Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Σέ λίγους πιστούς εἶναι γνωστή ἡ ἑορτή, μέ τήν ὁποία θά ἀσχοληθοῦμε τώρα. Ἐκτός ἀπό τούς ἱερεῖς καί μερικούς ἄλλους χριστιανούς, πού ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μέ τήν Ἐκκλησία μας, οἱ περισσότεροι δέν γνωρίζουν κἄν τήν ὕπαρξί της. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐκκλησιάζονται κατ᾽ αὐτή καί περισσότεροι δέν ὑποπτεύονται κἄν ὅτι τήν Τετάρτη μετά τήν Κυριακή τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη δεσποτική ἑορτή, τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Καί ὅμως κάποτε ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί συνέτρεχαν κατ᾽ αὐτή στόν μεγάλο ναό πλήθη λαοῦ.
Εκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, πού καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καί καθορίζει μέ τήν γνωστή παράξενη βυζαντινή ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τό πρωΐ τῆς ἑορτῆς μέ τά ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καί τήν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπό τό ἱερό παλάτιο γιά νά μεταβῇ στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θά ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σέ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μέ ἐπί κεφαλῆς τόν πατριάρχη, καί βασιλεύς καί πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στόν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μέ τήν συνήθη στίς μεγάλες ἑορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά ἀπό αὐτήν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στό ὁποῖο παρεκάθητο καί ὁ πατριάρχης. Καί πάλι ὁ βασιλεύς ὑπό τίς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» καί μέ πολλούς ἐνδιαμέσους σταθμούς ἐπέστρεφε στό ἱερό παλάτιο.
Αλλά καί στά σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στό Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τά ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σάν μία μεγάλη δεσποτική ἑορτή, μέ τά ἐκλεκτά της τροπάρια καί τούς διπλοῦς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καί τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μέ τά ἀναγνώσματά της καί τήν ἐπίδρασί της στίς πρό καί μετά ἀπό αὐτήν Κυριακές καί μέ τήν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπί ὀκτώ ἡμέρες κατά τόν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Ποιό ὅμως εἶναι τό θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τό θέμα της εἶναι καθαρά ἑορτολογικό καί θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπό τοῦ Πάσχα καί ἡ 25η πρό τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τό μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετά τό Πάσχα ἑορτασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδή ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραῖα τό τοποθετεῖ τό πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς: «Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων, καί λάμπει τάς λαμπρότητας ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα καί ἑνοῦσα τάς δύο καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».
Χωρίς δηλαδή νά ἔχῃ δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτή συνδυάζει τά θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ᾽ ἑνός καί τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ᾽ ἑτέρου, καί «προφαίνει» τήν δόξαν τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, πού θά ἑορτασθῇ μετά ἀπό 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δέ αὐτό τό μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στό νοῦ καί ἕνα ἑβραϊκό ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τό «Μεσσίας». Μεσσίας στά ἑλληνικά μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλά ἠχητικά θυμίζει τό μέσον. Ἔτσι καί στά τροπάρια καί στό συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτή γίνεται ἀφορμή νά παρουσιασθῇ ὁ Χριστός σάν Μεσσίας – μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στό συναξάριο.
Σ᾽ αὐτό βοήθησε καί ἡ εὐαγγελική περικοπή, πού ἐξελέγη γιά τήν ἡμέρα αὐτή (Ἰω. 7, 14-30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστός ἀνεβαίνει στό ἱερό καί διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τόν θαυμασμό, ἀλλά καί ζωηρά ἀντιδικία μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ λαοῦ καί τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἤ δέν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἤ δέν εἶναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστός εἶναι διδάσκαλος. Αὐτός πού ἐνῷ δέν ἔμαθε γράμματα κατέχει τό πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Ἀκριβῶς ἀπό αὐτόν τόν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς.
Εκεῖνος πού διδάσκει στόν ναό, στό μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στό μέσον τῆς ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἀποδοκιμάζεται ἀπό τούς δῆθεν σοφούς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά τροπάρια, τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ΄ ἤχου: Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διδάσκοντός σου, Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς; ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Δόξα σοι».
Λίγες σειρές πιό κάτω στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετά τήν περικοπή πού περιλαμβάνει τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μέ τούς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, πού ἔλαβε χώραν μεταξύ Χριστοῦ καί τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή κατά τήν Πεντηκοστή. Αὐτός ἀρχίζει μέ μία μεγαλήγορο φράσι τοῦ Κυρίου.«Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37-38). Καί σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής.«Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δέν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Κυρίου δέν ἐλέχθησαν κατά τήν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλά λίγες ἡμέρες ἀργότερα.
Ποιητικῇ ἀδείᾳ μπῆκαν στό στόμα τοῦ Κυρίου στήν ὁμιλία Του κατά τήν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολύ μέ τό θέμα τῆς ἑορτῆς. Δέν μποροῦσε νά βρεθῇ πιό παραστατική εἰκόνα γιά νά δειχθῇ ὁ χαρακτήρ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στό διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σάν ὕδωρ ζῶν, σάν ποταμός χάριτος πού ἐδρόσισε τό πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον, πού ξεδιψᾷ καί ἀρδεύει τίς συνεχόμενες ἀπό βασανιστική δίψα ψυχές τῶν ἀνθρώπων.
Πού μεταβάλλει τούς πίνοντας σέ πηγές. «Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», εἶπε στήν Σαμαρείτιδα (Ἰω. 4, 14). Πηγή πού μετέτρεψε τήν ἔρημο τοῦ κόσμου σέ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό γόνιμο αὐτό θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμές στήν ἐκκλησιαστική ποίησι καί στόλισε τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μέ ἐξαιρέτους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τούς πιό χαρακτηριστικούς: Τό κάθισμα τοῦ πλ. δ΄ ἤχου πρός τό «Τήν Σοφίαν καί Λόγον», πού ψάλλεται μετά τήν γ΄ ᾠδή τοῦ κανόνος στήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:
«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ, καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι σωτηρίας τά νάματα· τόν γάρ θεῖον νόμον σου δεχόμενος ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ σβεννύει τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας. Ὅθεν εἰς αἰῶνας οὐ διψήσει, οὐ λήξει τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε. Διά τοῦτο δοξάζομεν τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι καταπέμψαι πλουσίως τοῖς δούλοις σου». Τό ἀπολυτίκιο καί τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τό πρῶτο τοῦ πλ. δ΄ καί τό δεύτερο τοῦ δ΄ ἤχου: «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι». «Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Καί τέλος τό ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς: «Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· ὅτι συνέχομαι δίψῃ, εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον». Αὐτή μέ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψις ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τόν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκό χαρακτῆρα, πού θά τήν ἔκανε προσφιλῆ στόν πολύ κόσμο. Καί τό ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δέν βοήθησε τούς χριστιανούς, πού δέν εἶχαν τίς ἀπαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, νά ξεπεράσουν τήν ἐπιφάνεια καί νά εἰσδύσουν στήν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος.
Συνέβη μέ αὐτή κάτι ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο πού συνέβη μέ τούς περιφήμους ναούς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ἀντί νά τιμῶνται στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθησαν, κατήντησαν, γιά τούς ἰδίους λόγους, νά πανηγυρίζουν στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς ἤ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἤ τῆς ἁγίας Τριάδος ἤ τῶν Εἰσοδίων ἤ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἤ καί αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καί τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καί Ἀγάπης.
Δέν ἔχει κανείς παρά νά ἀνοίξῃ τήν Ἔκθεσι τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιά νά ἰδῇ τό ἐπίσημο τυπικό τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τήν Μεσοπεντηκοστή τοῦ ἔτους 903 στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου στήν Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδή τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903). *Εκ του ιστολογίου «imaik.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου