Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΚΙ ΕΔΩΣΕ ΣΤΟΝ ΜΙΧΑΗΛ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ




Έπεσαν όλοι γονατιστοί μπροστά στον Κριτή και πάλι σηκώθηκαν.
Είχε πια καθίσει στον «θρόνο της ετοιμασίας» ο φοβερός Κριτής και μαζεύθηκαν γύρω του όλες οι δυνάμεις των ουρανών με φόβο και τρόμο. 
Όσοι είχαν αρπαχθή από τα σύννεφα προς απάντησή του, τοποθετήθηκαν στα δεξιά του.
 Οι υπόλοιποι ωδηγήθηκαν στ’ αριστερά του Κριτού.
 Οι πιο πολλοί τους ήταν Ιουδαίοι, άρχοντες, αρχιερείς, ιερείς, βασιλείς και πολύ πλήθος μοναχών και λαϊκών. 
Στεκόνταν καταντροπιασμένοι, ελεεινολογώντας τον εαυτό τους και θρηνώντας την απωλειά τους.
 Τα πρόσωπά τους ήταν εξαθλιωμένα και αναστέναζαν βαθιά συντετριμμένοι. Σ’ όλους είχε απλωθή νεκρικό πένθος.
 Και πουθενά δεν φαινόταν καμμιά παρηγοριά.
Όσοι όμως στεκόταν στα δεξιά του Κριτού ήταν όλοι φαιδροί, φωτεινοί σαν ήλιοι, σεμνοί, δοξασμένοι, λευκοί σαν το φως, πυρπολημένοι λες, από μια θεόφωτη αστραπή.
 'Εμοιαζαν -αν δεν είναι τολμηρό να το πη κανείς- σαν τον Κυριο και Θεό τους.
Παρευθύς έρριξε το βλέμμα του και απ’ τη μια κι από την άλλη μεριά ο φοβερός Κριτής. 
Στα δεξιά κοίταξε ευχαριστημένος και χαμογέλασε.
Όταν όμως γύρισε στ’ αριστερά, ταράχθηκε, ωργίσθηκε πολύ και απέστρεψε αμέσως το πρόσωπό του.

 

 

Πιο κάτω ήταν γραμμένες όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων όσες βρήκε ο θάνατος να μην έχουν ξεπλυθή στη μετάνοια. Κι ήταν τόσο πολλές, σαν την άμμο της θάλασσας!… Τις διάβαζε ο Κύριος δυσαρεστημένος και κουνούσε το κεφάλι του αναστενάζοντας. Το αμέτρητο πλήθος των αγγέλων στεκόταν περίτρομο από τον φόβο της δίκαιης οργής του Κριτού. Όταν ο Κύριος έφτασε στη μέση του Αιώνα αυτού, παρατήρησε:


Τούτο το έσχατο είναι γεμάτο από τη δυσωδία των αμαρτιών, από τ’ ανθρώπινα έργα, που είναι όλα ψεύτικα και βρωμερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, έχθρες, μνησικακίες. Φτάνει πια! Θα το σταματήσω στη μέση. Να πάψη η κυριαρχία της αμαρτίας! Και λέγοντας αυτά τα ωργισμένα λόγια ο Κύριος έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθημα για την Κρίση. 


Αυτοστιγμεί εκείνος με το τάγμα του πήραν τον υπέρλαμπρο και απερίγραπτο θρόνο κι έφυγαν. Ήταν το τάγμα τόσο πολυπληθές, ώστε η γη δεν το χωρούσε. Φεύγοντας βροντοφωνούσαν:-Άγιος, άγιος, άγιος, φοβερός και μέγας, υψηλός, θαυμαστός και δοξασμένος ο Κύριος στους αιώνες των αιώνων. Έπειτα αποχώρησε ο Γαβριήλ με το τάγμα του ψάλλοντας: -«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού»!Και από ’κείνη τη φοβερή κραυγή συγκλονίζονταν ο ουρανός και η γη.


Ακολούθησε ο τρίτος μέγας αρχιστράτηγος, ο Ραφαήλ, με το τάγμα του αναπέμποντας τον ύμνο: «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν». Τέλος ξεκίνησε και η τέταρτη παράταξη. Ο άρχοντάς της ήταν λευκός και λαμπερός σαν το χιόνι, με όψη γλυκειά. Φεύγοντας άρχισε κι αυτός να ψάλλη δυνατά: -«Θεός θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. Εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού. Ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών και ου παρασιωπήσεται.


Πυρ ενώπιον αυτού προπορεύσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφοδρά». Και συνέχεια τον υπόλοιπο ψαλμο. Ενώ οι αξιωματούχοι του αποκρίνονταν:«Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι». Ο αρχηγός αυτού του τάγματος ωνομαζόταν Ουριήλ. Σε λίγο έφεραν ενώπιον του Κυρίου τον δοξασμένο Σταυρό του, που έλαμπε σαν φοβερή αστραπή και σκόρπιζε άρρητη ευωδία. Τον συνώδευαν με εξαιρετικές τιμές δύο τάγματα Εξουσιών και Δυνάμεων. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικά μεγαλόπρεπο. 


Οι πολυάριθμες δυνάμεις έψαλλαν παναρμόνια. Άλλοι έλεγαν με μεγάλο δέος:-«Υψώσω σε ο Θεός μου ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα». Άλλοι έλεγαν: -«Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείν τω υποποδίω των ποδών αυτού, ότι άγιός εστι». Αλληλούϊα, αλληλούϊα, αλληλούϊα! Έπειτα δόθηκε θεία διαταγή να έρθη πάλι ο κραταιός άρχοντας Μιχαήλ για να παρασταθή διπλά στον θρόνο του Κυρίου.


Εκείνη τη στιγμή παρουσιάσθηκε άγγελος που κρατούσε μια βροντερή σάλπιγγα. Την πήρε ο Κριτής στα χέρια του, σάλπισε τρεις φορές κι είπε τρεις λόγους. Μετά την παρέδωσε στον Μιχαήλ: -Πήγαινε στον Γολγοθά όπου άπλωσα τα άχραντα χέρια μου να σαλπίσης κι εκεί τρεις φορές. Μόλις αποχώρησε ο Μιχαήλ, κάλεσε ο Κύριος το τάγμα των Αρχών και είπε απευθυνόμενος στον αρχηγό του:


-Σε προστάζω να πάρης το θείο σου τάγμα και να σκορπισθήτε σ’ όλο τον κόσμο, για να μεταφέρετε πάνω σε νεφέλες τους αγίους, απ’ την ανατολή και τη δύση, τον βορρά και τον νότο. Θα τους συγκεντρώσης όλους για να υποδεχθούν την παρουσία μου, μόλις ηχήση η σάλπιγγα. 'Υστερ’ απ’ όλα αυτά έρριξε ένα βλέμμα στη γη ο δίκαιος Κριτής και είδε… Ομίχλη και σκοτεινιά, θρήνος και ουαί και κοπετός πολύς απ’ τη φοβερή τυραννία του σατανά. Μάνιαζε και φρύαττε ο δράκοντας.


Κατέστρεψε τα πάντα συντρίβοντάς τα σαν χορτάρι. Γιατί έβλεπε τους αγγέλους του Θεού να του ετοιμάζουν το αιώνιο πυρ. Μόλις τα είδε όλα αυτά ο Κύριος, κάλεσε ένα πύρινο άγγελο με αυστηρή και φοβερή όψη, χωρίς λύπηση -ήταν αρχηγός των αγγέλων που επιβλέπουν το πυρ της κολάσεως- και του είπε: -Πάρε μαζί σου τη ράβδο μου που δένει και συντρίβει. Πάρε κι αμέτρητους αγγέλους απ’ το τάγμα σου, τους πιο φοβερούς, που τάχθηκαν τιμωροί των κολασμένων.


Θα πάτε στη νοητή θάλασσα, για να βρήτε τα ίχνη του ζοφερού άρχοντα. Άρπαξέ τον με ισχύ και κραταιότητα και χτύπα τον αλύπητα με τη ράβδο, ώσπου να παραδώση το τάγμα των πονηρών πνευμάτων. Κι αφού τους δέσης όλους γέρα με την ισχύ της ράβδου μου, κατά τη διαταγή μου, θα τους ρίξης στις πιο άσπλαχνες και άγριες κολάσεις!…Και τότε πια, όταν όλα ήταν έτοιμα, έγινε νεύμα στον αρχάγγελο που κρατούσε τη σάλπιγγα να σαλπίση ηχηρά. Αμέσως απλώθηκε απότομα νεκρική σιγή, σαν να ηρέμησαν τα σύμπαντα.


Με το πρώτο σάλπισμα συναρμολογήθηκαν όλα τα σώματα των νεκρών. Με το δεύτερο, Πνεύμα Κυρίου επανέφερε τις ψυχές μέσα στα νεκρά σώματα. Δέος και φρίκη κατέλαβε τα σύμπαντα. Τα ουράνια και τα επίγεια έτρεμαν. Και τότε αντήχησε το τρίτο και φοβερώτερο σάλπισμα, που συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Οι νεκροί αναστήθηκαν από τα μνήματα «εν ριπή οφθαλμού». Φοβερό θέαμα! Ξεπερνούσαν σε αριθμό την άμμο της θάλασσας. 


Συγχρόνως σαν πυκνή βροχή κατέβαιναν απ’ τα ουράνια προς τον θρόνο της ετοιμασίας τ’ αγγελικά τάγματα βροντοφωνώντας: -«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη φόβου και τρόμου». Στεκόταν όλος ο λαός και το αναρίθμητο σύνταγμα των αγγέλων περιμένοντας. Έτρεμαν και φρικιούσαν μπροστά στη φοβερή θεία εξουσία που κατέβαινε στη γη. Ενώ όμως όλοι κοίταζαν ψηλά, ξαφνικά άρχισαν να γίνωνται σεισμοί, βροντές κι αστραπές στην κοιλάδα της Δίκης και στον αιθέρα, ώστε κατατρόμαξαν όλοι.


Τότε αποσύρθηκε σαν βιβλίο το στερέωμα του ουρανού και φάνηκε ο Τίμιος Σταυρός να λάμπη σαν τον ήλιο και να σκορπίζη θείες μαρμαρυγές. Τον κρατούσαν άγγελοι μπροστά από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και Κριτή της οικουμένης, που ερχόταν. Σε λίγο ακούγεται ένας ύμνος, ένα τραγούδι πρωτάκουστο: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου· Θεός Κύριος», κριτής, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης.


Μόλις τελείωσε η βροντερή τούτη δοξολογία, εμφανίζεται ο Κριτής επί των νεφελών, καθισμένος σε θρόνο πύρινο. Με την πολλή του καθάρια λαμπρότητα πυρπολούσε τον ουρανό και τη γη. Έξαφνα μεσ’ απ’ το πλήθος των αναστημένων νεκρών άρχισαν μερικοί ν’ αστράφτουν σαν τον ήλιο! Αμέσως αρπάζονταν από τις νεφέλες στον αέρα για να συναντήσουν τον Κυριό τους. Οι περισσότεροι όμως απόμειναν κάτω. Κανείς δεν τους πήρε στον ουρανό!…θρηνούσαν πικρά που δεν αξιώθηκαν ν’ αρπαχτούν κι αυτοί από τις νεφέλες κι ήταν φαρμάκι η λύπη και η οδύνη στις ψυχές τους.



Μόλις έβγαλε αυτή την απόφαση ο Κριτής,
 αμέσως ξεχύθηκε απ’ την ανατολή ένας τεράστιος πύρινος ποταμός, που κυλούσε ορμητικά προς τη δύση. 
Ήταν πλατύς σαν μεγάλη θάλασσα. 
Οι αμαρτωλοί απ’ τ’ αριστερά βλέποντάς τον κατατρόμαξαν κι άρχισαν να τρέμουν φρικτά απ’ την απελπισία τους. 
Μα ο αδέκαστος Κριτής πρόσταξε να περάσουν όλοι
 -δίκαιο και άδικοι- 
μεσ’ απ’ το φλεγόμενο ποταμό, για να τους δοκιμάση το πυρ.
Άρχισαν πρώτα οι «εκ δεξιών», 
που πέρασαν όλοι και βγήκαν λαμπεροί σαν ατόφιο χρυσάφι. 
Τα έργα τους δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο φωτεινά και διαυγή με τη δοκιμασία. 
Γι’ αυτό γέμισαν αγγαλίαση.
Έπειτα απ’ αυτούς ήρθαν και οι «εξ ευωνύμων» να περάσουν μέσα απ’ τη φωτιά, για να δοκιμασθούν τα έργα τους. 
Αλλά, επειδή ήταν αμαρτωλοί, η φλόγα άρχισε να τους καίη και τους κράτησε μεσ’ στη μέση του ποταμού. 
Και τα μεν έργα τους κατακάηκαν σαν άχυρα, ενώ τα σώματα τους έμειναν σώα να φλέγονται επί χρόνια και αιώνες ατελείωτους μαζί με τον διάβολο και τους δαίμονες. Κανένας δεν κατώρθωσε 
να βγη από ’κείνο το πύρινο ποτάμι! 
Όλους τους αιχμαλώτισε η φωτιά, γιατί ήταν άξιοι καταδίκης και τιμωρίας.
Αφού παραδόθηκαν στην κόλαση 
οι αμαρτωλοί, σηκώθηκε απ’ το θρόνο του
 ο φοβερός Κριτής και ξεκίνησε για το θεϊκό ανάκτορο 
με όλους τους αγίους του.




Άγιος Νήφων 

Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου