στην πόρτα ξεφάνηκε ένας περαστικός γαλονάς που έκοψε τα ήπατα στους φαντάρους∙ σκόρπισαν μεμιάς και δεν έβγαζαν πια τσιμουδιά. Μονάχα ο Δροσάκης δεν κουνήθηκε. Έγειρε κατά τη δική μου μπάντα και, καθώς είχε ξεθαρρέψει μαζί μου, άρχισε ένα χαμηλόφωνο λακιρντί: -Τους άκουσες; Σκάρτες, φτηνές κουβεντούλες του ποδαριού! 



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 229-235.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου