ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΙΤΙΔΗ: «ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ» 1899 (ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟΝ)
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, «ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ» σελ. 63-67.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:
«ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ»
(1899)
Πάντες αγρυπνούσιν. Οι ναύται, γυμνόποδες, ίστανται ένθεν και ένθεν παρά τα μαντάρια, έτοιμοι εις πάσαν διαταγήν. Ο σκοπός ακίνητος εν τη πρώρα θεωρεί πάντοτε εμπρός, λησμονήσας και το τραγούδι του νυν, συμμαζευμένος μέσα εις την γούναν του, κατάβροχος, κρατούμενος καλώς μη αναρπαγή, κτυπώμενος συνεχώς υπό των κυμάτων ως να θέλουν να τον ρίψουν κάτω από την σκοπιάν του, τον φύλακα τον άγρυπνον, κ' εν εφόδω εισορμήσωσιν είτα. Καταβληθείς υπό της αγρίας συγκινήσεως κατήλθον κάτω εις το πρυμναίον. Το πάτωμα ως ξεκλειδωμένον ανέβαινε και κατέβαινε προς τας κινήσεις του πλοίου, χορεύον τον ίλιγγον -είδος θαλασσινού χορού- ότε ο άπειρος παραπαίει και σαλεύει ως ο μεθύων.
Η βοή του ανέμου η βραχνή μόνη έφθανε κάτω διά της θυρίδος του ταμπουκιού ακλόνητος. Το πηδάλιον βιαίως συγκρατούμενον εν τη θέσει του, επάλαιε κατά της σιδηράς ορμής της θαλάσσης κ' εκρότει, κάπου συγκρουόμενον, ως του χαλκέως η σφύρα επί του άκμονος, να απελευθερωθή, θαρρείς, από των ορειχαλκίνων βελονίων του. Ο πλοίαρχος, κατελθών προς στιγμήν, ήναψε σιγάρον, σκυθρωπός, αμίλητος. Και πάλιν ανήλθεν επί του καταστρώματος σκυθρωπός, αμίλητος. Ο μικρός Γιαννάκης, κατελθών και αυτός, άπειρος προς τον κίνδυνον, ήνοιξε μικρόν κιβωτίδιον, έλαβε και έρριψεν εις τον ευρύν κόλπον του οπώρας τινάς φυλαγμένας εκεί, και ανήλθε δάκνων οπώραν και οποψελλίζων ως πτηνόν: από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινό... γιάλα-γιάλα...
Από τινος ημιανοίκτου κοιτωνίσκου εξήρχετο στεναγμός, παράπονον πάσχοντος, αγωνία θνήσκοντος, φαντάσματος παραλήρημα: — Μάννα μου! Μάννα μου! Άλλος ναυτόπαις αυτός, ο καμαρώτος, ασυνείθιστος προς την τρικυμίαν, πρωτοτάξειδος, προσεβλήθη εις την καρδίαν κ' εξέπνεε, θαρρείς. Παρήλθον ώραι. Προσήγγιζεν ο όρθρος κ' η τρικυμία ωρύετο ισχυροτέρα. Ο άνεμος ετράπη εις βόρειον καθαρόν ως εν χειμώνι, μετά ψύχους και ψεκάδων χιόνος. Η σκούνα επροχώρει πλέον με βόλταις. Κατεκλίθην επί μικρόν. Αλλά παρά το ους ειργάζετο κλέπτης ν' ανοίξη την κλειδαριάν.
Το κύμα, προσπίπτον εις την πλευράν του πλοίου από του φοβερού λαίλαπος, απετέλει τον κρότον εκείνον του νυκτοκλέπτου. Η καρδία μου επόθει αγρυπνίαν, αλλ' ο κάματος αντιπαλαίων κ' υπερισχύων έκλειε τα βλέφαρά μου. Μ' εφαίνετο ότι ευρισκόμενος επί αιώρας, από του ισχυρού κλώνου μεγάλης πλατάνου κρεμαμένης, εκραδαινόμην ακουσίως υπό ισχυροτάτων βραχιόνων, οίτινες από το άγνωστον με απώθουν προς το άγνωστον. Οι ημίκλειστοι οφθαλμοί μου μόλις διέκρινον έν φως μετακινούμενον ένθεν και ένθεν, το φως της κρεμαμένης λυχνίας, ήτις μεταμορφώθη εις την αποκαμούσαν διάνοιάν μου εις εκκρεμές φωτεινόν, τας κανονικάς κινήσεις του οποίου παρηκολούθουν, ότε ακούω επάνω κραυγήν γοεράν.
-Αλλέστα! Ανήλθον επί του καταστρώματος ως αποδιωχθείς υπ' αγνώστου φόβου. Ο ουρανός με τάστρα του τα λαμπρά, κυαναυγής, αίθριος, κατήρχετο προς τα κάτω, προς τους ιστούς της σκούνας, μ' εφαίνετο, και προσκόπτων προς τας χρυσάς αυτών κορζέτας ωθείτο μετά δυνάμεως προς τάνω, κ' υψούτο πάλιν με τάστρα του, κυαναυγής αίθριος, με τάστρα του τα οποία έπαιζον έπαιζον, ως ανοιγοκλείονται ματάκια, χρυσά ματάκια, αργυρά ματάκια. Η θάλασσα αδιακόπως εισερχομένη από της πρώρας και χυνομένη από τα πορτέλα, ορθάνοικτα, κατά κυματισμούς, εν αφρώ και βροχή ραγδαία, κατεπλημμύρισε το κατάστρωμα πλέον όπου οι ναύται ως πάπιαι, παρά τα χονδρά ξάρτια και τα κατραμωμένα παταράτσα, ανέμενον πάντοτε τας διαταγάς του πλοιάρχου, όστις ίστατο ακίνητος, τετράγωνος, ανεμιζόμενος, ασκεπής, με το τσιγάρο 'ς το στόμα, μισοφαγωμένο, επάνω εις την πρύμνην, κρατών τα ναυτικά δίοπτρα και βλέπων το ηγριωμένον πέλαγος, ατάραχος ως κορμός δρυός εν ώρα καταιγίδος.
Σκότος βαθύτατον. Και μόνον φως έν προς το Σίγρι, κατακόκκινον, έφεγγε θλιβερώς κατενώπιον, ως πύρινος Κύκλωπος οφθαλμός, σβεννύμενον αίφνης και πάλιν αίφνης αναπτόμενον, ο φάρος του ακρωτηρίου της Μιτυλήνης. Η σκούνα με αριστεράν μούραν πάντοτε έκλινε προς την δεξιάν πλευράν, ολονέν πλαγιαζομένη υπό των κυμάτων, άτινα κάτωθεν ως μοχλοί προσεπάθουν να την ανατρέψουν, αλλ' έφευγε λοξώς πάντοτε προς τον φάρον της Μιτυλήνης πλέουσα, όστις ολονέν εμεγεθύνετο, φεγγοβολών εις απόστασιν τεραστίως. Ο πλοίαρχος υψούμενος επί της πτέρνης, καμπτόμενος ως κουλούρα, ανατείνων τον λαιμόν ως χην, κλίνων δεξιά, κλίνων αριστερά ως ει ησθάνετο πόνους περί την οσφύν, ακροώμενος με το ους προς τον φάρον ως ει εκάλει αυτόν πρωρεύς άγνωστος από του πελάγους, βαστάζων τα δίοπτρα, επάνω εις την υψηλήν πρύμνην, σχοινοβάτης επί θεατρικού ικριώματος, ηγωνίζετο υπερανθρώπως να υπολογίση την από της ξηράς απόστασιν, οδηγούμενος από του κρότου των επί της ακτής θραυομένων κυμάτων.
Και όταν ενόμισεν ότι προσηγγίζομεν εις την ξηράν κ' ότι ήλθεν η στιγμή «να τα γυρίση», τότε εκραύγασεν «αλέστα» διατάσσων τους ναύτας να είνε έτοιμοι. Η διαταγή εκείνη γοερώς αντηχήσασα εν τη τρικυμία ως φωνή πνιγομένου, μ' ηνάγκασε ν' ανέλθω επί του καταστρώματος, ως είπον. -Μόλα μπουρίνα! τίρα-μόλα! Ηκούσθη πάλιν εν μέσω της εξάλλου βοής του πελάγους, διατάσσων ο πλοίαρχος, με γλώσσαν άγνωστον εις εμέ, γλώσσαν βομβούσαν ως το άγριον μελτέμι με όλην την υγρότητα αυτής, της θαλάσσης την γλώσσαν. Ο επί της πρώρας ακοίμητος φρουρός είχεν αντιληφθή εγκαίρως του σχασίματος των κυμάτων, άτινα εθραύοντο κατά της αποτόμου του φάρου άκρας εν παρατεταμένη νεροποντή και έδωσε σημείον, ο δε πλοίαρχος, ακροώμενος ως είπομεν, παρεδέχθη του φρουρού την αντίληψιν και διέταξε να χαλαρώσωσι τα χονδρόν σχοινίον, την μπουρίναν, την συγκρατούσαν τον παμμέγιστον τρίγκον, όπως «τα γυρίσωσι» τα ιστία προς την αντίθετον κλίσιν.
Ο πηδαλιούχος επιδέξιος τιμονιέρης, ακίνητος ως άγαλμα έως τότε, συγκρατών το πηδάλιον εις την θέσιν του, πάραυτα εκινήθη προς την διαταγήν. Έλαβε ζωήν εμψυχωθείς κ' έστρεψε τον κύκλον του πηδαλίου ταχέως, γύρους πολλούς, πολλούς ώστε να έλθη «το τιμόνι ς' την μπάντα». Εν τω άμα ο δρόμος ανεκόπη. Διότι συγχρόνως και οι ναύται, εκτελούντες το πρόσταγμα του πλοιάρχου έσυρον μετά ταχύτητος τα σχοινία των ιστίων, άτινα όλα ομού συνεστράφησαν προς την άλλην πλευράν υπό την διεύθυνσιν του ναυκλήρου: -Γιάσσα-Γιάσσα! Όλοι μαζί! -Γιάσσα-Γιάσσα! Άλλα παιδιά! Ο άνεμος εναντίος ήδη, κολπών τα ιστία, με λύσσαν, έγυρε προς την αριστεράν άλλην πλευράν την σκούναν, ήτις κλονισθείσα αποτόμως εφάνη ότι εστάθη.
Η πρώρα της δεχθείσα αίφνης εις τας μάσκας της τα φοβερά ραπίσματα των μαινομένων κυμάτων ανυψώθη ως θαυμασίου ίππου κεφαλή αποφεύγουσα τους λακτισμούς του αντιπάλου και η πρύμνη φυσικά συσταλείσα εκ του σεισμικού τρόμου, υπεχώρησε προς τα κάτω ως κατακάθεται ηττημένος εν σταδίω ίππος· και ήφριζεν αγρίως εν τη νυκτί το πέλαγος γύρω ως να ήτο ο νικητής. Αλλά τα ιστία ισχυρώς τεταμένα, πληρωθέντα πνεύματος, ενίσχυσαν την σκούναν εν τω αγώνι. Η υπερήφανος πρώρα με τον Ηρακλέα της όρθιον εμπρός, κύπτουσα, κυάνεος ίππος, με την ωραίαν χαίτην του, καταπατεί γενναίως τους όγκους των νέων κυμάτων, θραύει αυτούς κινητικώς, και υπεγειρομένης της πρύμνης επιβοηθητικώς, ανοίγει οδόν προς την Λήμνον -μούρα δεξιά- επικροτούντων εν οξυτάτω συριγμώ των καρχησίων. Τα πανιά μπουκάρισαν πλέον.
Η σκούνα τα πήρε. Ο φάρος της Μιτυλήνης εχάθη. Αναχθέντες συναντώμεν εν απολαύσει δεινού μεγαλείου δύο μπάρκα, με της γάμπιαις μόνον, ένθεν και ένθεν ημών, εκτελούντα την λοξοδρομίαν των προς την Μιτυλήνην, άτινα ως κήτη θαλάσσια με τας κοιλίας των θαρρείς εκυλίοντο πλησίον ημών, ασθμαίνοντα, στένοντα, υπό αφρών και άχνης καλυπτόμενα· ως δαιμόνια μαύρα οι ναύται ίσταντο παρά την κωπαστήν, κρατούντες τα σχοινία εις χείρας, οι δε πρωραίοι φρουροί των, κουλουριασμένοι κέρβεροι εις την πρώραν, ως ξύλινοι εκάθηντο εκεί μαύροι, κυματόβρεκτοι.
Οι πλοίαρχοι και των δύο παρά τα πηδάλια, με τα δίοπτρα εις χείρας εκραύγαζον την στιγμήν εκείνην ως με θαλασσίαν σάλπιγγα, την οστρακώδη κοχύλαν: -Μόλα-μπουρίνα! τίρα-μόλα! Κ' εβόϊζε το άγριον πέλαγος αντηχούν εις απόστασιν: —-Μόλα μπουρίνα! Τίρα-Μόλα! Μετ' ολίγον φως άλλο κατακόκκινον αστράψαν όπισθέν μας με κατετάραξεν, άπειρον της θαλάσσης, φοβηθέντα σύγκρουσιν προς ατμόπλοιον, αλλ' ήτο η σελήνη ήτις λειψίφωτος, την αυγήν ανατείλασα ως πεπυρακτωμένον κλαδευτήριον εφώτισε την σκούναν ημίπνικτον και το πέλαγος ηγριωμένον, του οποίου τα κύματα ελάμβανον φωνήν, θαρρείς, εν τη βιαία του ανέμου ορμή κ' εβλασφήμουν και έβριζον.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, «ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ» σελ. 63-67.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου