ΑΡΑΤΕ ΠΥΛΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΘΗΤΕ ΠΥΛΑΙ ΑΙΩΝΙΟΙ
Μετά ήρθαν όσοι έγιναν για την αγάπη του Χριστού «πτωχοί τω πνεύματι».
Τώρα υψώθηκαν πάρα πολύ.
Τους δόθηκε απ’ το χέρι του Κυρίου στεφάνι περίλαμπρο και κληρονόμησαν τη βασιλεία των ουρανών.
Έπειτα «οι πενθούντες» τις αμαρτίες τους, έλαβαν τη μεγάλη παρηγορία της Αγίας Τριάδος.
Έπειτα «οι πραείς» και άκακοι, που κληρονόμησαν την ουράνια γη, όπου αποστάζει γλυκασμό και ευωδία το Πνεύμα του Θεού.
Και αυτοί δοκίμασαν ανέκφραστη τέρψη και ηδονή βλέποντας να τους χαρίζεται η μακαρία γη.
Τα στεφάνια τους ροδόμορφα σκόρπιζαν μαρμαρυγές.
Ακολούθησαν οι «πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην».
Τους δόθηκε ο μισθός της δικαιοσύνης, για να χορτάσουν.
Και η αγαθή τους πρόθεση ευφράνθηκε βλέποντας τον Βασιλέα Χριστό να υψώνεται
και να υπερδοξάζεται απ’ τους αγίους αγγέλους.
Έπειτα «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης».
Τους χαρίσθηκε θεία δοξολογία και πολυθαύμαστη ζωή.
Τότε με δυνατή κι επίσημη φωνή λέει στους «εκ δεξιών» Του.-«Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασίλειαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με».
Παραξενεύτηκαν εκείνοι και ρώτησαν: «Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, η διψώντα και εποτίσαμεν; πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, η γυμνόν και περιεβάλομεν; πότε δε σε είδομεν ασθενή η εν φυλακή και ήλθομεν προς σε;».
-«Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Στρέφεται τότε και προς τους «εξ ευωνύμων» και τους λέει με δριμύτητα: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού.
Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτισατέ με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός, και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με». «Κύριε», τον ρώτησαν κι αυτοί απορημένοι, «πότε σε είδομεν ασθενή εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι;». -Αμήν λέγω υμίν», τους απάντησε ο Κύριος, «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε».
Χαθήτε απ’ τα μάτια μου, κατηραμένοι της γης! Στον τάρταρο! Στον βρυγμό των οδόντων! Εκεί θά' ναι ο θρήνος κι ο οδυρμός ο ατελείωτος. Μόλις έβγαλε αυτή την απόφαση ο Κριτής, αμέσως ξεχύθηκε απ’ την ανατολή ένας τεράστιος πύρινος ποταμός, που κυλούσε ορμητικά προς τη δύση. Ήταν πλατύς σαν μεγάλη θάλασσα.
Οι αμαρτωλοί απ’ τ’ αριστερά βλέποντάς τον κατατρόμαξαν κι άρχισαν να τρέμουν φρικτά απ’ την απελπισία τους. Μα ο αδέκαστος Κριτής πρόσταξε να περάσουν όλοι -δίκαιο και άδικοι- μεσ’ απ’ το φλεγόμενο ποταμό, για να τους δοκιμάση το πυρ. Άρχισαν πρώτα οι «εκ δεξιών», που πέρασαν όλοι και βγήκαν λαμπεροί σαν ατόφιο χρυσάφι. Τα έργα τους δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο φωτεινά και διαυγή με τη δοκιμασία.
Γι’ αυτό γέμισαν αγγαλίαση. Έπειτα απ’ αυτούς ήρθαν και οι «εξ ευωνύμων» να περάσουν μέσα απ’ τη φωτιά, για να δοκιμασθούν τα έργα τους. Αλλά, επειδή ήταν αμαρτωλοί, η φλόγα άρχισε να τους καίη και τους κράτησε μέσ’ στη μέση του ποταμού. Και τα μεν έργα τους κατακάηκαν σαν άχυρα, ενώ τα σώματα τους έμειναν σώα να φλέγονται επί χρόνια και αιώνες ατελείωτους μαζί με τον διάβολο και τους δαίμονες.
Κανένας δεν κατώρθωσε να βγη από ’κείνο το πύρινο ποτάμι! Όλους τους αιχμαλώτισε η φωτιά, γιατί ήταν άξιοι καταδίκης και τιμωρίας. Αφού παραδόθηκαν στην κόλαση οι αμαρτωλοί, σηκώθηκε απ’ το θρόνο του ο φοβερός Κριτής και ξεκίνησε για το θεϊκό ανάκτορο με όλους τους αγίους του. Τον περικύκλωναν, πάντα με πολύ φόβο και τρόμο, όλες οι ουράνιες δυνάμεις ψάλλοντας:
«Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης», ο Κύριος και Θεός των θεών μαζί με όλους τους αγίους του, που θα απολαύσουν αιώνια κληρονομιά. Άλλο τάγμα απαντούσε και έλεγε: -«Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» με όσους αξίωσε η χάρη του να ονομασθούν υιοί Θεού, «Θεός Κύριος» μαζί με τους υιούς της Νέας Σιών, «και επέφανεν ημίν».
Και οι αρχάγγελοι, που προπορεύονταν απ’ τον Κυριο, τον δοξολογούσαν ψάλλοντας ένα ουράνιο μέλος αντιφωνικά: «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω Σωτήρι ημών. Προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ». Ενώ άλλο τάγμα αντιφωνούσε μελωδικά: «Ότι Θεός μέγας Κύριος και Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισιν»!
Αυτά και αλλά πολλά παναρμόνια μέλη έψαλλαν οι άγιοι άγγελοι, ώστε να ευφραίνωνται απερίγραπτα όσοι τ’ άκουγαν. Έτσι ψάλλοντας μπήκαν οι άγιοι με τον Κυριο Ιησού Χριστό στον επουράνιο θάλαμο του θεϊκού παλατιού με καρδιές που σκιρτούσαν από χαρά. Και αμέσως κλείσθηκαν οι πύλες του νυμφώνα.
Τότε κάλεσε ο ουράνιος Βασιλεύς τους κορυφαίους αγγέλους. Πρώτοι παρουσιάσθηκαν ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ και οι άρχοντες των ταγμάτων. Ακολούθησαν οι δώδεκα φωστήρες του κόσμου, οι απόστολοι. Τους έδωσε ο Κύριος δόξα αστραφτερή και δώδεκα πυρίμορφους θρόνους για να καθίσουν κοντά στον διδάσκαλο τους Χριστό με μεγαλειώδεις τιμές. Η όψη τους ακτινοβολούσε ένα απερίγραπτο αιώνιο φως και τα ενδύματά τους ήταν λαμπερά και διάφανα σαν το κεχριμπάρι.
Ακόμη κι οι άρχοντες των αγγέλων τους θαύμαζαν. Τέλος τους έδωσε και δώδεκα υπέροχα κρυστάλλινα στεφάνια διακοσμημένα με πολυτίμους λίθους, που έλαμπαν εκτυφλωτικά, καθώς τα κρατούσαν πάνω από τα κεφάλια τους ένδοξοι άγγελοι. Έπειτα ωδηγήθηκαν ενώπιον του Κυρίου οι 70 απόστολοι. Έλαβαν κι αυτοί όμοιες τιμές και δόξες, μόνο που τα στεφάνια των 12 ήταν πιο θαυμαστά.
Και τώρα ήρθε η σειρά των μαρτύρων. Αυτοί πήραν τη θέση και τη δόξα της μεγάλης αγγελικής στρατιάς, που γκρεμίσθηκε απ’ τον ουρανό μαζί με τον Εωσφόρο. Έγιναν δηλαδή οι μάρτυρες άγγελοι και άρχοντες των ουρανίων ταγμάτων. Τους έφεραν αμέσως πλήθος στεφάνια και τα τοποθέτησαν στα αγιασμένα κεφάλια τους. Όσο λάμπει ο ήλιος, τόσο έλαμπαν κι αυτά. Έτσι οι άγιοι μάρτυρες θεώμενοι ευφραίνονταν και αγάλλονταν ανέκφραστα.
Μετά μπήκε ο θείος χορός των ιεραρχών, ιερέων, διακόνων και λοιπών κληρικών. Στεφανώθηκαν και αυτοί μ’ αιώνια και αμαράντινα στεφάνια, ανάλογα με το ζήλο, την υπομονή και την ποιμαντική τους δράση. Στεφάνι από στεφάνι ήταν διαφορετικό κατά τη δόξα, όπως αστέρι από αστέρι. Έτσι πολλοί ιερείς και διάκονοι ήταν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι από πολλούς αρχιερείς.
Τους έδωσαν ακόμη και από ένα ναό, για να προσφέρουν στο νοερό θυσιαστήριο αγία θυσία και τελεία, ευάρεστη στον Θεό. Έπειτα μπήκε ο όσιος χορός των μοναχών. Η όψη τους ξέχυνε μυστικήν ευωδία και σαν ήλιοι σκόρπιζαν θείες μαρμαρυγές. Ο Κύριος τους στόλισε με έξι φτερούγες και έγιναν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος σαν τα φρικτά Χερουβείμ και Σεραφείμ.
Άρχισαν τότε να βροντοφωνούν: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». Ήταν η δόξα τους μεγάλη, αφάνταστη και το στεφάνι τους ποικιλοστόλιστο και λαμπερό. Ανάλογα με τους αγώνες και τους ιδρώτες τους απολάμβαναν και τις τιμές. Ακολούθησε ο χορός των προφητών. Τους δώρισε ο Βασιλεύς το άσμα των ασμάτων, το ψαλτήρι του Δαβίδ, τύμπανα και χορούς, άϋλο φως αστραφτερό, άφραστη αγαλλίαση και τη δοξολογία του Αγίου Πνεύματος.
Τότε τους ζήτησε ο Δεσπότης του θεϊκού νυμφώνα να ψάλλουν κάτι. Και έψαλλαν ένα τόσο μελωδικό ύμνο, ώστε σκίρτησαν όλοι από ευφροσύνη. Αφού έλαβαν αυτά τα δώρα οι άγιοι απ’ τα άχραντα χέρια του Σωτήρος, περίμεναν ακόμη εκείνα, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη».
Τότε μπήκε όλος ο χορός των ανθρώπων, που σώθηκαν μέσα στον κόσμο: Φτωχοί και άρχοντες, βασιλείς και ιδιώτες, δούλοι και ελεύθεροι. Στάθηκαν όλοι ενώπιον του Κυρίου κι εκείνος ξεχώρισε από ανάμεσά τους τους ελεήμονες και τους αγνούς και τους έδωσε την τρυφή του παραδείσου της Εδέμ, παλάτια ουράνια και φωτεινά, στεφάνια πολυτελή, αγιασμό και αγαλλίαση, θρόνους και σκήπτρα και αγγέλους να τους υπηρετούν.
Ύστερα από όλα αυτά βλέπει ο Νήφων
να έρχεται μπροστά στον Νυμφίο μια θεόφωτη Νύμφη.
Γύρω της σκόρπιζε ουράνιες ευωδίες και θεϊκά μύρα.
Στο πανέμορφο κεφάλι της φορούσε ασύγκριτο βασιλικό στέμμα, που ακτινοβολούσε.
Οι άγγελοι την ατένιζαν κατάπληκτοι κι οι άγιοι θαμπωμένοι.
Η χάρη του Αγίου Πνεύματος συγκρατούσε πάνω στην άχραντη κορυφή το ουράνιο εκείνο διάδημα.
Μπαίνοντας στον θείο νυμφώνα την ακολουθούσε αναρίθμητο πλήθος παρθένων που υμνούσαν με δοξολογίες και άσματα τα μεγαλεία του Θεού.
Όταν έφτασε κοντά στον Νυμφίο
η μεγάλη βασίλισσα προσκύνησε τρεις φορές μαζί με όλες τις άγιες παρθένες.
Τότε ο «ωραίος κάλλει» την είδε και ευφράνθηκε.
Έσκυψε το κεφάλι του και την τίμησε σαν άχραντη Μητέρα του.
Εκείνη πλησίασε
με πολλήν ευλάβεια και χάρη και ασπάσθηκε τα αθάνατα και ακοίμητα μάτια του, καθώς και τα σπλαγχνικά του χέρια.
Μετά το θείο φίλημα
ο Κύριος χάρισε στις παρθένες αστραφτερά φορέματα και πάμφωτα στεφάνια.
Κι έπειτα
ήρθαν όλες οι νοερές δυνάμεις υμνώντας, μακαρίζοντας και δοξάζοντάς την.
Άγιος Νήφων Επίσκοπος Κων/λεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου