Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Η ΑΕΙΜΝΗΣΤΗ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΡΙΑ - ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ


Τα τρία παιδιά που έχασε, το ένα μετά το άλλο, της άλλαξαν τη φιλοσοφία για τη ζωή. Παράτησε τη χλιδάτη ζωή που έκανε –και για την οποία είχε να μιλάει όλη η Αθήνα –και κλείστηκε σε μοναστήρι. 



Στο μοναστήρι που έχτισε παρέμεινε κλεισμένη, αφοσιωμένη στον Θεό, μετρώντας ώρες ατελείωτης μοναξιάς και πόνου. Μια συγκλονιστική ιστορία είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της, περνώντας από την απίστευτη χλιδή, στην κορυφαία και ανείπωτη τραγωδία. Ο λόγος για την εφοπλίστρια Κατίγκω Λαιμού- Πατέρα από τις Οινούσσες, που μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς και έγινε καλόγρια. Προηγουμένως βίωσε τον πόνο και την απώλεια σε όλο τους το μεγαλείο, καθώς είδε την οικογένειά της –τα τρία της παιδιά και το σύζυγό της- να ξεκληρίζεται. Από τη μεγάλη περιουσία της ζάμπλουτης εφοπλίστριας Κατίγκως Λαιμού – Πατέρα σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, άδειασαν για να διατεθούν τα χρήματα σε φιλανθρωπίες, στο χτίσιμο μοναστηριών και σε αγαθοεργίες. Τα αμέτρητα εκατομμύρια της κληρονόμου της δυναστείας Λαιμού στις Οινούσσες εξανεμίστηκαν και χάθηκαν, ενώ ελάχιστα πράγματα έμειναν για τους κληρονόμους. Η Λαιμού – Πατέρα άλλωστε είχε άλλα σχέδια στο μυαλό της για την περιούσια που διέθετε. Το μεγάλο αρχοντικό που διατηρούσε επί σειρά χρόνων στο Παλαιό Ψυχικό πίσω από το Αρσάκειο, ανεκτίμητης αξίας, το χάρισε στο γιο της, ο οποίος μετά από χρόνια το πούλησε. Μέσα σε αυτή την έπαυλη διατηρούσε ένα εκκλησάκι από το οποίο είχε ζητήσει να γίνει αποτοίχιση των έργων του Φώτη Κόντουγλου και να μεταφερθούν στο μοναστήρι στις Οινούσσες. Έργα ανεκτίμητης αξίας, αφού αποτελούν τα τελευταία έργα ενός θρυλικού ζωγράφου. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της αδελφής Ορθοδοξίας, η οποία μίλησε στην «Espresso» και περιέγραψε την πολυετή γνωριμία της με τη ζάμπλουτη εφοπλίστρια που έγινε μοναχή και η οποία πέθανε πριν από λίγους μήνες στο μοναστήρι που έχτισε. «Την αείμνηστη γερόντισσα τη γνώρισα πριν πολλά χρόνια όταν ήρθα εδώ στο μοναστήρι, το 1969. Μου είχε μιλήσει για την κοσμική της ζωή και βέβαια για το μεγαλείο και τα πλούτη που είχε μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να ντυθεί το σχήμα. Μεγάλωσε μέσα στα πλούτη με νταντάδες και υπηρέτες, αφού καταγόταν από εφοπλιστική οικογένεια. Συχνά μας έλεγε για την άδικη κατάρα που την κυνηγούσε, ακόμη και όταν έγινε καλόγρια. Να διατάζει. Δεν το ήθελε καθόλου και όμως αναγκαστικά έπρεπε να έχει ρόλο τέτοιο, αφού ήταν ηγουμένη στο μοναστήρι. Παντρεύτηκε στα δεκαεννιά της τον εφοπλιστή Πανάγο Διαμαντή Πατέρα (σ.σ. έγινε και αυτός μοναχός πριν πολλά χρόνια) και απέκτησε τρία παιδιά μαζί του, την Καλλιόπη, τον Διαμαντή και την Ειρήνη. Κανείς τους δεν ζει πια. Μάλιστα μου είχε πει ότι είχαν αποφασίσει από κοινού με τον κοσμικό σύζυγο της να πουλήσουν τα πάντα και να διαθέσουν τα χρήματα σε φιλανθρωπίες και αγαθοεργίες. Στο γιο τους είχαν πει ότι δεν του άφηναν πολλά για να μη χάσει την ψυχή του και γίνει διεφθαρμένος και υπόδουλος των χρημάτων». Όπως σημειώνει η αδελφή Ορθοδοξία, μεγάλα ποσά διατέθηκαν από την οικογένεια στο χτίσιμο μοναστηριών: «Η ζωή της πραγματικά είναι συγκινητική. Είδε την οικογένειά της να αφανίζεται. Ποτέ όμως δεν θεώρησε ότι ο Θεός ήταν άδικος μαζί της. Συνήθιζε να λέει ότι ο Ύψιστος δεν κάνει ούτε λάθη ούτε αδικίες».Το κακό θα ξεκινούσε όταν ο αγαπημένος της σύζυγος θα προσβαλλόταν από καρκίνο. Η ηρεμία και η ευτυχία στο πάμπλουτο αρχοντικό της οικογένειας δεχόταν το πρώτο χτύπημα. Τα γέλια, οι φωνές και η λάμψη θα διαδέχονταν το γοερό κλάμα και τη θλίψη. Και ήταν μόνο η αρχή. Η μοίρα επιφύλασσε πολλά ακόμη χτυπήματα για την οικογένεια της Λαιμού – Πατέρα... Το πρώτο δεν άργησε να έρθει, θυμάται ο Δημήτρης Χαλκιάς, ο οποίος υπήρξε επί σειρά χρόνων δήμαρχος Οινουσσών και γνώριζε καλά την οικογένεια. «Αμέσως μετά η αρρώστια χτύπησε και τη μικρή κόρη της οικογένειας. Τραγική ειρωνεία; Η Ειρήνη πάντως έφυγε πριν από τον πατέρα της, ο οποίος παρά το τελεσίγραφο των γιατρών διατηρήθηκε στη ζωή για αρκετά χρόνια». Η εφοπλίστρια παρακολουθούσε το δράμα της ζωής της με ψυχραιμία και το μοναδικό πράγμα που έκανε ήταν να ζητεί τη βοήθεια του Θεού. Όπως σημειώνει ο κ. Χαλκιάς: «Να σκεφτείτε ότι μέχρι τότε ζούσαν την απόλυτη ευτυχία.Το αρχοντικό τους στην Αθήνα στο Παλαιό Ψυχικό πλημμύριζε από λαμπερές παρουσίες εφοπλιστών και επιχειρηματιών, στις κατά καιρούς δεξιώσεις που διοργάνωνε η Λαιμού – Πατέρα». Ξαφνικά τα πάντα είχαν παγώσει. Ο πόνος είχε καταφέρει να επιβάλει τους δικούς του κανόνες και το απόλυτο συναισθηματικό γκριζάρισμα. Το αρχοντικό του Ψυχικού μετατράπηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σχεδόν σε μοναστήρι. Ηγούμενοι, μοναχοί και πνευματικοί από το Άγιο Όρος κι από την υπόλοιπη Ελλάδα επισκέπτονταν πλέον σε καθημερινή βάση το σπίτι της οικογένειας. Μέσα στο σπίτι η Λαιμού-Πατέρα είχε φτιάξει κι ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Το εκκλησάκι μάλιστα το είχε εικονογραφήσει ο μακαριστός αγιογράφος και φίλος της οικογένειας Φώτης Κόντογλου. Εκεί γινόταν καθημερινά ακολουθίες και λειτουργίες».Η πάμπλουτη και πανέμορφη Λαιμού – Πατέρα πλέον είχε αλλάξει σελίδα στη ζωή της. Απαρνήθηκε τα πλούτη και τις ανέσεις και ήθελε πλέον να ζήσει ως μία απλή γυναίκα. Σύντομα τα πλούσια εδέσματα του παλατιού της αντικαταστάθηκαν από λιτά φαγητά και αυστηρή νηστεία. Τα πολυτελή και εντυπωσιακά φορέματα που φορούσε πριν, στριμώχτηκαν κάτω στο υπόγειο του επιβλητικού σπιτιού, ενώ η ίδια κυκλοφορούσε με ένα μαύρο φόρεμα. Οι βραδινές εξορμήσεις, η διασκέδαση σε κοσμικά μαγαζιά έδιναν σκυτάλη σε πολύωρες ακολουθίες και αγρυπνίες. Τα συχνά ταξίδια για λόγους αναψυχής τώρα έδιναν τη θέση τους σε προσκυνήματα. Παντού. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ο χαμός της κόρης της όμως δεν θα αργούσε να την κάνει να συνειδητοποιήσει ότι την περίμενε μία ζωή γεμάτη πόνο. Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η εικοσάχρονη Ειρήνη, η οποία είχε γίνει στο μεταξύ μοναχή και υπέμεινε με καρτερικότητα τους πόνους της βαριάς ασθένειάς της μέχρι την τελευταία στιγμή, έκλεισε τα μάτια της. Μάλιστα όταν μετά από τρία χρόνια την ξέθαψαν, το λείψανό της βρέθηκε άφθαρτο. Οι γονείς της ανέλαβαν να κάνουν πράξη ένα τάμα που είχαν κάνει μαζί με την κόρη τους, όταν κάποτε την επισκέφτηκαν σε μια κλινική στη Ζυρίχη, όπου νοσηλευόταν. Να φτιάξουν ένα μοναστήρι. Έτσι και έγινε. Η εφοπλίστρια έχτισε το πανέμορφο μοναστήρι, έναν σωστό παράδεισο, το οποίο μέχρι σήμερα κοσμεί το νησάκι των Οινουσσών. Τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας την έσπρωξαν στο μοναχικό της κόσμο Η εφοπλίστρια Λαιμού – Πατέρα θα δεχόταν λίγο αργότερα πολλαπλά χτυπήματα. Μετά το θάνατο της κόρης της αποφασίζει να κλειστεί σε μοναστήρι, ενώ την ίδια περίοδο και ο σύζυγός της αποφασίζει να γίνει μοναχός. Ξεκινούν έτσι μία νέα ζωή. Εκείνη ως Μαρία και εκείνος ως Ξενοφώντας. Ο κ. Χαλκιάς θυμάται: «Λίγα χρόνια αργότερα θα δεχόταν ένα ακόμη χτύπημα. Η πρωτότοκη κόρη της, Καλλιόπη, θα πέθαινε σε ηλικία 47 χρόνων, ενώ αμέσως μετά θα ακολουθούσε και ο θάνατος του γιου τη,ς Διαμαντή, που έφυγε όταν έγινε κι αυτός 47 χρόνων. Ο θάνατος του συζύγου της απλώς θα έκλεινε επί της ουσίας την αυλαία μιας δραματικής σειράς απωλειών. Όλοι είχαν φύγει εκτός από εκείνη. Η πανέμορφη αρχόντισσα δεν θύμιζε σε τίποτα την εικόνα του παρελθόντος. Με εμφανή τα σημάδια της ψυχικής εξουθένωσης βυθίστηκε στις σκέψεις και το δικό της απόλυτα μοναχικό κόσμο». Η μαυροφορεμένη γυναίκα ποτέ δεν το έβαλε κάτω και βοηθούσε πάντα όποιον της το ζητούσε. Την ένοιαζε όλος ο κόσμος. Από τα πέρατα της οικουμένης της τηλεφωνούσαν ή της έγραφαν, για να της ζητήσουν στήριξη. Ο λόγος της ήταν φλογερός, έδινε πάντα θάρρος και ελπίδα. Δεν άφηνε περιθώρια για απελπισία κι απογοήτευση. Συνήθιζε να λέει, όπου έβλεπε ίχνη αμφιβολίας κι απιστίας: «Με αυτά που έπαθα εγώ, θα έπρεπε να βρίσκομαι ή στο τρελοκομείο ή στον τάφο. Τι άλλο μου έμεινε να πάθω; Έχασα τη μικρή μου κόρη, έπειτα τον άντρα μου, στη συνέχεια και τα άλλα δύο μου παιδιά. Αρρώστιες βαριές και ανίατες, βάσανα και στενοχώριες με συνόδευαν σε όλη μου τη ζωή. Δόξα τω Θεώ όμως.



Πνευματικοί της Γέροντες υπήρξαν επί σειρά ετών ο Άγιος, Γέρων Ιερώνυμος της Αίγινας και ο μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος. Ακολούθησε το Πάτριο Ημερολόγιο και ενέταξε την μονή της στις Οινούσσες. Η ζωή της να μας γίνει παράδειγμα και η ευλογία της να επισκιάζει τα βήματά μας. Αμήν!




Σ.Σ.Η αείμνηστη Γερόντισσα Μαρία - Μυρτιδιώτισσα του Πατρίου Ημερολογίου ήταν η ανάδοχος στην κουρά της Αγίας Μυρτιδιώτισσας της Κλεισούρας.Κουρά,που τέλεσε ο μακαριστός Μητροπολίτης Φυλής και Ωρωπού κ.Κυπριανός,με την οποία συνδέονταν πνευματικά από χρόνια.Η μεγάλη κοτσίδα της Αγίας Μυρτιδιώτισσας,που δυστηχώς το οικουμενικό πατριαρχείο...την ΄΄αποσχημάτισε΄΄ και αργότερα την αγιοποίησε ως...Σοφία,βρίσκεται στην Ι.Μ.Ευαγγελισμού Θεοτόκου στις Οινούσσες της Χίου,μαζί με άλλα προσωπικά της αντικείμενα.



Αείμνηστη Γερόντισσα Μαρία - Μυρτιδιώτισσα


Η ΕΦΟΠΛΙΣΤΡΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΜΟΝΑΧΗ




Στις 9 Ιουνίου (27 Μαΐου) 2005 εγκατέλειψε την πρόσκαιρη ζωή και πορεύτηκε προς την αληθινή, η μοναχή Μαρία Μυρτιδιώτισσα, κατά κόσμον Κατίγκω Πανάγου Πατέρα. Πήγε για να συναντήσει τον νυμφίο της Χριστό, Τον όποιο είχε αγαπήσει «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος» της. 



Η μακαριά μοναχή Μαρία - Μυρτιδιώτισσα ήταν μια σπάνια πνευματική φυσιογνωμία που, από τη στιγμή που γνώρισε κι αγάπησε το Χριστό, δεν αρκέστηκε να Τον βιώσει η ίδια και μάλιστα απόλυτα, ολοκληρωτικά, αλλά προσπάθησε μ' όλη τη (μεγάλη) δύναμη της ψυχής της και μ' όσα (πλούσιοι) μέσα της χορήγησε ο Θεός να πείσει και πολλούς άλλους ανθρώπους να Τον γνωρίσουν και να Τον αγαπήσουν, αρχίζοντας από τον στενό οικογενειακό της κύκλο και διευρύνοντας τον κύκλο αυτόν όλο και περισσότερο. Ως την άλλη άκρη της γης έφτασε η επιρροή της. Ποια όμως ήταν η μοναχή Μαρία Μυρτιδιώτισσα; Για όσους δεν την ήξεραν ή δεν είχαν ακούσει γι' αυτήν αξίζει να σημειώσουμε επιγραμματικά τα εξής: Η κατά κόσμον Αικατερίνη (Κατίγκω) Δημ. Λαιμού γεννήθηκε στο μικρό νησάκι των Οινουσσών, απέναντι από τη Χίο, το 1912. Όπως οι περισσότεροι κάτοικοι των Οινουσσών, έτσι κι οι δικοί της γονείς ήταν πλοιοκτήτες, εφοπλιστές. Έτσι η Κατίγκω έζησε μια ζωή γεμάτη ανέσεις. Σπούδασε στα καλλίτερα σχολεία, ταξίδεψε σ' όλα τα μέρη του κόσμου και γενικά δε στερήθηκε τίποτα από τα εγκόσμια αγαθά. Οι γονείς της, όμως, εκτός από την άνεση και την πολυτέλεια, της εμφύτεψαν και μεγάλη πίστη στο Χριστό και την Εκκλησία Του, καθώς και μεγάλη αφοσίωση στην πατρίδα και τις εθνικές παραδόσεις. Το 1931 παντρεύτηκε τον, επίσης, εφοπλιστή Πανάγο Διαμαντή Πατέρα και από τη συζυγία αυτή προέκυψαν τρία παιδιά: η Καλλιόπη, ο Διαμαντής και η Ειρήνη. Η οικογένεια ζούσε μια σώφρονα και παραδοσιακή ζωή, με ανθηρή υγεία και με όλα τα χαρακτηριστικά της άνεσης, που παρέχει η πλήρης οικονομική ευχέρεια, ως τη στιγμή, που ο αρχηγός της οικογένειας προσβλήθηκε από ανίατη μορφή καρκίνου [το 1952]. Ο Θεός φαίνεται πως επέτρεψε τη δοκιμασία αυτή, για ν' αναδειχτεί έτσι η πίστη κι η προσήλωση στο Χριστό τόσο των ιδίων όσο και της οικογένειας τους. Από τότε η οικογένεια αφοσιώθηκε με περισσότερο ζήλο και μεγαλύτερη πίστη στο Χριστό. Η μικρή κόρη, η Ειρήνη, σε μια έξαρση αυτοθυσίας κι αγάπης, ζήτησε από το Θεό με την προσευχή της ν' απαλλαγεί ο αγαπημένος της πατέρας από την θανατηφόρα αρρώστια κι ας μεταφερόταν σε κείνη. Κι ο Θεός με την ανεξιχνίαστη βουλή Του άκουσε την προσευχή της. Κι η μικρή Ειρήνη προσβλήθηκε από την ίδια αρρώστια με τον πατέρα της. Κι ο πατέρας της από τότε και παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις των γιατρών, έζησε για πολλά χρόνια ακόμα ["Σ": 14 χρόνια, 1952-1966] και κοιμήθηκε το 1966. Η αρρώστια του Πανάγου Πατέρα και ιδιαίτερα της μικρής Ειρήνης συγκλόνισαν την οικογένεια. Πέρα απ' όλες τις φροντίδες για την ίαση τους, η οικογένεια, με πρωτοστάτη την Κατίγκω, προσέφυγαν με μεγάλη πίστη στο Θεό και ζητούσαν από Εκείνον μόνο βοήθεια και στήριξη. Η δοκιμασία τους έφερνε όλο και περισσότερο κοντά στην Εκκλησία. Γνωρίστηκαν με τους καλλίτερους πνευματικούς της εποχής (δεκαετίες του 1950 και 1960). Ιδιαίτερα από τότε που συνάντησαν τον γέροντα Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη και λίγο αργότερα τον γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας, η Κατίγκω Πατέρα και δι’ αυτής ολόκληρη η οικογένεια της μπήκαν σε άλλη τροχιά.Η άνετη έπαυλης του Ψυχικού οπού έμεναν, μετατράπηκε σχεδόν σε μοναστήρι. Ηγούμενοι, μοναχοί και πνευματικοί από το Άγιο Όρος κι από την υπόλοιπη Ελλάδα παρήλαυναν καθημερινά σχεδόν από το σπίτι τους. Ομιλίες και κηρύγματα γίνονταν σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα μέσα στο σπίτι, με ομιλητές τους πιο σπουδαίους ιεροκήρυκες και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Δεν υπήρχε γνωστός πνευματικός άνθρωπος τότε, που να μη πέρασε από εκεί, να μη φιλοξενήθηκε και να μη ζητήθηκε η γνώμη κι η συμβολή του στην πνευματική αναγέννηση της οικογένειας, των συγγενών και του ευρύτερου κοινωνικού τους περίγυρου. Μέσα στο σπίτι είχαν φτιάξει κι ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, που το είχε εικονογραφήσει ο μακαριστός αγιογράφος και φίλος της οικογένειας Φώτης Κόντογλου. Εκεί γίνονταν καθημερινά ακολουθίες, αλλά και λειτουργίες, οσάκις υπήρχε κοντά τους ιερέας. Η Κατίγκω ιδιαίτερα, αλλά και τα μέλη της οικογένειας της, ζούσαν μυστηριακή ζωή, με συχνή εξομολόγηση, θεία κοινωνία και αγώνα για εσωτερική τελείωση. Ήταν να θαυμάζει κανείς με την αυταπάρνηση της πραγματικής αρχόντισσας Κατίγκως. Θυσίασε όλα όσα είχε για την αγάπη του Χριστού. Και δεν ήταν λίγα. Τα πλούσια εδέσματα της τ' αντάλλαξε με λιτά φαγητά και κατά τις νηστίσιμες ήμερες με αυστηρή άλαδη νηστεία αντί τα πολυτελή φορέματα, που φορούσε πριν, τώρα αρκούνταν σ' ένα απλό μαύρο φόρεμα. Τις βραδινές βεγγέρες και τις λοιπές νυκτερινές διασκεδάσεις τις αντικατέστησε με τις πολύωρες ακολουθίες και τις αγρυπνίες. Τα συχνά ταξίδια για λόγους αναψυχής τώρα έδωσαν τη θέση τους σε προσκυνήματα. Δεν άφησε προσκυνήματα και μοναστήρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που να μη τα επισκέφτηκε. Ο Θεός με τα κρίματά Του επέτρεψε ν' αναπαυτεί η μικρή Ειρήνη το 1961 (26 Νοεμβρίου), σε ηλικία 21 ετών. Ακριβώς ένα μήνα νωρίτερα, του Άγιου Δημήτριου, είχε δεχτεί τη μοναχική κούρα, μετονομασθείσα Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα, από ευλάβεια στην Παναγία Μυρτιδιώτισσα, της οποίας το μοναστήρι στη Χίο βρίσκεται απέναντι από το νησάκι τους, τις Οινούσσες. στο σύντομο βίο της δοκιμάστηκε πολύ, υπόμεινε με μαρτυρική καρτερία τους πόνους και την αρρώστια της κι ο θάνατος της ήταν οσιακός. Κι όταν μετά από τρία χρόνια την ξέθαψαν, το λείψανο της βρέθηκε άφθαρτο. Μετά από αυτό οι ευλαβείς γονείς ανέλαβαν να κάνουν πράξη ένα τάμα, που είχαν κάνει μαζί με τη κόρη τους, όταν κάποτε την επισκέφτηκαν σε μια κλινική στη Ζυρίχη, όπου νοσηλευόταν. Να φτιάξουν ένα μοναστήρι προς δόξαν Θεού. Ήθελαν έτσι να Τον ευχαριστήσουν για τις αμέτρητες δωρεές Του, να Του αφιερώσουν ένα μικρό μέρος από τον πλούτο, που με τη βοήθειά Του απόκτησαν. Κι έτσι έγινε το πανέμορφο μοναστήρι, ένας σωστός παράδεισος, που σήμερα κοσμεί το νησάκι των Οινουσσών.Η αρχόντισσα Κατίγκω Πατέρα, μετά το θάνατο και του συζύγου της, που στο μεταξύ είχε καρεί μοναχός κι αυτός κι είχε λάβει το όνομα Ξενοφών, έγινε μοναχή στο μοναστήρι της κι οι μοναχές, που εγκαταβιούσαν εκεί την εξέλεξαν ηγουμένη.Η γερόντισσα Μαρία Μυρτιδιώτισσα, πέρα από τ' άλλα χαρίσματα της, διακρινόταν από μια πίστη πολύ δυνατή. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς, πως η πίστη της ήταν ικανή «και όρη μεθιστάνειν», όπως είπε κι ο Χριστός. Ήταν μια πίστη στερεή, αψεγάδιαστη, καθαρή σαν διαμάντι, που δε σηκώνει την παραμικρή σκιά. Ό,τι είπε κι ό,τι επέτρεψε ο Θεός, για τη γερόντισσα Μαρία ήταν δώρο Του. Σε καμιά περίπτωση δεν άφησε τον εαυτό της όχι μόνο να γογγύσει, αλλ' ούτε και να σκεφτεί ότι ο Θεός ίσως να μη την άκουσε, Ίσως να ήταν υπερβολικός στις άφθονες δοκιμασίες, που της έστειλε.Δοξολογούσε το Θεό συνέχεια, σε κάθε περίσταση, όσο λυπηρά κι αν ήταν τα γεγονότα, που αντιμετώπιζε. Δοξάζοντας το Θεό δέχτηκε την είδηση του θανάτου της νεαρής κόρης της, με δοξολογίες προέπεμψε και το μοναχό Ξενοφώντα, τον πρώην σύζυγο της. Αλλά και τις άλλες σκληρές δοκιμασίες, που δέχτηκε στη συνέχεια, το θάνατο της πρωτότοκης κόρης της Καλλιόπης σε ηλικία 47 ετών και, λίγο αργότερα, του μοναχογιού της Διαμαντή, επίσης στην ηλικία των 47 ετών, τις αντιμετώπισε με ιώβεια υπομονή. «Δόξα τω Θεώ», ήταν η απάντηση στο θλιβερό άγγελμα του θανάτου τους. Κι όταν πάνω στο νεκροκρέβατο του γιου της κάποια ξαδέλφη της τόλμησε ν' αναρωτηθεί, γιατί ο Θεός επέτρεψε να πεθάνει τόσο νέο το παλικάρι, η ηρωίδα μάνα απάντησε:—Άκουσε Κατίνα. Ο Θεός ούτε λαθεύει ούτε αδικεί. Κατάλαβες;Κι ο λόγος της ήταν ομολογιακός, γεμάτος παρρησία, δε σήκωνε αντιρρήσεις. Η παραμικρή υποψία, πως Ίσως τα γενόμενα να μη ήταν σωστά, για την πιστή γερόντισσα ήταν σαν αμφιβολία στην πρόνοια του Θεού, ισοδυναμούσε με βλασφημία στην παντοδυναμία και την πανσοφία Του.Σε θέματα που αφορούσαν στην πίστη δε γνώριζε υποχωρήσεις. Όπου κι αν βρισκόταν, οποίος κι αν ήταν μπροστά της, όταν ένιωθε ή άκουγε το παραμικρό που νόμιζε πως αλλοίωνε το πιστεύω της, θα επενέβαινε, για να διορθώσει τα πράγματα. Κάποτε σε μια δίκη ο συνήγορος της, προφανώς, για να δημιουργήσει καλές εντυπώσεις για την πελάτισσα του, είπε απευθυνόμενος στο προεδρείο: —Η γυναίκα αυτή, κ. πρόεδρε, είχε την ατυχία να χάσει σε νεαρή ηλικία την κόρη της... Σ' αυτό το σημείο και αγνοώντας τους δικονομικούς κανόνες, η δυναμική Κατίγκω παρεμβαίνει: —Όχι, κ. δικηγόρε, δεν είχα καμιά ατυχία. Ό,τι δίνει ή επιτρέπει ο Θεός, δεν είναι ατυχία αλλά δώρο δικό Του. Και βέβαια την ακλόνητη πίστη της την συνόδευαν και τα έργα της πίστης. Το χέρι της ήταν πάντα ανοιχτό, για να δίνει. Δωρεές γενναίες σε θρησκευτικούς συλλόγους και σε οργανώσεις χριστιανικές, σε μοναστήρια κι εκκλησίες δίνονταν αφειδώς και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ανώνυμα. Όποιος φτωχός κι άπορος την πλησίαζε, θα 'χε κι αυτός το μερτικό του από το γενναιόδωρο χέρι της. Όπου άκουγε ότι υπήρχε ανάγκη, έσπευδε, δεν έμενε ασυγκίνητη. Την ένοιαζε όλος ο κόσμος. Από τα πέρατα της οικουμένης της τηλεφωνούσαν ή της έγραφαν, για να της ζητήσουν πνευματική ή υλική στήριξη. Κι εκείνη πάντα πρόθυμη να συμπαρασταθεί το κατά δύναμη. Ο λόγος της ήταν φλογερός, έδινε πάντα θάρρος, ελπίδα, ενέπνεε την πίστη. Δεν άφηνε περιθώρια για απελπισία κι απογοήτευση. Όπλο ακαταμάχητο είχε τη δική της πίστη. Συνήθιζε να λέει, οπού έβλεπε ίχνη αμφιβολίας κι απιστίας:—Με αυτά που έπαθα εγώ, αν δεν είχα τον Χριστό μου, θα 'πρεπε να βρίσκομαι ή στο τρελοκομείο ή στον τάφο. Τι άλλο μου έμεινε να πάθω; Έχασα την μικρή μου κόρη, έπειτα τον άντρα μου, στη συνέχεια και τ' άλλα δύο μου παιδιά. Αρρώστιες βαριές και ανίατες, βάσανα και στενοχώριες με συνόδευαν σ' όλη μου τη ζωή. Δόξα τω Θεώ όμως. Ο Ιώβ έπαθε περισσότερα, μα δεν έπαψε ποτέ να δοξολογεί το Θεό. Η υπομονή της ήταν πραγματικά ιώβεια. Τηρουμένων των αναλογιών δοκίμασε κι εκείνη όλα τα βάσανα του Ιώβ. Για την αγάπη του Χριστού τα 'δωσε όλα κι έφτασε στο σημείο η εφοπλίστρια αρχόντισσα να επαιτεί, για τη συντήρηση του μοναστηριού της. Το μόνο που δεν έχασε ποτέ, ήταν η βαθιά ριζωμένη πίστη της, που την ωθούσε διαρκώς σε δοξολογία Θεού. Ο Θεός την αξίωσε να φτάσει σε βαθύ γήρας. Μια βαθιά ταπείνωση, που κρυβόταν μέσα της όλ' αυτά τα χρόνια από το βάρος της εξουσίας και των πρωτοβουλιών, που ήταν αναγκασμένη να παίρνει, άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια και να εκδηλώνεται προς τις αδελφές της μονής. Ελεεινολογούσε τον εαυτό της, έλεγε πως ήταν υπερήφανη, επειδή μια ζωή είχε συνηθίσει να διατάζει. Και τώρα, πως θα παρουσιαζόταν στο Χριστό με τέτοιο εγωισμό; Κι αυτό το επαναλάμβανε συνέχεια. 



Ζούσε έτσι σε μια κατάσταση διαρκούς μετάνοιας. Κι η κατάσταση αυτή της έφερνε γαλήνη, την ειρήνευε. Είχε αποκτήσει στα τελευταία της μια παιδική απλότητα. Είχε ωριμάσει πνευματικά φαίνεται κι ήταν έτοιμη ν' αναχωρήσει από τα εγκόσμια, για να συναντήσει τον Χριστό μας, Εκείνον, που αγάπησε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και για χάρη του Οποίου είχε θυσιάσει τα πάντα!

 

  Αείμνηστη Μοναχή Μαρία - Μυρτιδιώτισσα


Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ. ΦΥΛΑΞΤΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΨΕΤΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΑΣ




Φυλάξτε το στόμα σας από λόγια περιττά και ανώφελα. ασκηθείτε στην προσευχή του Ιησού. Εγκρατευθείτε. και ο Κύριος θα σας περιβάλλει με το ανεκτίμητο δώρο της αγάπης Του.«Απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Μαρκ. 12:17). Καθώς, λοιπόν, το σώμα θα κινείται για τις αναγκαίες εργασίες, η καρδιά θα πρέπει να παραμένει ολόκληρη δοσμένη στο Θεό. Έτσι μόνο θα καταφέρουμε, μέσα σ' αυτή τη σύγχρονη Βαβυλώνα, να μην ξεχάσουμε τον αληθινό μας προορισμό, την άνω Ιερουσαλήμ. Να αγαπάτε τον Κύριο και να προσεύχεστε με τη βεβαιότητα ότι Αυτός είναι ο Πατέρας σας. Ταπεινωθείτε μπροστά σ' όλους τους αδελφούς σας, και ο Κύριος, ο καλός σας πατέρας, θα χαρεί για την ταπείνωσή σας και θα σας αγκαλιάσει με την αγάπη Του. Αν τώρα δεν νιώθετε καμιά παρηγοριά από την προσευχή σας, να είστε σίγουροι πως ο Κύριος σας ετοιμάζει θείες παρηγορίες στο μέλλον. Συνεχίστε να προσεύχεστε ακούραστα, και σύντομα θ' απολαύσετε τη δική Του γλυκύτητα. «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεώς μου και ανήγαγέ με εκ λάκκου ταλαιπωρίας και από πηλού ιλύος και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου και κατεύθυνε τα διαβήματά μου και ενέβαλεν εις το στόμα μου άσμα καινόν, ύμνον τω Θεώ υμών» (Ψαλμ. 39:2-4). Όταν βλέπετε να σας πολιορκούν η αθυμία, η μελαγχολία, η οκνηρία και η ακηδία, τότε βιάστε την καρδιά και τα χείλη σας στο έργο της προσευχής: «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα» (Ματθ. 8:25). Σκεφθείτε πως αυτές οι στιγμές της οκνηρίας μπορεί να είναι οι τελευταίες της ζωής σας... Σε λίγο ίσως θ' ακολουθήσει ο θάνατος... Και μετά η Κρίση του Θεού... Αφήστε, λοιπόν, κατά μέρος τη ραθυμία και τη ραστώνη. Αν δεν απαρνηθεί ο άνθρωπος το δικό του θέλημα, δεν θα μπορέσει να βάλει αρχή στο έργο της σωτηρίας του ούτε, πολύ περισσότερο, να σωθεί. Γι' αυτό, παιδιά μου, ζητάτε από τον Κύριο να σας βοηθήσει για να κόψετε το θέλημά σας. Για την ψυχική σας ωφέλεια, υποταχθείτε τελείως στα προστάγματα του ουράνιου Πατέρα μας, αγαπήστε την ησυχία και ασκηθείτε στην αδιάλειπτη προσευχή του Ιησού. Όσο ο Κύριος παραμένει στην καρδιά σας, τόσο θα αυξάνουν μέσα σας η υπομονή, η αγάπη και η ταπείνωση. Το μόνο που εύχομαι για την παρούσα ζωή σ' εσάς και στον εαυτό μου είναι η κάθαρση από τα πάθη μας. Παρακαλώ τον Κύριο να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο, προκειμένου να ξεπλυθούν οι ανομίες μας - έστω κι αν αυτό θα είναι περιφρονήσεις του κόσμου, ονειδισμοί και εξουθενώσεις, πράγματα δηλαδή που δύσκολα αποδέχεται η κοινή λογική. Στην πνευματική ζωή πρέπει να βαδίζουμε έχοντας οδηγό τις εντολές του Χριστού και όχι την ανθρώπινη λογική. Ακόμα κι αν τα καλά μας έργα γίνονται στο όνομα του Θεού, δεν είναι αυτά που πρωτίστως μας σώζουν, αλλά το έλεος του Θεού. Αυτό το θείο έλεος ας σκεπάζει κι εσάς, τους φίλους μου, όλες τις ημέρες της ζωής σας. Όλοι σας, δίκαιοι και αμαρτωλοί, στον φιλεύσπλαχνο Κύριό μας Ιησού Χριστό να καταφεύγετε και σ' Αυτόν να στηρίζετε την ελπίδα σας, γιατί αυτή «η ελπίς ουκαταισχύνει» (Ρωμ. 5:5). Μην περιφρονείτε τους λόγους μου και μην τους νομίζετε δυσκολοεφάρμοστους. Για τον Κύριο και με τον Κύριο, τα δύσκολα γίνονται εύκολα και τα δυσάρεστα ευχάριστα. «Ο γαρ ζυγός αυτού χρηστός και το φορτίον αυτού ελαφρόν εστί.


Το κείμενο αποδίδεται σε ανώνυμο γέροντα της περίφημης Μονής της Όπτινα.
Απόσπασμα έκδοσης της Ι.Μ.Παρακλήτου.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ,ΕΥΧΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΣΑΝ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ




Η φτωχοποίηση του λαού επελαύνει αυτοκρατορικά αμετάκλητη, εκδύει προκλητικά ανθρώπους, ρημάζει ανέξοδα τα αποστεωμένα νοικοκυριά, κουρσεύει δεσμωτικά την αγαθοεργή εργασία και προάγει ταχυμαδόν την εξαθλίωση. Πεζοδρομιακά, εφήμερα συσσίτια, κοινωνικά, επιχορηγούντα Παντοπωλεία, η μεσαία Τάξη σφαγιάζεται στο γόνατο. Άστεγοι, εξαθλιωμένοι άνθρωποι θωρούν την ζωή απ' το παγερό παγκάκι, δίπλα σ' ένα πρόχειρο, αυτοσχέδιο και κατασκευασμένο γίκο με μάλλινες κουβέρτες κι ασήκωτες, χειροποιημένες μαντανίες. Υπαίθριες πλατείες και σκοτεινές, ρυπαρόπνοες στοές στεγάζουν όνειρα που χάθηκαν στον δρόμο, ευχές που έσβησαν στην σκόνη, πόθοι που πνίγηκαν στο δάκρυ. Άνθρωποι μονάχοι υπό εξόντωση,έχασαν την γη κάτω απ' τα πόδια,από ξωτικά, δαιμονόπληκτα απανθρωπισμένα όντα, επηρμένοι κοσμοκράτορες που γεννοβολούν επίορκους, αντίχριστους διαβόλους. Έδεσαν την ζωή σ' ένα κουβάρι, έκαναν την ζωή μας play station στα χέρια δυσωδών, ποντικότρυπων ανθρώπων. Στοικοί εραστές της έκπτωσης δημιουργούν εξαθλιωμένα συντάγματα αστέγων, τους αφαιρούν από την μνήμη, ιστορία,πολιτισμό και πίστη, για να τους δωρίσουν πλουσιοπάροχα, εκσυγχρονισμένα, πομπώδη wi-fi για ευφάνταστες εξορμήσεις στον δαιμονικό κυβερνοχώρο. Έγινε ο ντουνιάς έκπτωτος γυιός της αμαρτίας, που ακόμα δεν έκλαψε εκεί που εξέπεσε. Μεταβάλλεται σταδιακά σε ορμώμενο, εξαγριωμένο όχλο, που κρατάει τον θυμό του ακόμη σε χαλαρή, αφηρημένη καραντίνα. Μακρυά απ' τον Θεό επαναπλαστήκαμε σε άρπαγες, αγριεμένους λύκους, νοώντας τις υπότροπες, κανιβαλιστικές μας παρουσίες, ως τα - διαχειριστικά - καλύτερα τομάρια, ανάμεσα στα εγγενή, συνοικούντα ζώα. Ένας λαός που παίζει θέατρο Σκιών στα χέρια του Ευγένιου Σπαθάρη, περιθωριοποιείται αναίμακτα και αποδεκατίζεται πνευματικά ανέξοδα. Όπως πριν την άλωση της Πόλης, ξένοι καθορίζουν την ζωή μας, συνεργούντες με τους έσωθεν, διαχρονικούς, πουλημένους εφιάλτες. Μαγαζιά, που εκποιούν χρυσό είναι οι σύγχρονοι, θανατικοί μαυραγορίτες που γέμισαν τις πόλεις με μετά ζήλου εκμετάλλευση και χαροποιημένο πένθος σ' έναν άρρωστο, μέχρι να του βγει η ψυχή του. Κάτι σαν τα κοράκια καλλωπισμένων, γραφείων κηδειών, που σφυρίζουν αδιάφορα σε διαδρόμους, γενικών νοσοκομείων, που πλασάρουν την illustrassion κάρτα τους σε συνανθρώπους τους με προκαθορισμένη, ημερομηνία θανάτου. Δεν είναι η φτώχεια το πιο δύσκολο. Αυτό, που δεν αντέχεται είναι η φτώχεια χωρίς Θεό. Η φτωχοποίηση χωρίς Χριστό είναι ένα σχεδόν, μετέωρο βήμα θανάτου στην απώλεια. Ένας αργός, βραδυπορημένος θάνατος, που απλά αργεί, έτσι για να πονέσει περισσότερο. Ο φτωχούλης του Θεού όμως δεν έχει να χάσει τίποτε το περισσότερο από ένα απλό, ξύλινο, σαράκινο κρεββάτι, ένα άστρωτο, τετράποδο τραπέζι, μια παλιά, μισοσκισμένη, ασπρόμαυρη φωτογραφία στην μπρούτζινη κορνίζα της γιαγιάς. Εγείρεται με Πίστη μπρος στην λιγόψυχη, εκκοσμικευμένη πτώση του συναμαρτούντος αδελφού του, οπλίζεται την ορθόδοξη ρομφαία της εν Χριστώ υπομονής και μονομαχεί με διαβόλους και τριβόλους στην παγκοσμιοποιημένη αρένα του ετοιμασθέντος, χοικού θανάτου. Είναι καιροί για χριστιανούς, όχι απλά για κοσμικά γενναίους. Εκεί που τελειώνει η κατά κόσμον γενναιότητα, υπάρχει ο Παντοκράτορας Θεός. Εκεί που εμφανίζεται ο Χριστός, ψοφάει στο χώμα ο αντίδικος. Εύχεσθε!

Γιώργος Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΑ;





.....Οι ψυχές είναι ζώσες, αέναες, αυθύπαρκτες, πνευματικές παρουσίες, που περιμένουν, αναμένουν και προσμένουν μια προσευχή ανάπαυσης, ένα δάκρυ συγκατάβασης, ένα κόλυββο συγχώρεσης. Ο οικογενειακός ιστός ποτέ δεν διασπάται με την κοίμηση ενός ανθρώπου, ενώνεται στο Κοινό Ποτήριο και στην ζέση της μετά ζήλου προσευχής. Απλά, γιατι ζώντες και κεκοιμημένοι είναι πνευματικώ τω τρόπω, μια αδιαίρετη, ομογεννούσα και αδιάσπαστη οικογένεια, που εξακολουθεί να συνυπάρχει, μέχρι η λησμονιά και η απόρριψη της αυθυπαρξίας τους από ανέξοδα ανοήμονες ανθρώπους καταστήσουν τις ψυχές αποβλητέες και ανύπαρκτες.....


Ποιός θυμάται τους νεκρούς τα Σάββατα,ψυχές που από χρόνια απομυζούν ζωή και θάνατο στους παραδεισένιους αμπελώνες του Νυμφίου ή στ' αφεγγάρωτα, σβησμένα μονοπάτια μιας αιμορραγούσας νοσηρής ,απάνεμης ζωής; Ψυχές που εξακολουθούν να υπάρχουν στο εκπληκτικά, πλανώδες πείσμα των ανθρώπων πως χαθήκαν, λες και το πνεύμα έχει ανάγκη να προσμετρηθεί με το φτιασιδωμένο, χοικό κάλλος των προσωρινών, ημεροληκτικών μονάδων. Θρηνώ την αμετροπρεπή ασύνεπειά μου, όχι στην ενθύμηση, μα εκεί στο ανατολικό βήμα της εκπνεόμενης προσευχής, σε ταπεινά, απλά δωρομνημόσυνα και σε θυμισμένους, πεμπόμενους ύμνους που αναδύονται στα ευχολογικά, εσχατολογικά τρισάγια. Οι Κυριακές είναι λυτρωτικές, δωρόθεες αναστάσεις, που οι ψυχές περιμένουν μαζί με τους ημεροληξιακούς ανθρώπους να γευθούν την άρρητη γλυκήτητα της Χριστού μερίδας. Πριν χρόνια ο γέροντάς μου, μας είπε, ένα πρωινό, παγερό Δευτέρας: ήταν, ντάλλα Χειμώνας στην χιονισμένη Μονή, ξύπνησε αλαφιασμένος σαν κάποιος να του είχε βάλλει φουρνέλο στην ησυχάζουσα, ειρηνική ψυχή του. Είχε λησμονήσει την προηγούμενη να μνημονεύσει μια ψυχή, ενθύμηση ζωντανή των νεανικών του χρόνων, κι αυτή του εμφανίστηκε αναστατωμένη κι οδυρόμενη, πνιγμένη στην λησμονιά, στην απομόνωση, πως δεν θα γευόταν το μυρώδες σώμα και το το αγιοπνευματισμένο αίμα του Χριστού μας. Του φώναζε, πως την ξέχασε και γύριζε πίσω αποκαμωμένη, θρηνοσκυφτούσα, μαραμένη κι ο γέροντας θλιβόταν την αναπάντεχη λησμονιά στο πρόσωπο της κυρίας - Εύχαρις, που όσο ζούσε ακόμη, καλοσυνεμένη γραία ενενήκοντα αναβατικών, δυσκολοδιάβατων, μετενοημένων δρόμων, του υπενθύμιζε συνεχώς την ημέρα του Σαββάτου. Είχαν υπογράψει ένα άτυπο, καρδιακό συμβόλαιο αμοιβαίας, Χριστολογικής αγάπης: πως, όταν εκείνη θά' φευγε για την προορισμένη ,αληθινή Πατρίδα, θα προσευχόταν γονυπετούσα σε κάποια, άπακρη, ταπεινή ακρούλα για τον αγαπημένο της πνευματικό κι εκείνος θα της έκανε τρισάγια, κομποσκοίνια και μνημόσυνα. Αίφνις,ο Θεός επέτρεψε ν' αποκαλυφθεί η κυρία Εύχαρις, όχι για να δούμε πως οι ψυχές είναι ζώσες και επαιτούσες ευχές και προσευχές, τούτο είναι απλοικά βέβαιο, μα για να νιώσουμε συθέμελα στο τέρμα της καρδιάς μας, πως περιμένουν, αναμένουν τα Σάββατα ν' αναπαυθούν από εμάς, εκεί που οι ψυχές ετάχθησαν μέχρι την εσχατιά του χρόνου, να ίστανται άλλες στην Χαριτολογική ευφορία του επί θρόνου Παντοκράτορος Χριστού μας κι άλλες εκεί, που η ίδια γήινη, χοική ζωή τους όρισε το τέρμα και την ένταξη, το όριο και το μέτρο, το Τώρα, το Μετά.



Υ.Γ. Μνήμη του κατά σάρκα πατρός μου Δημοσθένους, Δημοσθένους και Ευθυμίου, Κυπριανού αρχιερέως, Δήμητρας, Νικολαου, Γεωργίου, Βικτωρίας, Γεωργίου, Ιωάννη, Παναγιώτας, Παναγιώτας, Βίτωρος, Ηλία, Χρυσής, Δέσποινας,Αργυρής, Σοφίας, Κωνσταντίνου, Στυλιανού, Ταξιάρχη ιερέως, Χαραλάμπους, Χαραλάμπους, Ευγενίας, Σωτηρίας, Ακριβής, Βαρβάρας, Δημητρίου, Δημητρίου, Φωτίου, Γεωργίου, Σταυρούλας,Σταυρούλας, Ελένης, Θωμά, Μαρίας, Παρθενίας, Γεωργίου, Βασιλείου, Ηρακλέως. ...Αυτός τοις πάσι τα πάντα γενού, ο ειδώς έκαστον και το αίτημα αυτού, οίκον, και την χρείαν αυτού.


Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ: Η ΕΛΛΑΣ




Μείναμε ανέλπιστα λίγοι. Οι ορθοπραττούντες χριστιανοί στην Ελλάδα είναι δυστηχώς κόκκος στην άμμο της απιστίας. Οι εν γνώσει αθλητές Χριστού, που παλεύουν με τους δαίμονες των εκούσιων αμαρτιών τους είναι κοινωνοί των Μυστηρίων της Εκκλησίας και έχουν βίο μιμητικό Θεού, είναι αφάνταστα λίγοι. Η Ελλάδα κατ' όνομα μόνο είναι ορθόδοξη, στην ούγια γράφει Αποστασία... Οι σημερινοί νεοέλληνες είναι τα εύπλαστα, αποστασιοποιημένα κατασκευάσματα χρόνιων, νοσούντων κυβερνήσεων, που στο όνομα ενός υπότροπου, κοσμικού προοδευτισμού, παρήγαγαν ψυχές -προιόντα, με τιμή και αριθμό. Τα σπίτια έγιναν τρελλάδικα κι οι άνθρωποι κυκλοφορούν με ψυχοφάρμακα. Απλήρωτες εσωτερικά χοικές παρουσίες προσπαθούν να συμπληρώσουν την κενότητα με εφήμερες, ποδοσφαιρικές βραδιές και σκουπιδότοπες εκπομπές στην τηλεόραση. Το lexotanil έχει αντικαταστήσει το depon και το zantac την ασπιρίνη. Είναι μια πραγματικότητα. Κοντά σ' αυτά και μιλιούνια αιρετικοί και επί γνώσει άθεοι απομυζούν κάθε πνευματική ικμάδα αναζήτησης του Θεού. Οι καμπάνες στις εκκλησίες έγιναν ηλεκτρονικές και κανδύλες στην Ωραία Πύλη με φλόγα ηλεκτρική. Τα Σαββατόβραδα κατήντησαν εκπορνευόμενες, περιφερειακές ολονυκτίες και οι Κυριακές, ο βαθύς, ηχορυπαντικός ύπνος του υπερήφανου ξενύχτη. Άντρας πλέον λογίζεται αυτός, που κατεβάζει στην καθισιά του μια μποτίλια ουίσκυ, πασεντζάρει τα βράδυα με το απαγορευμένο αίσθημα, αλλά στο σπίτι του, εκεί ... είναι νοικοκύρης. Η γυναίκα έχασε την θηλυκότητά της, ανταγωνίζεται στην ανδροπρέπεια τον άντρα και το shopping therapy κατήντησε η μόνη ευφορική απόλαυσή της. Ο Χριστός στους πολλούς ερμηνεύεται πλέον, ως μια εθιμοτυπική φιγούρα στο καρνέ των βιωματικών τους εντυπώσεων, μια αφηρημένη έννοια Θεού που έχει πια ξεφτίσει μέσα τους σαν μια παλιά, κιτρινισμένη φωτογραφία στο ξύλινο μπαούλο της γιαγιάς. Άλλοι πάλι, που δηλώνουν χριστιανοί, προτεσταντίζουν με έπαρση και καθολικίζουν με θριάμβους. Ο εκκλησιασμός γίνεται, για να πάει καλά η εβδομάδα και λίγο πριν τα Άγια των Αγίων, ορδές νοούμενων πιστών, προσέρχονται,για να πάρουν το αντίδωρο. Τέτοια ομαδική περιφρόνηση στην Θεία Κοινωνία είναι προκλητικά ανείπωτη και εικονικά απερίγραπτη. Τα παιδιά κοιμούνται όρθια πάνω από έναν ηδονικά, θελκτικό υπολογιστή, ταξιδεύοντας ολονυχτίς και ολημερίς, σε μια απόκοσμη άβυσσο εικόνων και χρωμάτων. Η οικογένεια σημείωσε το δικό της σχίσμα. Μετατράπηκε σε απρόσωπες, ανασφαλείς μονάδες, που απλά συγκατοικούν μαζί, για να συζούν. Τα ζώδια πήραν την θέση των Αγίων και τα μέντιουμ την θέση των γερόντων. Οι περισσότροι ντρέπονται να κάνουν τον σταυρό τους, αλλά λαχταρούν να εκπορνευθούν κοντά στην αμαρτία. Εσχάτως, πολλοί το έριξαν σε έναν υπολανθάνων, φασιστικό πατριωτισμό, ηδονίζονται στην θέα των αγγείων, ξετρυπώνουν αρχέγονα, δωδεκαθειστικά εκκρίματα και συνεργούντος των εαυτών δαιμόνων, τράβηξαν πλώρη στο παγανιστικό τους παρελθόν. Η λέξη Πατρίδα για πολλούς κατήντησε πανί, ενώ για άλλους, επηρμένους πατριώτες, το Παν. Όλα αυτά συνθέτουν το μουτζουρωμένο τοπίο της εκκολαπτόμενης Αποστασίας, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μια ασπρόμαυρη, ακαλαίσθητη, παρωχημένη πινακίδα με τίτλο: Το καφενείον Η Ελλάς!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος 

Δημοσιογράφος


Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Σσσς........Η ΠΑΤΡΙΔΑ...ΚΟΙΜΑΤΑΙ......



Κάθε περιώνυμη Κυριακή είναι Πάσχα Ελλήνων, προσαρμόζω την άτακτη ζωή μου στην σταυροκύμαντη απεραντοσύνη της Ορθοδοξίας, προσεύχομαι γονυπετής στην κιτρινισμένη - από τα χρόνια - χάρτινη εικόνα του Κυρίου στον κήπο της Γεσθημανή. Γίνομαι παιδί στην εγκόσμια ζωή του Ιησού, ψάχνω ανάμεσα στην θορυβώδη πολυκοσμία των προσκεκλημένων στον γάμο της Κανά, στο σχεδόν γερμένο καράβι των ψαράδων στην λίμνη της Γαλιλαίας, στα χοντροκόκκαλα κλαδιά της μικρής συκομουρέας. Στους εκατοντάδες πεινασμένους στο θαύμα του πολλαπλασιασμού των ιχθύων, ήμουν ένας απ'αυτούς που φωτογράφισε στα τρομαγμένα μάτια του την απελπισμένη εκείνη γυναίκα, την ήψασα τα ιματιά Του. Είδα - με στόμα ανοιχτό - να κατεβάζουν απ'την στέγη του Ματθαίου έναν κρεβατωμένο, δύσμοιρο παράλυτο, ανάμεσα στο αλαφιασμένο πλήθος των αέναων περίεργων, των παρακαλοθούντων με πεινασμένο ενδιαφέρον, όλα, όσα συνέβαιναν γύρω τους. Αίφνις ξαφιάστηκα σαν Τον είδα, να μπαίνει στην πέτρινη αυλή της Σαμαρείτιδας, η δύστηχη πετάχτηκε έξω ταραγμένη προσπαθώντας να τακτοποιήσει στο ασκεπές κεφάλι της, εκείνη την ολόλευκη - σχεδόν βρώμικη - μαντήλα, που είχε πάρει απ΄το υπαίθριο παζάρι. Φοβήθηκα - το ομολογώ - όταν είδα τον δαιμονισμένο στην γη των Γεργεσηνών, να ουρλιάζει δαιμονικά στον μανιασμένο αέρα, που σχεδόν έπαιρνε τα πάντα στο σκονισμένο διάβα του, έσκουζε, αφρίζοντας κάτι ακαθόριστες σιαλόφουσκες στο άνυδρο έδαφος της γης των Γαδαρηνών. Ο Κύριος τον πλησίαζε κι εκείνος έγινε ένα φοβισμένο, ανήμπορο - καθ'όλα - αγρίμι, που σερνόταν στην ξερακιασμέμη γη της αιχμαλωσίας του. Άλλη φορά κυττούσα εκστασιακά, αποσβολωμένα, σχεδόν παραλυτικά, μια άγνωστη γυναίκα στο γεμάτο ευταξία και καλοσύνη σπίτι της Μάρθας. Έτριβε τα μουσκεμένα απ'το γοερό, ανυπόκριτο και αθόρυβο κλάμμα, μαλλιά της, πάνω στο πόδι Του με άρωμα ακριβό, δυνατό, ευωδιάζον. Είπα μέσα μου -τί όμορφος τρόπος εκδήλωσης τέλειας μετανοίας - αργότερα έκλαψα σαν Τον είδα προσευχόμενο στον επουράνιο Πατέρα Του. Μια ήσυχη, φεγγαρόφωτη, δροσερή νύχτα, που τα δέντρα δίπλα του, λες και είχαν γείρει ελαφρώς από την απόλυτη, απύθμενη λύπη τους, πονηρή βραδιά που ελόχευε απροσδόκητους, ανώνυμους κινδύνους, ένα προκαθορισμένο, σταυρικό ... φιλί, κι ύστερα όλα πήραν την αντίστροφη φορά τους, στο ακάνθινο στεφάνι που Του έβαλαν κάποιοι τζογαδόροι κι αλλόκοτοι στρατιώτες. Στο πάράδοξα, υπερβολικά ήρεμο χέρι του υποκριτή Πιλάτου, σ'εκείνον τον αιμοδιψούντα, οχλαγωγούντα λαό που φωνασκούσε εμετικά το όνομα ενός παγερού, παρανοικού σχεδόν εγκληματία, στο πέτρινο, ανηφορικό, εκείνο σταυροδρόμι προς τον Γολγοθά. Πολλοί - αλήθεια - απ'αυτούς που εξανίσταντο στο περασμά Του, ήταν οι ίδιοι, που λίγο πριν είχαν ιαθεί από αυτή την ταπεινή και υπερούσια παρουσία που ανέβαινε, τρεκλίζοντας, σέρνοντας, σκουντουφλώντας ανάμεσα σε αδιάφορους, εφήσυχους, ανέξοδους θεατές. Άλλοι ξεπρόβαλλαν στα ανοιγμένα παραθυρόφυλλα με μορφασμένο πνεύμα επικριτικό, ένας σταυρικός ανήφορος είναι κι η ζωή μας. Όταν ζούμε - μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας μας - την βιοτή του Παντοκράτορα Χριστού μας, ποιές Μέρκελιστικές ερινύες θα υφαρπάξουν την ζωή μας και ποιοί νεοποχίτες, παραδομένοι Σαμαράδες θα μας χαλάσουν τον δρόμο προς το Όνειρο. Ποιός θα βιάσει το χαμόγελο απ'το στόμα μας, μ'αυτά που εγκολπωνόμαστε νυχθημερόν και υπομένουμε, λυτρωνόμαστε. Και θα χτίσουμε μια πατρίδα που δεν θα κοιμάται πλέον ησύχως, στους επερχόμενους, επίδοξους βιαστές της και οι Έλληνες θα είναι αληθινά ελεύθεροι, μετά από την επιβεβλημένη - προς το παρόν - εξευρωπαισμένη, κατοχική θανή τους...! 


Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΕΜΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΩΣΑΤΕ, ΠΟΝΩ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΠΟΥ ΑΣΕΛΓΗΣΑΤΕ ΕΠΑΝΩ



Βρέχει απ'το πρωί στους άφιλους δρόμους της αγνώριστης -από τα χρόνια-συνοικίας. Κάποτε η γειτονιά αναστέναζε από τις πολύβουες φωνές των παίδων στις λασπωμένες αλάνες και τα χορταριαμένα χώματα, γαλάζιες ποδιές ζωγράφιζαν στα μάτια μας το επίκαιρο-όσο άλλοτε-ποίημα του Βιζυινού. Δάσκαλοι ξεδίπλωναν μπροστά μας την υπέρλαμπρη ιδέα της φυλής μας, οικογένεις -όρθρου βαθέως- τις Κυριακάτες ακουμπούσαν το βάρος του εαυτού τους στην Πανάγια νηνεμία αυτού του Παρακλήτου1 Ώ, τί κόσμος μπαμπά, βλέπαμε ιερέα από μακρυά να έρχεται και βάζαμε τρεχάλα ανείπωτη, να του φιλήσουμε το χέρι. Τα μεσημέρια, οι μεγάλοι με τα ταψιά στα χέρια σκανδάλιζαν ερωτικώς τις αδηφάγες ειπνοές της μύτης μας, τα σάλια μας γλυστρούσαν νοερά στις τρύπιες - απ'την μπάλλα -ελβιέλες, εκείνα τα ''Γιωργάκη''... ''Κωστάκη'' ...των μαννάδων μας ακόμη αντηχούν ωραιπρεπώς στ'αυτιά μου. Τα καλοκαίρια ξεροσταλιάζαμε στα αναμμένα πεζοδρόμιια -όλη η γειτονιά- να πάρουμε τον πάγο για τα τρόφιμα, δίπλα μας ο αρκουδιάρης έπαιζε το ντέφι στην κουρασμένη αρκούδα, που ωστόσο το διασκέδαζε -το κάτι σαν παίξιμο- μουσικό κομμάτι του αθίγγανου. Μύριζε παντού τόσο ωραία, οι παπαρούνες την Άνοιξη χτυπούσαν το σήμαντρο της επερχόμενης Λαμπρής, περιμέναμε πως και πως να φορέσουμε τα καινούρια μας, κάτασπρα παπούτσια, που τα φύλαγε η μάννα κάτω απ'το ντιβάνι της κουζίνας. Τα πρωινά διάβαινε την Κωνσταντινουπόλεως ο καρεκλάς μαζί με τον γανωματή που φωνασκούσαν τόσο ηχηρά, που δεν ακούγαμε την γλυκιά φωνή της θείας Λένας από το ραδίοφωνο, κάτι σαν μπαούλο, με άσπρα,μεγάλα πλήκτρα και μια κόκκινη βελόνα που άλλαζε συχνότητα στα μεσαία. ''Εδώ ράδιο Σόφια'' ,το πιάναμε κανά βράδυ στα βραχέα και ακούγαμε για ...τα φοβερά ...''επιτεύγματα'' του υπαρκτού σοσιαλισμού. Έβηχε ο γείτονας και του χτυπούσαμε την πόρτα για βοήθεια, τα απογεύματα -όταν είχε καλοσύνη- οι γυναίκες έπλεκαν με το βελονάκι, χοντρές φανέλλες του στρατιώτη, οι νεότερες ξεδίπλωναν την φαντασία τους σε κάτι παλιά κεντήματα, υπό τους ήχους κάποιων λαικών ασμάτων του Ζαγοραίου και του Μενιδιάτη. Θεέ μου, λιώναμε στην φαντασμαγορική... εικόνα ενός παγωτού -το ξυλάκι σοκολάτα ήταν ακριβό- εκείνες οι γαλακτερές καραμέλες με την τροφαντή αγελάδα στο χρυσό περιτύλιγμα ήταν έμμονη ιδέα στα μυαλά της πιτσιρικαρίας, που μετρούσε τις δεκάρες και τα πενηνταράικια με τέτοια λυσσαλέα βουλιμία, για ν' αγοράσουν εκείνα τα κατακόκκινα, καραμελένια κοκκοράκια και τις τσίχλες-φυλλαράκια απ' το μαγαζί της κυρά-Όλγας! Όταν πάλι έρχονταν Απόκριες, ο ουρανός αίφνις σκοτείνιαζε από την αεροπορική... επιδρομή των χαρταετών -εκείνων με το μεγάλο αστέρι και των άλλων των πλαστικών, με την εικόνα του καφέ αετού- παιδιά γίνονταν οι άνθρωποι, έβγαιναν τα Σαββατόβραδα οικογενειακώς στην κρεατόπνοη ταβέρνα. Τα τραπέζια ζωγράφιζαν με την απλωμένη λαδόκολα, τους κρασομεζέδες και το ''Κουρτάκη'' στη γωνία, ενώ στους υπαίθριους κινηματογράφους σφουγγίζαν τα -πρισμένα από το κλάμα- μάτια τους, γιατί ο Ξανθόπουλος τό' ριξε στο πιοτό, απ'όταν τον άφησε η αρραβωνιαστικιά του, ο Βασιλάκης ο Καίλας έκανε τον λουστράκο στην πλατεία Βάθη, να μαζέψει λεφτά για να βγάλει την δόλια μάννα του από την φυλακή και ο μακαρίτης, ο Χρήστος Νέγκας ξαφνικά τυφλώθηκε, ένα μοιραίο τροχαίο άλλαξε την άπονη ζωή του, ώσπου η γλυκιά αγαπημένη Αντιγόνη Βαλάκου πούλησε το κορμί της στο ταπεινωμένο πεζοδρόμιο, για να φέρει τον ελληνοαμερικάνο γιατρό από την Αμερική. Αυτά και άλλα, τότε που ο πατέρας κι η μάννα δεν είχαν χάσει ακόμη την ταυτοτητά τους δίκην του οπισθοδρομικού ''προοδευτισμού'' που ακολούθησε, ως λέων ωρυόμενος, περιπατών τινα καταπίει. Στεναχωριέμαι για το μέλλον που μας κληροδοτήσατε, άλλο τόσο όμως, πονώ για το παρελθόν που ασελγήσατε πάνω του...


Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ ΣΟΥ,ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΤΟ ΡΙΖΙΚΟ ΣΟΥ




Πρέπει να ευθυγραμμίσουμε τους κορεσμένους οφθαλμούς μας στα δεινά που έρχονται, όχι όμως στην μπακαλίστικη προφητολογία και στην αναπαραγωγή ευφάνταστων ερμηνειών, σε εφήμερα βιντεάκια και προκάτ ειδήσεις. Η Πυθία έχει πεθάνει προ πολλού, κι ο Κάλχας βγήκε καιρό στη σύνταξη. Ευαγγελιζόμαστε τις παρακαταθήκες του Νυμφίου μας και μονάζουμε στις αγιοπνευματικές διδαχές των θεοφόρων, ορθοπραττούμενων Πατέρων μας. Η ορθή Πίστη απέχει μακράν από νεόκοπους, αδόκιμους προφητολόγους, από αυτοονομαζόμενες, ανώνυμες γερόντισσες και από κατ' επίφασιν Ελπίδιους κληρικούς! Η οιωνοσκοπία είναι πλάνη, οι πομπώδεις λόγοι είναι θελκτικοί, αλλά δεν ευδοκιμούν στον Παράδεισο. Γέμισε ο Τύπος και το Διαδύκτιο από προφητικούς ονειροφάντες, ανώνυμες, αμόναχες γερόντισσες. Δυστηχώς και αυτοδιαφημιζομένους κληρικούς, που κοινοποιούν την πλάνη και προωθούν την έπαρση. Η περίπτωση του π. Ελπιδίου Βαγιαννάκη είναι ενδεικτική της ακόρεστης δίψας ενός λαού, να μάθει τα μελλούμενα και να πληροφορηθεί τ' αναμενόμενα, να του πουν την μοίρα του, να του πουν το ριζικό του. Ο συγκεκριμένος κληρικός δυστηχώς, από χρόνια παράγει προφητολογίες, που οι περισσότερες θάφτηκαν ανεπιτυχώς στο πέρασμα του χρόνου. Οιωνοσκοπήσεις που ακυρώθηκαν στην καθορισμένη ημερομηνία λήξης τους. Είναι λυπηρό να λες, πως το 2012 θ' αρχίσει ο 3ος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά ακόμη δεν ξεστράτισε, να προειδοποιείς τους αγιορείτες, πως το Όρος θα πολεμηθεί το '12 από τρεις, ανώνυμους ηγέτες, αλλά δεν φάνηκαν ακόμη, να κινδυνολογείς ανέξοδα, πως το ΄12 πάλι, θα πέσει η μεγάλη πείνα, αλλά ακόμη -προς το παρών- αντέχουμε... Να μεταθέτεις συνεχώς τις ημερομηνίες για την έναρξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, αλλά ο Ερντογάν μέχρι στιγμής δεν έδωσε το σύνθημα, πολλά ακόμη φρούδα διαγγέλματα θανάτου και πομπώδη πρωτοσέλιδα κινδύνου, ορθόδοξοι δυστηχώς διασύρονται σ' ένα ατέλειωτο γαιτανάκι διαφημισμένης πλάνης εκ των έσω. Έχουν αρχίσει να μπερδεύουν το προτεινόμενο αληθινό από το κληροδοτούμενο πραγματικό, δημιουργούνται οπαδοί αυτοαναγορευόμενων γερόντων, στρατολογούνται ανύποπτα προς σφαγή πρόβατα, μεταλασσόμενα σε θεωρούμενες κατ' ευφημισμόν, ορθόδοξες αίγες. Ο ''γεροντισμός'', ως σύμπτωμα είναι η πλάνη του διαβόλου εκ των έσω, η διεστραμμένη έννοια του υπερήφανου, δαιμονόπληκτου ποιμένα, που νυχθημερόν συνομιλεί με αγίους και ενοράται οσίους. Πολλοί τέτοιοι ψευδοδιδάσκαλοι θα πατούν το πόδι τους από εδώ και πέρα, θα ποιούν κινηματογραφικά θαύματα και θα επικαλούνται θαυμαστές, απροσδόκτητες ενοράσεις, θα διαστρέφουν με το γάντι Πατερικές διδασκαλίες και θ' αλλοιώνουν περίτεχνα το ορθόδοξα φρόνημα. Κανείς όμως Άγιος δεν είχε οπαδούς, κανείς Όσιος δεν επαγγέλλετο τον προορατικό ποιμένα και ουδείς Ορθόδοξος έκανε το χάρισμα βιτρίνα και την Χάρη,θέαμα!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΚΑΝΑΝ ΟΛΟΝΥΚΤΙΕΣ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ



Το αυτί μου εμένα από τότε, σαν παιδάκι που ήμουνα, έπαιρνε όλους τους ήχους και τις μουσικές. Ο πατέρας μου έψελνε πάρα πολύ ωραία, δεν ήταν ψάλτης ο άνθρωπος, αλλά έψελνε και τραγουδούσε επίσης πολύ ωραία. Θυμάμαι όταν γύριζε από τη δουλειά του μ’ έπαιρνε στα γόνατά του και με ταχτάριζε και μου έλεγε, ας πούμε, Ταχτιρί πού πας μωρή, στον τσοπάνο για τυρί, και τυρί δε βρήκαμε, τον τσοπάνο δείραμε... ή άλλα διάφορα, ας πούμε, Το παιδί θέλει χορό, τα βιολιά δεν είν’ εδώ, κι όποιος πάει να τα φέρει, ένα τάληρο στο χέρι... 


Ήτανε και η εκκλησία ο άγιος Νικόλαος κοντά και κάθε Κυριακή πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου και παρακολουθούσα τη λειτουργία, γιατί μου άρεσε αυτή η μουσική, το είχα σαν να πήγαινα σε μια συναυλία, ας πούμε. Σιγά σιγά είχα μάθει όλη τη λειτουργία απ’ έξω, τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, τους Χαιρετισμούς, θυμάμαι πως είχα μάθει και το «Άσπιλε, αμόλυντε..», που λένε στο τέλος των Χαιρετισμών, που στέκεται ένα παιδάκι μπρος στο Χριστό κι ένα άλλο στην Παναγία, όλο αυτό το κομμάτι το έλεγα απ’ έξω. Μες στην εκκλησία δυστυχώς δεν μπορούσα να ψάλω, γιατί τα κοριτσάκια απαγορευόταν να ψέλνουνε. 


Ενώ ήταν παιδάκια της ηλικίας μου αγόρια, που μπαίνανε στο ψαλτήρι μέσα και βοηθούσαν τους ψαλτάδες. Κι εγώ ήθελα να πάω στο ψαλτήρι και δεν μπορούσα να πάω. Αλλά στο σπίτι, στην παράγκα, το χειμώνα γύρω απ’ το μαγκάλι για να ζεσταθούμε, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ζεσταθούμε, ήμασταν ο πατέρας μου, η μάνα μου, η αδελφή μου κι εγώ –η αδελφή μου δεν ενδιαφερότανε πολύ για τα ψαλσίματα, η μάνα μου ήταν φάλτσα – κι εγώ με τον πατέρα μου ψέλναμε. Εκείνος έκανε τον παπά, εγώ το διάκο, εκείνος τον δεξιό ψάλτη, εγώ τον αριστερό. Αυτό ήτανε για μένα η μεγαλύτερη χαρά. Πόσο μάλλον όταν έφτανε πια η Σαρακοστή και η Μεγάλη βδομάδα, εκεί πια πετούσα στον ουρανό.. 


Εκτός από την εκκλησία που πήγαινα, οι γυναίκες το φθινόπωρο, το χειμώνα κάνανε ολονυκτίες στο σπίτι. Ας πούμε μία είχε ένα παιδί άρρωστο κι έταζε «να γίνει το παιδί μου καλά και θα κάνω ολονυκτία». Όταν γινόταν λοιπόν καλά το παιδί ή οτιδήποτε άλλο είχε τάξει, ή από την εκκλησία έπαιρνε την εικόνα ή γειτόνισσες είχαν θαυματουργές εικόνες, την Παναγία, το Χριστό και έλεγαν «θα ξενυχτήσουμε το Χριστό ή την Παναγία» και ειδοποιούσε τη γειτονιά, ότι «απόψε έχουμε ολονυκτία». Βάζανε κάπου την εικόνα και είχανε κάτι με άμμο για να βάζουν τα κεριά οι γυναίκες και κάποια ώρα μαζευόμαστε. Εμένα ήταν η χαρά μου να γίνει ολονυκτία, να πάω από τους πρώτους και να αρχίσουμε τα ψαλσίματα. 


Μας βάζαν και οι μεγάλες, «άντε εσείς που είστε παιδιά, σας ακούει ο Θεός, είστε αθώα, να ψάλετε». Τα ήξερα όλα απ’ έξω, όλες τις ακολουθίες και πια εκεί πέρα εμείς αρχίζαμε και ψέλναμε.Σαν παιδάκια, όλα τα γειτονόπουλα που παίζαμε εκεί γύρω από την εκκλησία, το βρίσκαμε σαν διασκέδαση να πηγαίνουμε στις κηδείες, στα βαφτίσια, στους γάμους, μόλις παίρναμε χαμπάρι ότι κάτι γίνεται, τρέχαμε μέσα. Για μας ήτανε ένα θέατρο, αν το θέλεις. Σε κείνη τη γειτονιά δεν υπήρχε τίποτα. Θυμάμαι –προφανώς το ’36 που έγινε η Ραδιοφωνία και άρχισαν να ακούγονται τα ραδιόφωνα– ήτανε ένα καφενείο, του Ποσειδώνα το λέγανε, και απ’ έξω έβγαζε αυτό το κουτάκι, το ραδιόφωνο, όπου ακουγότανε σε όλη τη γειτονιά. 


Ανάλογα με τον αέρα που φυσούσε, μια ερχότανε η φωνή και την ακούγαμε καθαρά και μια με τον αέρα την έπαιρνε και έφευγε μακριά και άντε πάλι ξαναγύριζε η φωνή. Υπήρχε βέβαια στο Παγκράτι το Παλλάς το σινεμά, που ήταν και η πρώτη φορά που πήγα σινεμά. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που πήγα, Κυριακή απόγευμα, μπήκα με το φως της ημέρας κι όταν βγήκα ήταν σκοτεινά και μου φάνηκε κάτι πάρα πολύ παράξενο, πώς είναι δυνατόν να μπούμε με φως και όταν βγήκαμε να έχει σκοτεινιάσει.Θέλω να πω ότι τότε η διασκέδαση ήταν τα γεγονότα τα κοινωνικά. Η διασκέδαση ήτανε να γλεντάνε στα σπίτια. 


Μαζευόντουσαν ή συγγενείς ή γείτονες και γλεντούσανε, τις Αποκριές ή στους γάμους ή στις ονομαστικές εορτές, γιατί τότε γιορτάζανε τις ονομαστικές εορτές –γενέθλια δεν ξέραμε εμείς τι ήτανε, δεν ξέραμε τη γιορτή των γενεθλίων, καλά καλά δεν ξέραμε και πότε γεννηθήκανε οι άνθρωποι. Όταν ρωτούσαμε, πότε γεννήθηκες, πότε παντρεύτηκες, απαντούσαν, «όταν έκανε ο τάδε κάτι, τότε παντρεύτηκα εγώ». Τρέχα γύρευε δηλαδή. Επίσης υπήρχε ένα καφενεδάκι στην πίσω μεριά, στην άλλη γειτονιά, του μπάρμπα-Αλέκου, από αυτά τα καφενεδάκια που από το πίσω μέρος είχανε μια μάντρα και πουλούσανε δαδί, κωκ, κάρβουνα και τα βαρέλια με το κρασί. 


Κάθε φθινόπωρο θυμάμαι έβγαζε τα βαρέλια στη σειρά και έμπαινε μέσα και με μια ξύστρα τα έξυνε, τα ’πλενε καλά καλά και έρχονταν μετά τα αυτοκίνητα με το μούστο και τα γέμιζε και τρέχαν οι γειτόνισσες κι εμείς τα παιδάκια με κάτι τενεκεδάκια να πάρουμε μούστο για μουσταλευριά. Σ’ αυτό το καφενεδάκι λοιπόν πηγαίνανε οι γείτονες τα βράδια να πιούνε το κρασάκι τους, το ουζάκι τους, να φάνε το μεζεδάκι τους, την ελίτσα, τη σαρδέλα την παστή και περνούσε το τότε τζουκ μπόξ, ας το πούμε. Αυτός είχε μια θήκη από λαμαρίνα με δίσκους των εβδομήντα οκτώ στροφών και είχε τη βάση, το μηχάνημα στη μασχάλη και το χωνί στον ώμο. Περνούσε λοιπόν και πήγαινε στις ταβέρνες. 


Υπήρχανε αυτά τα σιδερένια τα τραπεζάκια που κλείνουνε και αυτός πήγαινε και ακουμπούσε εκεί το γραμμόφωνό του και οι άνθρωποι παραγγέλνανε με μια δραχμή, με πενήντα λεπτά, και σου ’παιζε, ας πούμε, το Χαρικλάκι. Είχανε αρχίσει τότε οι Μικρασιάτες και βγάζανε τα τραγούδια εδώ, τα Λεμονάδικα, το Χασαπάκι.... Κυρίως αυτά, γιατί το κοινό ήταν όλοι Μικρασιάτες. Ή θυμάμαι, επειδή ήταν γωνία η παράγκα μας, οι γείτονες περνούσαν μοιραία από το στενάκι μας για να πάνε στα σπίτια τους. Και θυμάμαι ο μανάβης που έμενε στην άλλη άκρη της σειράς, ο κυρ-Βαγγέλης, ωραίος λεβεντάνθρωπος, με μια μουστάκα ωραία, πολύ ωραίος άνθρωπος, είχε έξι παιδιά, περνούσε λοιπόν από δω αφού τα είχε κοπανήσει και λιγάκι και παραπατούσε, τρίκλιζε κι όλας, αλλά τραγουδούσε αμανεδάκια. 


Κι έλεγε ο πατέρας μου, «τα κοπάνησε πάλι ο Βαγγέλης». Η αδερφή μου ήτανε μεγαλύτερη από μένα, έβγαλε κι αυτή το δημοτικό. Θυμάμαι που έδινε στην τελευταία χρονιά του δημοτικού, που κάνανε γιορτή και τους είχανε μάθει διάφορα σκετσάκια να κάνουν τα παιδάκια και τραγουδάκια και είχε λάβει κι η αδερφή μου μέρος σ’ ένα απ’ αυτά τα σκετς της γιορτής και πήγαινα κι εγώ και παρακολουθούσα και θυμάμαι ακόμα –πόσο θα ήμουνα τότε, εννιά χρονών;– ήτανε ένα τραγούδι, μέχρι πρότινος το θυμόμουνα, το είχα μάθει και το τραγούδαγα στο σπίτι μας. 


Ό,τι άκουγα, το αυτί μου τ’ άρπαζε αμέσως, ή ευρωπαϊκό ή τα ρεμπέτικα που βγαίναν τότε... Από παιδάκι ό,τι χορός κι ό,τι τραγούδι έβγαινε, εγώ ήμουνα πρώτη.Από τότε εμένα μου άρεσε αυτού του είδους η μουσική, δεν ήξερα τι είναι κλασική μουσική, κανένας δεν μας μίλησε. Θυμάμαι μια φορά στο σχολείο –τι τάξη ήμουνα δεν το θυμάμαι– μας είπαν ότι θα ’ρθει ένας κύριος Κουτσιμάνης –θυμάμαι και το όνομα από τότε–, ο οποίος έπαιζε μάλλον βιολοντσέλο, δεν ξέρω ακριβώς, πάντως το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του και μας έπαιξε διάφορες μελωδίες. Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα τέτοιο όργανο.



Στην Καισαριανή υπήρχαν οργανοπαίκτες που παίζανε βιολιά, 

αλλά κυρίως ούτι. 

Είχαμε έναν Αρμένη που έπαιζε ούτι, πρέπει να το είχε φέρει από κει –η μάνα μου είχε φέρει ένα χραμάκι,

 το μόνο που έφερε.

Όταν πήγα πια στην οικογένεια Ζάννου, τότε άκουσα άλλο είδος μουσικής. Θυμάμαι κατά τη διάρκεια της Κατοχής 

στο Παλλάς της Βουκουρεστίου γινόντουσαν συναυλίες με διευθυντή τον Βαβαγιάννη,

 τον Παρίδη.... 

Θυμάμαι η Βαλή, ο Αλέκος κι εγώ πηγαίναμε πολλές φορές για να παρακολουθήσουμε τη συναυλία... 

Στην Κατοχή που ήταν οι Γερμανοί ακούγαμε πάρα πολύ ωραία κλασική μουσική.



Δόμνα Σαμίου


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ: Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΥ ΤΑΙΖΕ ΨΩΜΙ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΧΡΙΣΤΟ




Όταν λοιπόν ήταν πολύ μικρός, 5-6 ετών, και ζούσε στο Κοινόβιο, συνέβη το εξής: Ως μικρός που ήταν, έτρωγε συχνότερα από τους άλλους πατέρες. Όταν πεινούσε, έτρεχε στον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα... Κάποτε όμως ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν. - Κάποιο ζωάκι μάλλον θα ταΐζει σκέφτηκε. Αυτό συνεχίστηκε για καμιά εβδομάδα. - Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, που τα πηγαίνει αυτά που του δίνω. Πράγματι,τον παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της Μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα.


Έτρεξε γρήγορα στο παράθυρο και μ' αυτά που είδε, γούρλωσαν τα μάτια του... Ο μικρός κουβέντιαζε με το βρέφος Ιησούς, που ευρίσκετο στην αγκαλιά της Θεοτόκου, στην εικόνα του Τέμπλου! -Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στον Χριστούλη, μια και δε Σε ταΐζει κανείς...ούτε και η μαμά Σου... Και άπλωσε το χέρι και Του έδωσε μια φέτα ψωμί...


Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που ήταν μικρό παιδάκι στην ιερή εικόνα, άπλωσε το χεράκι, πήρε το ψωμί και όπως μάζεψε το χεράκι του μαζί με το ψωμάκι, εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα. Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης, με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος, έτρεξε στον Ηγούμενο και του διηγήθηκε τι συνέβη. Τότε ο Ηγούμενος του έδωσε εντολή να μην δώσουν του παιδιού καθόλου ψωμί, αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε, να του λέγουν: 


Να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί Εκείνος, τον οποίον μέχρι χθες εσύ τάιζες. Την επομένη ημέρα, βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίδουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από Εκείνον, που μέχρι τότε έτρεφε, έτρεξε αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα είπε στον Χριστούλη:


- Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να Σου πω να μου δώσεις από το δικό Σου. Τώρα, που θα το βρεις Εσύ, δέν ξέρω! Και ω του θαύματος! άπλωσε το μικρό Του χεράκι το βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του, και του έδωσε ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσε να το σηκώσει! Μοσχομύριζε δε τόσο πολύ, που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στον Ναό, αλλά και σ' όλο το μοναστήρι και στον γύρω τόπο.


Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γενόμενα, είδαν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω, μετά πολλού-πολλού κόπου. Έτρεξαν δύο μοναχοί να βοηθήσουν, αλλά ήταν πολύ βαρύς! Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν, αλλά ο ουράνιος άρτος ήταν και παρέμενε αδαπάνητος. Είναι αυτό, που έχει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στη Θεία Λατρεία: " Ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος".


Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο, διότι εγνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα αυξάνετο και η αγιότης του. Θα εγίνετο ένας μεγάλος Άγιος, όπως και έγινε. Από τέτοιον όμοιο ουράνιο άρτο ετρέφετο ο Άγιος Ονούφριος, όταν για εξήντα ολόκληρα χρόνια ζούσε στην έρημο.



''Εμπειρίες κατά την Θ. Λειτουργία''

π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Η ΠΛΑΝΗ ΕΧΕΙ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΛΑΤΟΣ




...Καλοκαίρι 1999. Πάτμος.

 Σ' ένα μικρό ταβερνάκι με κάποιους φίλους μοιράζουμε τις εντυπώσεις μας από το προσκύνημα στην Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. 

Μπροστά μας μια περίεργη φιγούρα...

 Ένας άντρας με εμφανώς βαμμένο, ξανθό μαλλί, μάτια σκιαγραφημένα με μολύβι, 

που θα ζήλευε και μια γυναίκα, γένι περίτεχνα αφημένο να μοιάζει με Χριστό, 

φοράει έναν κατάλευκο χιτώνα στολισμένο με μαιάνδρους και μιλάει σε δυο νέα παιδιά 

για τον Απόλλωνα, τον Δία, τον Μ. Αλέξανδρο.... 

Κι αυτός, μόλις είχε γυρίσει από το σπήλαιο της Αποκάλυψης... 

Ο γνωστός γυρολόγος των '' Παιδιών της Νύχτας '' την δεκαετία του '90, ο κ. Παναγιώτης Τουλάτος.


Ο Παναγιώτης Τουλάτος είναι η κλασσική περίπτωση της Πλάνης και οι αμετροπρεπείς κακοδοξίες του φορούσαν πάντα ορθόδοξο φόρεμα, άσχετα, αν ήταν εμφανή τα αιρετικά γαζιά στο σατέν φόρεμα της αιρετικής κατάθεσής σου. Στην ούγια πάντως έγραφε, Αίρεση... Ο ίδιος δημιούργησε έναν πικρόξινο, πνευματικό γκουρμέ με ''ορθόδοξες'' γεύσεις, δωδεκαθειστικά αρώματα, μεταφυσικά καρικεύματα, πασπαλισμένα όλα με την προσωπική επιβολή του. 

Υποστηρικτής της μετανσάρκωσης, πίστευε, πως ο ίδιος είχε το σώμα και το πνεύμα του Μ. Αλεξάνδρου και αργότερα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Συσχέτιζε πάντα τον ανθρωποπλαστικό δωδεκάθεο με έναν γενικόλογο χριστιανισμό, αφήνοντας τεχνιέντως πάντα να φανούν, ρινίσματα Ορθοδοξίας και ίχνη Πατερικότητας... Η ενδυματολογική του περιβολή και το φτιασιδωμένο πρόσωπο, απλώς τεκμηρίωναν τον ορισμό της Πλάνης. 

Ο μιμητής Χριστού αναλαμβάνει, να βιώσει τις αγιοπνευματικές εντολές του Πατρός του και τις Πατερικές παρακαταθήκες των Αγίων. Δεν μιμείται ενδυματολογικά τον Θεό, δεν πατρονάρει την πραότητα της φωνής Του, ούτε βγάζει καχέκτυπη κόπια το πρόσωπο Κυρίου, μοστραρισμένο στην δική του βαμμένη φωτογένεια. Ουαί της βλασφημίας! Δημιούργησε δεκάδες οπαδούς, που άλλοι εξελίχθηκαν σε χρηματικούς τροφοσυλλέκτες του και άλλοι, σε άβουλους υποτακτικούς δια πάσαν νόσον... Από την άφθονη εισρροή χρημάτων έφτιαξε μια περιουσία, που θα ζήλευε και η Αγία Αθανασία του Αιγάλεω!... 

Τα χρήματα υποτίθετο, πως θα χρησιμοποιούνταν για την δημιουργία κοινοβίων, πότε στην Ανάβυσσο και πότε στην Στυλίδα. Αντιθέτως, έπιασαν τόπο σ' ένα χλιδάτο, υπερπολυτελές κατοικητήριο, με αγάλματα, θρόνους, αγγεία και μαρμάρινες επιγραφές. Ουδείς τον ήξερε. Έγινε γνωστός από μια kits και λίγο underground εκπομπή, του άρτι αφιχθέντος από την Αμερική, Παναγιώτη Μυλωνά... Μια νυχτερινή εκπομπή, από τα γνωστά τηλεοπτικά σκουπίδια της τηλεόρασης στα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Εκεί παρέλασαν μαζί με τον Τουλάτο, διαφημιζόμενα transexual, άτομα δυστυχισμένα τραβεστί, ομοφυλόφιλες πατέντες και γραφικός υπόκοσμος του περιθωρίου. 

Ο Τουλάτος κέρδισε τις εντυπώσεις σε άσχετους με την Ορθοδοξία ανθρώπους, γιατι γνώριζε καλά, να διαχειρίζεται την λέξη Εντύπωση... Πότε προσευχόταν στο σκοτάδι επικαλούμενος τα ξωτικά του δάσους και πότε ΄΄έβλεπε΄΄ στο στούντιο πράγματα, που οι άλλοι δεν μπορούσαν καν να δουν... Δημόσια κοινοποίηση ''χαρισμάτων'' που θα ζήλευαν οι καλύτεροι ζογκλέρ. Έτσι άρχισαν να μαζεύονται γύρω του τα υποψήφια θηράματα. Ως εκπεσσόμμενος της υπερηφανείας πλάνος, είχε δεκάδες εθελοτυφλούντες και δοτικούς πιστούς.

Έχουν μείνει στην ιστορία, καταθέσεις θυμάτων του, που ομολογούσε, πως ήθελε ν'αφήσει αρσενικό απόγονο, αλλά το σπέρμα του έπρεπε να εναποτεθεί σε original παρθένο...! Από εκεί και πέρα, τα πράγματα λίγο έως πολύ είναι γνωστά. Το απόστημα έσπασε, κάποια στόματα μίλησαν κι υπόθεση βρήκε δουλειά στα δικαστήρια. Καταδικάσθηκε και το όνομά του κατείχε περίοπτη θέση στο Αιρεσιολόγιο της Εκκλησίας της Ελλάδος.


...Φθινόπωρο 2013.

Στην εφημερίδα ήρθε ένα νιόπαντρο ζευγάρι, άγνωστο σ' εμένα. 

Μου ομολόγησαν, 

πως βρήκαν το Φως της αλήθειας μέσω της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 

Τρία ολόκληρα χρόνια 

ήταν δεμένοι στον δαιμονόπληκτο ιστό του Τουλάτου. 

Βρήκαν καλό πνευματικό, που τους κατήχησε στα πάτρια της Πίστης μας 

και κατάλαβαν, έστω και εκ των υστέρων, 

πως μακρυά από την Ορθοδοξία, όλα είναι θάνατος... 

Πως μακρυά από την Εκκλησία, όλα είναι ληθαργος...


Στήν Ἐπιτροπή ἀπευθύνθηκε καί ὁ ἀρχηγός τῆς ὁμάδος «Ἥλιον Φῶς» κ. Παναγιώτης Τουλᾶτος. Ὁ κ. Τουλᾶτος, ἀρχηγός τῆς ὁμάδος «Ἥλιον Φῶς», ἀπέστειλε τήν ἀπό 1.3.99 ἐπιστολή πρός τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλον μέ τήν ὁποία δηλώνει ὅτι «οὐδέποτε ἀπομακρύνθηκα ἀπό τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας» καί ζητεῖ τήν «ἀποκατάστασή του στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας». Τό αὐτό ἐζήτησε ἐξωδίκως καί μέ Δήλωση-Πρόσκληση (1.11. 99) καί Δήλωση-Ἐπιστολή (21.2.2000) γιά «ἄδικες καί ἀνυπόστατες σέ βάρος μου κατηγορίες ὡς εἰδωλολάτρη καί αἱρετικό», καί ζητεῖ τήν διαγραφή τοῦ ὀνόματός του ἀπό τόν κατάλογο τῶν ὁμάδων τῶν ἀσυμβιβάστων πρός τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. 


Ἐπιτροπή ἐπί τῇ βάσει τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Τουλάτου μέ τίτλο «Τά ἀρχεῖα τῆς χαμένης γνώσης» καί ἄλλων στοιχείων στή διάθεσή της, ἐθεώρησε «ἀνεπαρκῆ τά προσκομισθέντα νέα στοιχεῖα τῶν ἐγγράφων τοῦ Παναγιώτη Τουλάτου» καί δέν προέβη στόν ἀποχαρακτηρισμό τῆς ὁμάδος του ὡς ἀσυμβιβάστου μέ τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Ὁ κ. Τουλᾶτος ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Γραμματεύς τῆς Σ.Ε. ἐπί τῶν αἱρέσεων π. Κυριακός Τσουρός, καταθέτοντας ὡς μάρτυρας κατά τίς ἀνακρίσεις πού ἔγιναν ἐναντίον τοῦ κ. Τουλάτου τό 1996, κατηγορουμένου γιά προσηλυτισμό κατά συρροήν, εἶπε ὅτι «δέν προέκυψαν σοβαρές ἐνδείξεις ὅτι ἐγώ ἐτέλεσα τίς ὡς ἄνω ἀξιόποινες πράξεις». 


πειδή τά λεγόμενα τοῦ κ. Τουλάτου εἶναι ἀναληθῆ, παρατίθεται τό κείμενον τῆς καταθέσεως τοῦ Γραμματέως τῆς 'Επιτροπῆς πρός ἄρσιν πάσης ἀμφιβολίας: «Ἐκ τῶν στοιχείων πού ἔχω, οἱ ἀπόψεις τίς ὁποῖες ἐκφράζει στά ἄτομα πού τόν ἐπισκέπτονται στό σπίτι του, εἴτε στίς συνάξεις πού πραγματοποιεῖ στό σπίτι του, πάντα ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, θεωροῦνται ἀσυμβίβαστες μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ὅτι παραπλανοῦν τό ὅποιο ἀκροατήριό του. Παραδείγματος χάριν, κηρύσσει τήν μετενσάρκωση, ἡ ὁποία εἶναι ἐντελῶς ἀσυμβίβαστη πρός τίς δοξασίες τῆς Ἐκκλησίας μας, συνδυάζει ἀποκρυφιστικά στοιχεῖα καί Ἑρμητικά κείμενα μέ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἄλλα. 


Οἱ ἀκροατές του ἔχοντας προφανῶς ἄγνοια τῶν λεπτομερειῶν τῆς θρησκείας μας, ἀκούγοντας τόν ἄνθρωπο αὐτό νά λέει προφανῶς μέ εὐφράδεια τά ὅσα τούς λέει, τόν θαυμάζουν μέ ἀποτέλεσμα νά συχνάζουν στό σπίτι του καί νά ἀκοῦν τά κηρύγματά του καί ἀνύποπτα ἀποδέχονται τίς ἀπόψεις αὐτές πού ἐπαναλαμβάνω εἶναι ἀσυμβίβαστες μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη. 


Τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα εἶναι φανερό ὅτι δέν μποροῦν νά στοιχειοθετήσουν τήν ἔννοια τοῦ προσηλυτισμοῦ ἀπό νομικῆς τουλάχιστον πλευρᾶς, καθόσον ἐλλείπουν τά στοιχεῖα πού μοῦ λέτε δηλαδή τό στοιχεῖο τοῦ ἐξαναγκασμοῦ, τῆς μετά φορτικότητος μεταδόσεως τῶν ἀπόψεων καί δοξασιῶν του καθόσον δέν ὑπάρχουν στοιχεῖα γιά αὐτά τά πράγματα καί δέν μποροῦν νά ἀποδειχθοῦν. Ἡ Ἐκκλησία ἁπλῶς ἔχει ὑπόψη τήν περίπτωσή του καί ἐκλαμβάνει τό ἄτομο αὐτό ὡς μή ἀπηχοῦν στίς ὀρθόδοξες διδασκαλίες.



  Η Συνοδική Επιτροπή επί των Αιρέσεων


Υ.Γ. Η παρούσα σημείωση δεν έχει σκοπό να κρίνει τον άνθρωπο, αλλά να ελένξει τις κακοδοξίες του, που μέσα από ένα ακαταίσχυντο πελτέ, δυσώδους μυστικισμού και απύθμενης συνομοσιολογίας, πλανεύει αθώα θύματα, ενδυόμενος υποκριτικά την ορθόδοξη προβιά και αποβεβλημένος μυστικά, το τομάρι ενός άρπαγα λύκου. Η Ορθοδοξία είναι γνήσια, ως αποστολική Εκκλησία και ανόθευτη, ως Πατερική παρακαταθήκη. Η οποιαδήποτε σμίξη με δωδεκαθειστικά απόβλητα, οικουμενιστικά εκκρίματα και κάθε λογής δαιμονοκρατούμενες δοξασίες είναι ένα ακόμη καρφί στο άχραντο σώμα του Χριστού μας. ''Ο διάβολος, ως λέων ωρυώμενος περιπατεί, ζητών τίνα καταπίει.''



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος