«ΠΑΤΡΙΔΟ-ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ»: ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΒΑΣΙΛΗ: «Η ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ»
«ΠΑΤΡΙΔΟ-ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ»
Χρονικά του Ελληνοϊστορείν, μιας Ελλάδας που αποσυντίθεται φύρδιν - μίγδιν, συνήθειες, ιστορίες, ήθη, έθιμα, Πίστη και αξίες που στις μέρες μας εαλώθηκαν από τους «νεοδιαφωτισμούς» του δαιμονόπληκτου Δυτικού «πολιτισμού» και τις αφιονισμένες διαδράσεις του Οικουμενισμού και της Παγκοσμιοποίησης. Μνήμες, αναμνήσεις και υπομνήσεις για το γένος των Ελλήνων, που από την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους και εντεύθεν αγωνίζεται να βρει την «ταυτότητά» του ανάμεσα στη «σκύλλα» του αποστατούντος δυτικοευρωπαϊσμού και τη «χάρυβδη» του έκπτωτου και καταχθόνιου «αμερικανισμού». Γιατί η Ιστορία εκδικείται, όταν την αγνοείς, πολλώ δε μάλλω, όταν δεν την γνωρίζεις!
Έρευνα - επιμέλεια - δημοσίευση
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, έρευνα, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
*Από τις εκδόσεις «ΖΗΤΡΟΣ», Δεκέμβριος 2020,
το διήγημα του Χρήστου Χριστοβασίλη:
υπό τον τίτλο «ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ-ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ - ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ - ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ»
Συντακτική Επιτροπή: Δ. Ανδρεάδης, Α. Δελμούζος, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Ν. Τριανταφυλλίδης, σελ. 19-25.
1η Έκδοση 1898.
ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΒΑΣΙΛΗ (1861-1937):
«Η ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ»
«ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ-ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ - ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ - ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ»
(1898)
Κοιμόμουν, κι όταν ξύπνησα είχα μέσα μου όλο το θλιβερό συναίσθημα ότι είχε ξημερώσει η τρομερή Καθαρή Δευτέρα με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Κι έπρεπε να περάσουν πενήντα μέρες ακέριες αυστηρή σαρακοστή με φασούλια, ρεβίθια και κουκιά. Αυγά, γάλα, τυρί, βούτυρο, ψάρι και προπάντων κρέας δεν έπρεπε ούτε να τ' αναφέρουμε με το στόμα μας, γιατί και τούτο λογίζονταν αμαρτία.
Κι όταν ακόμα το 'φερνε λόγος για να ονοματίσει κανένας το γάλα, το βούτυρο, το τυρί, το ψάρι και - Θεός φυλάξει - το κρέας, έπρεπε να συνοδεύει την απαγορευμένη λέξη με την έκφραση «μακριά από τη Σαρακοστή κι από μας». Μια μεγάλη λύπη είχε γραπωμένη την παιδική μου καρδιά και δεν μπορούσα να τιναχτώ πέρα από τα στρώματά μου και τα σκεπάσματά μου, τρέφοντας κάποια πλάνα ελπίδα ότι μπορούσε να μην ήταν αλήθεια ότι είχε ξημερώσει η ανεπιθύμητη Καθαρή Δευτέρα κι ότι κάποιο δυσάρεστο όνειρο γέννησε την ιδέα της. - Πεινώ, μάνα! είπα της μάνας μου που συγύριζε το μαγειρειό. - Άνοιξε την άρκλα, μου είπε, και πάρε ψωμάκι και φάε! - Δεν έχει τίποτε προσφάγι; τη ρώτησα με δακρυσμένα μάτια. - Σήμερα, παιδί μου, προσφάγι; μου απολογήθηκε εκείνη, σαν να παραξενεύονταν που της ζητούσα προσφάγι.
Προσφάγι τρήμερο μέρα; - Άλλο δεν τρων σήμερα τίποτα, εξόν από ψωμί ξερό; την ξαναρώτησα απελπισμένα. - Τίποτε, τίποτε, μου απολογήθηκε εκείνη αποφασιστικά. - Κανένα σύκο; Καμιά σταφίδα, να φάω για προσφάγι; - Σύκο; Σταφίδα; Τι λες, μοναχέ μ' κι ακριβέ μ'; Σήμερα καθαροδευτέρα, σύκα και σταφίδες; Μόνο την Τετάρτη, ύστερα από δυο μέρες κάνει να φάμε σύκα και σταφίδες. Σήμερα κι αύριο καλά καλά δεν κάνει να φάμε ούτε ψωμί! Αλλά εσάς τα παιδιά σας το σχωρνάει ο Θεός αν φάτε ψωμί. Αλλά μονάχα ψωμί και νερό, και τίποτε, τίποτε άλλο! - Πώς να κάνω, της είπα, που εγώ θέλω και προσφάγι;
Ελιές δεν κάνει να φάω; - Μπα, μπα, μπα! ξεφώνισε. Φτύσε γρήγορα μη μαγαρίσεις το στόμα σου και με τ' ανάβαλμά τους μόνο! Το λάδι δε βγαίνει από τις ελιές; Κι αναφέροντας τις λέξεις «λάδι» κι «ελιές», έφτυσε, για να ξεπλύνει το στόμα της να μη μαγαρίσει. - Πώς να κάνω, της ξαναείπα, που δεν μπορώ να φάω χωρίς προσφάγι; Τότε αυτή, κάνοντας πως θυμήθηκε κάτι, μου είπε για να με ξεφορτωθεί: - Αν θέλεις καλά και σώνει προσφάγι, να πας στην πλαγιά να βρεις περδικαύγα στις περδικοφωλιές να φας. Κι αναφέροντας τα περδικαύγα, ξανάφτυσε. - Και τρων περδικαύγα, μάνα; τη ρώτησα σαν να μην το πίστευα. - Τρων, μου είπε. Όσα περδικαύγα (ξανάφτυσε πάλι) βρεις, να μου τα φέρεις να σου τα ψήσω να τα φας. - Δεν τα θέλω ψημένα. Τα θέλω τηγανισμένα. - Μόνο ψημένα κάνει γιατί τα τηγανισμένα θέλουν αρτυμή βούτυρο. Φτου, φτου!
Με κόλασες, γιε μου. - Ας είναι και ψημένα, είπα με χριστιανική συγκατάβαση. Αλλ' είναι νόστιμα τα περδικαύγα σαν τα κοτίσια; - Και καλύτερα ακόμα. - Και δε μου το ’λεγες λοιπόν από το πρωί, αλλά μ’ άφηνες να τυραννιέμαι; Και λέγοντας αυτά ρούπησα σαν ελάφι έξω από τον αυλόγυρο. Στην αρχή σκέφτηκα να πάγω στην πλαγιά μόνος μου. Αλλά δε μου 'ρχόταν καλά. Ήθελα συντροφιά. Ήθελα να ‘χω μαζί μου και τον αχώριστο φίλο μου το Γιάννη. Σιμώνω στον αυλόγυρό του και του φωνάζω: - Γιάννη! Γιάννη! - 'Ορσε! μου απολογήθηκε εκείνος μ' ένα κόμματο ψωμί στο χέρι. - Έλα γρήγορα! του είπα σοβαρά. - Τι με θέλεις; με ρώτησε. - Έλα γρήγορα που σου λέω, τον πρόσταξα. Βγήκε ο Γιάννης στο δρόμο, δαγκώνοντας ξέκαρδα ένα ξερό ψωμοκόμματο, σαν να ήταν ζυμωμένο με αγκάθια. - Τι με θέλεις; μου ξαναείπε βγαίνοντας. - Άφησε το ψωμί, του είπα σοβαρά, και άιντε μας να πάμε στα πλαγινά για περδικαύγα. - Τι να κάνουμε τα περδικαύγα; με ρώτησε απορημένος. - Τι να τα κάνουμε; του είπα. Να τα φάμε! - Και τρώνε αυγά τώρα το μεγαλοσαράκοστο; με ρώτησε δισταχτικά πάλι εκείνος. - Δεν τρων κοτίσια αυγά, του είπα.
Μου το είπε η μάνα μου! Η μάνα μου ήταν η πιο πολύξερη του χωριού μας και πολλών άλλων χωριών τριγύρω μας, κι ας μην ήξερε ούτε την αλφαβήτα. Πήραμε ίσια τα πλάγια, πότε εγώ μπροστά και αυτός πίσω και πότε πίσω εγώ και μπροστά αυτός, αλλά περδικοφωλιές και περδικαύγα πουθενά. Γυρίζοντας όλη την ημέρα, ψάχνοντας εδώ κι εκεί, βρεθήκαμε βασίλεμα ηλίου σε μια βαθιά λακκιά, που είχαμε ένα φοβερό ανήφορο να κάνουμε για να ανέβουμε στο χωριό. Αλλά τα ποδάρια μας ήταν κομμένα από την κούραση κι από την πείνα. Και τι πείνα! Πείνα με δόντια που ρουφούσε τα σπλάχνα μας. Για ένα κομμάτι ψωμί, όχι σταρίσιο, αλλά και καλαμποκίσιο ακόμα, έδινα δεν ξέρω τι. Προσφάγι; Τυρί, αυγά, ψάρι, γάλα, κρέας … δεν περνούσαν καθόλου τότε από το νου μας. Ψωμί!
Ψωμί να λεγόταν κι ας ήταν ό,τι! Πώς να βγάλουμε όμως τον ανήφορο και να φτάσουμε στο χωριό για να φάμε; Ιδού το μέγα ζήτημα! Δοκιμάσαμε ν’ ανηφορίσουμε αλλά τα ποδάρια μας έκαναν προς τα πίσω κι όχι προς τα εμπρός. Εκεί που καθόμαστε απελπισμένοι και βλέπαμε να μαυρίζει και ν’ αγριεύει πλειότερο η νύχτα, ακούμε να φωνάζουν τα ονόματά μας από τη ράχη, αλλά εμείς δεν είχαμε τη δύναμη ν’ απολογηθούμε και να δώσουμε να καταλάβουν που βρισκόμαστε, για να ’ρθουν να μας σηκώσουν. Άξαφνα ακούμε πολύ κοντά μας, σαν είδος απολογίας σ’ εκείνους που μας φώναζαν, ένα δυνατό… γκάρισμα γαϊδουριού. «Γκααααρρρρ»! Μάλιστα το γνωρίσαμε από την γκαριξιά τίνος γαϊδούρι ήταν.
Ποιο χαρμόσυνο άγγελμα δεν μπορούσε να μας γένει σ’ εκείνες τις απελπιστικές στιγμές. Μας φάνηκε γλυκύτερο κι από λάλημα του αηδονιού εκείνο το γκάρισμα! Ήταν γκάρισμα γεμάτο ελπίδα και χαρά για μας τους αποκαμωμένους και καταπεινασμένους. Βάλαμε και την τελευταία μας δύναμη για να μπορέσουμε να πάμε κοντά του. Το βρήκαμε ξεσαμάρωτο και ξεκαπίστρωτο, αλλά δεν μας πείραζε αυτό. Το καπιστρώσαμε αμέσως με τα ζωνάρια μας και το καβαλικέψαμε, εγώ μπροστά κι ο Γιάννης πίσω, και ξεκινήσαμε τον ανήφορο για το χωριό. Το χωριό ήταν άνω κάτω για το χαμό μας, κι ο ζευγίτης ρωτούσε τον πιστικό κι ο πιστικός το ζευγίτη, αν είχαμε φανεί πουθενά. Κοντά στις μάνες μας και στους δικούς μας που στεναχωριόνταν κι έκλαιγαν για μας κι έτρεχαν απ’ εδώ κι απ’ εκεί, στεναχωριόταν κι η γειτόνισσα μας για το χαμένο της γαϊδούρι, μην της το φάει τη νύχτα κανένας λύκος.
Το γαϊδούρι μπαίνοντας στο χωριό άρχισε να γκαρίζει χαρούμενα και μια τσιούπρα, που μας πρωτόειδε στα σκοτάδια και μας γνώρισε, έτρεξε να το πει στα σπίτια μας για να πάρει τα συχαρίκια. Σε μια στιγμή, έτρεξε όλο το χωριό με αναμμένα δαδιά και μας ρωτούσαν με περιέργεια πώς είχαμε χαθεί. Οι πλειότεροι είχαν την ιδέα ότι μας είχανε πάρει ξωτικιές ή νεράιδες και μας άφησαν γιατί ήμαστε μικρά ακόμα. Μέσα σε κείνη την αναμπουμπούλα ένιωσα ότι με είχε αρπάξει κάποιος στην αγκαλιά του κι έχασα από κάτω μου το γάιδαρο που με κουβαλούσε. Ήταν η μάνα μου, που με φιλούσε κλαίγοντας και ρωτώντας: - Τι μου `γινες σήμερα μονάκριβέ μου; - Είχαμε πάει για περδικαύγα με το Γιάννη. - Χαλασιά μου και φουρτούνα μου, παιδάκι μου.
Τι πήγα να σου κάνω σήμερα η στρίγγλα εγώ! Είχαμε μπει πια στην αυλή του σπιτιού μας. - Ψωμί! Ψωμί! φώναξα μ’ αδυνατισμένη φωνή. - Ψωμί, μωρή! φώναξε κι η μάνα μου στην αδερφή μου. Ψωμί γρήγορα γιατί λιγώθηκε το παιδί από την πείνα! Και πριν μπούμε ακόμα σπίτι, μου παρουσίασε ένα κόμματο ψωμί η αδελφή μου. Άρχισα να το καταπίνω. Νόμισα ότι ήταν ζυμωμένο με μέλι. Τόσο γλυκό μου φαινόταν! Όταν άνοιξα τα μάτια μου που μου τα ’χε κλεισμένα η πείνα, είπα στη μάνα μου: - Μάνα ..! Με μέλι το ’χεις ζυμωμένο σήμερα το ψωμί; - Όχι, παιδί μου… - Τότε γιατί είναι έτσι γλυκό; - Έτσι είναι, μοναχέ μου κι ακριβέ μου, το ψωμί της Καθαρής Δευτέρας για εκείνους που δεν φαν καθόλου όλη την ημέρα. Και μολαταύτα εγώ είχα την ιδέα ότι μου το ’χε ζυμώσει με μέλι το ψωμί εκείνο η μάνα μου, για να με ικανοποιήσει για το γέλιο των περδικαυγών, που μου είχε κάνει εκείνο το πρωί.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, έρευνα, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
*Από τις εκδόσεις «ΖΗΤΡΟΣ», Δεκέμβριος 2020,
το διήγημα του Χρήστου Χριστοβασίλη:
υπό τον τίτλο «ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ-ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ - ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ - ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ»
Συντακτική Επιτροπή: Δ. Ανδρεάδης, Α. Δελμούζος, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Ν. Τριανταφυλλίδης, σελ. 19-25.
1η Έκδοση 1898.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου