Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ




Σὲ λίγους πιστοὺς εἶναι γνωστὴ ἡ Ἑορτή, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀσχοληθοῦμε τώρα. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς καὶ μερικοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ποὺ ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μὲ τὴν Ἐκκλησία μας, οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν κἂν τὴν ὕπαρξί της. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκλησιάζονται κατ᾽ αὐτὴν καὶ περισσότεροι δὲν ὑποπτεύονται κἂν ὅτι τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακή τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη Δεσποτικὴ Ἑορτή, τὴν Ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς.


Καὶ ὅμως κάποτε ἡ Ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη Ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ᾽ αὐτὴ στὸν μεγάλο Ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξῃ τὴν Ἔκθεσι τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιὰ νὰ ἰδῇ τὸ ἐπίσημο Τυπικὸ τοῦ Ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ Αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903).


κεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ Αὐτοκράτωρ τὸ πρωῒ τῆς Ἑορτῆς, μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία του, ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ Παλάτιο γιὰ νὰ μεταβῇ στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Πατριάρχη, καὶ Βασιλεὺς καὶ Πατριάρχης Πεντηκοστάριον Χαρμόσυνον Τὸ Ταξίδι Συνεχίζεται μέσα στὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως πρὸς τὴν Δόξα τῶν Ἐσχάτων. Ἡ Θεία Λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες Ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτήν, ὁ Αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο παρεκάθητο καὶ ὁ Πατριάρχης.


Καὶ πάλι ὁ Βασιλεύς, ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγει τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμούς, ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ Παλάτιο. Ἀλλά, καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριον, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς λαμπρότητος τῆς Ἑορτῆς αὐτῆς. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη Δεσποτικὴ Ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της Τροπάρια καὶ τοὺς διπλοῦς της Κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ Ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασί της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες, κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων Ἑορτῶν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἔτους.


Ποιό ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς Ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς Εὐαγγελικῆς Ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραῖα τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο Τροπάριο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς: «Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως Πεντηκοστῇ δὲ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων, καὶ λάμπει τὰς λαμπρότητας ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα καὶ ἑνοῦσα τὰς δύο καὶ παρεῖναι τὴν δόξαν προφαίνουσα τῆς δεσποτικῆς Ἀναλήψεως σεμνύνεται». 


Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχῃ δικό της θέμα, ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ᾽ ἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ᾿ ἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξαν τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθῇ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων Ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικά θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ Τροπάρια καὶ στὸ Συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθῇ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας –μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου Αὐτοῦ Πατρός».


«Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες, τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ Συναξάριο. Σ᾽ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐξελέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ (Ἰω. ζ΄ 14-30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ Ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἢ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῷ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατὶ εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμον.


κριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς Ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν Ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον τῆς Ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφοὺς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ Δοξαστικὸ τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ΄ ἤχου: «Μεσούσης τῆς Ἑορτῆς διδάσκοντός Σου, Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μὴ μεμαθηκώς; ἀγνοοῦντες ὅτι Σὺ εἶ ἡ Σοφία ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμον. Δόξα Σοι».


Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώραν μεταξὺ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς Ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράσι τοῦ Κυρίου. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ΄ 37-38). Καὶ σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής. «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτὸν» ( Ἰω. ζ΄ 39).


Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλὰ λίγες ἡμέρες ἀργότερα. Ποιητικῇ ἀδείᾳ μπῆκαν στὸ στόμα τοῦ Κυρίου στὴν ὁμιλία Του κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς Ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθῇ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθῇ ὁ χαρακτὴρ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν Ὕδωρ Ζῶν, σὰν ποταμὸς Χάριτος ποὺ ἐδρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς Χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾷ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.


Ποὺ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές. «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ΄ 38). «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον», εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα (Ἰω. δ΄ 14). Πηγὴ ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημο τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίησι καὶ στόλισε τὴν Ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαιρέτους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ Κάθισμα τοῦ πλ. δ΄ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ΄ ᾨδὴ τοῦ Κανόνος στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου:


«Τῆς Σοφίας τὸ ὕδωρ καὶ τῆς Ζωῆς ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ, καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι σωτηρίας τὰ νάματα· τὸν γὰρ θεῖον Νόμον Σου δεχόμενος ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ σβεννύει τῆς πλάνης τοὺς ἄνθρακας. Ὅθεν εἰς αἰῶνας οὐ διψήσει, οὐ λήξει τοῦ κόρου Σου Δέσποτα, Βασιλεῦ ἐπουράνιε. Διὰ τοῦτο δοξάζομεν τὸ κράτος Σου, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι καταπέμψαι πλουσίως τοῖς δούλοις Σου».


Τὸ Ἀπολυτίκιο καὶ τὸ Κοντάκιο τῆς Ἑορτῆς, τὸ πρῶτο τοῦ πλ. δ΄ καὶ τὸ δεύτερο τοῦ δ΄ ἤχου: «Μεσούσης τῆς Ἑορτῆς διψῶσάν μου τὴν ψυχὴν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός Με καὶ πινέτω. Ἡ πηγὴ τῆς Ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεός, δόξα Σοι». «Τῆς Ἑορτῆς τῆς Νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες, Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν Σοι προσπίπτομεν καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμούς Σου δώρησαι ἡμῖν, Σὺ γὰρ ὑπάρχεις πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν».


Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο Ἐξαποστειλάριο τῆς Ἑορτῆς: «Ὁ τὸν κρατῆρα ἔχων τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· ὅτι συνέχομαι δίψῃ, εὔσπλαγχνε μόνε Οἰκτίρμον».


Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ Ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψις ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτῆρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλῆ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς Χριστιανούς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ Διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς Πηγῆς τοῦ ἀκενώτου Ὕδατος.


Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περιφήμους Ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴν Ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς Ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης. *Εκ του ιστολογίου «Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου