Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ: ΠΡΟΟΙΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Τα γεγονότα που γιορτάζουμε κατά τη διάρκεια του Τριωδίου, είναι με τέτοιο σοφό τρόπο τοποθετημένα από τους αγίους Πατέρας, ώστε όλες οι γιορτές ν’ αποτελούν μια πνευματική κλίμακα, που όποιος από μας αποφασίσει να την ανέβει -ζώντας «επακριβώς» κι όχι απλώς μαθαίνοντας τα όσα λέγονται και ψάλλονται στην Εκκλησία- αυτός αξιώνεται, στο τελευταίο σκαλί του Τριωδίου, να ιδεί και να γευτεί τα Άχραντα Πάθη και Μυστήρια με τα πνευματικά του μάτια, να πάθει την «καλὴν ἀλλοίωσιν» και να ευφρανθεί απ’ το θαμπωτικό φως και το άρρητο πνευματικό κάλλος της Αναστάσεως.
Προοίμια Τεσσαρακοστής Βάζει, λοιπόν, η Εκκλησία μας μπροστά-μπροστά στο στάδιο των πνευματικών αγώνων και στην αρχή του δρόμου που μας οδηγεί στο Πάσχα, μια χτυπητήν εικόνα δύο ανθρώπων: του Τελώνου και του Φαρισαίου. Και τους δείχνει στην πνευματικώτερή τους ώρα: την ώρα που μες στον Ναό προσεύχονται. Το νόημα της παραβολής είναι πολύ έκδηλο. Είναι δυο παραδείγματα για τον χριστιανό: ένα προς μίμηση κ’ ένα προς αποφυγή.
Ο ένας μας απωθεί με την υποκρισία του, όπως απώθησε και τη χάρη του Θεού, ενώ ο άλλος, ταπεινός καθώς είναι, κερδίζει την συμπάθειά μας, όπως κέρδισε την προσοχή και τη χάρη του Θεού. Η ταπείνωση, λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, είναι η μεγαλύτερη αρετή, γιατί δίχως αυτή, δεν μπορούμε καμιά άλλην αρετήν να βαστάξουμε για πολύ. Κι αν δεν έχει ταπείνωση ο άνθρωπος, όσα πλούτη κι αν έχει, κι όσες αγαθοεργίες κι αν κάνει, μένει αδικαίωτος εμπρός στα μάτια του Θεού, σαν ένας Φαρισαίος και υποκριτής.
Την Β΄ Κυριακή του Τριωδίου, την αφιέρωσαν οι άγιοι Πατέρες στην παραβολή του Ασώτου. Και πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι το βάθος της ταπεινώσεως του Ασώτου, ξεπερνά την ταπείνωση του Τελώνου. Γίνετ’ εδώ μετάνοια ειλικρινής και έμπρακτη, με αλλαγή του βίου και με άμεση επιστροφή στο πατρικό σπίτι, στην αγκαλιά του Θεού-Πατέρα, που τον πρόσμενε πάντα ολάνοιχτη. Πόση αγάπη δείχνει η παραβολή αυτή για τον κριματισμένο άνθρωπο, για το ξεστρατισμένο τέκνο της Μητέρας Εκκλησίας! Και, άραγε, είναι κανείς που δεν βαδίζει, ή που δεν έχει βαδίσει κάποτε, στην ολισθηρή κι αμαρτωλή στράτα του Ασώτου;
Γιατί, ποιος λίγο ποιος πολύ, όλοι μας βλέπουμε, αλίμονο, ένα κομμάτι του εαυτού μας στην τυραγνισμένη μορφή του Ασώτου. Ακόμα κ’ οι άγιοι, κι αυτός ο Παύλος, ο θεόγλωσσος Απόστολος, ονόμαζαν τον εαυτό τους πρώτο στη χορεία των αμαρτωλών! Αλλά η Μητέρα Εκκλησία, με την παραβολή του Ασώτου, που είναι μια συμπύκνωση και σύνοψη όλου του Ευαγγελίου, δίνει θάρρος στον καθένα και μας λέγει: «Παιδί μου, όσο μεγάλο κι αν είναι το πλήθος των αμαρτιών σου μην απελπίζεσαι, μην πέφτεις στην απόγνωση· η αγάπη του Θεού είναι πολύ μεγαλύτερη. Σήκω κ’ έλα τώρα κοντά μου. Θα σου φορέσω πάλι τη στολή την πρώτη, και θα ’σαι πάλι τέκνο μου αγαπημένο».
Έτσι μιλάει ο Θεός μέσα στην Εκκλησία μας κι απευθύνει τον θερμό και πατρικό του λόγο, στον κάθε άσωτο: του σώματος και του πνεύματος, της σάρκας ή του οινοπνεύματος. Στον άσωτο της κάθε αμαρτίας, που λερώνει το κορμί του ή τη σκέψη του, με λογισμό ακάθαρτο ή μα άνομη πράξη. Η Γ΄ Κυριακή του Τριωδίου, της Απόκρεω, είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα και φρικτή Παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, μπορεί να είναι για τον άνθρωπο του ορθού λόγου, ένα μεταφυσικό πρόβλημα. Για το χριστιανό όμως, είναι μια αλήθεια του Ευαγγελίου «πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν», λέγει το Ευαγγέλιον.
Ότι θα γίνει Δευτέρα Παρουσία, είναι βέβαιον λοιπόν. Το πότε, όμως, θα γίνει, αυτό είναι άγνωστο: «περὶ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας, οὐδεὶς οἶδεν». Τώρα, γιατί να μπει εδώ αυτή η εορτή από την Εκκλησία; Ο λόγος είναι ο εξής, που δείχνει κι αυτός με πόση γνώση της ψυχολογίας του ανθρώπου ετακτοποίησαν τα θέματα της Εκκλησίας οι άγιοι Πατέρες. «Ταύτην (την εορτήν δηλ. της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου) μετὰ τὰς δύο παραβολὰς ἔθεντο, ὡς ἄν, μη τις τὴν ἐν ἐκείναις τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν μανθάνων, ἀμελῶς διάγῃ, λέγων: Φιλάνθρωπός ἐστιν ὁ Θεός, καὶ ὅταν τῆς ἁμαρτίας ἀναχωρήσω, ἑτοίμως ἔχω τὸ πᾶν ἀνῦσαι.
Ταύτην τὴν φοβερὰν ἡμέραν ἐνταῦθα κατέταξαν, ἵνα, διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς προσδοκίας τῶν ἑπομένων δεινῶν, φοβήσαντες τοὺς ἀμελῶς διακειμένους, πρὸς ἀρετὴν ἐπαναγάγωσι, μὴ θαρροῦντας εἰς τὸ φιλάνθρωπον μόνον, ἀλλ᾿ ἀφορᾷν ὅτι καὶ δίκαιός ἐστι Κριτής, καὶ ἀποδίδωσιν ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ». Πόσο καλύτερα θα ρύθμιζεν ο άνθρωπος την επίγεια ζωή του, και πόσο πιο πολύ θα πρόσεχε σε κάθε λόγο και σε κάθε έργο του, αν είχε πάντοτε μπροστά στα μάτια του την μετά θάνατον ζωή, και το αδέκαστον και φοβερόν κριτήριον της Δευτέρας Παρουσίας!
Η τετάρτη Κυριακή του Τριωδίου, είναι της Τυροφάγου ή Τυρινής, «ἐν ᾗ ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδάμ». Επειδή από αυτή την εβδομάδα -συγκεκριμένα από την Καθαρά Δευτέρα, που κατάντησε στις μέρες μας, απ’ όλου του χρόνου τις Δευτέρες η ακαθαρτότερη- αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, οι άγιοι Πατέρες όρισαν, να γιορτάζει η Εκκλησία την έξωση των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, γιατί παρήκουσαν και δεν κράτησαν την εντολή της νηστείας που τους έδωκε.
Αλλά στο πρόσωπο των πρωτοπλάστων είμαστε διωγμένοι και μεις, που υφιστάμεθα κληρονομικώς όλες τις συνέπειες της παρακοής και της εξώσεως. Θέτει, λοιπόν, η Εκκλησία εμπρός μας τους πρωτόπλαστους και μας λέγει: «ὃ μὴ φυλάξαντες ἐκεῖνοι πεπόνθασιν, ἀπολέσαντες τὴν ἀφθαρσίαν, φυλάξαντες ἡμεῖς, ἀπολαύσωμεν διὰ τῆς νηστείας». Και νηστεία δεν είναι μονάχα η αποχή των τροφών: «νηστείαν οὐκ ἀποχὴν βρωμάτων τελέσωμεν, ἀλλὰ παντὸς ὑλικοῦ πάθους ἀλλοτρίωσιν». Δηλαδή όχι μονάχα υλική, μα και πνευματική νηστεία: «Νηστεύοντες, ἀδελφοί, σωματικῶς νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς», «ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκα καθάρωμεν· νηστεύσωμεν, ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν, ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος».
Η Πέμπτη Κυριακή του Τριωδίου, είναι η πρώτη Κυριακή των Νηστειών, ή Κυριακή της Ορθοδοξίας, «ἐν ᾗ ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν Εἰκόνων». Αυτή η γιορτή δεν ομοιάζει με τις προηγούμενες. Έχει, μπορεί να πει κανείς, ένα χαρακτήρα πανηγυρικό και χαρμόσυνο, όπως φαίνεται στα περισσότερα τροπάρια της Ακολουθίας του Εσπερινού και του Όρθρου, που καλούν τον ορθόδοξο κόσμο να χαρεί και να ευφρανθεί, γιορτάζοντας το γεγονός της αναστηλώσεως των αγίων Εικόνων. Το γεγονός που έδωκε κυρίως αφορμή, για να καθοριστεί η γιορτή της Ορθοδοξίας, είναι, βέβαια, η αναστήλωσις των Ιερών Εικόνων, που έγινε, ύστερα από πολλούς και αιματηρούς αγώνες, των εικονοφίλων και εικονομάχων, στο Βυζάντιο.
Σ’ αυτές τις έριδες έθεσε τέρμα το 843 η ενδημούσα Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ανεγνώρισε και ανόρθωσε τη λησμονημένη και παραμερισμένη από τους εικονομάχους Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αυτή η ενδημούσα Σύνοδος καθόρισε τη γιορτή της Ορθοδοξίας και αναστήλωσε, κατά το πνεύμα της Ζ΄ Οικουμενικής (ότι δηλ. «ἡ τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπο διαβαίνει»), την τιμητική προσκύνηση των Ιερών Εικόνων. κάτω, όμως, από το σημαντικότατο θέμα των εικόνων (που σήμερα χρειάζεται άλλη μια σταυροφορία για να τις διατηρήσουμε Ορθόδοξες και μακριά από τη δυτική επίδραση), κάτω απ’ αυτό λέγω το θέμα των Εικόνων, βρίσκονται κι άλλα πολλά, που η καλή για την Εκκλησία έκβασή τους, έδινε αφορμή παλαιότερα να γιορτάζονται κι αυτά την ίδια την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Αυτά όλα αναφέρονται στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας», που βρίσκεται τυπωμένο στο Τριώδιο, αλλά που δυστυχώς, πολύ λίγα αποσπάσματάτου και σε πολύ λίγες εκκλησίες μας διαβάζονται σήμερα· ενώ παλαιότερα, διαβάζονταν το «Συνοδικόν» ολόκληρο και απαντούσε ο λαός ανάλογα, ή με το «αἰωνία ἡ μνήμη» των ορθοδόξων ή με το «ἀνάθεμα» για τους αιρετικούς.
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας, θεσπίστηκε απ’ τους αγίους Πατέρας, για να στηρίζει τους πιστούς στην ορθόδοξη πίστη, να φωτίζει όλους όσοι αγωνίζονται τον πνευματικόν αγώνα, να τους φυλάγει από τις σατανικές παλιές και σύγχρονες πολυώνυμες αιρέσεις και να τους δείχνει τη μόνη ορθή οδό που πρέπει ν’ ακολουθούν για να σωθούν. Κι αυτή η οδός είναι εκείνη, που απαρασάλευτα αιώνες τώρα βαδίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, δηλ. «οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν…». *Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006. *Εκ του ιστολογίου «kirigmata.blogspot.com». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου