ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ: ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (Ε')
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
του Δημητρίου Παναγοπούλου: «Το Αντίδοτον του Θανάτου»,
Βιβλιοπωλείο «Νεκταρίου Παναγοπούλου», Αθήνα 1957, β' έκδοση, σελ. 26-29.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Εξητάσαμεν την Αγίαν Γραφήν και τας Ιεράς Παραδόσεις, επισκοπήσαμεν το περιεχόμενον της Θείας Λειτουργίας, εμελετήσαμεν επισταμένως τας «Περί της Θείας Κοινωνίας» ιεράς συγγραφάς των μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας απ' αρχής της συστάσεως αυτής, και ούτω δια της Χάριτος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έρχεται εις φως η συγγραφή αύτη με σκοπόν να νουθετήση, να υπενθυμίση ή και να διδάξη ακόμη πάντα χριστιανόν, ποίον είναι το γνήσιον και αληθές πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί του θέματος τούτου, της Θείας Κοινωνίας. [...] *Απόσπασμα από τον πρόλογο του συγγραφέα.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ:
«ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»
(1957)
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΣΑΚΙΣ ΔΕΙ ΚΟΙΝΩΝΕΙΝ
Δηλαδή: Για πες μου, όταν τις κληθή σ' ένα τραπέζι διά γεύμα και προσέλθη και πλύνη και τα χέρια του και καθίση εις το τραπέζι και έπειτα δεν τρώγει αλλά κυττάζει γύρω του, τότε, δεν δυσαρεστεί τον Δεσπότην; Η στάσις αύτη δεν προσβάλλει τον καλέσαντα; δεν θα ήτο προτιμότερον να μη είχε υπάγη διόλου εις το τραπέζι; «Ούτω δη και συ παραγέγονας' τον ύμνον ίσως μετά πάνταν ομολογήσας είναι των αξίων τω μη μετά των αναξίων ανακεχωρηκέναι' πώς έμεινας και ου μετέχεις της Τραπέζης»;
Δηλαδή: Έτσι και συ ήλθες, λέγει, εδώ εις την Εκκλησίαν, έψαλλες μετά των άλλων, ομολογήσας πως είσαι άξιος, επειδή μετά το Ευαγγέλιον δεν έφυγες (που έφυγαν και οι αβάπτιστοι και κατηχούμενοι μαζί με τους αναξίους) πως αφού έμεινες δεν μεταλαμβάνεις από την Τράπεζαν; Και συνεχίζει: «Ανάξιός είμι, φησίν' ουκούν και της κοινωνίας εκείνης της εν ταις ευχαίς. Ου γαρ των προκειμένων μόνον, αλλά και διά των ωδών εκείνων το πνεύμα πάντοθεν κάτεισιν.
Ουχ οράς τους ημετέρους οικέτας τη σπογγιά την τράπεζαν περοπλύνοντας, και τον οίκον καθαίροντας και ούτω και τους πίνακας τιθέντας; Τούτο γίνεται διά των ευχών, διά της βοής του κήρυκος' ώσπερ σπογγιά περιπλύνομεν την Εκκλησίαν, ίνα καθαρά τη Εκκλησία πάντα προστεθή, ίνα μηδείς ή σπίλος, μηδέ ρυτίς. ανάξιοι και οφθαλμοί των θεαμάτων τούτων, ανάξιοι και ακοαί. «Καν θηρίον, φησί θίγη τοις όροις, λιθοβολήσεται».
Δηλαδή: Λέγεις ότι είσαι ανάξιος' τότε αφού είσαι ανάξιος να κοινωνήσης πρέπει ως τοιούτος ούτε και τας ευχάς να ακούσης, επειδή το Πνεύμα το Άγιον καταβαίνει, όχι μόνον εις τα Μυστήρια, αλλά και εις τας ψαλμωδίας της Εκκλησίας. Δεν βλέπεις τους υπηρέτας των αρχόντων που πλύνουν το τραπέζι και σαρώνουσιν την οικίαν, και τότε βάζουν τα πιάτα εις το τραπέζι; Ούτω πως και εδώ γίνεται με τας ευχάς' με την φωνήν του Διακόνου πλύνομεν, ωσάν με σπόγγους, την Εκκλησίαν, διά να μη υπάρχη καμμία λέρα ή μολυσμός.
Οι ακάθαρτοι οφθαλμοί είναι ανάξιοι να βλέπωσι τοιαύτα θεάματα. Τα μεμολυσμένα ώτα είναι ανάξια ν' ακούωσι τοιαύτας ψαλμωδίς, διότι ούτω προστάζει ο Νόμος' Κι αν θηρίον είναι, όπου πλησιάζει εις το όρος του Σινά, να λιθοβολείται. Τόσον πολύ ανάξιοι ήσαν οι αμαρτωλοί, ώστε ουδέ κάτω εις τους πρόποδας του όρους να στέκωνται' ύστερα επλησίασαν κοντά και είδον τον τόπον όπου έστεκεν ο Θεός. Τοιαύτη άδεια δίδεται και εις σε, ακάθαρτε εις την ψυχήν άνθρωπε, ύστερον από την Θείαν Λειτουργίαν, να πλησιάσης και να ιδής τον Ναόν. Όταν δε τελήται η Θεία Λειτουργία και είναι παρών ο Θεός, φεύγε μαζί με τους κατηχουμένους, διότι τίποτε περισσότερον δικαίωμα από αυτούς δεν έχεις.
Και προσθέτει: «Ενήν και πλείονα λέγειν και φοβερώτερα αλλ' ώστε μη βαρήσαι την διάγνωσιν ημών, αρκεί και ταύτα. Ου γαρ μη τούτοις σωφρονιζόμενοι, ουδέ τοις πλείοσιν' ίνα ουν μη μείζον υμίν μη παραγίνεσθε αλλ' ίνα και της παρουσίας και της προόδου αξίους εαυτούς καταστήσητε». Δηλαδή: Έπρεπε περισσότερα και φοβερώτερα να σας ειπώ, αλλά διά να μη σας επιβαρύνω αρκούσι ταύτα. Διότι εκείνοι που δεν σωφρονίζονται με αυτά, ουδέ με περισσότερα δύνανται να συντισθώσι.
Γι' αυτό, για να μη έχετε περισσότερον κρίμα, σας παρακαλώ και σας προτρέπω, όχι να μη έρχεσθε εις τον Ναόν και εις την Θ. Λειτουργίαν, αλλά να γίνεσθε άξιοι και έτοιμοι διά να μεταλαμβάνετε των Αχράντων Μυστηρίων. Αλλ' ίσως είπει τις των αναγνωστών μας; Μα τότε λοιπόν, εάν ούτως έχει το πράγμα, (δηλαδή όταν έρχομαι εις την Εκκλησίαν να είμαι έτοιμος να κοινωνώ και εγώ δεν είμαι), τότε δεν πηγαίνω εις την Λειτουργίαν.
Απαντώμεν εις αυτόν ότι, ούτε τούτο δύνασαι να πράξης άνευ συνεπειών, διότι αφανίζεσθαι, καθώς ορίζει η Αγία και Οικουμενική Πενθέκτη Σύνοδος, η οποία λέγει: «Ει τις Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος. ή των εν τω Κλήρω καταλεγομένων, ή λαϊκός, μηδεμίαν ανάγκην βαρυτέραν έχει, ή πράγμα δυσχερές, ώστε επί πλείστον απολείπεσθαι της αυτού Εκκλησίας, αλλ' εν πόλει διάγων, τρεις Κυριακάς ημέρας εν τρισίν εβδομάσι μη συνέρχοιτο, ει μεν κληρικός είη, καθαιρείσθω, ει δε λαϊκός, αποκινείσθω της κοινωνίας». (Κανών 80ος).
Δηλαδή: Όποιος ευρίσκεται εις πόλιν ή χωρίον και δεν υπάγει τρεις Κυριακάς εις την Εκκλησίαν, εάν μεν είναι Κληρικός να καθαιρήται, εάν δε λαϊκός να αφορίζεται. Ώστε, εάν δεν πηγαίνωμεν εις την Εκκλησία υποκείμεθα εις αφορισμόν. Δι' αυτό πρέπει να κάμνωμεν και τα δύο' και εις την Εκκλησίαν τακτινά να πηγαίνωμεν και διά την Θείαν Κοινωνίαν έτοιμοι να είμεθα. Και ούτω ποιούντες δεν θα παραβαίνωμεν την τάξιν την οποίαν παρέλαβεν η Εκκλησία από Αυτόν τον Κύριον μας, από τους Αποστόλους, από τας Συνόδους, και από τους κατά μέρος Αγίους, η οποία είναι:
Να μελίζεται ο Άγιος Άρτος εις κάθε Λειτουργίαν και οι πιστοί, οι οποίοι δεν έχουν εμπόδιον (κανόνα) να μεταλαμβάνωσιν, ως προείπομεν και καθώς θα είπωμεν. [...] Συμπέρασμα λοιπόν είναι, η Θεία Κοινωνία δεν είναι δι' ωρισμένας εποχάς του έτους, αλλά διά κάθε ημέραν. Απόδειξις ότι επί Χρυσοστόμου εκοινώνουν τρις και τετράκις της εβδομάδος. «Τεσσαρακοστή (λέγει) άπαξ του ενιαυτού γίνεται. Πάσχα δε τρίτον της εβδομάδος, έστι δ' ότε και τέταρτον, μάλλον δε οσάκις αν βουλόμεθα. Πάσχα γαρ ου νηστεία εστίν, αλλά η προσφορά και η θυσία η καθ' εκάστην γενομένη σύναξις.
Και ότι τούτο εστίν αληθές άκουσον του Παύλου λέγοντος: «Το Πάσχα υμών υπέρ ημών ετύθη Χριστός». (Κορινθ. ε' 7). Ώστε, επιτελείς' ουχ όταν νηστεύης, αλλ' όταν της θυσίας μετέχης. Ο γουν κατηχούμενος ουδέποτε Πάσχα επιτελεί καίτοι νηστεύων κατ' εναυτόν, επειδή προσφοράς ου κοινωνεί. Ώσπερ και ο μη νηστεύων, αν μετ΄καθαρού συνειδότος προσέλθη Πάσχα επιελεί, καν σήμερον καν αύριον, καν οποτεούν μετάσχη της Κοινωνίας. Ου γαρ εν παρατηρήσει και ρών, αλλ' εν συνειδότι καθαρώ η αρίστη κρίνεται πρόσοδος».
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
του Δημητρίου Παναγοπούλου: «Το Αντίδοτον του Θανάτου»,
Βιβλιοπωλείο «Νεκταρίου Παναγοπούλου», Αθήνα 1957, β' έκδοση, σελ. 26-29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου