ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» 1962 - ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ - (ΤΕΛΟΣ)
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:
«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»
Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετανικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)
Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.
Δ.Σ.
«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 330-340..
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Μόλις ξεμακρύναμε, μ' έπιασε ο Πάνος με τα δυο του χέρια απ' τη μέση κ' έγειρε το πανωκόρμι του. Έγειρα κ' εγώ, έτσι που οι δυο μαζί να φαινόμαστε από μακριά σαν άλογο που βόσκει. Οι σκοποί ξεγελαστήκανε. Όταν μας πήρανε χαμπάρι ήτανε πια αργά. Φτερά κάναμε. Είμαστε ξεσκολισμένοι κ' οι δυο, ξέραμε πως να κινηθούμε. Πέσαμε σε ντερεδιές κι από κει ανηφορίσαμε. Τα μέρη ήταν γνώριμα. Βρισκόμαστε πια στα βουνά της πατρίδας μας. Η αλήθεια είναι πως σταθήκαμε τυχεροί! Μόνο τ' άλλο βράδι ανταμώσαμε ένα Τουρκί.
Το ρωτήσαμε γιατί αυτή η ερημιά και που έχει πάει ο κόσμος. Μας αποκρίθηκε: -Κατέβηκαν όλοι στα χωριά και στις πολιτείες. Γιορτάζουμε τη φευγάλα των γιουνάνηδων! Μόλις πλησιάσαμε στον Κιρκιντζέ δεν κάναμε ζάφτι την καρδιά μας. Μας έπιασε σύγκρυο και κόπηκε η αναπνοή μας. Σιγουρευτήκαμε πως το χωριό ήταν ακατοίκητο και χωθήκαμε στις γειτονιές. Γλυστρούσαμε τοίχο τοίχο, σαν κλέφτες. Το φεγγάρι έριχνε αρκετό φως για να ξεδιακρίνεις το κάθε τι. Οι πόρτες των σπιτιών τρίζανε καθώς τις ανοιγόκλεινε ο αγέρας, θάρρειες κ' είχε πέσει πανούκλα και θέρισε τους ζωντανούς. Όλα έρημα, άδεια. Στα σκαλοπάτια και στους δρόμους πεταμένα ρούχα, σπασμένα έπιπλα και γυαλικά. Που και που κανένα σκυλί αλυχτούσε λυπητερά «γόου! γόου! γόου!».
Ως κ' οι γάτες κι αυτές κλαψουρίζανε ανήσυχα, ξερά κ' επίμονα κι αυγατίζανε την αγριίλα. Κάθε σπίτι, κάθε σοκάκι, κάθε δεντρί και κάθε πετράδι από τούτη τη γης ήτανε ζυμωμένο με την καρδιά και με τη θύμησή μας. Μας πήρε το παράπονο! Μπρε δικό μας δεν είναι τούτο το χωριό ; Δικά μας δεν είναι τα σπίτι; Δικά μας δεν είναι τα χώματα, τα σπαρτά, τα δέντρα ; Εδώ δε μεγαλώσαμε; Εδώ δε δουλέψαμε; Εδώ δεν είναι βαμένα τα κόκκαλα των πατεράδων μας; Εδώ δεν είναι τα καζάντια μας, οι μνήμες μας, τα όνειρά μας! Πώς έγινε και δεν είναι πια τίποτε δικό μας; -Σύρε να φύγουμε! είπε ο σύντροφός μου. Αν μας δει μάτι, δε θα μείνει απ' το κορμί μας ουδέ κόκκαλο για τα σκυλιά! Ανηφορίσαμε για το σπίτι του κεχαγιά Σεφέρογλου. Εκεί ξέραμε πως θα βρίσκαμε ό,τι χρειαζόμαστε∙ τραγίσια τουλούμια να τα φουσκώσουμε και να πέσουμε μ' αυτά στη θάλασσα, σκοινιά, ρούχα, φανάρια, τρόφιμα. Το σπίτι απομονωμένο στο βουνό, δεν είχε ακόμα πατηθεί. Μόνο τα κοπάδια λείπανε.
Τα γιατάκια στρωμένα κάτω απ' τη γκορτσά. Οι κόττες με το που μας νιώσανε φτερακούσανε. Δε χάσαμε καιρό∙ τα κατατόπια τα ξέραμε. Ό,τι ζητήσαμε το βρήκαμε. Πριν φύγουμε ο Πάνος με σταμάτησε. -Για βάστα, έκανε , λαχτάρησα να μασήσω κρέας! Τρέχει τσακώνει δυο κόττες∙ βγάζει μαχαίρι να τις σφάξει μήπως και κακαρίζουνε στο δρόμο. Μα γίνεται κίτρινος, τρέμει το χέρι του∙ τις παρατάει. -Δεν μπορώ, κάνει. Πάμε! Μόλις φτάσαμε στο δάσος βρήκαμε μιαν απόμερη σπηλιά να ξαποστάσουμε. Δοκιμάσαμε τα τουλούμια μήπως και χάνουν αέρα. Ύστερα καθήσαμε να φάμε τα κριθαρένια παξιμάδια και τα ξερά σύκα του φίλου μας του Σεφέρογλου. Ήπιαμε ρακί, στρίψαμε τσιγάρο. Ξαναπήραμε τη στράτα. Βγήκαμε σε μιαν έρημη παραλία.
Ανάμεσα Τσαγκλί και Σάμο είναι ένα ερημονήσι. Αν καταφέρουμε και φτάσουμε ζωντανοί ίσαμε κει, ύστερα ένα σάλτο είναι πια η Σάμο. Θα κάνουμε σινιάλα στους ψαράδες, θα φωνάξουμε. Ένας ήταν ο κίνδυνος∙ μήπως προλάβανε οι Τούρκοι και βάλανε φυλάκια. Αυγές ζυγώσαμε τη θάλασσα∙ η αγωνία μας κορυφώθηκε. Κάθε ήχος μας αλάφιαζε. Κάποια στιγμή ακούσαμε κουβέντες. Μπροστά μας ήταν ένας βάλτος∙ χωθήκαμε μέσα στη λάσπη. Ο Πάνος δεν άντεξε πολύ. Έβγαλε το κεφάλι του και σαν είδε πως προσπέρασαν οι Τούρκοι, μ' ανάσυρε κ' εμένα. Κρυφτήκαμε πίσω από βράχια. Αέρας τάραζε τη θάλασσα και την έκανε να σπάζει με θόρυβο πάνω στις πέτρες. Φουσκώσαμε γρήγορα τα τουλούμια κ' ετοιμαστήκαμε να πέσουμε. Την ύστατη στιγμή ο φίλος μου δείλιασε.
Δεν είχε ξαναμπεί στο νερό. Για να του δώσω κουράγιο έπεσα πρώτος και με ψηλά τα χέρια του δειξα πως τα τουλούμια με σηκώσανε στον αφρό. Στεργιανός ήμουνα και γω, όμως είχα μπει σε θάλασσα πολλές φορές στο Κουσάντασι και στη Σμύρνη. Του εξήγησα πως με τα τουλούμια δεν είχαμε να φοβηθούμε τίποτα. -Πέσε! του φώναξα. Μη χάνουμε καιρό. Ο Πάνος, που δεν είχε τίποτα σκιαχτεί στη ζωή του, έτρεμε μπρος στη θάλασσα. Έκανε δυο βήματα μπρος και δέκα πίσω. Αναγκάστηκα να ξαναβγώ στη στεριά. -Δεν μπορώ! Δεν έρχομαι! Θά 'χουνε φυλάκιο οι Τούρκοι στο νησί, -Αχ, μωρέ Πάνο, εσύ τα λες αυτά! Εσύ: Θα τους ριχτούμε, θα τους τσακώσουμε απ' τ' αχαμνά! Θα τους στραμπουλίξουμε! Θα τους αρπάξουμε τα όπλα. Έλα!
Άλλη ευκαιρία δε θα ξαναβρούμε. Βιάσου! Κουνήσου! Μουλάρωσε, σφήνωσαν τα πόδια του στα βράχια∙ δεν έκανε βήμα. Τον πλησίασα, τον καλόπιασα, του αγρίεψα, τον έσυρα με το ζάρι, τίποτα∙ παρά τρίχα να ρθούμε στα χέρια. Δεν ήξερα τι να κάνω. Η ώρα περνούσε. -Τι κάθεσαι; φώναξε μπουρινιασμένος. Δε σε κρατάω γω. Πάγαινε! Γύρισα και τον κοίταξα. -Μπρε, Πάνο! Κρίμα! Κατέβασε το κεφάλι του. Τοιμάστηκα να πέσω στο νερό. Η καρδιά μου ήτανε βαρειά. -Γεια σου! είπα. Τον έπιασε συγκίνηση. -Αν πετύχεις βάρκα και μπορέσεις, έλα πάρε με. Θα στέκω εδωνά, να σε περιμένω. Αν φύγω, πα να πει πως κάτι τρέχει, κάποιος κίνδυνος. Μη ζυγώσεις τότες και καείς.
Κατάλαβα πως έσπασε∙ δε θα μ' ακολουθήσει. Έπεσα στη θάλασσα. Το κύμα με δυσκόλευε. Κουνούσα αδέξια χέρια και ποδάρια. Η ανάσα μου έβγαινε λαχανιαστή. Ήξερα πως έπρεπε να κουμαντάρω και νεύρα και κινήσεις.
Το μάτι μου τώρα έτρωγε το ξερονήσι. Τι θα βρώ μπροστά μου; Είχαν φυλάκιο οι Τούρκοι; Άμα ζύγωσα νόμισα πως θα λιποθυμήσω απ' την κούραση. Δυσκολεύτηκα νά 'ρθω στα συγκαλά μου, άρχισα να σκαλώνω προσεχτικά. Αφτί, μάτι, νεύρα όλα τεντωμένα. Άκουσα θόρυβο και στάθηκα. Σα να χαρχαλεύανε ξερά κλαριά. Είπα ν' ανεβώ στην κορφή ν' αντιληφτώ τι γίνεται. Μπουσουλούσα. Το σούσουρο μεγάλωνε. Κρύος ιδρώτας με περίλουζε. Ζερβά μου, στο γκρεμνό, βλέπω από μια κουφάλα να ξεμπουκάρουν κάμποσοι γλάροι.
«Ααχ!» ανάσανα! Το νησί ήταν έρημο. Έψαξα όλες τις μπάντες. Προχώρησα λεύτερα, με μεγάλες δρασκελιές. Σκάλωσα στο πιο φανερό ύψωμα και ξαγνάντευα τη θάλασσα κατά τη Σάμο. Ένα μίλι με χώριζε απ' την Ελλάδα. Άρχισα να κουνάω ένα άσπρο ζουνάρι. Τα μάτια μου τρώγανε τις θάλασσες. Η ώρα περνούσε. Μ' έπιασε λιγούρα. Η θάλασσα ωστόσο μπουνατσάριζε. Δε γίνεται σκεφτόμουνα, κάτι θα φανεί, κάποια ψαρόβαρκα, κάποια βενζίνα. Στην ανάγκη θα πέσω πάλι στη θάλασσα, θα πάω κολυμπώντας. Αν είχε έρθει ο διάολος ο Πάνος μαζί, όλα θα μου φαινόταν εύκολα. Το μάτι μου πήρε ένα μαύρο σημαδάκι στον ορίζοντα. Έμοιαζε με πουλί. Όχι δεν ήτανε πουλί, ήτανε βράχος. Όχι, ούτε βράχος. Κουνιέται! Κουνιέται! Είναι πλεούμενο. Είναι ψαρόβαρκα.
Έχει λάσκα το πανί. Έχει κουπιά. Ναι κουπιά. -Ε! Ε! Ε! Άρχισα να φωνάζω. Κουνούσα το άσπρο ζουνάρι. Σφύριζα. Με είδανε; Μ' ακούσανε; Είπα μήπως σκιαχτούν και γυρίσουνε πίσω. Κ' έτρεξα χαμηλά στις ξέρες. Φόρεσα τα τουλούμια κ' έδωσα ένα σάλτο στα βαθειά νερά. Η βάρκα όλο και ζύγωνε. Άρχισα να μουδιάζω. Σφίχτηκα. Όταν μ' ανασύρανε οι ψαράδες δεν είχα πνοή. Η μιλιά μου δεν έβγαινε. Ένιωθα μόνο τα καυτά μου δάκρυα στα μάγουλα. Μου δώσανε νερό. Συνήρθα. Είπα στους δυο ψαράδες, πως βρέθηκα στο ξερονήσι. Τους παρακάλεσα να πάμε πίσω να πάρουμε το φίλο μου. Σωπαίνανε. Ο μεγαλύτερος, που τον λέγανε Λέαντρο μου λέει: -Γι' άκου, πατριώτη, ξηγημένες, παστρικές κουβέντες. Στα τούρκικα νερά δε ζυγώνουμε. Καταλαβαίνεις; Έχω δέκα παιδιά να θρέψω! Ποιος Θεός το θέλει να ορφανέψουνε για να σωθεί μια ψυχή! Δεν πάω. Ο άλλος συμφώνησε.
Πιάσανε κ' οι δυο τα κουπιά και κάνανε πίσω. Τους είπα τις τελευταίες κουβέντες του Πάνου. -Θα μας προφυλάξει, δε θα καούμε... Κ, εγώ τη θέλω τη ζωή μου. Λέτε να μην τήνε θέλω, ύστερα απ' όσα τράβηξα; -Μη χάνεις τα λόγια σου. Κ' ίσαμε δω που ήρθαμε ήτανε μεγάλη κουτουράδα! Όλη τη φούρκα τους τη βάλανε στο κουπί. Όταν είδα πως ξεμακραίνουμε, το μυαλό μου μπήκε σε κίνηση∙ πηδούσε από λύση σε λύση. Τον Πάνο μια φορά δε θα τον αφήσω. Αυτός μ' έσπρωξε να το σκάσουμε, μαζί τα ξεκεφαλιώσαμε ίσαμε το Τσαγκλί. Πήρα μιαν απόφαση στα γρήγορα. Έπεσα στη θάλασσα. Τα τουλούμια είχανε κάπως ξελασκάρει. Πάλευα με το νερό. Οι ψαράδες παρατήσανε τα κουπιά σαν μετανοιωμένοι. Τα χείλια του Λέαντρου σουρώσανε και τα μάτια του μισοκλείσανε. Μασούλαγε, όλος νεύρο, το τσιγάρο του κι αναμετρούσε την απόσταση. Ύστερα γύρισε απότομα στο σύντροφό του! -Βρε Γληγόρη, τι λες βρε; Πάμε; -Και δεν πάμε, έκανε ο Γληγόρης. -Πάμε, που να μην έσωνα νά 'βγαινα σήμερις! Πήγαμε.
Ο Πάνος μόλις μας είδε, έκανε σαν τρελός. Μας φάνηκε σαν ψέμα που σωθήκαμε! Μόλις είπαμε πως πατήσαμε χώμα σίγουρο, μια περίπολο μας περιμάζεψε εμάς και πολλούς άλλους και μας μπάρκαρε όλους μαζί σ' ένα καράβι που ήτανε έτοιμο να σηκώσει άγκυρα. -Η Σάμος γέμισε πρόσφυγες, τραβάτε αλλού... -Φίσκα όλα τα νησιά και τα πόρτα... -Παντού πρόσφυγες! Πρόσφυγες! Ενάμισυ εκατομμύριο ψυχές. Βρεθήκαμε κουλουριασμένοι στην πρύμνη, κάποιου βαποριού, με τα κουρέλια μας και τα μπογαλάκια μας μουδιασμένοι, ξεκουρντισμένοι, χωρίς να ξέρουμε που θα μας σβουρίξει η καταιγίδα. Οι γυναίκες στενάζανε! -Τι απόγιναν οι δικοί μας; Τον ακούς στο νου και στην καρδιά το σεισμό και το χαλασμό∙ δε σταματάει. Τραντάζει το καράβι. Σαλπάρει. [...] Το παν ήτανε να στείλουνε καράβια, να πάρουνε τον κοσμάκη, να τον σώσουνε. Μα ούτε κι αυτό έγινε. -Ξέρω γιατί δεν έγινε. Μου τ' ομολόγησε ένας καπετάνιος∙ ενενήντα δυο μεγάλα καράβια, σου λέει, μαζευτήκανε στον Πειραιά, για να πάνε στις θάλασσες της Μικρασίας, να πάρουνε κόσμο. Όμως καθώς ανοιχτήκανε στο πέλαγος, πήρανε μυστικό τηλεγράφημα απ' την κυβέρνηση: «Δεν είναι υποχρεωτική η μετάβασις, αλλά προαιρετική».
Από τα ενενήντα δυο καράβια πήγανε μόνο τα δέκα εφτά! Δε θα ξεχάσω, στο Ακ Τσάι περιμένανε βαπόρι τριανταπέντε χιλιάδες γυναικόπαιδα. Εμείς, δέκα χιλιάδες φαντάροι ερχούμαστε απ' τ' Αδραμίτι, όταν... Με τούτο και τ' άλλο νύχτωσε. Οι κουβέντες σταμάτησαν. Κείνοι που κατάφεραν και κοιμήθηκαν ρουχάλιζαν βαριά. Σπασμένα μουγγρητά βγαίναν από τα στήθια∙ ήχοι βασανισμένοι, παραφουσκωμένοι τρόμο και πόνο. «Αααχ! Αχ!». Όσοι διπλώθηκαν στις μπατανίες τους, σαν εμένα, με στυλωμένα όλη νύχτα τα μάτια, παλεύανε με φριχτά δράματα. Άκουγες σιγανό, επίμονο ένα σερτό τρεμουλιαστό κλάμα: «Γι-ι-ιχ!». «Ι-ι-ιχ!». Πόνος αβάσταγος ομαδικός. Σκιές σεργιανούνε μέσα στη νύχτα∙ χαντζάρες κόβουν κεφάλια. Άγρια, ιδρωμένα, βαρβατεμένα κορμιά ζεϊμπέκων ανοίγουνε με λύσσα σφιγμένα σκέλια κοριτσιών, και πριν σηκωθούν από τον άνομο έρωτα, μπήγουν μαχαιριές στις μικρές μπλάβες καρδιές. «Άααχ! Άααχ! Αχ!».
Πλάσματα της γης! Ποια δύναμη σκότωσε την ψυχή σας! Ανθρώπινα χαμόγελα που γενήκατε τρόμος, μόνο τρόμος και θάνατος! Καρσί, στα μικρασιάτικα παράλια αναβοσβήνουνε φωσάκια, αναβοσβήνουνε μάτια. Καρσί, αφήσαμε συγυρισμένα σπίτια, κλειδωμένες σερμαγιές, στεφάνια στο κονοστάσι, προγόνους στα κοιμητήρια. Αφήσαμε παιδιά και γονιούς κι αδέρφια. Νεκροί άταφοι. Ζωντανοί δίχως σπίτια. Βρυκολακιασμένα όνειρα. Εκεί. Καρσί ήταν ίσαμε χτες η πατρίδα μας! Μέσα στη νύχτα που λες και δε θα χει ξημέρωμα, γλυστρούν μια μια οι γνώριμες φιγούρες. Οι Κιρλήδες, ο Σεφκιέτ, ο Ισμαήλμπεης, ο Κιαρίμ εφέντης, ο Σουκρή μπέης, ο Αλήνταης, η Ενταβιέ... Δε δίνουνται να βοηθήσουν σε τίποτα. Όλα χάθηκαν! Γκλαν! Γκλαν! Μονότονα κουδούνια. Πλαδαρό το βάδισμα της γκαμήλας που φέρνει στις καμπούρες της τα ζεμπίλια και τους τορβάδες, τα σακκιά με τη σταφίδα, τα σύκα, την ελιά, τις μπάλες με τα μπαμπάκια και τα μετάξια, τα κιούπια και τα βαρέλια, τα ροδέλαια, το ρακί, τα μπερκέτια της Ανατολής.
Πάνε όλα! Καμηλιέρη! Ταγκαλάκι με τα κοντοβράκια και τον κάτιφέ στ' αφτί, στάσου! άδικα μην κουφώνεις το χέρι στο στόμα∙ το μερακλωμένο τραγούδι σου δε φτάνει πια στην καρδιά. Σεφκιέτ! Δε με γνωρίζεις, τζάνεμ; Χρόνια τρυγήσαμε μαζί γέλιο και δάκρυ. Νε απίορ, Σεφκιέτ; Αχ, Σεφκιέτ! Σεφκιέτ! Θερία γενήκαμε. Μαχαιρώσαμε, κάψαμε τις καρδιές μας, άδικα. Τι με κοιτάς έτσι άγρια, αντάρτη του Κιόρ Μεμέτ; Εγώ σε σκότωσα και κλαίω γι' αυτό. Λογάριασε τι μου φαγες εσύ! Αδέρφια, φίλους, πατριώτες, τ' Αμελέ Ταμπούρια, ολόκληρη σφαγμένη γενιά! Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κ' εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τωραδά στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...
Αντάρτη του Κιόρ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ... Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε με αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!
Τ Ε Λ Ο Σ
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 330-340.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου